ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

14 Σεπτεμβρίου η εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού




Ἡ Ὕψωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ


Ἡ 14η Σεπτεμβρίου εἶναι γνωστή εἰς τούς Χριστιανούς ὡς ἡμέρα «τῆς παγκοσμίου Ὑψώσεως τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Εἶναι ἡμέρα ἀργίας καί νηστείας, διά νά δυνηθοῦν οἱ πιστοί νά προσκυνήσουν «τό ζωομύριστον ξύλον» καί τόν «θαυμάτων θησαυρόν», τόν «συνθετοτρισόλβιον» Σταυρόν καί «χαρίτων παροχέα» (α’ Οἶκος εἰς τόν τίμιον Σταυρόν).
Πρίν προχωρήσωμεν εἰς τήν περιγραφήν τῆς εἰκόνος τῆς Ὑψώσεως, εἶναι ἀνάγκη νά ἴδωμεν τό ἱστορικόν τῆς ἑορτῆς καί τήν θεολογικήν της σημασίαν.
Διά τήν θέσπισιν τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὁ Καθηγητής Ἰ. Φουντούλης γράφει: «Οἱ ἱστορικές ἀρχές τῆς ἑορτῆς χάνονται μέσα στήν πολιά ἀρχαιότητα. Στίς 13 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 335 ἔγιναν τά ἐγκαίνια τοῦ μεγάλου ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, πού ἔκτισε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στόν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου. Ἔκτοτε κατά τήν ἐπέτειο τῶν ἐγκαινίων μεγάλη πανήγυρις ἐγίνετο στά Ἱεροσόλυμα.
Καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία τήν ἰδία ἡμέρα ἀναγράφεται ἡ «μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Ἀναστάσεως» καί ἡ Ἀκολουθία τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται στά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἐκείνου. Ἡ ἑορτή διαρκοῦσε ὀκτώ ἡμέρες. Τήν δευτέρα ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, τήν 14 Σεπτεμβρίου, κατά τήν μαρτυρίαν ἀρμενικοῦ λειτουργικοῦ κειμένου τοῦ Ε’ αἰῶνος, ἐγίνετο σύναξις εἰς τόν Γολγοθᾶ «καί ἔδειχναν τόν τίμιο Σταυρό σ᾽ ὅλο τό ἐκκλησίασμα».
Ὁ τίμιος Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦταν τό σεβασμιώτερο κειμήλιο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καί ἦταν ἑπόμενο εἰδική πανήγυρις νά καθιερωθῇ γι᾽ αὐτόν ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς συρροῆς τοῦ λαοῦ γιά τόν ἑορτασμό τῶν ἐγκαινίων».
Ὁ Σταυρός αὐτός, πού ὕψωνε τόσον πανηγυρικά ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἦτο ὁ ἀληθής Σταυρός, πού ἀνεῦρεν ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἡ μητέρα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς τοῦ 4ου καί 5ου μ. Χ αἰῶνος ὁμιλοῦν διά τήν θαυματουργικήν ἀνεύρεσιν τοῦ τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος π.χ., τό 395, ἀναφέρει ὅτι εἰς τόν Γολγοθᾶν ἀνευρέθησαν τρεῖς σταυροί, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀνεγνωρίσθη ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, πού ἦτο εἰς τό μέσον τῶν δύο ἄλλων καί εἶχε καί τήν γνωστήν ἐπιγραφήν (Εἰς Ἰωάν. ὁμιλία 85, 1).
Ἄλλοι συγγραφεῖς ὁμιλοῦν διά ἐπιτελεσθέντα θαύματα, τά ὁποῖα ἔγιναν αἰτία νά ἀναγνωρισθῇ ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου. Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἀναφέρει καί τό Συναξάριον τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως: «Διαπορούσης δέ τῆς Βασιλίσσης (τῆς Ἁγίας Ἑλένης), τίς ἄν εἴη ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός, διά τῆς εἰς θανοῦσαν γυναῖκα χῆραν θαυματουργίας δείκνυται· ἥ καί ἀνέστη τῇ τούτου προσψαύσει· τῶν δέ λοιπῶν δύο σταυρῶν τῶν Λῃστῶν μηδέν εἰς τοῦτο ἐνδειξαμένων εἰς θαυματοποιΐας ὑπόδειγμα. Ὅν δῆτα τίμιον Σταυρόν προσεκύνησεν ἡ Βασίλισσα, καί ἠσπάσατο μετά τῆς Συγκλήτου ἁπάσης».
Τήν ἀμηχανίαν δηλαδή τῆς Ἁγίας Ἑλένης διά τό ποῖος ἦτο ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἔλυσε τό θαῦμα, πού ἔγινεν εἰς μίαν πεθαμένην χήραν γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀνέστη ὅταν τήν ἤγγισεν ὁ Σταυρός. Τό θαῦμα αὐτό δέν ἔκαμαν οἱ δύο σταυροί τῶν ληστῶν. Ἔτσι ἡ Βασίλισσα μαζί μέ ὅλην τήν Σύγκλητον προσεκύνησε καί ἠσπάσθη τόν τίμιον Σταυρόν.
Αἱ νῖκαι τοῦ αὐτοράτορος Ἡρακλείου (610-641) κατά τῶν Περσῶν, ἡ ἁρπαγή ὑπ᾽ αὐτῶν τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί ἡ ἐπανάκτησίς του ὑπό εὐσεβοῦς Στρατηλάτου ἔδωκαν νέαν αἴγλην εἰς τήν ἑορτήν τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ζωοποιός Σταυρός ὑψώθη καί πάλιν εἰς τά Ἱεροσόλυμα (τόν Μάρτιον τοῦ 630). Δικαιολογημένως ψάλλει ἔκτοτε ἡ Ἐκκλησία μας: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» (Ἀπολυτίκιον).
Ἀπό τό 614 ἡ τελετή τῆς Ὑψώσεως ἐγίνετο καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν διά νά διαδοθῇ ἐν συνεχείᾳ καί εἰς ἄλλα χριστιανικά κέντρα. Ἔτσι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ ἐπεσκίασε τήν ἑορτήν τῶν Ἐγκαινίων. Ἀκόμη ἀπέβαλε τόν τοπικόν της χαρακτῆρα καί ἔγινεν οἰκουμενική ἑορτή, δόξα καί καύχημα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Σταυρός πλέον ὑμνεῖται ὡς «οἰκουμένης φύλαξ» καί ὡς «ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἡ σημερινή τελετή τῆς Ὑψώσεως εἶναι σχεδόν ἀπομίμησις τῆς τελετῆς, πού ἔγινεν εἰς τά Ἱεροσόλυμα μετά τήν ἀνεύρεσιν τοῦ τιμίου ξύλου. «Ζητῶν δέ καί ὁ κοινός λαός προσκυνῆσαι, οὐκ ἠδύνατο καί ᾐτήσατο κἄν ἰδεῖν αὐτόν. Τότε ἀνῆλθεν ὁ Μακάριος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καί ὕψωσεν ἐπί τοῦ ἄμβωνος τόν τίμιον Σταυρόν· καί ἰδόντες, ἤρξατο ὁ λαός κράζειν τό «Κύριε ἐλέησον». Καί ἔκτοτε ἐπεκράτησεν ἡ τιμία Ἑορτή τῆς Ὑψώσεως». (Ἀπό τό Συναξάριον τῆς ἡμέρας). Αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατανυκτικήν σκηνήν ἀπαθανατίζει καί ἡ βυζαντινή εἰκών τῆς Ὑψώσεως.
Τήν θεολογικήν σημασίαν τῆς ἑορτῆς εὑρίσκομεν εἰς τά τροπάρια τῆς ἡμέρας. Ἀπό αὐτά ἐκεῖνα τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τῶν Αἴνων εἶναι τά πιό μεστά εἰς νοήματα καί τά πλουσιώτερα εἰς ποιητικάς ἐξάρσεις.
Ὁ Σταυρός, πού ὑψοῦται εἰς προσκύνησιν ὑπό τῶν πιστῶν, εἶναι τό τρόπαιον, τό ὁποῖον ἔστησεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἰς τόν πόλεμόν της κατά τοῦ Σατανᾶ. Ὁ Σταυρός ἤνοιξε τήν κλεισμένην θύραν τοῦ Παραδείσου, ἀφοῦ κατήργησε τήν δύναμιν τοῦ θανάτου καί ὕψωσε τούς πιστούς ἀπό τήν γῆν εἰς τόν οὐρανόν. Τό ἀκαταμάχητον ὅπλον τοῦ Σταυροῦ ἀσφαλίζει τούς πιστούς κάθε ἐποχῆς, πού ἀντιπαλαίουν μέ τόν Σατανᾶ καί γίνεται δόξα καί στολίδι τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας.
Τά θεολογικά αὐτά νοήματα συμπυκνώνει εἰς τούς στίχους του τό πρῶτον ἀπόστιχον τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου:
«Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, τῆς εὐσεβείας τό ἀήττητον τρόπαιον, ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τό τῆς Ἐκκλησίας περιτείχισμα· δι᾽ οὗ ἐξηφάνισται ἡ φθορά καί κατήργηται καί κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις καί ὑψώθημεν ἀπό γῆς πρός οὐράνια. Ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα Μαρτύρων Ὁσίων, ὡς ἀληθῶς ἐγκαλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρούμενος τῷ κόσμῳ τό μέγα ἔλεος».
Εἰς τά τροπάρια τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ κυριαρχεῖ τό αἴσθημα τῆς χαρᾶς διά τήν ἀνεύρεσιν καί τήν θαυματουργόν δύναμιν τοῦ Σταυροῦ. Οἱ ὕμνογράφοι ὅμως δέν ξεχνοῦν ὅτι ἐπάνω εἰς τό εὐλογημένον αὐτό ξύλον ἐκαρφώθη ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Ἔτσι οἱ πιστοί καλοῦνται νά ἀσπασθοῦν τόν Σταυρόν «τῇ χαρᾷ καί τῷ φόβῳ· φόβῳ διά τήν ἁμαρτίαν, ὡς ἀνάξιοι ὄντες· χαρᾷ δέ διά τήν σωτηρίαν, ἥν παρέχει τῷ κόσμῳ ὁ ἐν αὐτῷ προσπαγείς (=καρφωθείς) Χριστός ὁ Κύριος, ὁ ἔχων τό μέγα ἔλεος» (Δοξαστικόν τῶν Αἴνων). Ἐπί πλέον κατά τήν ἡμέραν αὐτήν νηστεύομεν, διότι ἡ ἑορτή τῆς Ὑψώσεως φέρει «τά ἴσα τῆς ἁγίας καί Μ. Παρασκευῆς».
***
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ (Τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ)
Τό κέντρον τῆς εἰκόνας καταλαμβάνει ὁ ἄμβων, ἐπάνω εἰς τόν ὁποῖον ὁ Ἅγιος Μακάριος (314-333) ὕψωσε τόν τίμιον Σταυρόν. Ἕνα σκοτεινόν ἄνοιγμα εἰς τήν βάσιν τοῦ ἄμβωνος δείχνει τό μέρος τῆς ἀνευρέσεως.
Τό δεύτερον μετά τόν Πατριάρχην πρόσωπον, πού κυριαρχεῖ εἰς τήν εἰκόνα εἶναι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἐνδεδυμένη τήν βασιλικήν της στολήν καί συνοδευομένη ὑπό δύο εὐλαβῶν γυναικῶν. Τόν Πατριάρχην κυκλώνουν κληρικοί καί λαϊκοί, πού παρακολουθοῦν μέ ἱερόν δέος τήν τελετήν.
Τό δέος αὐτό προκαλεῖ ἀφ᾽ ἑνός ἡ θέα τοῦ Σταυροῦ καί ἀφ᾽ ἑτέρου τά θαύματα πού ἔγιναν κατά τήν ἀνεύρεσίν του. Νομίζει κανείς, καθώς παρατηρεῖ τά βυθισμένα εἰς σκέψεις πρόσωπα τῆς εἰκόνος, ὅτι ὅλοι των ἀνακαλοῦν εἰς τήν μνήμην των τά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως, τά πρίν καί τά μετά ἀπό αὐτήν.
Ἔτσι καί ὁ θεατής ἀναπολεῖ τά σωτήρια περιστατικά συμφώνως πρός τήν εὐχήν τῆς Ἐκκλησίας: «Μεμνημένοι τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καί πάντων τῶν ὑπέρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ σταυροῦ, τοῦ τάφου, τῆς τριημέρου ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν καθέδρας, τῆς δευτέρας καί ἐνδόξου πάλιν παρουσίας…» (Ἀπό τήν εὐχήν τῆς ἀναφορᾶς τῆς Λειτουργίας τοῦ Χρυσοστόμου).
Ἡ σκηνή μᾶς μεταφέρει εἰς τά τελούμενα σήμερον εἰς τήν Ἐκκλησίαν κατά τήν 14ην Σεπτεμβρίου διά νά ἀκουσθῇ ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» ὁ νικητήριος παιάν:
«Τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα,
καί τήν ἁγίαν σου ἀνάστασιν δοξάζομεν».


Καταβασίες τῆς Ὑψώσεων τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

᾿Ωδή α´. ῏Ηχος πλ. δ´
1800192481_6f859a6786_o[1]«Σταυρόν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ, τήν ᾿Ερυθράν διέτεμε, τῷ ᾿Ισραήλ πεζεύσαντι· τήν δέ ἐπιστρεπτικῶς, Φαραώ τοῖς ἅρμασι, κροτήσας ἥνωσεν· ἐπ᾿ εὔρους διαγράψας, τό ἀήττητον ὅπλον· διό Χριστῷ ᾄσωμεν, τῷ Θεῷ ἡμῶν· ὅτι δεδόξασται».
῾Ο Μωυσῆς, ἀφοῦ χάραξε σέ εὐθεία γραμμή στό νερό μέ τή ράβδο του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, χώρισε στά δύο τήν ᾿Ερυθρά θάλασσα, γιά νά περάσει πεζῆ ὁ ᾿Ισραηλιτικός λαός. Τήν ἴδια δέ (τή θάλασσα), ὅταν γύρισαν μέ ἅρματα τοῦ Φαραώ καταδιώκοντας τό λαό, ἀφοῦ τήν χτύπησε πλαγίως, τήν ἕνωσε πάλι (γιά νά πνίξει τούς διῶκτες), ἀφοῦ σχημάτισε στό πλάτος τῆς θάλασσας τό ἀήττητο ὅπλο τοῦ σταυροῦ. Γιαυτό ἄς ἀνυμνοῦμε τό Θεό μας, γιατί μέ ὅ,τι ἔκανε δοξάσθηκε ἡ δύναμή του.
῾Η ὑπόθεση τῆς ὠδῆς ἀναφέρεται στή θαυμαστή διάσωση τῶν ῾Εβραίων ἀπό τό διωκτικό μένος καί τήν κακότητα τοῦ Φαραώ, ἡγεμόνα τῶν Αἰγυπτίων. Τά γεγονότα εἶναι γνωστά. Οἱ ῾Εβραῖοι στενάζουν κάτω ἀπό τόν ἐπαχθή ζυγό τῶν Αἰγυπτίων. Μέ τήν παρέμβαση τοῦ Μωυσῆ, ὁ Φαραώ, μή ἀντέχοντας τά θαυμαστά σημεῖα καί τίς φοβερές πληγές πού ἐπέφερε ὁ Θεός διά μέσου τοῦ ἀπεσταλμένου ὑπηρέτη του, ἄφησε ἐλεύθερο τόν ᾿Ισραήλ νά γυρίσει πίσω στή χώρα τῶν πατέρων του. ᾿Αφοῦ ὅμως ἀναχώρησε ὁ λαός, ὁ μιαιφόνος ἄρχοντας μετάνιωσε. Θέλησε νά γυρίσει πίσω τούς ἐλευθερωθέντας σκλάβους.
Εστειλε, λοιπόν, τούς ἁρματηλάτες του γιά νά ἐκπληρώσουν τήν προσταγή του. ῾Ο λαός εἶχε ἤδη φθάσει μπροστά στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα. Πῶς ὅμως θά μποροῦσε νά διαπλεύσει τό ὑγρό στοιχεῖο, μή διαθέτοντας μέσα πλωτά; Στήν ἀμηχανία του αὐτή προστέθηκε καί ὁ φόβος, γιατί εἶδε ξαφνικά τό πλῆθος τῶν ἁρμάτων τῶν Αἰγυπτίων νά τούς καταδιώκει καί νά ἀπειλεῖ τήν μόλις ἀποκτηθείσα ἐλευθερία τους καί τή ζωή τους. ῾Η θέση τους ἦταν ἀπελπιστική. Παρέλυσαν ἀπό φόβο ἡ καρδιά καί τά γόνατά τους. ῎Αρχισαν νά φωνάζουν καί νά κλαῖνε. Τότε παρενέβη ὁ ἐλευθερωτής. Μέ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ ὁ Μωυσῆς, πού ἡγεῖτο τοῦ λαοῦ, χάραξε μέ τή ράβδο του σταυροειδῶς τή θάλασσα, ἡ ὁποία χωρίστηκε στά δύο, τά νερά ὀρθώθηκαν ἔνθεν καί ἔνθεν, καί ἄφησαν νά φανεῖ ὁ πυθμένας τῆς θάλασσας σάν χέρσα γῆ. Τότε ὅρμησε ὁ λαός καί διόδευσε πεζῆ τό ἀναφανέν χώρισμα.
Τό ἴδιο ἔκανε καί τό στράτευμα τοῦ Φαραώ. Οἱ στρατιῶτες ὅρμησαν καί αὐτοί μέ τά ἅρματά τους στό χώρισμα τῆς θάλασσας, καταδιώκοντας τόν ἄμαχο λαό. ῞Οταν ὅμως εἶχαν περάσει οἱ ῾Εβραῖοι στήν ἀντίπερα ὄχθη καί ἐνόσω οἱ διῶκτες διέτρεχαν ἀκόμη μέ ὁρμή τό θαλάσσιο βυθό, ὁ Μωυσῆς χτύπησε καί πάλι σταυροειδῶς τά θαλάσσια νερά, τά ὁποῖα ἑνώθηκαν γιά νά πνίξουν πανστρατιά ἵππους καί ἀναβάτες.
Η σκηνή ἦταν πράγματι φριχτή καί μεγαλειώδης. ᾿Από τή μιά ἔβλεπες ἕναν ἄνθρωπο θηριώδη καί πωρωμένο, ὁ ὁποῖος, ἄν καί εἶχε ἀναγνωρίσει τήν ἀνωτερότητα τοῦ Θεοῦ τῶν ῾Εβραίων, πεισθείς ἀπό τά γεγονότα πού ξετυλίχθηκαν μπροστά του, ἐν τούτοις, σκοτισμένος ἀπό τό πάθος τῆς ἀλαζονείας καί πνιγόμενος ἀπό τό μίσος κατά τοῦ λαοῦ πού τόσα χρόνια βασάνιζε, τά ἔβαλε πάλι μέ τόν ἀληθινό Θεό! Θέλησε νά ἀναμετρηθεῖ μαζί του, πιστεύοντας στά ἅρματα καί τήν πολεμική του μηχανή.
Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ Φαραώ χαράκτηκε στήν ἱστορία ὡς τό κλασικότερο παράδειγμα κουφότητος καί ἀλαζονείας, μοχθηρίας καί κακότητος, πωρώσεως πνευματικῆς καί ἔσχατης ἠθικῆς ἐξαθλιώσεως!
Καί ἀπό τήν ἄλλη ἔβλεπες ἕνα λαό δειλό καί ἀδύναμο, πού ἔτρεμε μπροστά στή μιαιφόνο ἀπειλή τοῦ στυγεροῦ ἄρχοντα, ἕνα λαό πού συγκλονιζόταν κυριολεκτικά μπροστά στή διαγραφόμενη ἀπειλή. ῎Εβλεπες ἐπίσης καί ἕναν ἄξιο ὑπηρέτη, ὁ ὁποῖος στεκόταν σάν βράχος στήν ἀποστολή πού ἔλαβε ἀπό τό Θεό, ἕναν ἄξιο ἡγέτη ἑνός λαοῦ ἀνίσχυρου καί φοβισμένου. Καί τέλος ἔβλεπες ἕνα Θεό παντοδύναμο, ὁ ὁποῖος πάταξε ἀμείλικτα τή σκληρότητα τοῦ ἀνόητου ἡγεμόνα.
῎Εβλεπες θαύματα πολλά. Μιά θάλασσα νά χωρίζεται, ἕνα βυθό νά διαφαίνεται, ἕνα λαό νά πεζοπορεῖ, βλέποντας ἑκατέρωθεν τά κύματα νά ὑψώνονται σάν τείχη στερεά, ἕνα στράτευμα νά ὁδεύει ὑπνωτισμένο τό ὑγρό στοιχεῖο καί νά καταποντίζεται στ᾿ ἀγριεμένα κύματα τῆς θάλασσας! Γι᾿ αὐτό κι ὁ λαός μετά τή διάσωσή του δόξασε μέ χορούς καί τύμπανα καί ἄσματα τό Θεό τῶν πατέρων του γιά τή θαυμαστή του διάσωση καί τά ἄπειρα μεγαλεῖα Του.
Η διάσωση ὅμως αὐτή ἔχει καί τυπολογική σημασία. ῾Η χάραξη τῆς θάλασσας μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τό χώρισμα τῶν ὑδάτων, ἡ διέλευση τοῦ λαοῦ καί ὁ πνιγμός τῶν Αἰγυπτίων, προτύπωναν τόν Τίμιο Σταυρό, στόν ὁποῖον πέθανε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, τό ὅπλο τό κραταιό καί τό ἀήττητο. Μέ τό σταυρικό του θάνατο ὁ Κύριος δάμασε τή θάλασσα τῆς ἁμαρτίας, ἔστρωσε δρόμο στέρεο καί ἀσφαλή γιά νά περάσει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τή χώρα τῆς δουλείας τῆς ἁμαρτίας στή γῆ τῆς ἐπουράνιας θείας Βασιλείας, δημιουργώντας τό Πάσχα τῆς ζωῆς καί πνίγοντας στά νερά τῆς θείας του δυνάμεως τά στίφη τῶν εἰδεχθῶν δαιμόνων, τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ.
Παράλληλα ἡ διάσωση ἐκφράζει τυπολογικά καί τό θαῦμα τῆς Παρθένου. ῞Οπως δηλαδή τά νερά διαχωρίστηκαν προσωρινά γιά νά περάσει ὁ λαός τοῦ ᾿Ισραήλ καί μετά τή διέλευση ἑνώθηκαν καί πάλι, ἔτσι καί ἡ πάναγνη μήτρα τῆς Παρθένου, ἡ πύλη ἡ κλειστή ἀπό τήν ὁποία κανένας δέν πέρασε ποτέ, ἄνοιξε προσωρινά γιά νά περάσει δι᾿ αὐτῆς καί νά ἔλθει στόν κόσμο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά κλείσει καί πάλι καί νά μείνει ἀδιόδευτη μετά τή γέννηση τοῦ ᾿Εμμανουήλ. ᾿Εκφράζεται μέ ἄλλα λόγια ὁ ἄφθορος τόκος τῆς Πανάγνου.
῾Η ὠδή αὐτή εἶναι πραγματικά μεγαλειώδης. Θά τή συναντήσουμε καί σέ πολλές ἄλλες ὠδές τῶν Καταβασιῶν, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν ῾Υμνολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὡς τό μεγάλο θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ δίκαιη ἀπάντησή του στήν κακότητα τῆς ἱστορίας τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἰταμή πρόκληση τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους καί τῆς ἁμαρτίας.
᾿Ωδή γ´.
«῾Ράβδος εἰς τύπον τοῦ Μυστηρίου παραλαμβάνεται· τῷ βλαστῷ γάρ προκρίνει τόν ἱερέα· τῇ στειρευούση δέ πρῴην, ᾿Εκκλησίᾳ νῦν, ἐξήνθησε, ξύλον Σταυροῦ, εἰς κράτος καί στερέωμα».
῾Η ράβδος (τοῦ ᾿Ααρών ἡ βλαστήσασα) χρησιμεύει σάν προτύπωση τοῦ μυστηρίου (τοῦ σταυροῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας)· διότι μέ τό βλαστό πού ἔβγαλε, κρίνει ποιός θά ὁριστεῖ ἱερέας. Τώρα (στή νέα οἰκονομία τοῦ Θεοῦ) στήν πρώην ᾿Εκκλησία (τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης) πού ἦταν στείρα, βλάστησε τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, πού τήν ἔκανε στέρεη καί δυνατή.
Μετά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ, τήν περιπλάνησή του στήν ἔρημο καί τήν ἐγκατάστασή του στή γῆ τῶν πατέρων του, δημιουργήθηκε ζήτημα ἀπό ποιά πατριά ἐκ τῶν δώδεκα καί ἀπό ποιόν οἶκο θά λαμβανόταν τό ἱερατεῖο τοῦ λαοῦ. Μέ ὑπόδειξη τοῦ Θεοῦ πάρθηκαν δώδεκα ράβδοι ξηρές, μιά ἀπό κάθε οἶκο πατριᾶς, οἱ ὁποῖες τοποθετήθηκαν στήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου. ῞Οποια ράβδος θά ἔβγαζε βλαστό, ἦταν σημεῖο ὅτι ἀπό τήν ἀντίστοιχη πατριά της ἔπρεπε, κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά λαμβάνεται τό ἱερατεῖο. Βλάστησε δέ ἡ ράβδος πού ἀνῆκε στήν πατριά τοῦ Λευΐ, ἐπί τῆς ὁποίας ἦταν γραμμένο τό ὄνομα τοῦ ᾿Ααρών.
῞Ο,τι συνέβη τότε προτυπώνει τό μυστήριο τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τῆς χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η παλαιά ᾿Εκκλησία (ἡ Συναγωγή) ἦταν στείρα καί ἄγονη. ᾿Ανῆκε στήν πρώτη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. ᾿Απ᾿ αὐτήν ἔλειπαν τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ πλήρης ἐνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος, τό πλήρωμα τῆς λυτρωτικῆς του χάριτος. ῏Ηταν γηρασμένη καί ἀδύναμη.
Μέ τό λυτρωτικό ὅμως πάθος τοῦ Χριστοῦ πού ἔγινε ἐπάνω στό σταυρό, τόν ὁποῖο προτύπωνε ἡ παλαιά ἐκείνη ράβδος πού ἐξήνθησε, βλάστησε ἡ νέα ζωή τοῦ Θεοῦ, τό σφρίγος τῆς νέας λυτρωτικῆς οἰκονομίας, γράφτηκε ἡ Νέα Διαθήκη στό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἡ παλαιά ᾿Εκκλησία ἀναζωογονήθηκε στή νέα ᾿Εκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο ὁ Κύριος διά τοῦ ἰδίου αἵματος». Μέ τόν τίμιο Σταυρό κραταιώθηκε τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, στερεώθηκε ἡ ᾿Εκκλησία του στόν κόσμο καί δοξάστηκε τό ἅγιο ῎Ονομά του στά πέρατα τῆς γῆς.
᾿Ωδή ε´
«῎Ω τρισμακάριστον Ξύλον! ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος· δι᾿ οὗ πέπτωκεν ὁ ξύλῳ ἀπατήσας, τῷ ἐν σοί δελεασθείς, Θεῷ τῷ προσπαγέντι σαρκί, τῷ παρέχοντι, τήν εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν».
῎Ω ξύλο τρισμακάριστο! πάνω στό ὁποῖο ἅπλωσε τό σῶμα του (σταυρώθηκε) ὁ Βασιλεύς καί Κύριος· διά τοῦ ὁποίου ἔπεσε (ἡττήθηκε) αὐτός (ὁ διάβολος), ὁ ὁποῖος, διά τοῦ ξύλου (τοῦ δέντρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ) ἐξαπάτησε (τόν ἄνθρωπο στήν ᾿Εδέμ διά τῆς βρώσεως τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ), ἀφοῦ δελεάστηκε ἀπό τό Θεό πού καρφώθηκε ἐπάνω σου, κατά τή σάρκα του (τήν ἀνθρώπινη φύση του), καί ὁ ὁποῖος παρέχει εἰρήνη στίς ψυχές μας.
Τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ εἶναι πραγματικά τρισμακάριστο. Ξύλο ἅγιο καί τιμημένο. Πάνω του πέθανε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Πέθανε τό σῶμα Του φυσικά, τό ὁποῖο προσέλαβε ἀπό τήν ἄχραντη Μητέρα του. Δέν πέθανε ἡ θεότητα, ἡ ὁποία, ὡς πνεῦμα ἄπειρο, αἰώνιο καί ἀναλλοίωτο, εἶναι ἀπαθής, βρίσκεται πέρα ἀπό παθήματα ἁρμόζοντα στήν κτιστή καί πεπερασμένη φύση τῶν ἀνθρώπων. Μιά τέτοια φύση ἦταν καί αὐτή μέ τήν ὁποία ἑνώθηκε ἡ φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, φύση κτιστή, δυνάμενη νά πάθει καί νά ἀποθάνει.
᾿Αλλιώτικα, πῶς θά ἔσωζε μέ τό πάθος της τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο;
Στό Σταυρό ἅπλωσε τό πανακήρατο σῶμα του ὁ Κύριος. Καρφώθηκε σ᾿ αὐτόν σάν ἐπονείδιστος κακοῦργος. Τόν ἔβαψε μέ τό πανάσπιλο αἷμα του, μέ τό ὁποῖο ξέπλυνε τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ἀφάνισε τίς ἐνοχές τῆς ἁμαρτίας, καθάρισε τή φύση ἀπό τούς σπίλους τῆς φθορᾶς, τήν ἀφθαρτοποίησε καί τή θέωσε. Στό Σταυρό ὁ Θεός πάτησε μέ τό θάνατό Του τό θάνατο· «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ψάλλει πανηγυρικά ἡ ᾿Εκκλησία μας. Νίκησε τό μεγάλο ἐχθρό, πού ἔπνιγε ἀσφυκτικά τόν κόσμο.
Στό Σταυρό ὁ Χριστός διαπόμπευσε τίς ἀρχές τοῦ σκότους καί τῆς ἀνομίας, τό διάβολο, πίσω ἀπό τόν ὁποῖο βρισκόταν τό τραγικό δράμα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός κατόρθωσε μέ τήν πανουργία του νά παραπλανήσει καί νά παρεμποδίσει τόν πρωτόπλαστο, νά τόν ρίξει στό χάος τῆς παρακοῆς καί τῆς ἀποστασίας. Μέ τή σειρά του ὅμως δελεάστηκε κι αὐτός ἀπό τήν ἀπειρόσοφη βουλή τοῦ Θεοῦ, μή γνωρίζοντας τό θεῖο λυτρωτικό μυστήριο. Συνήργησε νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, τόν ὁποῖο θανάσιμα μισοῦσε καί ζήλευε, μή ἔχοντας ὅμως συναίσθηση ὅτι ὁ θάνατος ἐκεῖνος δέν ἦταν θάνατος ἑνός δίκαιου καί ἀνεπίληπτου ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν ἑνωμένος μαζί του. ῎Ετσι πλανήθηκε ὁ πλάνος, «πεπλάνηται ὁ πλάνος», ὅπως ψάλλει θρηνωδούσα ἡ ᾿Εκκλησία τόν Κυριό της.
Στό Σταυρό ὁ Χριστός ἔδησε τόν δυνατό (τό διάβολο) καί διήρπασε τά σκεύη του, καταργήσας τό κράτος καί τή δύναμή του. Στό τίμιο ξύλο δόθηκε ἡ μεγάλη μάχη καί κερδίθηκε ἡ παμμέγιστη νίκη, ἡ νίκη τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων· ἡ νίκη τῆς θείας Βασιλείας.
Στό Σταυρό ἔγινε ἡ εἰρήνευση Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Καταργήθηκε τό μεσότοιχο τῆς ἔχθρας πού χώριζε τόν Πλάστη ἀπό τά πλάσματά του, ἐπῆλθε ἡ συμφιλίωση, ἑνώθηκαν τά «τό πρίν διεστῶτα». Οἱ ἄνθρωποι βρῆκαν παρρησία πρός τό Δημιουργό τους, ξαναβρῆκαν τό δρόμο πού ὁδηγεῖ πίσω στόν Πατέρα. ῎Εγιναν τέκνα Θεοῦ καί «θεοί».
Ολα αὐτά προσδίδουν τεράστια αἴγλη στό τίμιο καί τρισμακάριστο ξύλο. ῾Ο Σταυρός πάλλει τήν ψυχή τῆς ᾿Ορθοδοξίας. ῾Η αἴγλη του λαμπρύνει τίς ὀρθόδοξες καρδιές. Εἶναι ὁ φωτεινός στύλος καί τό κρηπίδωμα τῆς ᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία τόν τιμᾶ ὡς σύμβολο τῆς κραταιᾶς νίκης στό σημεῖο τοῦ πάθους, τῶν ἀγώνων καί τῆς αὐταπαρνήσεως τῶν μαχητῶν τῆς Βασιλείας καί τῶν ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοί τόν φέρνουν ὡς φυλακτήριο κατά τῶν δαιμόνων, ὡς καύχημα καί σέμνωμά τους, τόν τιμοῦν ὑπερβαλλόντως καί μέ εὐλάβεια τόν προσκυνοῦν.
᾿Ωδή στ´
«Νοτίου θηρός ἐν σπλάχνοις, παλάμας ᾿Ιωνᾶς, σταυροειδῶς διεκπετάσας, τό σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφῶς· ὅθεν τριήμερος ἐκδύς, τήν ὑπερκόσμιον ᾿Ανάστασιν ὑπεζωγράφησε, τοῦ σαρκί προσπαγέντος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί τριημέρῳ ἐγέρσει, τόν κόσμον φωτίσαντος».
Στά σπλάχνα τοῦ θαλάσσιου θηρός (τοῦ θεριοῦ, τοῦ κήτους), ἁπλώσας τίς παλάμες του σέ σχῆμα σταυροῦ ὁ ᾿Ιωνᾶς, προδιατύπωνε μέ σαφήνεια τό σωτήριο πάθος (τοῦ Χριστοῦ)· ἀπό τό ὁποῖο (κῆτος), ἀφοῦ βγῆκε τήν τρίτη ἡμέρα, περιέγραψε μέ χρώματα ζωντανά τήν ὑπερκόσμια ᾿Ανάσταση Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πού καρφώθηκε (στό Σταυρό) καί μέ τήν τριήμερη ἔγερσή του (ἐκ τῶν νεκρῶν), φώτισε τόν κόσμο.
῾Η ὠδή αὐτή ἱστορεῖ τήν ὑπόθεση τοῦ ᾿Ιωνᾶ· μιά ἱστορία πολύ παράδοξη καί ἰδιότυπη, τοῦ ἀνθρώπου νά παλεύει μέ τό Θεό. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ἦταν προφήτης. ᾿Ανῆκε στό Θεό, ἐνταγμένος στήν ὑπηρεσία του καί ἀφοσιωμένος δοῦλος του. Κάποια μέρα ὁ Θεός τοῦ ἀνέθεσε μιά ἀποστολή, νά κηρύξει μετάνοια στούς κατοίκους τῆς πόλεως Νινευή, τούς ὁποίους βάραιναν ἁμαρτίες καί κρίματα πολλά. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ὅμως ἀντέδρασε ἀρνητικά στό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. Δέ θέλησε νά ἀναλάβει τήν ἐκτέλεση τῆς προφητικῆς του ἀποστολῆς. Θά εἶχε βέβαια τούς λόγους του. ῎Ισως νά εἶχε ἀποκάμει ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἐκεῖνο λαό. Σκέφτηκε νά φύγει ἀπό τό μέρος του, νά πάει μακριά, ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεός θά τόν ἔχανε.
᾿Αφελεῖς οἱ σκέψεις τοῦ πλάσματος. Γιατί ποιός μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν παρουσία τοῦ παντεπόπτη Θεοῦ; ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως, ἔστω κι ἄν εἶναι προφήτης, δέν παύει νά ἔχει τίς ὅποιες στιγμές καί ἰδιοτροπίες του. ᾿Επιβιβάστηκε, λοιπόν σέ πλοῖο γιά νά πάει στήν πόλη Θαρσίς, νά εἶναι μακριά ἀπό τό Θεό καί νά ἡσυχάσει ὁριστικά μέ τό πρόβλημα πού τόν ἀπασχολοῦσε.
Κατά τόν πλοῦν ὅμως ὁ Θεός ἄδραξε τό δραπέτη. Σηκώθηκε τρικυμία καί τό πλοῖο κινδύνευε νά καταποντισθεῖ. Φάνηκε, ὅτι κάποιος ἀπό τούς ταξιδιῶτες ἦταν ὁ αἴτιος τοῦ κακοῦ. Γιά νά βρεθεῖ δέ ποιός ἦταν ἔβαλαν κλήρους. ῾Ο κλῆρος σημάδεψε τόν ᾿Ιωνᾶ, τόν παράδοξο ταξιδιώτη. Μέ ὑπόδειξή του τόν ἔριξαν στή θάλασσα, ἡ ὁποία ἀμέσως γαλήνεψε. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ὅμως δέν πνίγηκε. Κατά προσταγή τοῦ Θεοῦ, ἕνα τεράστιο θαλάσσιο κῆτος κατάπιε τόν προφήτη, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στήν κοιλιά του τρεῖς μέρες καί τρεῖς νύχτες. ᾿
Εκεῖ ὁ προφήτης μεταμελήθηκε γιά τήν ἀπείθειά του, κατάλαβε πόσο μάταιο ἦταν νά μάχεται κανείς τόν παντοδύναμο καί μεγαλοδύναμο Θεό. Προσευχήθηκε μέ κατάνυξη, ὑμνολογώντας τό ἅγιο ῎Ονομά του. Τήν τρίτη ἡμέρα τό κῆτος τόν ἐξήμεσε στή στεριά, αὐτός τότε μέ συντριβή καρδιᾶς ἐκπλήρωσε τήν προφητική του ἀποστολή. ῾Ο Θεός νίκησε, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος «νίκησε» στήν τόσο παράδοξη ἥττα του. ῾Η βουλή τοῦ Θεοῦ ἐκπληρώθηκε. ῾Ο ᾿Ιωνᾶς ἀποκαταστάθηκε στό προφητικό του ἀξίωμα.
Τό πάθημα τοῦ ᾿Ιωνᾶ ἔχει μεγάλη τυπολογική σημασία. Στό κῆτος ὁ ᾿Ιωνᾶς παρέμεινε προσευχόμενος μέ τά χέρια του σέ σχῆμα σταυροῦ. Μέ τή στάση του αὐτή προτύπωνε τό σωτήριο πάθος τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα τοῦ ὁποίου ἁπλώθηκε στό Σταυρό, γιά νά σώσει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία.
 ῾Η τριήμερη παραμονή του στήν κοιλιά τοῦ κήτους ὑποδήλωνε τήν ἰσόχρονη παραμονή τοῦ νεκρωμένου σώματος τοῦ Κυρίου στόν τάφο· ἐνῶ ἡ κατά τήν τρίτη ἡμέρα ἔκβρασή του στή στεριά, περιέγραφε σαφῶς τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία μέ τό πασχαλινό της φῶς καταλάμπρυνε τόν κόσμο, ντύνοντας τή φύση μέ τή φωτεινή στολή τῆς πνευματικῆς ἀνακαινίσεως καί ἀφθαρσίας.
᾿Ωδή θ´
«Μυστικός εἶ Θεοτόκε Παράδεισος, ἀγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, ὑφ᾿ οὗ τό τοῦ Σταυροῦ ζωηφόρον ἐν γῇ, πεφυτούργηται δένδρον· δι᾿ οὗ νῦν ὑψουμένου, προσκυνοῦντες αὐτόν, σέ μεγαλύνομεν».
Θεοτόκε, σύ εἶσαι Παράδεισος μυστικός, διότι χωρίς ἀνθρώπινο γεωργό (ἀνθρώπινη συνεργία) βλάστησες τό Χριστό, ἀπό τόν ὁποῖο φυτεύτηκε στή γῆ τό ζωηφόρο δέντρο τοῦ Σταυροῦ. Διά τοῦ ὁποίου τώρα ὑψουμένου (κατά τήν ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ) προσκυνοῦντες τό Θεό (πού σταυρώθηκε σ᾿ αὐτό), μεγαλύνουμε σέ, τήν ἄχραντη Μητέρα Του.
Μετά τόν Τριαδικό Θεό, ἡ ἀνύμνηση τῆς ᾿Εκκλησίας διαβαίνει στό ἄχραντο πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τά δύο μυστήρια εἶναι ἀλληλένδετα. Τό χριστολογικό δόγμα ἐκβάλλει φυσιολογικά στό θεομητορικό. ῾Η Μητέρα δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ χωρίς τόν Υἱόν. ῞Οπου ᾿Εκεῖνος, ἐκεῖ καί αὐτή. Στόν ἄχραντο Υἱό ὑπάρχουν τό σῶμα καί τό αἷμα τῆς πάναγνης Μητέρας. Τό φοβερό δίδυμο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, πού δυναμίτισε τό κράτος τῆς φθορᾶς καί ἐκτίναξε τό κράτος τοῦ θανάτου!
῾Η ὠδή χαρακτηρίζει τή Θεοτόκο σάν παράδεισο μυστικό. ῾Η σύγκριση γίνεται μέ τόν πρῶτο παράδεισο στήν ᾿Εδέμ, στόν ὁποῖο τοποθετήθηκε ὁ ᾿Αδάμ νά ζεῖ μετά τή δημιουργία του. Στόν παράδεισο ἐκεῖνο ὑπῆρχε τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καθώς καί τό δέντρο τῆς ζωῆς. ᾿Από τό πρῶτο ἐκεῖνο ξύλο βλάστησε, διά τῆς παρακοῆς, ἡ ἀποστασία ἀπό τό Θεό καί ὁ θάνατος. ῾
Η Θεοτόκος εἶναι ἕνας νέος μυστικός Παράδεισος. Σ᾿ αὐτόν φυτεύτηκε, χωρίς ἀνθρώπινη συνεργία, ὁ Χριστός, τό δένδρο τῆς νέας πνευματικῆς ζωῆς καί ἀφθαρσίας. ῾Ο Χριστός μέ τή σειρά του ἀνύψωσε στή γῆ (στό Γολγοθᾶ), τό ζωηφόρο ξύλο τοῦ Σταυροῦ, στό ὁποῖο, προσπαγείς, «ἀθανασίαν ἐπήγασεν ἀνθρώποις».
Κατά τήν ῞Υψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ, οἱ πιστοί, προσκυνοῦντες τό σταυρωθέντα Κύριο τῆς δόξης, μεγαλύνουν τήν ᾿Αειπάρθενο Μητέρα του, ἡ ὁποία συνήργησε, κατά τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στό ἄρρητο θεῖο μυστήριο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου