Η άθλησις των Αγίων μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου
Οι άγιοι και ένδοξοι μάρτυρες του Χριστού, Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης ζούσαν κατά τους χρόνους των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (284-305μ.Χ.). Ο Διοκλητιανός τότε είχε ορίσει διοικητή το δούκα Λυσία και άρχοντα σ’ όλη την επαρχία της Ανατολής τον Αγρικόλα.
Οι πέντε αυτοί μάρτυρες σέβονταν και λάτρευαν το Χριστό εκ προγόνων. Δεν εκδήλωσαν όμως την πίστη τους προς Αυτόν, επειδή φοβούνταν τους τυράννους και τους διώκτες. Ο άγιος Ευστράτιος ήταν και αξιωματούχος. Έχοντας όμως την επιθυμία να εκδηλώσει την πίστη του στο Χριστό έδωσε τη ζώνη σε κάποιον υπηρέτη του και τον πρόσταξε να την τοποθετήσει στον ιερό ναό που ήταν στον Αράβρακα. Ο Αγιος προέβη σ’ αυτήν την ενέργεια με την εξής σκέψη: αν τη ζώνη την έπαιρνε ο ιερέας Αυξέντιος κατά την είσοδο του στο ναό, αυτό θα αποτελούσε θεία ένδειξη- έτσι θα μπορούσε να προχωρήσει, να φανερώσει την πίστη και να υποστεί το μαρτυρικό θάνατο που ποθούσε. Αν όμως τη ζώνη την έπαιρνε κάποιος άλλος, θα κρατούσε ακόμη κρυφή την πίστη του και δε θα την εκδήλωνε.
Ο υπηρέτης εκτέλεσε την εντολή του Αγίου και επιστρέφοντας τον πληροφόρησε ότι τη ζώνη την πήρε ο πρεσβύτερος Αυξέντιος. Έτσι ο Αγιος σχημάτισε τη γνώμη ότι η μαρτυρία του προς χάρη του Χριστού θα έχει καλή έκβαση γι’ αυτόν. Αμέσως τότε παρουσιάστηκε στο Λυσία και του δήλωσε με παρρησία ότι πιστεύει στο Χριστό. Μάλιστα ο άγιος παρουσιάστηκε στο Λυσία μαζί με άλλους προαθλήαντες αγίους και όντας πρώτος στην τάξη τους, ανακήρυξε τον εαυτό του πρώτο χριστιανό και άσκησε δριμύτατο έλεγχο σ’ αυτόν.
Ο Λυσίας, μετά από το γεγονός αυτό, έγινε έξω φρενών και τον καθαίρεσε αμέσως από το αξίωμα του. Στη συνέχεια πρόσταξε τους δήμιους και τον υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια. Πρώτα πρώτα τον γύμνωσαν και αφού του τέντωσαν το σώμα καταγής με ειδικό μηχάνημα, τον έδειραν ανελέητα με μαστίγια. Έπειτα τον έδεσαν με σχοινιά και τον σήκωσαν ψηλά. Άναψαν δε κάτω από το σώμα του μεγάλη φωτιά και το κατέκαψαν. Κατόπιν ανάμειξαν αλάτι και ξύδι και έχυσαν το μείγμα πάνω στα καμένα μέλη του. Μετά από αυτά του κατέστρεψαν με όστρακα τις πλευρές. Ο άγιος Μάρτυς όμως, ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του Θεού κατέστη απόλυτα υγιής. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσχωρήσει στην πίστη του Χριστού ο Άγιος Ευγένιος.
Τότε οι δήμιοι φόρεσαν στα πόδια του Αγίου Ευστρατίου σιδερένια υποδήματα με καρφιά στο εσωτερικό τους και τον οδήγησαν από τη Σεβάστεια στη Νικόπολη της Αρμενίας μαζί με τον Ευγένιο. Καθ’ οδόν προς τη Νικόπολη, τον είδε οδηγούμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άγιος Μαρδάριος και τον μακάριζε για την καρτερία και υπομονή του. Στη συνέχεια συμβουλεύτηκε τη σύζυγο του, η οποία και τον προέτρεψε να γίνει και αυτός αθλητής του Χριστού. Τότε ο Μαρδάριος τρέχοντας έφτασε τον οδοιπορούντα άγιο Ευστράτιο και δέθηκε μαζί του με τα δεσμά, δηλώνοντας στους στρατιώτες ότι και αυτός είναι χριστιανός.
Μόλις ο Λυσίας κάθισε στο κριτήριο του, πρόσταξε τους στρατιώτες και οδήγησαν ενώπιον του τον άγιο Αυξέντιο. Εκεί στην προσπάθεια του τυράννου να τον πείσει να επιστρέψει στην ειδωλολατρία, αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας ότι παραμένει ακλόνητος στην πίστη του. Ο Λυσίας τότε έγινε έξω φρενών και με προσταγή του οι δήμιοι αποκεφάλισαν τον Άγιο.
Ακολούθως οδηγήθηκε σε δίκη ό άγιος Μαρδάριος. Αλλά και εκείνος παρά τις προσπάθειες του τυράννου να τον μεταπείσει, έμεινε προσηλωμένος στο Χριστό. Ο Λυσίας αγανάκτησε από το γεγονός αυτό και υπέβαλε τον Άγιο σε βασανιστήρια. Πρώτα λοιπόν του τρύπησαν με σιδερένια περόνια τους αστραγάλους και αφού πέρασαν από τις τρύπες σκοινιά τον κρέμασαν κατακέφαλα. Στη συνέχεια του κατέκαψαν με πυρακτωμένα σουβλιά τα νεφρά και τη ράχη. Έτσι ο άγιος μάρτυς Μαρδάριος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Έπειτα οδηγήθηκε στο κριτήριο ο Άγιος Ευγένιος. Αλλά και εκείνος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό. Γι’ αυτό το λόγο οι δήμιοι του απέκοψαν τη γλώσσα από τη ρίζα και του συνέτριψαν με ρόπαλα τα σκέλη. Μέσα σ’ αυτά τα δεινά ο άγιος μάρτυς Ευγένιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από αυτά ο Λυσίας πήγε στο πεδίο ασκήσεων, για να γυμνάσει τους στρατιώτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας στρατιώτης που ονομαζόταν Ορέστης. Ο στρατιώτης αυτός ήταν χριστιανός, αλλά ως τότε έκρυβε την πίστη του. Σε κάποια στιγμή που έριχνε το ακόντιο, φάνηκε ο σταυρός που φορούσε. Έτσι μετά από αυτό το περιστατικό αναγκάστηκε να ομολογήσει την πίστη του. Ο Λυσίας έμεινε εμβρόντητος από την αποκάλυψη αυτή και με προσταγή του οι άλλοι στρατιώτες έδεσαν τον Ορέστη με σιδερένια δεσμά μαζί με τον άγιο Ευστράτιο. Όμως δεν τους κράτησε στη Νικόπολη για να τους δικάσει ο ίδιος αλλά τους έστειλε στη Σεβάστεια να δικαστούν από τον Αγρικόλα. Ο Λυσίας φοβόταν, μήπως θαυματουργώντας και πάλι ο Άγιος, προσελκύσει πολλούς στην πίστη του Χριστού.
Μπροστά στον Αγρικόλα ο άγιος Ευστράτιος, που ήταν πολύ μορφωμένος και είχε άριστη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση, ανέλυσε με πληρότητα όλη την κατά Χριστόν οικονομία για τη σωτηρία των ανθρώπων. Προκάλεσε δε ο Άγιος με το λόγο του, μεγάλη έκπληξη αλλά και απερίγραπτη οργή στον τύραννο. Μετά από αυτά ο Άγιος φυλακίστηκε. Εκεί τον επισκέφτηκε τη νύχτα ο επίσκοπος της Σεβάστειας άγιος Βλάσιος και του μετέδωσε τα Άχραντα Μυστήρια. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του παρέδωσε το κείμενο της διαθήκης του και τον παρακάλεσε για την πιστή εκτέλεση της.
Υστερα από λίγο χρονικό διάστημα ο τύραννος πρόσταξε τους δήμιους και ξάπλωσαν πρώτα τον άγιο Ορέστη πάνω σ’ ένα πυρακτωμένο σιδεροκρέβατο. Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Στη συνέχεια οι δήμιοι άναψαν μια κάμινο και έριξαν μέσα σ’ αυτήν τον άγιο Ευστράτιο, Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και έλαβε από τον Κύριο τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Τη μνήμη των αγίων μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστη την εορτάζουμε στις 13 Δεκεμβρίου.
Ένα χαριέστατο θαύμα των Αγίων Πέντε Μαρτύρων
Ο Άγιος Νικόδημος διηγείται χάριν των φιλοχρίστων αναγνωστών, ένα χαριέστατον θαύμα, που έκαμαν οι Άγιοι πέντε μάρτυρες, σε ένα μετόχι της Νέας Μονής στην Χίο, που τιμάται στο όνομα των πέντε μαρτύρων. Αυτό το ανέφερε ένας ευλαβής ιερεύς, ο πρωτοπαπάς του Ναυπλίου, ο Νικόλαος Μαλαξός.
Το μετόχιον αυτό, κυβερνάται και προμηθεύεται όλα τα χρειώδη, από την Ιεράν Μονήν, την επομένην και την ημέραν της πανηγύρεως. Συνέβη, λοιπόν, κάποτε σφοδρότατος χειμών, κατά την ημέραν της εορτής των Αγίων. Είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι, ώστε οι πατερες του Μοναστηριού, δεν μπόρεσαν να κατέβουν και να φέρουν στο μετόχι, όσα χρειαζόταν για την γιορτή, όπως συνηθίζεται. Ούτε και οι πολίται κατέφεραν να πάνε από το πολύ κρύο. Στο εσπερινό επήγαν μερικοί, αλλά στον όρθρο μόνον ο ιερεύς επήγε στην εκκλησία. Άναψε τα κανδήλια, εσήμανε με το σήμαντρο και “έβαλε ευλογητόν” για να διαβάση την ακολουθίαν.
Τότε ξαφνικά βλέπει πέντε ανθρώπους καλοντυμένους και σοβαρούς. Μπήκαν με ευλάβειαν εις τον Ναόν. Από τους τρόπους και το παρουσιαστικό των φαινόνταν ξένοι άνθρωποι, αλλά κατά το πρόσωπον έμοιαζαν με τους πέντε ενδόξους μάρτυρες, Ευστράτιον, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον και Ορέστην, όπως ήσαν ζωγραφισμένοι στις εικόνες. Από αυτούς οι δυο στάθηκαν στο μέρος του δεξιού ψάλτη, οι άλλοι δυο στο αριστερό, και ο πέμπτος που ομοίαζε με τον Ορέστην, επήγε στο αναλόγιον. Όταν δε ήλθεν η ώρα, αυτός μεν εκανονάρχει και διάβαζε με ωραία φωνή, οι δέ άλλοι τέσσαρες έψαλλαν με γλυκύτατη και λυγερή φωνή τα άσματα, τα ιερά. Ο ιερεύς έβλεπε και άκουε και εχαίρετο και ευχαριστείτο και εδόξαζε τον Θεόν, που του έστειλε τέτοιους βοηθούς, την στιγμήν που δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήση. Απορούσε όμως και εθαύμαζε αφ’ ενός με την ομοιότητα, που είχαν οι πέντε αυτοί με τις εικόνες των Αγίων, αφ’ ετέρου εθαύμαζεν με πόσην ευπρέπειαν και ορθότητα εδιάβαζαν και με τί γλυκύτατη φωνή έψαλλαν. Βρισκόταν, λοιπόν, σε απορίαν, ποιοι να ήσαν αυτοί οι άνθρωποι και δεν ήξερε τί να κάμη. Ήθελε να τους ερωτήση πριν του όρθρου ποιοι ήσαν. Βλέποντας όμως την σεμνοπρέπειαν και την προθυμίαν που είχαν στη ακολουθίαν, απεφάσισε να τους ερωτήση στο τέλος.
Όταν όμως ήλθεν η ώρα να διαβαστή το μαρτύριον των Αγίων, εστάθη εις το μέσον και εδιάβαζεν εκείνος, που έμοιαζεν με τον Άγιον Ορέστην. Και αυτός μέν με πολλή ευλάβεια και λαμπράν φωνήν εδιάβαζεν, οι δέ άλλοι με πολλή ευχαρίστησι άκουαν. Όταν δέ αυτός, που διάβαζεν, έφθασεν εκεί όπου λέγει, ότι πρόσταξεν ο Αγρικόλας να τοποθετηθή κρεββάτι πυρωμένο και να ξαπλωθή επάνω σ’ αυτό ο Ορέστης και αυτός όταν πήγαινε εδειλίασεν, δεν εδιάβασαν, όμως “εδειλίασεν”, όπως ήτο γραμμένο, αλλά “εμειδίασεν” (=χαμογέλασε).
Όταν άκουσε αυτά αυτός, που έμοιαζεν με τον Άγιον Ευστράτιον, σήκωσε το βλέμμα του και βλέποντας αυτόν που έμοιαζε με τον Άγιον Ορέστην τού λέγει:
- Γιατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λέγεις, όπως είναι γραμμένο; Διάβασέ το δεύτερη φορά, όπως είναι. Αλλά αυτός διαβάζει για δεύτερη φορά, αλλά πάλι με αλλαγμένο ρήμα, διότι ντρεπόταν να πή “εδειλίασε”. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος (γιατί αυτός ήταν), του λέγει με μεγαλύτερη φωνή:
- Διάβασε το γραμμένο, καθώς το έπαθες, διότι δεν “εμειδίασες” βλέποντας το πυρακτωμένο κρεββάτι, αλλά “εδειλίασες”!
Και μαζί με τον λόγον αυτόν, έγιναν και οι πέντε άφαντοι. Ο ιερεύς, βλέπων το παράδοξον αυτό, έμεινε αρκετή ώρα άφωνος. Όταν συνήλθε, τελείωσε την λειτουργίαν, όπως μπόρεσε. Μετά την θείαν λειτουργίαν διηγήθηκε σ’ όσους Χριστιανούς είχαν έλθει εν τω μεταξύ, την φανεράν οπτασίαν και όλοι εδόξαζαν τον Θεόν, που κάνει θαυμαστούς τους Αγίους του.
Πηγή: Γέροντα Χαραλάμπους Βασιλόπουλου, Οι μάρτυρες Αυξέντιος, Ευστράτιος, Ευγένιος, Ορέστης και Μαρδάριος, εκδ. Ορθόδοξου Τύπου, σελ. 33-36
Άλλη μια εμφάνιση του αγίου Ευστρατίου και των συν αυτώ
Τα παρακάτω τα διηγείται ένας γέροντας της Σκήτης της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος.
Αυτό που αξίζει να σας πω, είναι το θαύμα που έγινε για την αγιογράφηση του Κυριακού (δηλ. της κεντρικής εκκλησίας της Σκήτης). Οι αγιογράφοι Αθανάσιος και Κωνσταντίνος εζήτησαν ένα υπέρογκο ποσόν από τους Αγιαννανίτες πατέρες, για να ιστορήσουν το Κυριακόν. Οι πτωχοί πατέρες δεν είχαν φυσικά χρήματα κι έτσι οι αγιογράφοι έφυγαν προς την πλευρά της Μεγίστης Λαύρας, προς μεγάλη λύπη των Αγιαννανιτών. Στον δρόμον όμως συναντήθηκαν με πέντε “αλλιώτικους” ανθρώπους, οι οποίοι σ’ ενέπνεαν καθώς τους κοίταζες.
- Ευλογείτε· είπαν οι αγιογράφοι.
Ο Κύριος, απήντησαν με μια φωνή οι πέντε και ρώτησαν: Ποιοι είστε και πού πάτε;
- Αγιογράφοι είμαστε και φεύγουμε άπρακτοι από την Αγιάννα, διότι δεν τα βρήκαμε με τους πατέρες οικονομικώς για να ιστορήσουμε το Κυριακό τους.
Τότε ο ένας από τους πέντε που έμοιαζε επικεφαλής, είπε αυστηρά:
- Αυτά είναι ανήκουστα… Μα είναι δυνατό να ζητάτε μεγάλα χρηματικά ποσά από ακτήμονες πατέρες, όπως είναι όλοι οι μοναχοί; Είναι δυνατό; Να και οι τέσσερις εδώ αδελφοί μου, το ίδιο λέγουν. Συμφωνείτε Αυξέντιε, Ευγένιε, Μαρδάριε, Ορέστα;
- Το αυτό φρονούμεν Ευστράτιε και ημείς!
Οι δύο αγιογράφοι τα χρειάσθηκαν, γιατί κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με αγίους, οι οποίοι τους είπαν και τούτο:
- Να επιστρέψετε πάραυτα ν’ αγιογραφήσετε το Κυριακό και ό,τι σας δώσουν οι πατέρες, να το πάρετε λέγοντας “να ‘ναι ευλογημένο”· τίποτ’ άλλο. Επίσης στον αριστερό χορό ν’ αγιογραφήσετε τους πέντε Μάρτυρας Ευστράτιον, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον και Ορέστην.
Αμέσως μετά εξαφανίσθηκαν από τα έκπληκτα μάτια των δύο αγιογράφων, οι οποίοι κατασυγκινημένοι έκαναν και ξαναέκαναν τον σταυρό τους, καθώς επέστρεφαν στο Κυριακό το οποίον αγιογράφησαν εξαιρετικά, αφού βεβαίως ανέφεραν στους εμβρόνητους πατέρες της σκήτεως το θαύμα.
Πηγή: Μανώλη Μελινού, Των Σκητών Αγιορείται: Εμπειρία Σκητιωτών του Άθωνος, σ. 158-160
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου