ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

14 Αυγούστου , προεόρτια της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και μνήμη του Αγίου Προφήτου Μιχαίου





Αὐγή ἡμέρας μυστικῆς
Schmemann Alexander
 Τόν Αὔγουστο ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Παναγίας, τό θάνατό της, γνωστό ὡς Κοίμηση, μιά λέξη ὅπου τό ὄνειρο, ἡ μακαριότητα, ἡ εἰρήνη,ἡ ἠρεμία καί ἡ χαρά ἑνώνονται.
Τίποτε δέν γνωρίζουμε γιά τίς συνθῆκες ποὺ περιβάλλουν τό θάνατο τῆς Παναγίας, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Διάφορες ἱστορίες, διανθισμένες μέ παιδική τρυφεράδα, ἔχουν φθάσει ὥς ἐμᾶς ἀπό τόν πρώιμο Χριστιανισμό, ἀλλά, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ποικιλίας τους, δέν νιώθουμε ὑποχρέωση νά ὑπερασπιστοῦμε τήν «ἱστορικότητα» καμιᾶς ἀπ’ αὐτές.
Στήν Κοίμηση, ἡ ἀγάπη καί ἡ μνημόνευση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐπικεντρώνονται στό ἱστορικό καί πραγματικὸ πλαίσιο, οὔτε στήν ἡμερομηνία καί στόν τόπο ὅπου αὐτή ἡ μοναδική γυναίκα, αὐτή ἡ Μητέρα ὅλων τῶν μητέρων, ὁλοκλήρωσε τήν ἐπίγεια ζωή της. Ὁποτεδήποτε καί ὁπουδήποτε κι ἄν αὐτό συνέβη,ἡ Ἐκκλησία, ἀντ’ αὐτοῦ, παρατηρεῖ τὴν οὐσία καί τό νόημα τοῦ θανάτου της, μνημονεύοντας τό θάνατο αὐτῆς ποὺ ὁ Υἱός της, σύμφωνα μέ τήν πίστη μας, κατέβαλε τό θάνατο, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, καί μᾶς ὑποσχέθηκε τήν τελική ἀνάσταση καί τὴ νίκη τῆς ἀθάνατης ζωῆς.
Ὁ θάνατός της ἀναλύεται καλύτερα μέσα ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ποὺ εἶναι τοποθετημένη στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὡς κέντρο ὅλου τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἡ Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στό νεκροκρέβατό της. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι συναγμένοι γύρω της, καί ἀπό πάνω της στέκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, κρατώντας στά χέρια τή Μητέρα Του, ἡ ὁποία εἶναι ζωντανή καί αἰώνια ἑνωμένη μαζί Του. Ἐδῶ βλέπουμε τό θάνατο κι ὅ,τι ἔχει ἤδη περάσει σ’ αὐτό τό συγκεκριμένο θάνατο: ὄχι ρήξη ἀλλά ἕνωση. Ὄχι λύπη ἀλλά χαρά. Καὶ σ’ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, ὄχι θάνατος ἀλλά ζωή. «Ἐν τῇ γεννήσει σου σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, βλέποντας αὐτή τήν εἰκόνα. «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε…».
Τά λόγια μιᾶς βαθύτατης καί πολύ ὄμορφης προσευχῆς ποὺ ἀπευθύνεται στήν Παναγία ἔρχονται τώρα στό νοῦ μας, «Χαῖρε αὐγή μυστικῆς ἡμέρας!» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Τό φῶς ποὺ ξεχύνεται ἀπό τήν Κοίμηση προέρχεται ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτή τήν ἄδυτη, μυστική Ἡμέρα. Παρατηρώντας αὐτόν τό θάνατο, καί στεκόμενοι δίπλα σ’ αὐτό τό νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ θάνατος δέν ἰσχύει πλέον, ὅτι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου ἑνός ἀνθρώπου ἔχει γίνει τώρα μιὰ πράξη ζωῆς, μιὰ εἴσοδος σέ μιὰ εὐρύτερη ζωή, ὅπου βασιλεύει ἡ ζωή. Αὐτή ποὺ δόθηκε ἐντελῶς στὸ Χριστό, ποὺ Τόν ἀγάπησε ἕως τέλους· συναντιέται μ’ Αὐτόν σ’ ἐκεῖνες τίς φωτεινές πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐκεῖ ὁ θάνατος μεταστρέφεται ἀμέσως σέ χαρμόσυνη συνάντηση – ἡ ζωή θριαμβεύει, ἡ χαρά καί ἡ ἀγάπη κυριαρχοῦν πάνω στά πάντα.
Γιὰ αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία στοχάστηκε κι ἐμπνεύστηκε ἀπό τό θάνατο Αὐτῆς ποὺ ὑπῆρξε μητέρα τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἔδωσε ζωή στό Σωτήρα καί Κύριό μας· ποὺ Τοῦ δόθηκε ὁλοκληρωτικά μέχρι τέλους καί στάθηκε δίπλα Του στό Σταυρό. Καί παρατηρώντας ἡ Ἐκκλησία τό θάνατό της, ἀνακάλυψε καί βίωσε τό θάνατο, ὄχι ὡς φόβο, τρόμο, τέλος, ἀλλ’ ὡς ἀστραποβόλα καί αὐθεντική Ἀναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοῖς ἄσμασιν, ἀνυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διὰ γάρ τῆς ἀθανάτου Κοιμήσεώς σου ἡγίασας τά σύμπαντα…». Ἐδῶ, σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους ὕμνους τῆς ἑορτῆς, βρίσκουμε ἀμέσως νά ἐκφράζεται ἡ βαθιά οὐσία τῆς χαρᾶς της: «Νέκρωσις ἄφθορος», ἀθάνατη κοίμηση. Ποιό εἶναι ὅμως τό νόημα αὐτῆς τῆς ἀντιφατικῆς καί φανερά παράλογης συνυπάρξεως αὐτῶν τῶν λέξεων;
Στήν Κοίμηση μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο τό χαρμόσυνο μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θανάτου καί γίνεται χαρά μας, ἐπειδή ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἕνας ἀπό μᾶς. Ἄν ὁ θάνατος εἶναι ὁ τρόμος καί ἡ θλίψη τοῦ χωρισμοῦ, ἡ κάθοδος στήν τρομερή μοναξιά καί τό σκοτάδι, τότε τίποτ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά δὲν εἶναι παρόν στό θάνατο τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀφοῦ ὁ θάνατός της, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ ζωή της, εἶναι μιὰ συνάντηση, ἀγάπη, συνεχής κίνηση πρός τό αἰώνιο, ἄδυτο φῶς τῆς αἰωνιότητος καί μιά εἴσοδος σ’ αὐτό. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης (Α΄ Ἰωάν. 4,18). Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει φόβος στήν ἄφθορη κοίμηση τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἐδῶ ὁ θάνατος ἔχει καταληφθεῖ ἐκ τῶν ἔνδον, ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ ὅ,τι τόν γεμίζει μὲ τρόμο καί ἀπελπισία. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ὁ θάνατος γίνεται «αὐγή μυστικῆς ἡμέρας». Ἔτσι στὴ γιορτή δέν ὑπάρχει οὔτε λύπη, οὔτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, οὔτε στεναχώρια, ἀλλὰ μόνο φῶς καί ζωή. Προσεγγίζοντας τὴν πόρτα τοῦ ἀναπόφευκτου θανάτου μας, εἶναι σάν νά τή βρίσκουμε ὀρθάνοικτη, μέ τό φῶς νά ξεχύνεται ἀπὸ τή νίκη ποὺ πλησιάζει ἀπό τήν ἐρχόμενη ἐπικράτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Στή λάμψη αὐτοῦ τοῦ ἀσύγκριτου φωτός τῆς ἑορτῆς, στίς αὐγουστιάτικες αὐτές μέρες, ὅταν ὁ φυσικός κόσμος φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῆς ὀμορφιᾶς του καί γίνεται ὕμνος δοξολογίας καί ἐλπίδας καί σύμβολο ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀκούγονται τά λόγια τῆς Κοιμήσεως, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον…». Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος. Ὁ θάνατος ἀκτινοβολεῖ αἰωνιότητα καί ἀθανασία. Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ρήξη ἀλλά ἕνωση. Δέν εἶναι λύπη, ἀλλά χαρά. Δέν εἶναι ἥττα, ἀλλά νίκη.
Αὐτά εἶναι ὅσα ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Παρθένου, καθώς τά προεικονίζουμε, τά προγευόμαστε καί τά ἀπολαμβάνουμε ἀπό τώρα, στήν αὐγή τῆς μυστικῆς καί αἰώνιας Ἡμέρας.
 Ἀπό το βιβλίο, «Ἡ Παναγία»,
 ἐκδόσεις Ἀκρίτα
 
 

Προφήτης Μιχαίας




Προφήτης Μιχαίας
 Βιογραφία

Ο προφήτης Μιχαίας έζησε στην Ιερουσαλήμ το 748 – 696 π.Χ., επί των βασιλέων Ιωάθαμ, Άχαζ και Εζεκίου. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα και γεννήθηκε στη Μορασθή, γι’ αυτό και ονομάσθηκε και Μορασθίτης.
Ο Μιχαίας, σχεδόν σύγχρονος με τον προφήτη Ησαΐα, είναι έκτος από τους μικρούς λεγόμενους προφήτες. Η προφητεία του αποτελείται από επτά κεφάλαια. Στα πρώτα τρία, προαναγγέλλει την καταστροφή της Σαμάρειας. Στα επόμενα δύο μιλάει για την έλευση του Μεσσία και στα δύο τελευταία ελέγχει το λαό του Ισραήλ, που για να εξιλεωθεί ζήτα να κάνει διάφορες θυσίες στο Θεό, ενώ ο Μιχαίας του υπενθυμίζει το πραγματικό καθήκον που έχει στο Θεό, με την εξής ερώτηση: «Τί Κύριος ἐκζητεῖ παρὰ σοῦ ἀλλὰ ἡ τοῦ ποιεὶν κρῖμα καὶ ἀγαπᾶν ἔλεον καὶ ἕτοιμον εἶναι τοῦ πορεύεσθαι μετὰ Κυρίου Θεοῦ σου;» (Μιχαίας, στ’ 8). Δηλαδή, τι ζητάει από σένα ο Θεός, παρά μόνο να είσαι δίκαιος, ευσπλαγχνικός και πρόθυμος να πορεύεσαι σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου του Θεού σου; Μια διαχρονική υπενθύμιση, που ανταποκρίνεται φυσικά και στους ανθρώπους της εποχής μας. Γενικά, το βιβλίο του Μιχαία, που γράφηκε στην εβραϊκή, διακρίνεται για τη γλαφυρότητα και τη σαφήνεια των φράσεων του.
Να αναφέρουμε επίσης, ότι ο Μιχαίας, λόγω του ότι ήταν σφοδρός ελεγκτής των παρανομιών του Αχαάθ, βασιλιά του Ιούδα, καταδιώκετο απ’ αυτόν και σωζόταν φεύγοντας στα όρη. Αλλά όταν βασίλευσε ο γιος του Αχαάβ Ιωράμ, συνελήφθη απ’ αυτόν, μη ανεχόμενος τους ελέγχους του, κρεμάστηκε και έτσι θανατώθηκε. Το δε σώμα του περισυνέλεξαν οι συγγενείς του και το έθαψαν στη Μορασθή, κοντά στο πολυανδρίο Ενακείμ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὡς ὀρὸς περίοπτον, καὶ ἐμφανὲς ἀληθῶς, προεῖδες ἐν Πνεύματι, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Μιχαία θεόπνευστε, ὅθεν οἱ εὐρηκότες, ἐν αὕτῃ σωτηρίαν, βαίνουσιν ὡς προέφης, ἐν ταὶς τρίβοις Κυρίου, γεραίροντες προφῆτα, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.

Ἐκ γῆς μὲν ἤρθην, εἰδὲ καὶ πόλον φθάσω,
Χάριν Μιχαίας εἴσομαί σοι τῷ ξύλῳ.
Μιχαίας δεκάτῃ ξύλῳ ἤρθη ἠδὲ τετάρτῃ.

Προφήτης Μιχαίας

Προφήτης Μιχαίας

Πηγή:  saint.gr  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου