Όσιος Αυξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
Ὁ Βουνός, ὡς Κάρμηλος, ἦν Αὐξεντίω,
Φανέντι τἄλλα πλὴν τελευτῆς Ἠλία.
Λεῖψε βίον δεκάτῃ Αὐξέντιος ἠδέ τετάρτῃ.
Βιογραφία
Ο Όσιος Αυξέντιος καταγόταν από την Συρία. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.) και κατείχε το αξίωμα του σχολαρίου του στρατηλάτου.
Η φιλήσυχη και φιλομόναχη διάθεσή του και η αγάπη του για τον ασκητικό βίο, τον οδήγησε στο να γίνει μοναχός. Εγκατέλειψε λοιπόν τις τιμές και τα αξιώματά του και αποσύρθηκε σε όρος πετρώδες της Χαλκηδόνος, την Οξεία Πέτρα, όπου και ασκήτευε, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη και σπουδή της Αγίας Γραφής.
Τόση δε ήταν η φήμη του για τις σπάνιες αρετές και την βαθιά θεολογική μόρφωσή του, ώστε προσκλήθηκε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, που συνεκλήθη το έτος 451 μ.Χ. στην Χαλκηδόνα για να καταδικάσει τις κακοδοξίες του Ευτυχούς.
Στο ασκητήριό του καθημερινά προσέρχονταν πολλοί, για να λάβουν την ευλογία του, μεταξύ των οποίων και πολλοί πλούσιοι που του έφερναν τροφές και δώρα.
Αλλά εκείνος χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του λίγο ψωμί για τη συντήρησή του και κερί για το παρεκκλήσι του. Τα υπόλοιπα τα διαμοίραζε στους πτωχούς. Ο σεβασμός προς τον Όσιο έγινε αιτία να ιδρυθεί στους πρόποδες του βουνού γυναικεία μονή.
Ο Άγιος Θεός αξίωσε τον Άγιο Αυξέντιο του χαρίσματος της θαυματουργίας και έτσι επιτέλεσε πολλά θαύματα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη μεταξύ των ετών 470 – 472 μ.Χ. Στο Συναξάριο της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου κατατέθηκε στον ευκτήριο οίκο της γυναικείας μονής που ίδρυσε και η οποία ονομαζόταν Τριχιναρία. Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη μονή του Καλλιστράτου εντός της Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὥσπερ φοῖνιξ ηὐξήνθης Πάτερ ὑψίκομος, δικαιοσύνης ἐκφέρων τοὺς ψυχοτρόφους καρπούς, σὺ γὰρ βίον ἱερὸν πολιτευσάμενος, τῆς Ἐκκλησίας στηριγμός, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, Αὐξέντιε ἀνεδείχθης, διὰ παντὸς ἱκετεύων, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καί ἐν σώματι ἄγγελος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ἡμῶν Αὐξέντιε· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας, καί τάς ψυχάς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Κατατρυφήσας θεόφρον τῆς ἐγκρατείας, καί τάς ὀρέξεις τής σαρκός χαλινώσας, ὤφθης τῇ πίστει σου αὐξανόμενος, καί ὡς φυτόν ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου ἐξήνθησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου.
Εἰς ὄρος ἀνελθών, θεωρίας Παμμάκαρ, καὶ πράξεως σαφῶς, ἀστραπαῖς τῶν θαυμάτων, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, καταυγάζων τὰ πέρατα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζομεν, ὑμνολογοῦντές σε πίστει, καὶ πόθῳ γεραίρομεν.
Ὁ Οἶκος
Τὶς τοὺς ἀγῶνάς σου νῦν ἐπαξίως ἐξείπῃ, ἢ τοὺς πόνους σου Πάτερ, οὓς ὑπέστης ἐν γῇ, διὰ τὴν θείαν ἀπόλαυσιν; ἀπὸ βρέφους γὰρ νόμοις Κυρίου ἀκολουθήσας, καὶ προστάγμασι τούτου ὑπηρετήσας, νέος ἡμῖν ἀνεδείχθης Ἰὼβ τοῖς παλαίσμασι, τοῦ κόσμου πάροικος ὤφθης, καὶ τῆς γῆς ἀπάσης ἀλλότριος, νηστείαν πίστει ἐξήσκησας, ἀγρυπνίαν, ἁγνείαν ἠγάπησας, Αὐξέντιε Πάτερ ἱερώτατε.
Ο Άγιος Δαμιανός ο Νέος (+ 14 Φεβρουαρίου 1568)
Ευαγγελίου καρπόν είληφας, μάκαρ,
ω Δαμιανέ, αγχόνη λαβείν τέλος.
Αυτός ο νέος αθλητής του Χριστού, ο Δαμιανός, είχε πατρίδα ένα χωριό που ονομαζόταν Ρίχοβο και βρισκόταν πάνω στα Άγραφα. Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς και όταν ήταν νέος ακόμα πόθησε την μοναδική πολιτεία και αφήνοντας τον κόσμο και τα κοσμικά, πήγε στο Άγιο Όρος, στην ιερά μονή του Φιλοθέου και έγινε μοναχός. Κι αφού έμεινε λίγο καιρό στο μοναστήρι, αναχώρησε ησυχαστής, για να αγωνίζεται περισσότερο στις αρετές. Και αφού πήγε σε έναν σημειοφόρο ασκητή, που ησύχαζε σε παράμερο τόπο και ονομαζόταν Δομέτιος, έμεινε μαζί του σχεδόν τρία χρόνια, εργαζόμενος όλες τις αρετές με τόση προθυμία και ακρίβεια, ώστε αξιώθηκε να ακούσει και θεία φωνή που του έλεγε: « Δαμιανέ, δεν πρέπει να ζητάς μόνο το δικό σου συμφέρον, αλλά και των άλλων». Τότε αμέσως άφησε το Άγιο Όρος και πηγαίνοντας στα όρη του Ολύμπου κήρυττε στα χωριά που βρίσκονται εκεί τον λόγο του Θεού με λαμπρή φωνή, διδάσκοντας και παρακινώντας τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να απέχουν από τις αδικίες και από όλες τις άλλες κακίες, και να τηρούν τις εντολές του Θεού εργαζόμενοι τα καλά και θεάρεστα έργα.
Αλλά ο μισόκαλος διάβολος παρακίνησε πολλούς από τους λεγόμενους Χριστιανούς, που ήταν ασεβείς και στις πράξεις τους, και κατηγορούσαν τον Άγιο, λέγοντας πως είναι πλάνος και απατεώνας και τον κατέτρεχαν με διάφορους τρόπους, σχεδιάζοντας και να τον φονεύσουν. Ο Άγιος όμως, μιμούμενος τον Χριστό, έδωσε τόπο στην οργή και αφού αναχώρησε από εκεί, πήγε στα μέρη του Κισσάβου και της Λάρισας, και κήρυττε τον λόγο του Θεού. Κι αφού έπαθε κι εκεί τα ίδια, αναχώρησε για τα ψηλά μέρη των Αγράφων, και εκεί δίδασκε τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί στην πίστη τους και να τηρούν τις εντολές του Κυρίου. Ο διάβολος όμως δεν ησύχασε, αλλά κι εκεί ξεσήκωσε κατά πάνω του Αγίου μερικούς ανευλαβείς και αθεόφοβους και τον κατέτρεχαν, ονομάζοντάς τον πλάνο και ψευδομοναχό. Κι έτσι, αφήνοντας κι αυτά τα μέρη ο Άγιος, γύρισε στον Κίσσαβο και για να μην υπάρχουν ταραχές, έκτισε εκεί ένα Μοναστήρι, και μαζί με άλλους μοναχούς, ανέπεμπε στον Θεό τις ευχές του κάθε μέρα. Όμως κι εκεί πήγαιναν πολλοί για να ωφελούνται στην ψυχή από τις ψυχωφελείς διδασκαλίες του, διότι ήταν πολύ γνωστικός και γεμάτος από θεία χαρίσματα.
Πηγαίνοντας όμως μια φορά, για κάποιες ανάγκες του Μοναστηριού, σε ένα χωριό που ονομάζεται Βουλγαρίνη, πιάστηκε από μερικούς Αγαρηνούς και παραδόθηκε στον εξουσιαστή της Λάρισας, στον οποίο ανέφεραν ότι εμποδίζει τους Χριστιανούς να μην πουλάν και να μην αγοράζουν την Κυριακή, και τους διδάσκει να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού. Τότε ο εξουσιαστής πρόσταξε να τον δείρουν άγρια, να του βάλουν βαριές αλυσίδες στον τράχηλο και τα πόδια και να τον ρίξουν στη φυλακή. Και δεκαπέντε μέρες τον βασάνιζε με σκληρά και διάφορα βασανιστήρια, και πότε με φοβέρες, πότε με κολακείες και ταξίματα τον παρακινούσε να αρνηθεί την πίστη του Χριστού. Κι αφού δεν μπορούσε να τον μεταπείσει σε αυτό, αλλά βλέποντάς τον μάλιστα να ελέγχει με γενναιότητα τη θρησκεία και τον προφήτη τους, και με πολλή παρρησία κήρυττε τον Χριστό αληθινό Θεό, και πως είναι πρόθυμος να υπομείνει για την αγάπη του μύρια βάσανα, άναψε ολόκληρος από θυμό και αμέσως προστάζει να θανατωθεί πρώτα με τη φούρκα, κι έπειτα να ριχτεί στη φωτιά. Παίρνοντάς τον λοιπόν οι δήμιοι τον κρέμασαν. Επειδή όμως ένας από αυτούς χτύπησε τον Μάρτυρα στο κεφάλι με ένα τσεκούρι, κόπηκε το σκοινί και έπεσε ο Μάρτυρας στη γη μισοπεθαμένος. Κι εκείνοι παίρνοντάς τον ακόμα ζωντανό, τον έριξαν στη φωτιά και τη στάχτη του την έριξαν στον ποταμό Πηνειό, και έτσι έλαβε ο μακάριος Οσιομάρτυρας Δαμιανός τον στέφανο του Μαρτυρίου. Με τις πρεσβείες του μακάρι να γλυτώσουμε κι εμείς από τις παγίδες του εχθρού και να αξιωθούμε τη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν.
Απόδοση στα νέα Ελληνικά από τον Συναξαριστή Νεομαρτύρων των Εκδόσεων Ορθοδόξου Κυψέλης
Γεώργιος Τέζας – Φιλόλογος
Βιογραφία
Ο Όσιος Αυξέντιος γεννήθηκε στην Άνδρο στις αρχές του 18ου αιώνα μ.Χ. Διακόνησε στην αρχή ως νεωκόρος του ναού του Σωτήρος Χριστού στο Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος. Ως διάκονος εγκαθίσταται στην παραθαλάσσια κωμόπολη Κατιρλί της Νικομήδειας και ασκητεύει στο Κατίρλιον όρος της Προποντίδος. Η αγιότητα του βίου και το χάρισμα της θαυματουργίας που του χάρισε ο Κύριος, έκαναν πολλούς να προσέρχονται σε αυτόν για να λάβουν την ευλογία του και την ίαση. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε' (1748 - 1751 μ.Χ., 1752 - 1757 μ.Χ.) τον είχε πνευματικό πατέρα. Όταν ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε' δια συνοδικής αποφάσεως καθιέρωσε τον αναβαπτισμό των προσερχόμενων Ρωμαιοκαθολικών, Διαμαρτυρομένων και Αρμενίων στην ορθόδοξη πίστη, ο Όσιος Αυξέντιος τον υποστήριξε με τα κηρύγματά του. Έγινε δε ο ηγέτης της μερίδας που υποστήριζε την βάπτιση των ετεροδόξων. Όταν εκδιώχθηκε από τον θρόνο ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε', οι επικρατήσαντες καταδίωξαν και τον Όσιο Αυξέντιο. Μάταια όμως. Ο αποσταλείς στο Κατίρλιον ρήτορας Κριτίας εκδιώχθηκε από τους Χριστιανούς της κωμοπόλεως. Το Συναξάρι του αναφέρει ότι ο Όσιος έριχνε στη θάλασσα το τριβώνιο που φορούσε και το χρησιμοποιούσε ως βάρκα, για να διαπλέει το πέλαγος. Έτσι έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, αφού κατέπαυσε την τρικυμία της θάλασσας ποιώντας το σχήμα του Τιμίου Σταυρού επί της θάλασσας. Ο Όσιος Αυξέντιος κοιμήθηκε με ειρήνη και η μνήμη του εορτάζεται με λαμπρότητα στον Σταυρό Χαλκιδικής, της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου. Εκεί φυλάσσεται και τμήμα του ιερού λειψάνου του, το οποίο μετακομίσθηκε εκεί από τους εκριζωθέντες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας το έτος 1922 μ.Χ. |
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου