Τρεις Παίδες εν Καμίνω: Οι προστάτες του Πυροσβεστικού Σώματος
« Προστάται θερμοί, πυροσβεστών υπάρχοντες, ω Παίδες Θεού και θείοι αντιλήπτορες, πυροσβεστών επαρήγεις αεί τω σώματι, και δύναμιν και θάρρος αεί τούτοις παρέχεις, ορμωσι πρός τήν σβέσιν πυρκαϊών, μη ελλείπητε Άγιοι ότι υμάς αντιλήπτηρας και θερμούς, εν παντί έχομεν φύλακας. »Στη μακρόχρονη πορεία προσφοράς του Πυροσβεστικού Σώματος στην αντιμετώπιση της ΠΥΡΚΑΪΑΣ μαζί με το φιλότιμο του Έλληνα Πυροσβέστη ευτυχώς υπάρχει και το χέρι της ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ για να αντισταθμίζει την υψηλή επικινδυνότητα και την έλλειψη των μέσων.
Η Πυρoσβεστική Οικογένεια σύμφωνα με την εθνική μας παράδοση όπου οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες να βρίσκουν καταφύγιο προστασίας σε Αγίους που είχαν σχέση με την εργασία τους βρήκε στα πρόσωπα των “Αγίων Τριών Παίδων των εν τη Καμινω βληθέντων” τους ακοίμητους προστάτες που μεσιτεύουν διαρκώς στον Ύψιστο για την προστασία μας στη δύσκολη αναμέτρηση με τις παμφάγες φλόγες των πυρκαϊών. Με το Π.Δ. 1186/1981 οι Άγιοι Τρείς Παίδες αναγνωρίζονται ως προστάτες Άγιοι του Πυροσβεστικού.Σώματος και καθιερώνεται ως η επίσημη ημέρα δοξολογίας και εορτασμού του Πυροσβεστικού Σώματος. Με το Π.Δ. του 1993 καθιερώνεται ως επίσημη Αργία.
Οι Άγιοι Τρεις Παίδες γεννήθηκαν στην πόλη των Ιεροσολύμων στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνος. Ανήκαν στη φυλή του Ιούδα και κατάγονταν από βασιλική οικογένεια. Πατέρας τους ήταν ο Βασιλιάς Εζεκίας και μητέρα τους η Καλλίνικη.
Περί το 605 π.Χ. ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κυριεύει την πόλη των Ιεροσολύμων σφάζοντας , λεηλατώντας και αιχμαλωτίζοντας πολλά παιδιά Εβραίων. Μεταξύ των αιχμαλώτων και οι Τρείς Παίδες που ήταν τότε σε ηλικία 8-10 ετών,μαζί με τον φίλο τους, τον Δανιήλ τον μετέπειτα Προφήτη και οι οποίοι μεταφέρονται στη Βαβυλώνα
Εκεί ο Δανιήλ μετά την εξήγηση του ενυπνίου του Ναβουχοδονόσορ αποκτά την εμπιστοσύνη του και διορίζεται Γενικός Επίτροπος των επαρχιών της Βαβυλώνας. Μετά από παράκληση του οι Τρείς Παίδες λαμβάνουν σημαντικά αξιώματα στη Δημόσια Διοίκηση της Βαβυλώνας.
Το 579 π.Χ.κατά τα ήθη των ειδωλολατρών βασιλέων ο Ναβουχοδονόσορ κατασκεύασε μια εικόνα δική του χρυσή, ύψους εξήντα πηχών και πλάτους έξη πηχών. Στα Αποκαλυπτήρια της εικόνας προσκλήθηκαν να παραστούν όλοι οι Αξιωματούχοι, Στρατηγοί και Τοπικοί Άρχοντες του Κράτους. Το πρόγραμμα περιλάμβανε προσκύνηση της εικόνας από τους προσκεκλημένους μόλις ηχούσε η σάλπιγγα. Οι παραβάτες θα ρίπτονται σε μια κάμινο πεπυρωμένη. Οι τρεις παίδες ως πιστοί Ιουδαίοι δεν υπάκουσαν στο βασιλικό πρόσταγμα και αρνήθηκαν να προσκυνήσουν την εικόνα ,τηρώντας ευλαβικά τον Θείο Νόμο που πρόσταζε :
“ου ποιήσεις εαυτόν είδωλον ,ουδέ παντός ομοίωμα ,όσα εν τω Ουρανω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις υδασι τοις υποκάτω της γης.. Ου προσκυνήσεις αυτοις ,ουδέ μη λατρεύσεις αυτής”.
Το γεγονός κατήγγειλαν στο βασιλιά ο οποίος εξοργισμένος διέταξε να εμφανιστούν ενώπιόν του οι τρεις παίδες ώστε να απολογηθούν για την ανυπακοή τους..
Οι ευσεβείς νέοι δεν αρνήθηκαν την καταγγελία ,ούτε ζήτησαν την εύνοια του οργισμένου βασιλιά. Με παρρησία χωρίς να φοβηθούν τον θάνατο του αποκρίθηκαν:
“Ου χρειάν έχομεν ημείς από του ρήματος τούτου αποκριθηναι σοι. Εστί γαρ Θεός ημών εν ουρανοις, ω ημείς λατρεύομεν, δυνατός εξελέσθαι ημάς εκ της καμίνου του πυρός, της καομένης και εκ των χείρων σου Βασιλευ,σώσηται ημας.Και αν μη γνωστόν έστω σοι ,Βασιλευ, ότι τοις Θεοις σου ου λατρεύομεν, και τη εικόνι, η έστεισαν ου προσκυνουμεν”.
Οργισμένος από την θαρραλέα τους απάντηση ο Ναβουχοδονόρ διέταξε τους άνδρες του να δυναμώσουν τη φλόγα στην κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Τρεις Παίδες .Αυτοί τότε πρόθυμα από μόνοι τους γεμάτοι χαρά έπεσαν στην κάμινο , υμνούντες και ευλογούντες τον Θεό και περπατούσαν μέσα στο καμίνι χωρίς να τους αγγίζει καθόλου η φωτιά. Αντίθετα οι φλόγες κατέκαυσαν τους βασιλικούς υπηρέτες που προσπαθούσαν να υπερπυρώσουν την κάμινο. Όταν είδε το θαύμα ο Ναβουχοδονόσορ γεμάτος έκσταση και θαυμασμό πλησίασε προς την κάμινο και διέκρινε μέσα στις φωτιές τέσσερις άνδρες Ταπεινωμένος τους κάλεσε να βγούνε έξω. Ήταν υγιείς ,ακέραιοι χωρίς να έχει φλογιστεί ούτε μια τρίχα από το κεφάλι τους. .Στην ερώτηση του βασιλιά για τον τέταρτο άνδρα που είχε δει οι Τρεις Παίδες του αποκρίθηκαν ότι ήταν Άγγελος του Θεού ο οποίος τους φύλαξε από την φωτιά. Ο βασιλιάς τότε έσκυψε ευλαβικά μπροστά τους και ξεχνώντας την ειδωλολατρική του πίστη διακήρυξε ότι : « Ουκ εστι Θεός έτερος, όστις δυναθήσεται ρύσοισθαι ούτως »Στη συνέχεια περιέβαλε με μεγάλη εύνοια τους Τρεις Παίδες δίνοντας τους μεγαλύτερα αξιώματα. Για την μετέπειτα ζωή των τριών παίδων δεν υπάρχουν στοιχεία. Έζησαν όμως πολλά χρόνια και ετελείωσαν εν ειρήνη.
Αυτούς τους Τρεις Παίδες εμείς οι ΠυροσβέστεςΤιμούμε και Γιορτάζουμε κάθε χρόνο 17 Δεκεμβρίου και τους παρακαλούμε όπως μεσιτεύουν και μας προστατεύουν στην δύσκολη αποστολή μας που είναι κυρίως η μάχη κατά της φωτιάς.
« Εκτενώς πρεσβεύσατε, υπέρ ευσεβών πυροσβεστών, ενισχύοντας, αυτούς, εν τη κατασβέσει πυρός ολεθρίου.
Τω Σώματι Παίδες πυροσβεστών, αεί βοηθειτε, των ανδρείους κατά πυρός, ημίν, απειλουντος μαχομένων, οία προστάται ημών ετοιμόταται ».
Σταμούλης Ιωάννης
Πυραγός
Ὁ Προφήτης Δανιὴλ καὶ τὰ τρία παιδιὰ Ἀνανίας, Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ
Ὁ Προφήτης Δανιὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις μεγάλους προφῆτες καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου μὲ τὶς ἀρχὲς 6ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἦταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ γεννήθηκε στὴν Ἄνω Βηθαρά.
Νήπιο ἀκόμα, ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του αἰχμάλωτος στὴν Βαβυλώνα.
Μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Ναβουχοδονόσορα, ὁ Δανιὴλ (ποὺ ὁ αὐτοκράτορας μετονόμασε Βαλτάσαρ) μὲ τοὺς τρεῖς Ἑβραίους νεαρούς, Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, σπούδασαν στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή.
Ἐπειδὴ ἡ ἀπόδοσή τους στὶς σπουδὲς ἦταν ἄριστη, ὅταν ἐνηλικιώθηκαν ὁ βασιλιὰς τοὺς ἔδωσε μεγάλη θέση στὸ κράτος. Μάλιστα ὁ Δανιὴλ εἶχε τὸ χάρισα νὰ ἑρμηνεύει ὄνειρα καὶ ἀργότερα προφήτευσε καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Κάποτε ὅμως ὁ Ναβουχοδονόσωρ, ἔκανε δική του χρυσὴ εἰκόνα καὶ ἀπαίτησε ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τὸν λαὸ νὰ τὴν προσκυνήσουν.
Ὁ Δανιὴλ ἔλειπε σὲ ἀποστολή. Ἦταν ὅμως οἱ τρεῖς παῖδες, ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν εἰκόνα. Ἀμέσως καταγγέλθηκαν στὸ βασιλιά. Αὐτὸς τοὺς εἶπε ὅτι, ἂν πράγματι δὲν προσκύνησαν, τοὺς περιμένει τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς. Τότε οἱ τρεῖς παῖδες ἀπάντησαν: «Ἄκου βασιλιά· ὁ οὐράνιος Θεός, τὸν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε, εἶναι τόσο δυνατός, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει σώους καὶ ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὸ κάνει, νὰ ξέρεις ὅτι τοὺς θεούς σου δὲ λατρεύουμε καὶ τὴν εἰκόνα σου δὲν προσκυνάμε».
Πράγματι, ὅταν τοὺς ἔριξαν στὴν φωτιά, οἱ τρεῖς παῖδες βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Τὸ ἴδιο συνέβη ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Δανιήλ, ὅταν ὁ Δαρεῖος τὸν ἔριξε στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ἐπειδὴ ἔκανε τὴν προσευχή του, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε διατάξει γιὰ 30 ἡμέρες νὰ μὴν κάνει κανεὶς ἰδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας τὸ θαῦμα ὁ Δαρεῖος, κράτησε τὸν Δανιὴλ στὴν αὐλή του, ὅπου παρέμεινε καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, πιθανότατα, στὰ Σοῦσα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἠγάλλοντο, καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καθαρθεῖσα Πνεύματι, ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε, φαεινοτάτης δοχεῖον· βλέπεις γὰρ, ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα· λέοντας, ἀποφιμοῖς δὲ βληθεὶς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα μάκαρ Δανιὴλ ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ’ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός, ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὦ Οἰκτίρμον, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Μεγαλυνάριον.
Τόκον τῆς Παρθένου προκατιδών, Δανιὴλ Προφῆτα, ὡς τῆς χάριτος ὀφθαλμός, πίστει τῶν λεόντων, ἐνέφραξας τὸ στόμα· ἔνθεν τὴν ἀρετήν σου, πάντες ᾐδέσθησαν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Θάλαμον οἱ Παῖδες πνευματικόν, δρόσῳ τῆς Τριάδος, ἀπειργάσαντο ἐμφανῶς, τὴν ἑπταπλασίως, κάμινον ἐκκαφθεῖσαν, ἐν ᾗ χοροβατοῦντες, Θεὸν δοξάζουσι.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός ὁ ἐκ Ζακύνθου, Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης
Γόνος εὐσεβέστατης καὶ ἀρχοντικὴς οἰκογένειας τῆς Ζακύνθου (πατρὸς Μωκίου Σηκούρου καὶ Παυλίνας), ἀνατράφηκε ἀπ’ αὐτὴν μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔτσι γρήγορα διακρίθηκε στὰ γράμματα καὶ τὴν ἀρετή.
Νωρίς, μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως νὰ συντρέχει στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν.
Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴν βασιλικὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἀσκήθηκε στὴν ἀγρυπνία, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν.
Ἔπειτα πῆγε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ βρεῖ καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ ὁ τότε ἀρχιερέας τῶν Ἀθηνῶν, ἄκουσε κάποια Κυριακὴ τὸ λαμπρό του κήρυγμα καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη κατόπιν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, ἐπιτέλεσε ἄγρυπνα καὶ ἄοκνα. Ἀναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας καὶ παιδαγωγὸς τοῦ ποιμνίου του. Ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς παρέμενε ἁπλὸς καὶ ταπεινός. Ἀσθένησε ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ παραιτήθηκε.
Γύρισε στὴν Ζάκυνθο, ὅπου μέχρι τὸ 1579 ἦταν προσωρινὸς ἐπίσκοπος. Μετὰ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀναφωνητρίας, ὅπου ἀσκήτευε καὶ μὲ ἀγάπη κήρυττε καὶ βοηθοῦσε τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ἦταν τόση ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε, ὥστε προστάτεψε ἀκόμα καὶ τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὁ Διονύσιος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1624. Τάφηκε στὴ Μονὴ Στροφάδων καὶ κατὰ τὴν ἐκταφὴ τὸ λείψανό του βγῆκε εὐωδιαστὸ καὶ ἀδιάφθορο. Ἔτσι παραμένει μέχρι σήμερα καὶ ἡ Ζάκυνθος τιμᾶ καὶ πανηγυρίζει τὸν Ἅγιο, σὰν προστάτη καὶ πολιοῦχο της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν πρόεδρον, τὸν φρουρὸν Μονῆς τῶν Στροφάδων, Διονύσιον ἅπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· σαῖς λιταῖς τοὺς τὴν σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας, σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ νῆσος, ἑορτὴν χαρμόσυvοv, σὺν τῇ Μοvῇ τῶv Στροφάδωv, Αἴγιναν, τὴν ἐv Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιv, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦv Διονύσιον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ζακύνθου γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αἰγίνης, καὶ Στροφάδων μέγας φρουρός· χαίροις Ἐκκλησίας, νέος φωστὴρ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων δόξα, ὦ Διονύσιε.
Ὁ Προφήτης Δανιὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις μεγάλους προφῆτες καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου μὲ τὶς ἀρχὲς 6ου π.Χ. αἰώνα. Ἀνῆκε στὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἦταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ γεννήθηκε στὴν Ἄνω Βηθαρά.
Νήπιο ἀκόμα, ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς του αἰχμάλωτος στὴν Βαβυλώνα.
Μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Ναβουχοδονόσορα, ὁ Δανιὴλ (ποὺ ὁ αὐτοκράτορας μετονόμασε Βαλτάσαρ) μὲ τοὺς τρεῖς Ἑβραίους νεαρούς, Ἀνανία, Ἀζαρία καὶ Μισαήλ, σπούδασαν στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή.
Ἐπειδὴ ἡ ἀπόδοσή τους στὶς σπουδὲς ἦταν ἄριστη, ὅταν ἐνηλικιώθηκαν ὁ βασιλιὰς τοὺς ἔδωσε μεγάλη θέση στὸ κράτος. Μάλιστα ὁ Δανιὴλ εἶχε τὸ χάρισα νὰ ἑρμηνεύει ὄνειρα καὶ ἀργότερα προφήτευσε καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Κάποτε ὅμως ὁ Ναβουχοδονόσωρ, ἔκανε δική του χρυσὴ εἰκόνα καὶ ἀπαίτησε ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους καὶ τὸν λαὸ νὰ τὴν προσκυνήσουν.
Ὁ Δανιὴλ ἔλειπε σὲ ἀποστολή. Ἦταν ὅμως οἱ τρεῖς παῖδες, ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν εἰκόνα. Ἀμέσως καταγγέλθηκαν στὸ βασιλιά. Αὐτὸς τοὺς εἶπε ὅτι, ἂν πράγματι δὲν προσκύνησαν, τοὺς περιμένει τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς. Τότε οἱ τρεῖς παῖδες ἀπάντησαν: «Ἄκου βασιλιά· ὁ οὐράνιος Θεός, τὸν ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε, εἶναι τόσο δυνατός, ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλει σώους καὶ ἀβλαβεῖς ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς καὶ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ χέρια σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὸ κάνει, νὰ ξέρεις ὅτι τοὺς θεούς σου δὲ λατρεύουμε καὶ τὴν εἰκόνα σου δὲν προσκυνάμε».
Πράγματι, ὅταν τοὺς ἔριξαν στὴν φωτιά, οἱ τρεῖς παῖδες βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Τὸ ἴδιο συνέβη ἀργότερα καὶ μὲ τὸν Δανιήλ, ὅταν ὁ Δαρεῖος τὸν ἔριξε στὸ λάκκο τῶν λεόντων, ἐπειδὴ ἔκανε τὴν προσευχή του, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶχε διατάξει γιὰ 30 ἡμέρες νὰ μὴν κάνει κανεὶς ἰδιαίτερη προσευχή.
Βλέποντας τὸ θαῦμα ὁ Δαρεῖος, κράτησε τὸν Δανιὴλ στὴν αὐλή του, ὅπου παρέμεινε καὶ πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, πιθανότατα, στὰ Σοῦσα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἠγάλλοντο, καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Καθαρθεῖσα Πνεύματι, ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε, φαεινοτάτης δοχεῖον· βλέπεις γὰρ, ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα· λέοντας, ἀποφιμοῖς δὲ βληθεὶς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα μάκαρ Δανιὴλ ἔνδοξε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ’ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός, ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνον ὦ Οἰκτίρμον, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Μεγαλυνάριον.
Τόκον τῆς Παρθένου προκατιδών, Δανιὴλ Προφῆτα, ὡς τῆς χάριτος ὀφθαλμός, πίστει τῶν λεόντων, ἐνέφραξας τὸ στόμα· ἔνθεν τὴν ἀρετήν σου, πάντες ᾐδέσθησαν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Θάλαμον οἱ Παῖδες πνευματικόν, δρόσῳ τῆς Τριάδος, ἀπειργάσαντο ἐμφανῶς, τὴν ἑπταπλασίως, κάμινον ἐκκαφθεῖσαν, ἐν ᾗ χοροβατοῦντες, Θεὸν δοξάζουσι.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός ὁ ἐκ Ζακύνθου, Ἀρχιεπίσκοπος Αἰγίνης
Γόνος εὐσεβέστατης καὶ ἀρχοντικὴς οἰκογένειας τῆς Ζακύνθου (πατρὸς Μωκίου Σηκούρου καὶ Παυλίνας), ἀνατράφηκε ἀπ’ αὐτὴν μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔτσι γρήγορα διακρίθηκε στὰ γράμματα καὶ τὴν ἀρετή.
Νωρίς, μόλις ἐνηλικιώθηκε, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως νὰ συντρέχει στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν.
Κατόπιν ἔγινε μοναχὸς στὴν βασιλικὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἀσκήθηκε στὴν ἀγρυπνία, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν μελέτη τῶν Γραφῶν.
Ἔπειτα πῆγε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ βρεῖ καράβι προκειμένου νὰ ταξιδέψει στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ ὁ τότε ἀρχιερέας τῶν Ἀθηνῶν, ἄκουσε κάποια Κυριακὴ τὸ λαμπρό του κήρυγμα καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μὲ τὴν ἐπίσημη κατόπιν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα, ἐπιτέλεσε ἄγρυπνα καὶ ἄοκνα. Ἀναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας καὶ παιδαγωγὸς τοῦ ποιμνίου του. Ἡ φήμη του εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς παρέμενε ἁπλὸς καὶ ταπεινός. Ἀσθένησε ὅμως ἀπὸ τοὺς πολλοὺς κόπους καὶ παραιτήθηκε.
Γύρισε στὴν Ζάκυνθο, ὅπου μέχρι τὸ 1579 ἦταν προσωρινὸς ἐπίσκοπος. Μετὰ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἀναφωνητρίας, ὅπου ἀσκήτευε καὶ μὲ ἀγάπη κήρυττε καὶ βοηθοῦσε τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ. Ἦταν τόση ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε, ὥστε προστάτεψε ἀκόμα καὶ τὸν φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ του.
Ὁ Διονύσιος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1624. Τάφηκε στὴ Μονὴ Στροφάδων καὶ κατὰ τὴν ἐκταφὴ τὸ λείψανό του βγῆκε εὐωδιαστὸ καὶ ἀδιάφθορο. Ἔτσι παραμένει μέχρι σήμερα καὶ ἡ Ζάκυνθος τιμᾶ καὶ πανηγυρίζει τὸν Ἅγιο, σὰν προστάτη καὶ πολιοῦχο της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν πρόεδρον, τὸν φρουρὸν Μονῆς τῶν Στροφάδων, Διονύσιον ἅπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· σαῖς λιταῖς τοὺς τὴν σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας, σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ νῆσος, ἑορτὴν χαρμόσυvοv, σὺν τῇ Μοvῇ τῶv Στροφάδωv, Αἴγιναν, τὴν ἐv Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιv, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦv Διονύσιον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ζακύνθου γόνος λαμπρός, πρόεδρος Αἰγίνης, καὶ Στροφάδων μέγας φρουρός· χαίροις Ἐκκλησίας, νέος φωστὴρ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων δόξα, ὦ Διονύσιε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου