Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν – Γιατί γεννήθηκε o Χριστός; (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
Γιατί
γεννήθηκε ὁ Χριστός; Γιὰ μᾶς, ἀγαπητοί μου, γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰτὴ
σωτηρία τὴ δική μας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, «ἐκ
Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου», καὶ ἐνανθρώπησε. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπάντησι
τοῦ πιστοῦ στὸ ἐρώτημα, καὶ αὐτὸ βροντοφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως
(ἄρθρ. 3).
Μέγα
τὸ μυστήριο! Ποιός ποτὲ θὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ
πλάτος τὸ ὑπερφυέστατο γεγονὸς ὅτι ἕνας Θεὸς σαρκώνεται, γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ
νὰ σώσῃ τὴν ἀνθρωπότητα; Ἐδῶ καὶ οἱ μεγαλύτερες διάνοιες, χωρὶς τὴ βοήθεια τῆς
πίστεως, συντρίβονται. Μικρὸς ἐμπρὸς στὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος,ἂς εἶνε κ᾽ ἕνας
Σωκράτης. Θὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀδυναμία του ἐμπρὸς στὸ μυστήριο.
Μικρὸς ὁ ἄνθρωπος, μεγάλος ὁ Θεός! Μόνο ἡ πίστι ῥίχνει φῶς στὸ μυστήριο.
Ὁ
πιστὸς τὸ αἰσθάνεται, τὸ βλέπει, τὸ ζῇ, καὶ δὲν βρίσκει λέξεις γιὰ νὰ ἐξωτερικεύσῃ
τὴν ὑπερκόσμια ἀγαλλίασι ποὺ δοκιμάζει ὅταν ἀκούῃ νὰ ψάλλεται τὸ «Χριστὸς γεννᾶται,
δοξάσατε…» (καταβ. Χριστουγ. ᾠδ. α΄) . Νομίζει ὅτι δὲν πατάει στὴ γῆ, ἀλλὰ
μεταφέρεται στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῶν ἀγγέλων, κι ἀκούει τὶς ὑμνῳδίες τους.
Ὁ
ἄπιστος ζῇ καὶ περιπλανᾶται στὸ σκοτάδι. Δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μόνος του τὸ δρόμο
ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βηθλεέμ, ἐκεῖ ποὺ λάμπει τὸ ἄστρο, τὸ φῶς τῆς αἰωνίου ἀληθείας. Ἄπιστοι,
ἀποκαλυφθῆτε ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τῆς φάτνης, καταθέστε τὴν πανοπλία τοῦ ἐγωισμοῦ
σας. Ἄλλα ἐφόδια χρειάζονται γιὰ νὰ νιώσετε τὸ μυστήριο. Πάρτε μαζί σας τὴν
ταπείνωσι τῶν ἀγραυλούντων ποιμένων, τὴν πίστι τῶν μάγων, τὴν ἀθῳότητα τῶν
σφαγιασθέντων νηπίων, καὶ τότε θὰ βρῆτε τὸ δρόμο, θὰ συναντήσετε τὸ Χριστό, καὶ
θὰ ὁμολογήσετε ὅτι στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια ἔγινε
τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ποὺ κατέγραψε στὶς σελίδες της ἡ ἱστορία ὡς τὸ
σπουδαιότερο γεγονὸς ἀφ᾽ ὅπου ἔγινε ὁ κόσμος. Ποιό τὸ γεγονός; ὅτι «ἐγεννήθη
Παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός» (κοντάκ.) . Μέγα τὸ μυστήριο!
Τὸ
σπασμένο ἄγαλμα συναρμολογεῖται. Ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἀμυδρὴ
ἰδέατοῦ μυστηρίου. Ὑποθέστε, ἀγαπητοί μου, ὅτι στὸ κέντρο μιᾶς πόλεως ἔχει στηθῆ
ἕνα ἄγαλμα . Εἶνε θαυμάσιο καὶ ὡς σύλληψι καὶ ὡς ἐκτέλεσι. Ὅλα του συμμετρικά,
κανείς δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μιὰ ἀτέλεια. Ὅλοι τὸ θαυμάζουν, ἀλλὰ οἱ σοφώτεροι
θαυμάζουν περισσότερο τὸν ἄγνωστο ἐκεῖνο γλύπτη, ποὺ εἶχε τέτοια δύναμι τέχνης,
ὥστε ἀπὸ ἕνα ἄμορφο μαρμάρινο ὄγκο νὰ βγάλῃ ἕνα τέτοιο ἀριστούργημα.
Κανείς δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ πῇ, ὅτι τὸ ἄγαλμα αὐτὸ βρέθηκε τυχαῖα, ὅτι ἔτσι μόνο
του ξεφύτρωσε ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λατομείου τῆς Πεντέλης ἢ τῆς
Πάρου κι ὅτι ἔτσι μόνο του στήθηκε ἐκεῖ. Τὸ ἄγαλμα, δημιούργημα ἄριστου
τεχνίτη, λάμπει στὴ θέσι του. Πόσο ὡραῖο εἶνε! Τὸ βλέπεις καὶ νομίζεις πὼς θὰσοῦ
μιλήσῃ. Ἐκεῖνα τὰ χείλη, ἐκείνη ἡ ἔκφρασι, ἐκεῖνο τὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπο· τί
θαῦμα!
Ἀλλ᾿
ἀναπάντεχα –ὤ συμφορά!–μιὰ νύχτα κάποιος, ποὺ ζήλεψε φαίνεται τὴ δόξα τοῦ Ἡροστράτου,
ἀποφάσισε νὰ τὸ καταστρέψῃ. Πλησιάζει λοιπόν, τοποθετεῖ στὴ βάσι του δυναμίτη, ἀνάβει
τὸ φιτίλι, κι ὁ κακοῦργος ἀπομακρύνεται. Κρυμμένος σὲ μιὰ γωνία τοῦ σύμπαντος
περιμένει τὸ ἀποτέλεσμα. Σὲ λίγο ἕνας δαιμονιώδης κρότος ἀκούγεται. Τὸ ἔδαφος
σείεται. Οἱ κάτοικοι τῆς εὐτυχισμένης πόλεως ξυπνοῦν, ἀνάβουν φῶτα, καὶ τί
νὰ δοῦν; Τὸ ἄγαλμα, τὸ καύχημα τῆς πόλεως ποὺ προσείλκυε περιηγητὰς ἀπ᾽ ὅλα τὰ
μέρη, αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα, δὲν ὑπάρχει πιά. Τί λέω, δὲν ὑπάρχει; Ὑπάρχει,
ἀλλ᾽ ὄχι ὡς ὀμορφιά· ὑπάρχει ὡς ἐρείπια. Ὁ δυναμίτης τό ᾽κανε χίλια συντρίμμια
σκορπισμένα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ὅλοι κλαῖνε καὶ καταριῶνται τὸ δράστη τοῦ ἐγκλήματος.
Τὰ
χρόνια παιρνοῦν, οἱ αἰῶνες διαβαίνουν.Ἀλλὰ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀγάλματος δὲν ξεχνιέται.
Οἱ γέροι διηγοῦνται στὰ παιδιὰ τὴ δόξα του. Ὁ πόθος ὅλων ἐκφράζεται μὲ μιὰ εὐχή,
μιὰ κρυφὴ ἐλπίδα· Ὤ καὶ νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διορθωθῇ τὸ κακὸ καὶ νὰ στηθῇ πάλι
στὴ μέση τῆς πλατείας τὸ ἄγαλμα, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή!…
Καὶ
νά ὁ κοινὸς μύχιος πόθος ἐκπληρώνεται! Ἔρχεται κάποιος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ
κατεσκεύασε τὸ ἄγαλμα. Λυπήθηκε γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ καλύτερου ἔργου ποὺ βγῆκε
ἀπ᾽ τὸ ἐργαστήριό του. Γιατὶ ποιός τεχνίτης δὲν πονάει τὸ ἔργο του; Τὸ
πόνεσε λοιπὸν καὶ αὐτός. Εἶδε τὰ συντρίμματα. Τὰ μαζεύει ἕνα -ἕνα καὶ μέσα στὸ ἐργαστήριό
του τὰ συναρμολογεῖ ὅλα. Καὶ ξαφνικὰ μιὰ μέρα εὐλογημένη,ἐνῷ θαυμάζουν ὅλοι,
ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι,τὸ ἄγαλμα τοποθετεῖται καὶ πάλι στὴ μέσητῆς πόλεως , ὅπως
ἦταν κι ἀκόμη ὡραιότερο.
Τὸ
ἔμψυχο ἄγαλμα ἀναστηλώνεται. Παραβολικὸς μέχρι ἐδῶ εἶνε ὁ λόγος. Θέλετε
τώρα τὴν ἑρμηνεία τοῦ παραδείγματος; Ἀκοῦστε.
Τὸ ἄγαλμα, τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα, εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό,οἱ ἄγγελοι
θαύμασαν τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ τελειότερο δημιούργημα. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὸ
θεϊκὸ ἐργαστήριο ὡραῖος,«καλὸς λίαν», ἀγαθός, ἄκακος, ἀθῷος. Μιὰ ἁρμονίακαὶ
εἰρήνη βασίλευε στὴ φύσι καὶ τὴν καρδιάτου. Ἀλλὰ ξαφνικὰ –τί συμφορά!–ὁ ἄνθρωπος
ἔπεσε. Σατανικὴ δύναμι συνέτριψε τὸ θεϊκὸ κάλλος. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῇ; Ἀπὸ
τότε ἡ εἰρήνη φυγαδεύθηκε, πόλεμος ἀόρατος ἄρχισε. Μέσα στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς μάχονται δυὸ ἀντίθετες δυνάμεις, «ἄγγελος καὶ σατανᾶς γρονθοκοποῦνται».
Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ κακοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνε-ται ἕνα ἠθικὸ ἐρείπιο, διασπᾶται
ἡ ψυχική του ἑνότητα, γίνεται ἀγνώριστος. Ἰδέστε τον· κλέφτης, ψεύτης,
πλαστογράφος, πλεονέκτης, μωροφιλόδοξος, μοιχός, πόρνος, βλάστημος, φονιᾶς, ἐμπρηστής,
προδότης, θηρίο μᾶλλον παρὰ ἄνθρωπος. Θεέ μου, ποῦ κατήντησε τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα!
πεσμένο σὲ συντρίμμια, σὲἐρείπια. Ποιός τώρα θὰ τὸν σώσῃ;
Καὶ ἐνῷ οἱ φιλόσοφοι σὰν ἁπλοῖ θεαταὶ παρακολουθοῦσαν τὸ δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺκυλοῦσε στὴν κατηφόρα τοῦ ἠθικοῦ ὀλέθρου,ξαφνικὰ ἕνα πρωτοφανὲς ἄστρο φωτίζει τὸν κόσμο , σμήνη ἀγγέλων πετοῦν πάνω ἀπ᾽ τὴ Βηθλεέμ, θεία μουσικὴ ἀντηχεῖ, ἀκούγεται τὸ ἐμβατήριο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14) .
Τί
συμβαίνει; Μέγα μυστήριο ἐκτυλίσσεται.Ὁ Θεὸς σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν
του. Ἄκουσε τοὺς στεναγμούς, εἶδε τὰ ἠθι
κάτου ἐρείπια καὶ συντρίμμια, καὶ ἀποφάσισε νὰσώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ὤ θαῦμα
θαυμάτων! Κλίνει οὐρανοὺς καὶ κατεβαίνει. Σαρκώνεται ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς πανάγνου
Κόρης. Γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶνε Θεός, γιὰ νὰ κάνῃ θεὸ τὸν ἄνθρωπο.
Μὲ τὴν ὅλη ἔνσαρκη οἰκονομία ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς Λόγος ἀνορθώνει τὸ
πεσμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀναστηλώνει τὸ κατεστραμμένο ἔμψυχο ἄγαλμα, ἀποκαθιστᾷ
τὸ πλάσμα του στὸ ἀρχικὸ κάλ-λος του κι ἀκόμη ἀνώτερα .Περιμένετε! Ἡ διδασκαλία,
ποὺ θὰ κηρύξῃ τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὰ θαύματα ποὺ θὰ κάνῃ, ἡ ἁγία ζωὴ ποὺ θὰ
ζήσῃ, καὶ πρὸ παντὸς τὸ τίμιο αἷμά του μὲ τὸ ὁποῖο θὰ βάψῃ τὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ
καὶ μάλιστα ἡ ἔνδοξη ἀνάστασί του μὲτὴν ὁποία θὰ νικήσῃ τὸ θάνατο, αὐτὰ θὰ σώσουν,
θὰ λυτρώσουν, θὰ ὡραΐσουν, θὰ θεώσουν τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μόνο ὅσοι θὰ
μείνουν μακριά του, μόνο ὅσοι θὰ τὸν ἀρνηθοῦν καὶ θὰ τὸν σταυρώσουν, αὐτοὶ θὰ
χαθοῦν.
Ἡ
ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνεὁλόκληρο δρᾶμα. Μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ ἡ ζωή μας
γίνεται ἢ τραγῳδία ἢ κωμῳδία. Μύρια σύγχρονα παραδείγματα πιστοποιοῦν τὴν ἀλήθεια
αὐτή. Μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπέρχεταιἡ λύσις τοῦ δράματός μας
.Χριστιανοί!
Μὴ περιπλανᾶσθε μακριά, μὴζητᾶτε ἄλλα φῶτα. Στραφῆτε μὲ πίστι πρὸςτὸ ἄστρο τῆς
Βηθλεέμ . Τὸ ἄστρο αὐτὸ φέρνει εἰρήνη, ἀγάπη, δικαιοσύνη, ἀλήθεια. Ἀργὰἢ
γρήγορα ὅλοι θὰ καταλάβουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐξευγενίζεται,
ἐξωραΐζεται ἠθικά, γίνεται ἔμψυχο ἄγαλμα ἀρετῆς, ἠθικὴ προσωπικότης, γιὰ τὴν ὁποία
οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Ὡς χαρίεν ἐστ᾽ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ» (=
πόσο χα-ριτωμένο πλάσμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶνεπράγματι ἄνθρωπος). Μόνο διὰ
τοῦ Ἰησοῦ ὁἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὴν θεία μακαριότητα ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει ἐκπέσει,
φτάνει στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ (Γέν. 1,26) , γίνεται μικρὸς θεός,θεὸς κατὰ
χάριν.
Ἂς ψάλουμε λοιπὸν μὲ ἀγαλλίασι·«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε · Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε.ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».
Ἄρθρο
ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ φυλλάδιο «Ἡ Ἀγάπη» Κοζάνης φ. 4/25Δεκεμβρίου
1943.
Άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ, ο προστάτης της Θεοτόκου
Ο άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ γιορτάζεται την Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα, μαζί με τους αγίους Δαβίδ τον Προφητάνακτα (το βασιλιά του Ισραήλ & ποιητή των Ψαλμών, του οποίου απόγονος είναι ο Χριστός ως άνθρωπος) και Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Αν δεν παρεμβάλλεται Κυριακή ώς την 1 Ιανουαρίου (πράγμα που προφανώς συμβαίνει μόνο όταν τα Χριστούγεννα είναι Κυριακή), τότε ο άγιος τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου. Γενικά όμως βλέπω οι αδελφοί με το όνομα Ιωσήφ να γιορτάζουν τον άγιο στις 26 Δεκ., γι' αυτό και ανεβάζουμε το αφιέρωμα.
Ο Ιησούς έφηβος βοηθά τον άγ. Ιωσήφ. |
Ο άγιος και δίκαιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ [=μνηστήρας, δηλ. αρραβωνιαστικός της Θεοτόκου, αφού ποτέ δεν έγινε κανονικά σύζυγός της] είναι ο θετός
πατέρας του Ιησού. Το όνομα Ιωσήφ είναι εβραϊκή λέξη και σημαίνει αυτόν
που ο Θεός έκανε τέλειο. Ο Ιωσήφ ήταν άντρας συνετός και δίκαιος,
απόγονος του βασιλιά Δαβίδ, και καταγόταν από την Βηθλεέμ [Σημείωση: ο Δαβίδ έζησε 1000 χρόνια πριν το Χριστό. Είχε γεννηθεί στη Βηθλεέμ, γι' αυτό όλοι οι απόγονοί του είχαν ρίζες εκεί. Η Παναγία ήταν επίσης απόγονος του Δαβίδ και, πιθανότατα, πρώτη ξαδέρφη του Ιωσήφ: ο παππούς του, Ματθάν, κατά μία άποψη είναι και παππούς της Παναγίας (πατέρας της αγίας Άννας)]. Κατοικούσε όμως στη Ναζαρέτ ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού.
Όταν η Θεοτόκος Μαρία έγινε δεκαπέντε ετών, επειδή οι γονείς της είχαν στο μεταξύ πεθάνει, οι ιερείς του ναού της φρόντισαν να την αποκαταστήσουν. Προέκριναν ως καταλληλότερο τον Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Ο αρραβώνας του Ιωσήφ με τη Μαρία ήταν ειδική περίπτωση [Κατά μία άποψη, η Θεοτόκος δώθηκε στον Ιωσήφ ως μνηστή του από τον άγιο Ζαχαρία, αρχιερέα του ναού και προστάτη της Παναγίας όσο ζούσε εκεί (θείου της Παναγίας & αργότερα πατέρα του Προδρόμου), με σκοπό ο Ιωσήφ να την προστατεύσει και όχι να την κάνει σύζυτό του]. Αυτή πρέπει να ήταν 12-13 ετών, εκείνος ηλικιωμένος και χήρος με παιδιά. Ήταν πατέρας επτά παιδιών από άλλη γυναίκα και από τα ευαγγέλια ξέρουμε τα ονόματα των γιών του: Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας. Τα ευαγγέλια αναφέρουν και για κόρες του, που όμως δεν ξέρουμε τα ονόματά τους ["Ν": από την παράδοση ξέρουμε: Εσθήρ, Θάμαρ (ή Μάρθα) και Σαλώμη, η σύζυγος του Ζεβεδαίου & μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου & Ιωάννη].
Όταν η Θεοτόκος Μαρία έγινε δεκαπέντε ετών, επειδή οι γονείς της είχαν στο μεταξύ πεθάνει, οι ιερείς του ναού της φρόντισαν να την αποκαταστήσουν. Προέκριναν ως καταλληλότερο τον Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ. Ο αρραβώνας του Ιωσήφ με τη Μαρία ήταν ειδική περίπτωση [Κατά μία άποψη, η Θεοτόκος δώθηκε στον Ιωσήφ ως μνηστή του από τον άγιο Ζαχαρία, αρχιερέα του ναού και προστάτη της Παναγίας όσο ζούσε εκεί (θείου της Παναγίας & αργότερα πατέρα του Προδρόμου), με σκοπό ο Ιωσήφ να την προστατεύσει και όχι να την κάνει σύζυτό του]. Αυτή πρέπει να ήταν 12-13 ετών, εκείνος ηλικιωμένος και χήρος με παιδιά. Ήταν πατέρας επτά παιδιών από άλλη γυναίκα και από τα ευαγγέλια ξέρουμε τα ονόματα των γιών του: Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας. Τα ευαγγέλια αναφέρουν και για κόρες του, που όμως δεν ξέρουμε τα ονόματά τους ["Ν": από την παράδοση ξέρουμε: Εσθήρ, Θάμαρ (ή Μάρθα) και Σαλώμη, η σύζυγος του Ζεβεδαίου & μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου & Ιωάννη].
Ο
Ιωσήφ μετά την εγκυμοσύνη της Μαρίας επειδή ήταν ευσεβής και δεν ήθελε
να τη διαπομπεύσει, αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα, χωρίς επίσημη
διαδικασία. Τότε του εμφανίστηκε στο όνειρό του ένας Άγγελος σταλμένος
από το Θεό που του αποκάλυψε για την υπερφυσική σύλληψη της Μαρίας. Όταν
ξύπνησε ο Ιωσήφ έκανε όπως τον πρόσταξε ο Άγγελος και πήρε στο σπίτι
του τη Μαρία. Δεν είχε όμως συζυγικές σχέσεις μαζί της. Στο σχέδιο της
θείας οικονομίας ήταν, ν’ αναδειχθεί ο Ιωσήφ ως προστάτης της Μαρίας και
του θείου Βρέφους. Γι' αυτό ο αρραβώνας ήταν απαραίτητος, για να
καλυφθεί η υπερφυσική γέννηση του Ιησού. Έτσι ο Ιωσήφ υπήρξε απλώς
μνήστωρ και ποτέ σύζυγος.
Όταν πλησίαζε ο καιρός η Μαρία να γεννήσει, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός, που ονομάστηκε Αύγουστος, είχε διατάξει να απογραφεί όλος ο πληθυσμός που ήταν κάτω από την Ρωμαϊκή κυριαρχία και ο καθένας έπρεπε να πάει στον τόπο της καταγωγής του. Ο Ιωσήφ έπρεπε να πάει να απογραφεί, μαζί με τη Μαρία, στην πόλη της καταγωγής του, τη Βηθλεέμ. Λόγω της πληθώρας των απογραφομένων, δε βρίσκουν πουθενά κατάλυμα παρά μόνο σ' ένα σταύλο. Εκεί, η Μαρία γέννησε τον Ιησού.
Ο δίκαιος Ιωσήφ και ο διάβολος που τον βάζει σε πειρασμό
Όταν πλησίαζε ο καιρός η Μαρία να γεννήσει, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Οκταβιανός, που ονομάστηκε Αύγουστος, είχε διατάξει να απογραφεί όλος ο πληθυσμός που ήταν κάτω από την Ρωμαϊκή κυριαρχία και ο καθένας έπρεπε να πάει στον τόπο της καταγωγής του. Ο Ιωσήφ έπρεπε να πάει να απογραφεί, μαζί με τη Μαρία, στην πόλη της καταγωγής του, τη Βηθλεέμ. Λόγω της πληθώρας των απογραφομένων, δε βρίσκουν πουθενά κατάλυμα παρά μόνο σ' ένα σταύλο. Εκεί, η Μαρία γέννησε τον Ιησού.
Ο δίκαιος Ιωσήφ και ο διάβολος που τον βάζει σε πειρασμό
Μετά τη γέννηση του Ιησού, ο Ιωσήφ με τη Μαρία παρέμειναν στη Βηθλεέμ. Επειδή ο Ηρώδης, μετά την προσκύνηση των μάγων, ήθελε να σκοτώσει το Θείο βρέφος, άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε να πάρει το παιδί και τη μητέρα Του και να φύγουν στην Αίγυπτο. Πράγματι, ο Ιωσήφ πήρε τη Θεοτόκο και το Θείο βρέφος και έφυγαν μέσα στο σκοτάδι. Έφτασαν στην Αίγυπτο και έμειναν εκεί μέχρι το θάνατο του Ηρώδη. Σήμερα στο παλιό Κάϊρο, κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται το σπήλαιο με το πηγάδι, όπου έμεινε η αγία οικογένεια κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην Αίγυπτο. Μετά το θάνατο του Ηρώδη και ύστερα από ειδοποίηση του αγγέλου, η αγία οικογένεια επέστρεψε, όπου εγκαταστάθηκε και πάλι στη Ναζαρέτ.
Μετά τη μετάβαση του Ιησού στο Ναό όταν ήταν δώδεκα ετών ο Ιωσήφ δεν μνημονεύεται πλέον. Γι' αυτό υποθέτουμε ότι πρέπει να πέθανε λίγο μετά από τη μετάβαση στο Ναό.
***
Εικ. από εδώ |
Η τιμητική ημέρα της Κυρίας Θεοτόκου είναι ακριβώς η επομένη ημέρα των Χριστουγέννων, η 26η Δεκεμβρίου, η οποία ονομάζεται «η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου», δηλαδή προσκαλούνται οι χριστιανοί νά συναχθούν τήν επομένην των Χριστουγέννων, διά νά τιμήσουν καί δοξολογήσουν τήν αειπάρθενον Κόρην, η οποία ηξιώθη νά φέρη εις τά σπλάχνα της αυτόν τόν Θεόν καί νά τόν γεννήση τέλειον Θεόν καί τέλειον Ανθρωπον, χωρίς αμαρτίαν, τόν Θεάνθρωπον καί Φιλάνθρωπον Κύριον καί Θεόν καί Σωτήρα του κόσμου.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει εις τόν Συναξαριστήν του:
Ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ ήτο υιός Ιακώβ, υιού του Ματθάν καί ήτο απόγονος του Δαβίδ από τήν φυλήν Ιούδα. Νέος ενυμφεύθη μέ τήν Σαλώμην [όχι του Ηρώδη] καί απέκτησαν επτά παιδιά, των οποίων τά ονόματα είναι: Ιάκωβος, Ιωσής, Ιούδας καί Σίμων, Εσθήρ, Μάρθα καί Σαλώμη.
Γέρων πλέον, κατά θείαν πρόνοιαν, έγινε μνήστωρ της Παρθένου Μαρίας, ολίγον καιρόν πρό του Ευαγγελισμού της. Καί ετάχθη ως φύλακας της παρθενίας της Παναγίας καί προστάτης της. Αυτήν τήν επιταγήν του Θεού εφύλαξεν άριστα ο Ιωσήφ, διά τούτο καί τιμάται από τήν Εκκλησίαν.
***
Την πρώτη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Ιωσήφ του μνήστορος, του προστάτη, του ανθρώπου της υπομονής, της υπακοής και της αγάπης!"
+ "Marvel his faith, admire his obedience. The faith and obedience of more than loyalty of Abraham. Abraham believed in God's promise he would acquire a child. And the child would be born while his wife was sterile, but not "without seed". While Joseph believed immediately in the words of an angel, that Maria (Panagia) would bring the Messhia to the world "without seed" and that she is absolutely pure.
On the first Sunday after Christmas the Church celebrates the memory of Joseph mnistoros, prostate, human patience, obedience and love!"
Αγία Ανυσία
Οι γονείς της αγίας Άνυσίας ήσαν επιφανείς και πλούσιοι άρχοντες της Θεσσαλονίκης. Είχαν ασπασθεί την πίστη του Χρίστου και γαλούχησαν από μικρή την κόρη τους με την αγάπη της αρετής και της σοφίας. Στην αρχή της εφηβείας της, η Άνυσία έμεινε ορφανή από πατέρα και μητέρα- δεν αφέθηκε να την ελκύσουν οι ηδονές του κόσμου και με ψυχή πού φλεγόταν από τό πυρ πού ήλθε βαλείν έπι την γήν ο Χριστός (Λουκ. 12, 49), έσπευσε προς συνάντηση του Επουράνιου Νυμφίου, αποποιούμενη κάθε τι πού θά μπορούσε να την δέσει με τα επίγεια. Απελευθέρωσε τούς πολυάριθμους δούλους της και έδωσε στον καθένα σημαντικό ποσό χρημάτων για νά βιοποριστεί, διαμοίρασε κτήματα, ακίνητα, κοπάδια, όλη της την περιουσία, ωσάν τον έμπορο ο όποιος πούλησε ό,τι είχε γιά νά αποκτήσει τον πολύτιμον μαργαρίτην, την Βασιλεία των Ουρανών (βλ. Ματθ. 13, 46). Απεκδύθηκε κοσμήματα και πλούσια φορέματα. Ντυμενη με ενδύματα κοινά και ταπεινά διέτρεχε την πόλη, επισκεπτόμενη τούς ασθενείς, βοηθώντας τις χήρες και τά ορφανά, προσφέροντας τροφή και ρουχισμό στους πτωχούς. Ιδιαίτερη ήταν η στοργή της προς τά θύματα τών διωγμών. Αψηφώντας τον κίνδυνο, επισκεπτόταν στις φυλακές όλους εκείνους πού υπέφεραν πείνα, δίψα, κακοποιήσεις και κάθε είδους δεινά γιά την αγάπη του Χριστού, ασπαζόταν τις πληγές τους ωσάν νά ήταν αυτά καθεαυτά τά σημεία του σωτηριώδους Πάθους του Κυρίου, τούς φρόντιζε και τούς παρηγορούσε.
“Εχοντας εγκαταλείψει τά πάντα, μόνο τό θνητό σώμα της την έδενε με τά επίγεια, και μόνος πόθος της ήταν νά φθάσει και εκείνη στήν τελείωση μεσω του μαρτυρίου γιά τον Χριστό. Μιά τέτοια απόφαση όμως μόνο από τον Θεό θά μπορούσε νά έλθει και γιά τον λόγο αυτό η Άνυσία δεν εξεβίαζε τον κίνδυνο άλλά αποσύρθηκε σέ στενό κελλί και αφιερώθηκε στήν νηστεία, στά δάκρυα, στήν αδιάλειπτο προσευχή, ώστε νά υπερβεί την θνητή φύση, εφαρμόζοντας την άσκηση, των θείων αρετών ώς «επίβαση θεωρίας».
Βλέποντας τους αγώνες της, ο διάβολος έτριξε τα δόντια του και επιχείρησε με κάθε λογής τεχνάσματα και μηχανεύσεις νά φοβίσει την αγία και νά την πείσει νά εγκαταλείψει τό κελλί της. Αντιμετώπισε όμως φρόνημα πιο ακλόνητο και από του ανδρειότερου πολεμιστή. Της ερριξε τότε τά βέλη της άκηδίας, της χαυνώσεως, της σωματικής χαλάρωσης και της ασθενείας, άλλά η νεαρή κόρη, οπλισμενη με τό σημείο του Σταύρου, τον κατατρόπωσε με τό μαστίγιο της προσευχής της.
Όταν ο άγριος διωγμός πού εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός είχε φθάσει στο αποκορύφωμα του (305), η άγια Άνυσία, πλήρης αρετών και προσηλωμενη στήν θεωρία, με παρρησία ανέπεμψε διάπυρο δέηση στον Χριστό ώστε νά άξιωθεί νά συμμετάσχει κι εκείνη στο ζωοποιό Πάθος Του. η δέηση της εισακούσθηκε. Μιά ημερα, την ώρα πού πήγαινε στον ναό, την πλησίασε ένας υπασπιστής του αυτοκράτορα και την άνέκρινε βάναυσα. Δίχως νά διστάσει, η Άνυσία ομολόγησε ότι είναι δούλη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. την άρπαξε ο αλητίριος και την έσυρε καταγής μεχρι τον ναό τών ειδώλων, προστάζοντας την νά θυσιάσει στά είδωλα άντι γιά άλλη απάντηση, η αγία τον έφτυσε καταπρόσωπα. Έξαλλος από θυμό, ο υπασπιστής έβγαλε τό σπαθί του και τό βύθισε στο πλευρό της άγιας, η όποια με χαρά παρέδωσε στον Κύριο την ψυχή της γιά νά βρει την αιώνια αγαλλίαση στήν Επουράνια νυφική παστάδα. Ευλαβείς χριστιανοί κατόρθωσαν νά πάρουν τό σώμα της και νά τό θάψουν σέ τοποθεσία λίγο εξω από την πόλη, όπου όταν έπαυσε ο διωγμός, χτίσθηκε ναός στήν μνήμη της.
Ο Άγιος Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός
Μαρτύρησε στον Τύρναβο της Θεσσαλίας στις 30 Δεκεμβρίου 1818
Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Κάπουρνα κοντά στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Προερχόταν από ευσεβείς γονείς και ήταν το πρώτο παιδί από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Ο πατέρας του λόγω της μεγάλης φορολογίας αναγκάστηκε να μετακομίσει οικογενειακώς σ’ ένα άλλο χωριό, όπου θα μπορούσε να εξοικονομεί καλύτερα τα αναγκαία . Ο άγιος ήταν τότε δώδεκα ετών.
΄Η μητέρα του είχε κάποιο εξάδελφο παντοπώλη στο Βελεστίνο, ο οποίος ζήτησε τον μικρό Νικόλαο να τον βοηθάει στο μαγαζί. Πράγματι το παιδί εργαζόταν με πολλή προθυμία .Κάποιος Τούρκος ονόματι Αλής, ο οποίος σύχναζε στο μπακάλικο, είδε ότι ο μικρός Νικόλαος ήταν έξυπνος, εργατικός και υπάκουος και τον ζήτησε από τον θείο του για ένα χρόνο να υπηρετεί στο χαρέμι του καθώς ήταν ακόμη μικρός στην ηλικία. Ο θείος αρνήθηκε λέγοντάς του να τον ζητήσει από την μητέρα του. Μετά από μια εβδομάδα επέστρεψε θυμωμένος ο Τούρκος ,άρπαξε με τη βία τον μικρό Νικόλαο και τον πήρε σπίτι του ,να υπηρετεί στο χαρέμι.
Μετά από τον ένα χρόνο πήγε ο πατέρας και ζητούσε τον Νικόλαο από τον Αλή. Εκείνος του απάντησε, εγώ έχω το παιδί μου στoν πόλεμο, μόλις επιστρέψει ο γιος μου να έρθεις να πάρεις τον γιό σου. Σε λίγες ημέρες επέστρεψε ο γιος του Τούρκου από τον πόλεμο , είδε τον μικρό και λέει στον πατέρα του : Πού το βρήκες αυτό το Ρωμιόπουλο που υπηρετεί στο χαρέμι ; Είναι ασυμβίβαστο Ρωμιός να υπηρετεί στο χαρέμι. Εγώ θα ήθελα να του κάνουμε περιτομή , να γίνω ανάδοχός του και να τον έχουμε να υπηρετεί στο χαρέμι για πάντα. Και άρχισε αμέσως ο ασεβής να καλοπιάνει τον Νικόλαο . Τελικά με τα λόγια αλλά και λόγω του νεαρού της ηλικίας του τον κατάφερε να αρνηθεί τον Χριστό και να τον εξισλαμίσει.
Μετά από δυο μήνες όμως το παιδί συναισθάνθηκε την πτώση του , μετανόησε και έκλαιγε πικρά .
Μια νύχτα κατάφερε να φύγει κρυφά και να πάει σπίτι του. Διηγήθηκε στον πατέρα του το πάθημά του λέγοντας ήμαρτον, ήμαρτον αλλά από δω και πέρα δεν θέλω ούτε να είμαι Τούρκος ούτε να ονομάζομαι. Ο δύστυχος πατέρας του απάντησε με δάκρυα : εγώ Νίκο μου είμαι φτωχός άνθρωπος, δεν έχω χρήματα να σε κρύψω κάπου. Αύριο νύχτα θα σε πάω με το άλογο στο Κεραμίδι και εγώ θα γυρίσω μ’ ένα φορτίο ψάρια από τη λίμνη Κάρλα για να μη με υποψιαστούν οι Τούρκοι . Εσύ να προσπαθήσεις να πας στο Άγιο Όρος. Τώρα εγώ επιστρέφοντας ποιος ξέρει πως θα βρω τη μητέρα σου και τα αδέλφια σου, γιατί έμαθα ότι οι Τούρκοι μαζεύουν ξύλα για να μας κάψουν. Ας αποθάνουμε κι εμείς για τον Χριστό.
Εκεί στο Κεραμίδι δέχθηκε να φιλοξενήσει τον άγιο μια συγγενής τους μοναχή, η οποία τον έδωσε σε κάποιους χτίστες ως βοηθό. Μετά από λίγες ημέρες το σινάφι των χτιστών που εργαζόταν έφυγε με πλοίο για την Κρήτη και πήγε μαζί τους. Οι χτίστες όμως δυστυχώς κακομεταχειρίζονταν τον Νικόλαο δέρνοντάς τον απάνθρωπα πολλές φορές. Έτσι έφυγε και τριγυρνούσε σ’ ένα δάσος. Κάποια μέρα βρέθηκε σ’ ένα ξωκλήσι , όπου γινόταν λειτουργία. Τον είδε ο ιερέας ξένο και σε κακή κατάσταση, τον πλησίασε και εκείνος του εξιστόρησε τη ζωή του. Μην κλαις , παιδί μου, του λέγει τότε ο ιερέας . Εγώ είχα ένα μονάκριβο γιό , ο οποίος πέθανε πριν λίγες ημέρες. Αν θέλεις, να σε υιοθετήσω. Με πολλή χαρά δέχτηκε την πρόταση του ιερέα ο Νικόλαος και πήγε μαζί του στο σπίτι του, όπου τον δέχτηκε σαν παιδί της και η πρεσβυτέρα. Έτσι ζούσε ευτυχισμένος στο σπίτι του ιερέα, μαθαίνοντας την τέχνη του υφαντή διότι αυτή την τέχνη εργαζόταν κι ο ιερέας.
Μετά από τρία χρόνια δυστυχώς απεβίωσε ο ιερέας και η πρεσβυτέρα επειδή δεν μπορούσε να εξοικονομήσει τα προς το ζην , είχε και δυο κόρες, έδωσε την ευχή της στον Νικόλαο να φύγει να αναζητήσει την τύχη του. Ο άγιος έβαλε κλαίγοντας μετάνοια στην ψυχομάνα του και αναχώρησε
Περιπλανώμενος στην Κρήτη με κάποιο άλλο συνομήλικό του αποφάσισαν να πάνε για προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Αφού έφτασαν με το καράβι στη Δάφνη χωρίστηκαν και ο Νικόλαος άρχισε να περιέρχεται τις μονές και τις σκήτες του Αγίου Όρους. Τελικά κατέληξε στην Ι.Μ. Καρακάλλου , όπου αφού εξομολογήθηκε την πτώση του επανεντάχθη στην Εκκλησία με το Άγιο Μύρο και κοινώνησε των θείων Μυστηρίων. Έμεινε στην Μονή , όπου έγινε μοναχός με το όνομα Γεδεών. Ζούσε με πολλή υπακοή, ταπείνωση, εγκράτεια και υπέρμετρους ασκητικούς αγώνες, που μόνο ο καρδιογνώστης Θεός γνωρίζει , κλαίοντας συνεχώς για την πτώση του.
Μετά από τριανταπέντε χρόνια άσκηση άναψε στην καρδιά του ο πόθος του μαρτυρίου και με τις ευχές των πατέρων έφυγε από το Άγιο Όρος , ήλθε στο Βελεστίνο, όπου είχε εξωμόσει και προσποιόταν τον σαλό.
Την Μεγάλη Πέμπτη παρουσιάστηκε στον Αλή ,που τον είχε εξισλαμίσει και ομολόγησε τον Χριστό. Ο Τούρκος αμέσως ζήτησε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στον δικαστή. Μεγάλη Παρασκευή ο άγιος φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια και κρατώντας δύο κόκκινα αυγά παρουσιάστηκε στον κριτή και του είπε : Χριστός Ανέστη . Εκεί στο δικαστήριο έκανε και άλλες παλαβές πράξεις με αποτέλεσμα να διατάξει ο δικαστής να τον δείρουν ανελέητα και να τον διώξουν ως τρελό . Εκείνος τους προκαλούσε επίτηδες για να τον θανατώσουν αλλά δεν ήταν ακόμη θέλημα Θεού. Έζησε καιρό προσποιούμενος τον σαλό την ημέρα ενώ τις νύχτες αποσυρόταν σε ένα σπήλαιο, όπου έκανε τους ασκητικούς αγώνες του.
Τελικά επειδή και με τον τρόπο της ζωής αλλά και με τα λόγια του προκαλούσε τους Τούρκους διέταξε ο Βελή πασάς του Τυρνάβου τη σύλληψή του.
Ο άγιος αφού προετοιμάστηκε πνευματικά με το μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου και την Θεία Κοινωνία ακολούθησε τους στρατιώτες του πασά στον Τύρναβο. Μπροστά στον πασά ομολόγησε την άρνησή του, τη μετάνοιά του , την επιστροφή στον Χριστό και τον πόθο του για ομολογία και μαρτύριο εκεί όπου αρνήθηκε. Ο πασάς τον έκλεισε στη φυλακή.
Την άλλη μέρα ,αφού κάλεσε και τους άλλους Τούρκους αξιωματούχους διέταξε να φέρουν μπροστά του τον άγιο. Πάλι μπροστά τους ο άγιος με πολύ θάρρος ομολόγησε τον Χριστό. Εκείνοι άρχισαν με κολακείες να τον μεταστρέψουν και πάλι στο ισλάμ αλλά ο άγιος αρνήθηκε με περιφρόνηση. Τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Αρχικά τον διαπόμπευσαν στον Τύρναβο. Τον έφεραν κατόπιν μπροστά στον πασά που διέταξε να τον ακρωτηριάσουν κόβοντάς του τα χέρια και τα πόδια. με τσεκούρι. Ο άγιος άπλωνε μόνος του άφοβα τα μέλη του πάνω στο κούτσουρο για να κοπούν , χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι πόνου , χωρίς καν να αλλάξει η όψη του προσώπου του λες κι έπασχε κάποιος άλλος.
Τον άφησαν αιμόφυρτο όλη την ημέρα και το βράδυ διέταξε ο πασάς να τον σηκώσουν και να ρίξουν στον χώρο όπου περνούσαν τα λύματα του σπιτιού του . ‘Hταν ακόμα ζωντανός. Στον βρωμερό εκείνο χώρο ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του.
Οι Χριστιανοί κατάφεραν να πάρουν το άγιο λείψανο και να το ενταφιάσουν στον Ναό των Αγίων Αποστόλων.
Ευθύς αμέσως άρχισαν να γίνονται θαύματα και κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλά και μετά την ταφή του, σε όσους προσκυνούσαν με ευλάβεια τον τάφο του , καθώς και μετά την ανακομιδή των λειψάνων του και μέχρι σήμερα .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου