Απόστολος Ιάκωβος, ένας Πρωτομάρτυρας
«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον. Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».
Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον ῾άρχοντα όλης της γης᾽, όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα, και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. ῾Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε᾽ (῾Άρχων κατεστάθης, ένδοξε, νυν επί πάσαν την γην, περί σου ώσπερ γέγραπται, μαθητής γενόμενος του τα πάντα ποιήσαντος· και διά ζήλον σου τον θερμότατον, υπό ανόμων μαχαίρα, πάνσοφε, φόνον υπέμεινας, της σεπτής των δώδεκα συμμαθητών, μάκαρ, ομηγύρεως προαναιρούμενος᾽) (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).
Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: ῾Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!᾽ (῾Ω του θερμού πόθου σου προς τον Δεσπότην Χριστόν!᾽) (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: ῾Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό᾽(῾τω πόθω πόθον ακατάσχετον προσειληφώς, την των ορεκτών της αγαθαρχίας εσχάτην μακαριότητα κατέλαβες᾽) (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού - ῾ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς᾽ - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει. ῾Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών᾽(῾Όλον σαυτόν νεύμασιν εμπαρεχόμενος του Δεσπότου, μύστα θεοδίδακτε, των αρετών ήρθης εμφανώς προς υψηλοτάτην και θείαν όντως ακρώρειαν᾽) (ωδή δ´).
Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον. ῾Νενοηκώς σου την ψυχής ευγένειαν σε ο προγνώστης Θεός, και το στερρόν, μύστα, και ακαταμάχητον της διανοίας, ένδοξε, τοις αυτού υπηρέταις προκεκριμένως ενέταξεν, έθνεσιν αυτόν καταγγέλλοντα᾽ (ωδή α´). Και: ῾Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου᾽ (῾Ακηλιδώτου σου ψυχής το ιλαρόν τω Δεσπότη οραθέν και προ της κλήσεως, μάκαρ, αξιόληπτος αυτώ εφάνης, ω Ιάκωβε, και της οικονομίας μύστης της τούτου γεγένησαι᾽(ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης ῾τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο᾽(῾Ιερωμένος σου, σοφέ, ο τόκος και φωτοφόρος, του Θεού τη συγγενεία παμμάκαρ φαιδρυνόμενος τρανώς᾽) (ωδή γ´).
Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής: ῾Η βίαιη ουράνια πνοή του Παρακλήτου σε έκανε σαν φωτιά και σε ανέδειξε σοφό κήρυκα, να εξαγγέλλεις τα μεγαλεία του σαρκωθέντος Λόγου, του οποίου και έγινες αυτόπτης᾽(῾Η εκ του ύψους σε πνοή βιαία του Παρακλήτου εκπυρώσασα, σοφόν θεηγόρον ρητορεύοντα σαφώς τα μεγαλεία δείκνυσι του σαρκωθέντος Λόγου, ου και αυτόπτης γεγένησαι᾽) (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα, να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν ῾δεν ξέρουν τι ζητούν᾽, αλλά ῾το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας᾽. Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: ῾Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες᾽ (῾Επιβάς ακροτάτης αρετής πτερούμενος δι᾽αγαπήσεως, των εγκρίτων θρόνων του Δεσπότου επόθησας, ένδοξε, τα πρωτεία φέρειν, ουχ ως ερών δόξης ματαίως, αλλά βλέπειν αμέσως ον έστερξας᾽) (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή ῾διορθώνει᾽: ῾Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου᾽ (῾Δόξαν την επί γης εκζητήσας τω Χριστώ παρασχείν σοι, ως Βασιλεί γηίνω, βασιλείας επέτυχες, ου της κάτω και φθαρτής, μάκαρ Ιάκωβε, αλλ᾽ αφθάρτου, ην δι᾽αθλήσεως απέλαβες᾽) (ωδή ς´).
Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι ῾ένας νέος Ηλίας᾽(ωδή ε´), ῾όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία τον δοξολογούμε᾽ (῾άπασα η Εκκλησία χορεύει, εορτάζουσα την παναγία σου μνήμην, εν η ευφημούμεν σε᾽)(῾κάθισμα όρθρου).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου