Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου
Ἡ
σημερινὴ Κυριακή μᾶς παρουσιάζει μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρές, τὶς πιὸ
βαθειὲς καὶ τὶς πιὸ ἑλκυστικὲς θὰ λέγαμε εἰκόνες τὶς ὁποῖες μᾶς ἔχει
χαρίσει ὁ Κύριός μας μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ κύρια πρόσωπα αὐτῆς τῆς
σκηνῆς εἶναι ὁ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀπὸ
τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Ὁ Κύριος ἔχει νικήσει τὸν θάνατο, ἔχει
πλέον καταργήσει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἰσχύν τοῦ σατανᾶ, τελεσιδίκως, ἔχει
χαρίσει, δυνάμει, τὴν σωτηρία σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, εἰσέρχεται
«κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», −μὲ αὐτή τὴν πράξη διακηρύσσει τὴν
παντοδυναμία Του καὶ τὴν κυριότητά του ἐπάνω στὸν κόσμο− εἰσέρχεται,
κάνει διάλογο, χαρίζει τὴν εἰρήνη Του στοὺς ‘Ἀποστόλους καὶ μὲ πολλὴ
ἁπλότητα, σὰν ἕνα μικρὸ παιδάκι, τοὺς δείχνει τὰ χέρια Του καὶ τὴν
πλευρά Του. Λείπει ὁ Θωμᾶς. Κιʼ ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν πληροφοροῦν καὶ τοῦ
λέγουν «ὅτι ἔχουμε δεῖ καὶ ἔχουμε συναντήσει τὸν Ἰησοῦν, εἶναι
Ἀναστημένος» ἐκεῖνος δυσπιστεῖ.
Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πολλοὺς τρόπους ἔχει
ἐπαινέσει αὐτή τὴν δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ. Ποιὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς; Ποιὸν
παρουσιάζει ἐκείνη τὴ στιγμή; Παρουσιάζει ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, οἱ
ὁποῖοι δὲν ἔχουμε ἀκόμα ταυτίσει τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἀκοῦμε γιὰ τὸν Χριστό, μαθαίνουμε γιὰ τὸν Χριστό, κάποτε
θεωροῦμε πολὺ ὡραῖα αὐτὰ πού μαθαίνουμε, κάποτε ὁραματιζόμαστε καὶ
φανταζόμαστε αὐτὸ τὸ Πρόσωπο πανίσχυρο καὶ παντοδύναμο νὰ μᾶς ἱκανοποιεῖ
ὅλες τὶς ἀνάγκες, ἴσως ὅλες τὶς φιλοδοξίες, ἀλλά συγχρόνως δὲν Τὸν
ἔχουμε κοντά μας, δὲν τὸν βλέπουμε ὁρατό, ἁπτό, ὅπως ὅταν ἔλειπε ὁ Θωμᾶς
δὲν Τὸν εἶδε καὶ ἐκεῖνος καὶ δυσπιστοῦσε. Γι’ αὐτὸ κιʼ ἐμεῖς παρ’ ὅλη
τὴν μερικὴ γνωριμία πού μπορεῖ νὰ ἔχουμε μὲ τὸν Χριστὸν βρισκόμαστε σὲ
μιὰ παρόμοια κατάσταση.
Μᾶς ἐκπροσωπεῖ ὁ Θωμᾶς σ’ αὐτή τὴ σκηνή.
Ὁ Θωμᾶς λέγει στοὺς ἄλλους ὅτι «ἂν δὲν βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰςτὸν
τύπον τῶν ἥλων δὲν σᾶς πιστεύω». Κιʼ ἐμεῖς πολλὲς φορές, παρὰ τὸ ὅτι
εἶναι τόσοι αἰῶνες πού ἔχουν περάσει καὶ ὁ Κύριος διακηρύσσει «μακάριοι
οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες», ἐμεῖς θέλουμε νὰ γνωρίζουμε, νὰ δοῦμε
γιὰ νὰ πιστεύσουμε. Καὶ θέλουμε ἀποδείξεις. Καὶ τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ
Χριστὸς πάντοτε μικραίνει τὸν ἑαυτό Του μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ δίνει
ἀποδείξεις. Δίνει ἀποδείξεις ἀσάλευτες, ἀτράνταχτες· καὶ αὐτὸ ἔκανε καὶ
στὸν Θωμᾶ: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ βάλε τὴν χεῖραν σου εἰς τὴν
πλευράν μου».
Ἕνας ὕμνος στὸν Ὄρθρο, ἴσως τὸν
ἀκούσατε, λέγει: «φέρε τὴν χεῖραν σου καὶ ἐρεύνα, ἐρεύνα, ὅτι αὐτὸς Ἐγὼ
εἰμί, ὁ διὰ σὲ Παθητός». Δὲν φοβᾶται ὁ Ἰησοῦς τὴν ἔρευνα. Δὲν φοβᾶται νὰ
σμικρυνθεῖ μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη περιέργεια καὶ
τὴν ἀνθρώπινη δυσπιστία Εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων καὶ γιʼ αὐτό δὲν
φοβᾶται νὰ γίνει μικρότερος κιʼ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ εἴμαστε
μικροί, θέλουμε πάντοτε νὰ παρουσιαζόμαστε μεγάλοι στοὺς ἀνθρώπους,
σοβαροὶ καὶ σπουδαῖοι.
Καὶ τότε ἔγινε αὐτὴ ἡ θριαμβευτικὴ ὁμολογία τῆς πίστεως τοῦ Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» !
Βέβαια θὰ εἴμαστε μακάριοι ἂν φτάναμε
κιʼ ἐμεῖς σ’ αὐτή τὴν ὁμολογία καὶ ἂν ἀκολουθούσαμε τὸν ὑπόλοιπο βίο τοῦ
Θωμᾶ. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἔχουμε προθυμία. Ἴσως ἀκόμη δὲν φτάσαμε στὸ
σημεῖο νὰ πληροφορηθοῦμε βαθειὰ μέσα μας. Ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ
ἀρχίσουμε ἀπὸ κάτι μικρότερο. Θὰ μπορούσαμε νὰ ὁμολογοῦμε τὶς ἀδυναμίες
μας. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λέει, «φέρε τὸ δάκτυλό σου καὶ βάλτο στὶς
πληγές μου», ἀσφαλῶς αὐτὸ ἔχει μιὰ ἄμεση ἀναφορὰ καὶ σημασία στὸ ὅτι δὲν
φοβᾶται νὰ δείξει τὶς οὐλὲς τῶν παθῶν Του.
Ἀλλὰ δίνει καὶ σὲ μᾶς ἕνα ἄλλο μάθημα ὁ
Ἰησοῦς. Νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὁμολογοῦμε τὰ λάθη μας. Τὶς πληγὲς πού μᾶς
φέρνει ὁ σατανᾶς. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, τὴν ἐπίδειξη ἤ τὴν ἔνδειξη
τῶν πληγῶν μας, ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ τῆς ταπεινώσεως. Ἀρχίζουμε νὰ
μοιάζουμε ἔστω καὶ σ’ αὐτό τὸ σημεῖο κατὰ μίαν σχετικότητα καὶ
ἀναλογίαν μὲ τὸν Ἀναστημένο Χριστό.
Γιατί πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος ποὐ ἔχει
ἀκουμπήσει πιὰ στὸ Χριστὸ δὲν φοβᾶται νὰ μιλάει γιὰ τὸ βρώμικο παρελθόν
του, ἀλλά καὶ γιὰ τὴν ἀδύναμη κατάσταση πού ζεῖ τὴ στιγμὴ πού εἶναι μέσα
στὴν ἐκκλησία. Τὴν ἐποχή πού ἀγωνίζεται γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπερνικήσει
τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, τὴν ἁμαρτία, τὰ πάθη του, τὸν ἐγωϊσμό του καὶ
ὅλα τὰ ἄλλα. Δὲν φοβᾶται νὰ τὰ ὁμολογήσει ὅταν πιὰ ἔχει στηριχθεῖ
ἀπόλυτα στὸ Χριστό.
Ἀντιστρόφως ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται
ἀκόμα σʼ ἕνα στάδιο αὐτοπροστασίας, ὅταν πιστεύει ὅτι ἡ εὐτυχία του
εἶναι μιὰ αἴγλη ἀνθρώπινη, ἀνθρωπάρεσκη, φιλόδοξη, ματαιόδοξη αἴγλη,
ὅταν πιστεύει ὅτι πρέπει νὰ ἔχουν καλὴ ὑπόληψη οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν, τότε
φοβᾶται νὰ μιλήσει γιὰ τίς πτώσεις του καὶ γιὰ τὰ λάθη του.
Καὶ τὸ βλέπουμε αὐτο καὶ στὸν ἀπόστολο
Παῦλο. Δὲν φοβόταν νὰ λέει ὅτι ἐδίωξε καθ’ ὑπερβολὴν τὴν ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Τὸ λένε ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τὸ λένε οἱ εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως πού
διαβάζουμε καὶ ὅσοι μὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε σ’ αὐτὰ τὰ βιώματα τὶς
δεχόμαστε ἀνεπιφύλακτα. Ἀλλὰ ὑπάρχουν κι’ ἄλλοι πού τὶς ἀκοῦν καὶ λένε:
«Μὰ αὐτὰ δὲν πᾶνε στὸ δικό μου τὸ στόμα. Ἐγὼ δὲν ἔχω κάνει τέτοια
πράγματα. Τί λένε αὐτοὶ ἐδῶ πέρα; Πῶς μπορεῖ νὰ προσευχηθῶ ἐγώ μ’ αὐτές
τὶς εὐχές;» Φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν. Φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι
πού δὲν ἔχουν ἀκουμπήσει ἀπόλυτα στὸν Χριστό.
Ἔτσι λοιπὸν λέγοντας αὐτές τὶς κάπως
ἴσως σκόρπιες σκέψεις ἤθελα νὰ δώσω ἕνα μήνυμα, πού βγαίνει βέβαια ἀπ’
ὅλα αὐτά πού εἶπα ἀλλά τὸ μήνυμα εἶναι ὅτι: ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους πρέπει
νὰ εἴμαστε πολὺ-πολὺ ἀνοιχτοί, νὰ σεβόμαστε τὴν ἐλευθερία τους, νὰ
σεβόμαστε τὴν ὁμολογία τους, νὰ δεχόμαστε τὴν εἰλικρίνειά τους χωρὶς νὰ
τὴ βάζουμε στὸ δικό μας διυλιστήριο, στὸ δικό μας μικροσκόπιο.
Ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό μας πρέπει νὰ εἴμαστε
πολὺ ἐρευνητικοί. Πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ συγκεκριμένοι καὶ πολὺ ἀληθινοὶ
μὲ τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ μπορέσουμε ν’ ἀκουμπηήσουμε σωστὰ στὸν Χριστὸ
πού εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή. Καὶ τότε δὲν θὰ ἔχουμε δειλία δὲν
θὰ ἔχουμε φόβο, δὲν θὰ ἔχουμε ἐντροπή, δὲν θὰ ἔχουμε δισταγμοὺς νὰ
ὁμολογοῦμε τὸ ποιοὶ ὑπήρξαμε καὶ τὸ ποιοὶ θέλουμε νὰ ὑπάρχουμε.
Βεβαίως ἐμεῖς, ἀλλά καὶ ὁ Κύριος σ’ αὐτή
τὴν περικοπή, καταδικάζει αὐτούς πού θέλουν νὰ δοῦν γιὰ νὰ πιστεύουν.
Καὶ στὴ σύγχρονη ἐποχή ἀναπτύσσεται καὶ μία θεολογικὴ ἄποψη ὅτι τελικὰ
ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα πού θέτουμε στὰ κηρύγματα ἢ σὲ διάφορα βιβλία ὑπὲρ
τῆς πίστεως κάνουν ζημιὰ στὴν πίστη γιατί πρέπει ἀσυζήτητα καὶ
ἀδιερεύνητα νὰ ἀποδεχόμεθα τὴν πίστι.
Γιά μᾶς, γιὰ τὸ ἄτομό μας ὁ καθένας θὰ
πρέπει αὐτό νὰ τὸ εἰσπράξει πολὺ σοβαρὰ καὶ νὰ τὸ μελετήσει μέσα του,
γιατί ὅταν κανεὶς ἀναγκὰζεται ἀπὸ τὴ λογική, ἀπὸ τὴν ἐμπράγματο ἀπόδειξη
νὰ πιστέψει, οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύει, καταφάσκει τὴ λειτουργία τῆς
διανοίας του. Δὲν πιστεύει. Ὅποιος πιστεύει ἀφήνεται ἀνοικτός, ὅπως οἱ
Ἀθηναῖοι λέγανε «τῷ ἀγνώστῳ θεῷ». Ἦταν γιʼ αὐτοὺς ἄγνωστος, ἀλλά τὸν
ἐπίστευαν. Καὶ ἦρθε ἀκριβῶς ὁ Παῦλος καὶ τοὺς Τὸν ἀπεκάλυψε. Νὰ εἶναι ἡ
ψυχὴ ἀνοικτὴ στὸν Θεό, ὅπως ὁ Θωμᾶς ἦταν ἀνοικτὸς εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν
ἐὰν πράγματι παρουσιάζετο καὶ εὑρίσκετο Ἀνεστημένος. Ἤθελε νὰ
δυσπιστήσει στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων οὐσιαστικὰ καὶ ὄχι στὴν
πραγματικότητα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ.
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Ὅσο ἀμφισβητίαι κι’ ἂν
εἴμαστε, ἂν ἒχουμε τὴν ψυχὴ μας ἀνεπιφύλακτα στὸν Θεὸ πού μπορεῖ νὰ μὴν
Τὸν γνωρίζουμε καὶ νὰ μὴν ἔχουμε διαβάσει Θεολογία καὶ νὰ μὴν ἔχουμε
διαβάσει τὴν Ἁγία Γραφή καὶ νὰ μὴν ξέρουμε πῶς νὰ Τὸν σκεφθοῦμε ἢ νὰ Τὸν
φανταστοῦμε στὴ διάνοιά μας, ἀλλά σ’ Αὐτὸν τὸν Ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεὸ ἂν
εἴμαστε ἀνοιγμένοι, ὅσο ἀμφισβητίαι κι’ ἂν εἴμαστε ὁ Θεὸς θὰ προχωρήσει
μέσα μας, γιατί θὰ μπεῖ «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», δηλαδὴ θὰ μπεῖ χωρὶς
τὴν χρησιμοποίηση τῶν ὑλικῶν μας αἰσθήσεων, τοῦ νοός μας τῶν
ἀποδεικτικῶν στοιχείων.
Καὶ τότε θὰ γίνει ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ
τὸν Θεὸν καὶ θὰ φωνάξουμε κι’ ἐμεῖς μέσας μας βαθειά, μυστικὰ στὸ
ταμεῖον μας: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα Σοι.
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
Ἰωάννου Φουντούλη
Ὁ
πανηγυρισμός τοῦ Πάσχα συνεχίζεται καθ᾽ ὅλην τήν ἑβδομάδα πού τό
ἀκολουθεῖ, τήν Διακαινήσιμο, τήν νέα ἑβδομάδα. Ὅλη αὐτή λογίζεται ὡς μία
πασχάλιος ἡμέρα, κατά τήν ὁποία «αὐτήν τήν ζωηφόρον ἀνάστασιν
ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», κατά τό
συναξάριο. Καί ἡ ἑβδομάς κατακλείεται μέ τήν ὀγδόη ἡμέρα, τήν Νέα
Κυριακή, τήν ἄλλως λεγομένη Κυριακή τοῦ Θωμᾶ ἤ τοῦ Ἀντίπασχα.
Αὐτή εἶναι ὁ τύπος τῆς ὀγδόης ἡμέρας τοῦ
μέλλοντος αἰῶνος, «ὅτι εἰς εἰκόνα τάττεται τῆς ἀπεράντου ἐκείνης
ἡμέρας, τῆς ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, ἥτις καί πρώτη καί μία ἔσται πάντως,
μή νυκτί διακοπτομένη», κατά τό συναξάριο.
Δέν εἶναι ὅμως ἡ Κυριακή τοῦ Θωμᾶ
ἐξεικόνισμα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἁπλῶς καί μόνο γιατί εἶναι ἡ ὀγδόη
ἡμέρα ἀπό τοῦ Πάσχα. Ἀλλά καί γιατί εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ στό μέσον τοῦ κύκλου τῶν ἕνδεκα μαθητῶν, τῆς διαπιστώσεως τοῦ
γεγονότος τῆς ἀναστάσεως, τῆς ἄρσεως κάθε ἀμφιβολίας, τῆς προσωπικῆς
κοινωνίας καί τῆς ψηλαφήσεως τοῦ ἀναστάντος. Ἀκριβῶς δέ ἡ παρουσία αὐτή
καί ἡ ψηλάφησις εἶναι τύπος τῆς αἰωνίου παρουσίας τοῦ Χριστοῦ κατά τόν
μέλλοντα αἰῶνα ἐν τῷ μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του. Τότε τίποτε δέν θά ἐμποδίσῃ
τήν ποθητή θέα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, καί τήν προσωπική κοινωνία μέ
Αὐτόν. Τότε τά φράγματα τῆς δυσπιστίας θά πέσουν καί μαζί μέ τόν Θωμᾶ ὁ
λαός τοῦ Θεοῦ θά ὁμολογῇ τήν σωτήριο ὁμολογία: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός
μου» (Ἰω. 20, 28).
Ἀπό τήν ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς
σταχυολογοῦμε τό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β΄ἤχου. Ἀναφέρεται στήν
εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν κατά τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα
στό ὑπερῷο τῆς Σιών. Ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε καί μέ δυσπιστία ἐκφράζεται γιά
τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως. Θέλει γιά νά βεβαιωθῇ νά ἴδῃ μέ τά ἴδια του
τά μάτια τόν Κύριο. Νά ἴδῃ τήν πλευρά, ἀπό τήν ὁποία ἔρρευσε τό αἷμα καί
τό ὕδωρ, ὁ τύπος τοῦ βαπτίσματος. Νά ἴδῃ τήν πληγή, ἀπό τήν ὁποία ἰάθη ἡ
μεγάλη πληγή, ὁ ἄνθρωπος. Νά ἴδῃ ὅτι ὁ ἀναστάς δέν εἶναι πνεῦμα,
φάντασμα, ἀλλά ἄνθρωπος μέ σάρκα καί ὀστᾶ. Καί αὐτόν τόν ἀναστάντα
Κύριο, πού πάτησε τόν θάνατο καί πληροφόρησε τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεώς
Του στόν δύσπιστο Θωμᾶ δοξολογεῖ ὁ ποιητής τοῦ ὕμνου.
«Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἐπέστης, Χριστέ,
πρός τούς μαθητάς. Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ᾽ αὐτῶν.Ἔλεγε
γάρ· Οὐ μή πιστεύσω, ἐάν μή ἴδω κἀγώ τόν δεσπότην· ἴδω τήν πλευράν,
ὅθεν ἐξῆλθε τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα· ἴδω τήν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη τό
μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος· ἴδω πῶς οὐκ ἦν ὡς πνεῦμα, ἀλλά σάρξ καί ὀστέα.
Ὁ τόν θάνατον πατήσας καί Θωμᾶν πληροφορήσας, Κύριε, δόξα σοι».
Στό τέλος παρουσιάζουμε τήν ἐνάτη ᾠδή
τοῦ κανόνος τῆς ἡμέρας, ποίημα τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. Ὁ εἰρμός
δοξολογεῖ τήν Θεοτόκο, τήν μητέρα τοῦ ἀναστάντος. Τά τρία τροπάρια
ἀναφέρονται στήν ἐμφάνισι τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητάς, στήν ψηλάφησι τοῦ
Θωμᾶ καί στήν βεβαίωσι τῆς θείας ἀναστάσεως. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα
τροπάρια τῆς Νέας Κυριακῆς:
«Σέ τήν φαεινήν λαμπάδα
καί μητέρα τοῦ Θεοῦ,τήν ἀρίζηλον δόξαν
καί ἀνωτέραν πάντων τῶν ποιημάτων,
ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν».
«Σοῦ τήν φαεινήν ἡμέραν
καί ὑπέρλαμπρον, Χριστέ,
τήν ὁλόφωτον χάριν,
ἐν ᾗ ὡραῖος κάλλει τοῖς μαθηταῖς σου
ἐπέστης, μεγαλύνομεν».
«Σέ τόν χοϊκή παλάμῃ
ψηλαφώμενον πλευράν
καί μή φλέξαντα ταύτην
πυρί τῷ τῆς ἀΰλου θείας οὐσίας,
ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν».
«Σέ τόν ὡς Θεόν ἐκ τάφου
ἀναστάντα Χριστόν,
οὐ βλεφάροις ἰδόντες,
ἀλλά καρδίας πόθῳ πεπιστευκότες,
ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν».
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΩΜΑΣ Ο φλογερός ιεραπόστολος των Ινδιών
Φορητή εικόνα του Αγίου Αποστόλου Θωμά δια χειρός Κωνσταντίνου Τζάνε του 1670 |
Μέσα
στη σεπτή χορεία των δώδεκα μαθητών του Κυρίου συγκαταλέγεται και ο
τιμώμενος στις 6 Οκτωβρίου Άγιος Απόστολος Θωμάς, ο λεγόμενος επίσης
Δίδυμος. Ο Θωμάς γεννήθηκε στην Ιουδαία από φτωχούς γονείς και εξασκούσε
το επάγγελμα του ψαρά. Από μικρή ηλικία επιδόθηκε στη μελέτη του Λόγου
του Θεού, που σε συνδυασμό με την αγαθή προαίρεσή του, τον βοήθησε να
αγαπήσει τον Ιησού Χριστό και να γίνει πιστός και αφοσιωμένος μαθητής
και ακόλουθός Του. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι στην πρόθεση
των Ιουδαίων να θανατώσουν τον Κύριο, ο Θωμάς προέτρεπε και τους άλλους
μαθητές να συσταυρωθούν με τον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό παρά να
μείνουν στη ζωή, χωρίς την καθοδήγηση και τη διδασκαλία Του.
Επιπλέον ο Απόστολος Θωμάς ήταν ο μόνος από τους Αποστόλους, ο οποίος αξιώθηκε να δει την ένδοξη Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου στους Ουρανούς, αφού με θαυμαστό τρόπο βρέθηκε στη Γεσθημανή βλέποντας όλα όσα θαυμαστά συνέβαιναν, ζήτησε δε από την Παναγία να του δώσει για ευλογία την Τιμία Ζώνη Της, όπως και έγινε.
Επιπλέον ο Απόστολος Θωμάς ήταν ο μόνος από τους Αποστόλους, ο οποίος αξιώθηκε να δει την ένδοξη Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου στους Ουρανούς, αφού με θαυμαστό τρόπο βρέθηκε στη Γεσθημανή βλέποντας όλα όσα θαυμαστά συνέβαιναν, ζήτησε δε από την Παναγία να του δώσει για ευλογία την Τιμία Ζώνη Της, όπως και έγινε.
Η ψηλάφησις του Αποστόλου Θωμά. Εικόνα από το δωδεκάορτο του τέμπλου του Ιερού Ναού Αγίου Φιλίππου Βλασσαρούς Αθηνών. |
Μετά
την Ανάστασή Του ο Κύριος παρουσιάστηκε στους μαθητές Του, οι οποίοι
ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο και μάλιστα με κλειστές τις πόρτες για
τον φόβο των Ιουδαίων. Ο Θωμάς απουσίαζε και όταν οι υπόλοιποι του
διηγήθηκαν ότι είδαν τον Ιησού Χριστό, εκείνος επέδειξε δυσπιστία. Μετά
από οκτώ ημέρες ο Κύριος εμφανίστηκε και πάλι ενώπιον των μαθητών Του
και κάλεσε τον δύσπιστο Θωμά να βάλει τον δάκτυλό του στην πλευρά Του, η
οποία είχε τρυπηθεί από τη λόγχη, και να Τον ψηλαφίσει σωματικά. Και
τότε ο Θωμάς, αφού ψηλάφισε τον Ιησού Χριστό, δήλωσε με παρρησία «Ο
Κύριος μου και ο Θεός μου» και έγινε ο πρώτος, ο οποίος κήρυξε τη
θεότητα του Χριστού μετά την Ανάστασή Του, γενόμενος υπόδειγμα
προσωπικής μετοχής στη θεανθρώπινη αναστημένη ζωή του Κυρίου. Η σωτήρια
αυτή ομολογία του Αποστόλου Θωμά εορτάζεται πανηγυρικά την Κυριακή του Αντίπασχα ή Κυριακή του Θωμά, όπως είναι ευρύτερα γνωστή.
Η ψηλάφησις του Αποστόλου Θωμά. Φορητή εικόνα του 17ου αιώνα από την Ιερά Μονή Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Καλάμου Αττικής. |
Κατά
την ημέρα της Πεντηκοστής και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος,
ο Απόστολος Θωμάς όπως και οι υπόλοιποι μαθητές του Κυρίου, έλαβαν την
εντολή να μεταβούν σε ολόκληρο τον κόσμο και να κηρύξουν το Ευαγγέλιο
του Χριστού. Στον Απόστολο Θωμά ανατέθηκε η διάδοση του μηνύματος της
χριστιανικής αλήθειας στις χώρες των Μήδων και των Πάρθων, αλλά και
στις Ινδίες, όπου παρά τους δισταγμούς του ο ίδιος ο Κύριος τον
ενθάρρυνε να μεταβεί εκεί για να κηρύξει τον Λόγο του Θεού. Την εποχή
αυτή στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν κάποιος έμπορος, ονόματι Αμβανής, τον
οποίο είχε στείλει ο βασιλιάς Γουνδιαφόρος για να βρει επιδέξιο
αρχιτέκτονα για να οικοδομήσει το ανάκτορό του, το οποίο θα έπρεπε να
ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια και πλούτο όλα τα ανάκτορα των προκατόχων του.
Τότε ο Κύριος παρουσιάστηκε στον Αμβανή και του υπέδειξε τον Θωμά ως
αιχμάλωτο και δούλο του, αλλά και ως έμπειρο στην οικοδομική τέχνη. Ο
Θωμάς πωλήθηκε ως σκλάβος στον έμπορο και στη συνέχεια έφυγαν για τις
Ινδίες. Εκεί βρέθηκαν σ’έναν γάμο, όπου ο Θωμάς δεν έτρωγε. Τότε ο
υπηρέτης του σπιτιού τον κτύπησε στο πρόσωπο για την αρνητική στάση του
και ο Θωμάς του απάντησε, ότι για την πράξη του αυτή μακάρι ο Θεός να
τον συγχωρέσει, το δε χέρι του θα το κατασπαράξουν τα θηρία προς
παραδειγματισμό. Και πράγματι ο υπηρέτης τιμωρήθηκε, αφού τον
κατασπάραξε ένα θηρίο, καθώς πήγαινε να φέρει νερό από το πηγάδι. Την
τιμωρία του υπηρέτη πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της πόλεως, ο οποίος κάλεσε
τον Θωμά να ευχηθεί και για την ευτυχία της νεόνυμφης κόρης του.
Εκείνος με τη σειρά του δίδαξε στους νεόνυμφους τη χριστιανική πίστη και
προπαντός τις αρετές της εγκράτειας και της παρθενίας. Ο πατέρας όμως
της κόρης εξοργίστηκε, όταν αντίκρισε τους νεόνυμφους να κάθονται ο ένας
απέναντι από τον άλλο και όχι μαζί. Με την προσευχή όμως των νεονύμφων ο
πατέρας άλλαξε στάση και έγινε χριστιανός, στη συνέχεια δε βαπτίσθηκαν
και οι τρεις από τον Απόστολο Θωμά.
Όταν
ο Θωμάς παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γουνδιαφόρο, του υποσχέθηκε να
κατασκευάσει ένα επιβλητικό ανάκτορο, σύμφωνα με το ωραίο σχέδιο που του
έκανε ο Απόστολος. Γι’ αυτό και ο βασιλιάς έδωσε την εντολή να του
δώσουν το απαραίτητο χρυσάφι για να οικοδομήσει το παλάτι. Ο βασιλιάς
έφυγε από την πόλη για τρία χρόνια και ο Θωμάς διένειμε το χρυσάφι στους
φτωχούς, ενώ καθημερινά δίδασκε το Ευαγγέλιο του Χριστού και βάπτιζε
όσους ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη. Η πλούσια ιεραποστολική και
φιλανθρωπική δράση του Αποστόλου Θωμά γνωστοποιήθηκε στον Γουνδιαφόρο, ο
οποίος εξοργισμένος τον κάλεσε για να μάθει τί συμβαίνει. Ο Θωμάς του
απάντησε ότι πράγματι έκτισε ένα πολύ ωραίο παλάτι, το οποίο βρίσκεται
στον Ουρανό. Τότε ο βασιλιάς θεώρησε ότι τον κοροϊδεύει και διέταξε να
τον φυλακίσουν. Το ίδιο βράδυ ο αδελφός του βασιλιά αρρώστησε βαριά από
τη μεγάλη στεναχώρια και κάλεσε τον αδελφό του, γιατί θα πέθαινε. Είδε
όμως σε οπτασία έναν Άγγελο, ο οποίος του έδειξε ένα περίφημο ανάκτορο
στην αιώνια Βασιλεία των Δικαίων, το οποίο είχε οικοδομήσει ο Απόστολος
Θωμάς. Ο Άγγελος έδωσε ζωή στο νεκρό σώμα του αδελφού του βασιλιά, ο
οποίος αφού συνήλθε, διηγήθηκε στον βασιλιά για την ομορφιά του ουράνιου
αυτού ανακτόρου. Τότε ο βασιλιάς μετανόησε και αφού διέταξε να
αποφυλακισθεί ο Θωμάς, ζήτησε να βαπτισθεί χριστιανός, όπως και ο
αδελφός του. Η μεταστροφή αυτή του βασιλιά παρακίνησε και προσέλκυσε και
άλλους πολλούς να ασπασθούν τη χριστιανική πίστη και να βαπτισθούν
χριστιανοί.
Η Τίμια Κάρα του Αγίου Αποστόλου Θωμά. Φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. |
Στη
συνέχεια ο Θωμάς πήγε σε άλλη πόλη των Ινδιών και με το φλογερό κήρυγμά
του κατόρθωσε να προσελκύσει στη χριστιανική πίστη τη γυναίκα του
βασιλιά Μισδίου και τη γυναίκα του άρχοντα Χαρασίου. Οι δύο αυτές
γυναίκες, αφού βαπτίσθηκαν από τον Απόστολο Θωμά, αποφάσισαν να ζήσουν
με άσκηση και εγκράτεια στα ανάκτορά τους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε
τόσο πολύ τον θυμό του Μισδίου, ώστε έδωσε εντολή να οδηγήσουν τον Θωμά
στη φυλακή. Τη νύχτα ο Θωμάς έφυγε από τη φυλακή με τη δύναμη της
προσευχής του και μετέβη σ’ ένα σπίτι, όπου τέλεσε τη Θεία Λειτουργία
και βάπτισε μεταξύ άλλων και τον γιο του βασιλιά Μισδίου, Ουαζάνη. Στη
συνέχεια επέστρεψε στη φυλακή. Ο βασιλιάς Μίσδιος βλέποντας ότι η
ιεραποστολική δράση του Αποστόλου Θωμά προσέλκυε ολοένα και
περισσότερους στον χριστιανισμό, διέταξε να τον θανατώσουν τρυπώντάς τον
με λόγχες. Έτσι η επίγεια δράση του τέλειωσε με το ένδοξο μαρτύριό του,
το οποίο έλαβε χώρα έξω από την πόλη του Μαλιαπούρ στην ανατολική
πλευρά της ινδικής χερσονήσου.
Ο μεγαλοπρεπής Ιερός Ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά Αμπελοκήπων Αθηνών. |
Το
σώμα του ενταφιάσθηκε με μεγάλες τιμές και ο τάφος του κατέστη αέναος
πηγή θαυμάτων, αφού μεταξύ άλλων θεραπεύτηκε και ο δαιμονισμένος γιος
του βασιλιά Μισδίου. Μετά από τη θεραπεία του γιου του, ο βασιλιάς
ασπάσθηκε τον χριστιανισμό και βαπτίσθηκε χριστιανός. Το λείψανο του
Αγίου Αποστόλου Θωμά, του οποίου η μνήμη τιμάται από την Ορθόδοξη
Εκκλησία μας στις 6 Οκτωβρίου, διακομίσθηκε από έναν έμπορο το 232
στην Έδεσσα της Συρίας, όπου ο άγιος εορταζόταν ως πολιούχος και
προστάτης της. Αργότερα ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου μετέφερε το
λείψανο στην Κωνσταστινούπολη και το 1204 μεταφέρθηκε στη Ρώμη μαζί με
τα λείψανα και άλλων αγίων που φυλάσσονταν στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα
η τιμία κάρα του Αγίου Θωμά φυλάσσεται ως πολύτιμος θησαυρός στην
ιστορική Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Ιερό Νησί της
Πάτμου. Σημαντική είναι και η λατρευτική τιμή του Αγίου Αποστόλου Θωμά,
αφού 23 ενοριακοί ναοί στην Ελλάδα τιμούνται επ’ ονόματί του.
Αξιομνημόνευτος είναι ο θεμελειωθείς το 1949 και εγκαινιασθείς το 1987
μεγαλοπρεπής Ιερός Ναός του Αγίου Αποστόλου Θωμά στην περιοχή
Αμπελόκηποι (Γουδί) των Αθηνών, ο οποίος συγκαταλέγεται στους
μεγαλύτερους ναούς της Αττικής, συγκεντρώνοντας πλήθος χριστιανών κατά
τις δύο ετήσιες πανηγύρεις του, την Κυριακή του Θωμά και στις 6
Οκτωβρίου.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
Βίος και Παρακλητικός Κανών του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Θωμά, Πάτμος 2002.
Άγιος Θωμάς Αμπελοκήπων: Ένας ιστορικός και μεγαλοπρεπής ναός των Αθηνών. |
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου