ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

2 Δεκεμβρίου μνήμη του νέου Αγίου της εκκλησίας Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου , προσφάτως ανακηρυχθέντος .

Ο άγιος της πλατείας Ομονοίας (1906 – 02/12/1991)
Ο Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας Ευβοίας και βαπτίσθηκε Ευάγγελος. Στο σχολείο φοίτησε μόνον δύο χρόνια. Η ασθένεια του δασκάλου και η φτώχεια της οικογένειάς του τον έσπρωξαν να εργασθεί βόσκοντας τα λίγα ζώα της. Λίγο αργότερα, περίπου εννέα χρονών παιδάκι, εργάστηκε στο ανθρακωρυχείο της περιοχής και μετά σ΄ ένα παντοπωλείο γνωστού της οικογένειας, στον Πειραιά. Ο πατέρας του είχε πάει να δουλέψει στη διόρυγα του Παναμά, για να συντηρήσει την οικογένειά του.
Στα χέρια του οκτάχρονου τσοπανόπουλου είχε φτάσει ένα φυλλαιάκι με τον βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, το οποίο διάβαζε συλλαβιστά. Αυτός ο Άγιος είχε συγκινήσει τον μικρό Ευάγγελο και του είχε δημιουργήσει τον πόθο να τον μιμηθεί. Έτσι, γύρω στα δώδεκα χρόνια του, ξεκίνησε μόνος του κρυφά για το Άγιον Όρος και στο πλοίο συνάντησε τον μετέπειτα Γέροντά του, ιερομόναχο Παντελεήμονα, τον πνευματικό, που ασκήτευε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους.
Σ΄ αυτόν τον Γέροντα και τον αυτάδελφό του μοναχό Ιωαννίκιο, ο νεαρός δόκιμος έκανε χαρούμενη και άκρα υπακοή και έτσι σε λίγα χρόνια αξιώθηκε να καρεί μοναχός και να μάθει έμπρακτα τα μυστικά της πνευματικής ζωής.
Αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης του στον Χριστό και στους γέροντές του, της υπακοής και της ασκήσεως του, ήταν να τον επισκεφθεί η Χάρη του Θεού και να του δοθεί σε νεαρή ηλικία το χάρισμα της διοράσεως, δηλαδή της δυνατότητας να βλέπει, όταν η Χάρη του Θεού ενεργούσε, τα αόρατα πράγματα ή πνεύματα ή γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος και μερικές φορές και τα μέλλοντα.
«Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά ν΄ αγαπήσουν τον Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστη Εκκλησία Του. Γιατί από εδώ πρέπει ν΄ αρχίσουμε και να διαβάζω τους ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη Χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο».
Στο Άγιον Όρος ασθένησε από πλευρίτιδα γύρω στα 18 του χρόνια και οι γέροντές του τον έστειλαν σε μοναστήρι στον κόσμο για θεραπεία. Σ΄ αυτό το μοναστήρι στην Εύβοια τον γνώρισε ο Αρχιεπίσκοπος Σινά Πορφύριος και αφού διεπίστωσε ότι ο Θεός τον είχε επισκιάσει με τη Χάρη Του, τον χειροτόνησε ιερέα σε ηλικία 20 ετών. Μετά από ένα μικρό διάστημα ο Μητροπολίτης της περιοχής τον κατέστησε πνευματικό και έτσι έθεσε στην υπηρεσία των πιστών το χάρισμα της διοράσεως, με το οποίο ο Θεός είχε χαριτώσει τον δοΰλο του Πορφύριο. Με το χάρισμα αυτό, ο νεαρός ιερομόναχος και πνευματικός Πορφύριος βοηθούσε τους ανθρώπους να γλιτώσουν από διάφορες πλεκτάνες του πονηρού, να καταλάβουν τί γίνεται στην ψυχή τους, να μην πιστεύουν στις άπατες των μαγισσών που με το πρόσχημα οτι θα τους λύσουν τα μάγια τους απομυζούσαν τις οικονομίες τους, να διαπιστώνουν και να θεραπεύουν τις σωματικές τους ασθένειες και τα αίτια τους και γενικά να δούν και να καταλάβουν πράγματα που θα τους βοηθούσαν στη ζωή τους.
Το 1940 διορίστηκε εφημέριος στην Πολυκλινική Αθηνών, στην οδό Σωκράτους, κοντά στην πλατεία Ομονοίας. Σ΄ αυτή τη θέση παρέμεινε 33 χρόνια, εξομολογώντας τους ασθενείς και άλλους, προσευχόμενος, συμβουλεύοντας και όχι λίγες φορές θεραπεύοντας με την προσευχή και τη Χάρη του Θεού ασθενείς που ζητούσαν τη βοήθεια του. Παρ΄ όλον δε ότι έκρυβε επιμελώς τα χαρίσματα του, είχε γίνει γνωστός σε κάποιον σχετικώς περιορισμένο αριθμό πιστών που σιγά-σιγά μεγάλωνε.
Το 1950 νοίκιασε το εγκαταλελειμμένο μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου Καλλισίων στην Πεντέλη και μέχρι το 1978 καλλιεργούσε την περιοχή του. Το 1979 εγκατεστάθηκε στο Μήλεσι Αττικής, κοντά στον Ωρωπό, όπου άρχισε, αφού έλαβε τις νόμιμες άδειες, να κτίζει το Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Σ΄ αυτό δεχόταν επισκέπτες κάθε κατηγορίας και τηλεφωνήματα από όλα τα μέρη του κόσμου, για διάφορα προβλήματα και συμβούλευε, ευχόταν, εξομολογούσε και θεράπευε τις ψυχές και πολλές φορές και τα σώματα των ανθρώπων.
Τον Ιούνιο του 1991, προαισθανόμενος το τέλος του, και μή θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 4:31΄ το πρωΐ της 2-12-1991 παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του. Εκεί ετάφη σε έναν απλό καλογερικό τάφο με την παρουσία μόνο των συμμοναστών του, διότι είχε παραγγείλει από μεγάλη ταπείνωση να αναγγελθεί η κοίμησή του μόνον μετά την ταφή του. Τώρα σ΄ αυτόν τον τάφο αναπαύεται άλλος μοναχός, τα δε λείψανα του Γέροντος Πορφυρίου κατ΄ εντολήν του προς τους υποτακτικούς του, έχουν αποκρύβει σε απρόσιτο μέρος.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του
Τα κύρια χαρακτηριστικά του Γέροντος Πορφυρίου σε όλη τη ζωή του ήταν η άκρα ταπείνωσή του, η τέλεια αγάπη του στον Χριστό και τον συνάνθρωπο, η αίσθηση του ότι ανήκει στην Εκκλησία, με μία απόλυτη υπακοή σ΄ αυτήν εν Χριστώ και με μία απόλυτη ενότητα με όλους και η βίωση της αθανασίας και της ελευθερίας από τον φόβο και την κόλαση από αυτή εδώ τη ζωή. Σ΄ αυτά πρέπει να προστεθούν η αγόγγυστη υπομονή του στους αφόρητους πόνους, η σοφή διάκρισή του, η ασύλληπτη διόρασή του, η απέραντη φιλομάθειά του, η εκπληκτική ευρύτητα των γνώσεών του που ήταν καρπός της Χάρης και δώρο Θεού και όχι αποτέλεσμα σπουδής, η ανεξάντλητη φιλοπονία και εργατικότητα του, η αδιάλειπτη ταπεινή και για τον λόγο αυτόν αποτελεσματική προσευχή του, το ακραιφνώς ορθόδοξο, αλλά όχι φανατικό φρόνημά του, οι επιτυχείς συμβουλές του, η πολυμέρεια των διδαχών του, η βαθύτατη ευλάβειά του, το ιεροπρεπέστατο των ακολουθιών που τελούσε, και η μεγάλη φροντίδα του να κρατηθεί μυστική η εκτεταμένη προσφορά του.
Τα ουσιώδη
Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα ουσιώδη στοιχεία που συγκροτούσαν την προσωπικότητα του Γέροντος Πορφυρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν: πρώτον, η ενταξή του στην Εκκλησία κατά έναν ουσιαστικό και όχι τυπικό τρόπο, δεύτερον, η απέραντη αγάπη του στον Χριστό και δι΄ Αυτού στον συνάνθρωπο, που συνοδευόταν από αγία ταπείνωση, τρίτον, η βίωση της εν Χριστώ μυστικής χαράς και τέταρτον η βίωση της εν Χριστώ αθανασίας.
α) Η ένταξη στην Εκκλησία
Ο Γέρων Πορφύριος έλεγε μαζί με όλους τους Αγίους ότι ο Χριστός πρέπει να είναι μέσα στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ενωμένος με τον Χριστό και με όλους τους ανθρώπους του Χριστού και προπαντός με τον αρχιερέα Του, που επέχει τόπο και τύπο Χριστού. Αλλά αυτό, το να είναι κανείς μέσα στην Εκκλησία δεν είναι κάτι τυπικό. Αυτό άλλωστε πρέπει να σημαίνει η διαθήκη του, στην όποια μας εύχεται να μπούμε στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία του Θεού, παρ΄ όλον που επιφανειακά σκεπτόμενοι θα του απαντούσαμε ότι είμαστε ήδη στην Εκκλησία, αφού είμαστε βαπτισμένοι.
Πράγματι είμεθα μέσα στην Εκκλησία, αλλά τόσο μόνο όσο είναι μέσα στην Ελλάδα ο ξένος ταξιδιώτης που πέρασε τα σύνορα της κατά ένα-δύο βήματα. Αυτός, αν και είναι στην Ελλάδα τυπικά και ουσιαστικά και μπορεί να ταξιδέψει παντού σ΄ αυτήν και να τη γνωρίσει όλη, όμως είναι σαν να μην είναι, αφού μόνο δυο βήματα πέρασε στο εδαφός της και τίποτε δεν ξέρει ακόμη από Ελλάδα. Έτσι και ο Χριστιανός που μια φορά πέρασε την πόρτα της Εκκλησίας και μπήκε μέσα σ΄ αυτήν, είναι ουσιαστικά σαν να μην μπήκε, άμα δεν προχωράει διαρκώς βαθύτατα σ΄ αυτήν μέχρι να φθάσει στον θρόνο του Θεού.
Ο Γέροντας είχε δει στην πράξη ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί μέσα στην Εκκλησία, ότι οι πιστοί πρέπει να είναι μεταξύ τους ενωμένοι σαν ένα σώμα, το σώμα του Χριστού, ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί όταν ζητά μόνο την ατομική του σωτηρία, ότι η ενότητα ως αίτημα, πόθος και βίωμα του πιστού είναι βασικό στοιχείο της Εκκλησίας και προϋπόθεση της σωτηρίας και ότι η αγάπη, που ωθεί την ψυχή στην ενότητα, είναι απαραίτητη, για να μπει κανείς στην κοινότητα που συνιστά την επίγεια άκτιστη Εκκλησία και να σωθεί εκεί.
β) Η αγάπη
Η κινητήρια δύναμη για τη δημιουργία συμμέτοχων στην ύπαρξη και στη χαρά, για τη μετάδοση της ζωής, είναι η αγάπη. Αυτός που σκέπτεται ότι ο νέος άνθρωπος θα του στερήσει κάτι από την άνεσή του και τη χαρά του δεν σκέπτεται όπως ο Θεός, ο οποίος δημιούργησε το ανθρώπινο Γένος, παρ΄ όλον ότι αυτό Τον παρεπίκρανε (ανθρωποπαθώς μιλώντας). Η μόνη διάθεση, λοιπόν, που αρμόζει σε ανθρώπους πλασμένους εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν Θεού, είναι η αγάπη, δηλαδή το άνοιγμα της καρδιάς στο άλλο πρόσωπο, στο Σύ του Θεού και στο σύ του συνανθρώπου.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους όποιους προσπαθεί η Εκκλησία να πείσει τους ανθρώπους να βαδίσουν στον σωστό δρόμο. Όμως ο βασιλικός δρόμος της ευαίσθητης, ποιητικής και ευγενικής ψυχής που σου υπεδείκνυε ο Γέρων Πορφύριος είναι ο δρόμος της αγάπης, του θείου έρωτα προς τον Ιησού Χριστό και η ανιδιοτέλεια, δηλαδή η αδιαφορία για το αν η αγάπη σου στον Χριστό συνεπάγεται χαρές ή οδύνες. Είναι δρόμος γεμάτος αρχοντιά και ανωτερότητα, χωρίς μιζέριες, υπολογισμούς και φόβους, λεβέντικος και άξιος του θείου μεγαλείου και της απόλυτης εμπιστοσύνης στη φιλική διάθεση του Χρίστου που μας αγαπά.
Αυτό συνεπάγεται και μία ωραία μεθόδευση του πνευματικού αγώνα του χριστιανού, την οποία συχνά-πυκνά και με πολλά παραδείγματα ανέπτυσσε. Ας θυμηθοΰμε μερικά:
- Όταν είσαι σ΄ ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μή χτυπάς το σκοτάδι για να το διώξεις. Δεν φεύγει έτσι. Άνοιξε το παράθυρο στο φως, δηλαδή δώσου στην αγάπη του Χριστού και τότε χωρίς κόπο φεύγει το σκοτάδι.
- Όταν έρχεται ο κακός λογισμός, η μελαγχολική σκέψη, ο φόβος, ο πειρασμός να σε καταλάβει, μην πολεμάς μαζί τους να τα διώξεις. Άνοιξε τα χέριά σου στην αγάπη του Χριστού και σε παίρνει στην αγκαλιά του και χάνονται αυτά μόνα τους.
- Όταν ο κήπος της ψυχής σου είναι γεμάτος αγκάθια (πάθη), μην προσπαθείς να τα ξεριζώσεις και βρίσκεσαι διαρκώς τραυματισμένος και μολυσμένος από την ασχολία σου μαζί τους. Δώσε όλη τη δύναμη σου στα λουλούδια της ψυχής σου, πότισέ τα, και τότε τ΄ αγκάθια θα ξεραθούν μόνα τους. Και το καλύτερο λουλούδι είναι η αγάπη σου στον Χριστό. Αν ποτίσεις αυτήν και αναπτυχθεί, όλα τα αγκάθια μαραίνονται.
Η Καλύβη του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων στην οποία έζησε τα πρώτα χρόνια της μοαναχικής του αφιερώσεως ο Γέροντας Πορφύριος και στην οποία και εκοιμήθη στις 2 Δεκεμβρίου 1991.
γ) Η χαρά
Ο Γέρων Πορφύριος αγαπούσε όλους με την αγάπη του Χριστού που είναι μοναδική για τον καθένα. Αλλά η πλούσια καρδιά του Χριστού και όσων ομοιώθηκαν μ΄ Αυτόν, μπορεί ν΄ αγαπά με μοναδικό τρόπο τον κάθε άνθρωπο, που είναι εικόνα του αγαπημένου Χριστού. Και η αγάπη αυτή ελκύει τη Θεία Χάρη, που επιπίπτει στον άγαπώντα σαν χαρά μεγάλη και ανεξάντλητη. Αυτός που αγαπά είναι χαρούμενος, γιατί η αγάπη είναι δόσιμο και το δόσιμο συνεπάγεται τη μακαριότητα, όπως είπε ο Κύριος (μακάριόν έστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν, Πράξ. 20,35). Έτσι ζούσε ο Γέροντας στη χαρά που κανείς, ούτε οι πόνοι ούτε οι θλίψεις, δεν αφαιρεί από εκείνον που είναι δοσμένος στην αγάπη του Χριστού. Ο Γέροντας Πορφύριος, ζώντας μέσα στην αγάπη του Χριστού είχε διαπιστώσει εμπειρικά αυτό που γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ίω. 4,18) και γι΄ αυτό λέει σε μια ηχογραφημένη συνομιλία του με έμφαση και με γεμάτη πραότητα βεβαιότητα «Ο φίλος, ο αδελφός (ο Χριστός)…! Πώς το φωνάζει αυτό όμως…! και πόσο…! Τί βάθος κρύβεται μέσα σ’ αυτό…! Πολύ βάθος! Δηλαδή είναι το θάρρος. Δεν θέλει τον φόβο ο Χριστός, δεν τόνε θέλει τον φόβο!»
δ) Η αθανασία
Η νίκη πάνω στον θάνατο, η αίσθηση και η βεβαιότητα της αθανασίας είναι ένα βίωμα κοινό σε όλους τους Αγίους και στον Γέροντα Πορφύριο. Λέγει στην προαναφερθείσα ηχογραφημένη συνομιλία του: «Ο άνθρωπος του Χριστού πρέπει ν΄ αγαπήσει τον Χριστό, κι όταν αγαπήσει τον Χριστό απαλλάττεται από τον διάβολο, από την κόλαση και από τον θάνατο». Δεν είναι αυτά λόγια ειπωμένα από κάποιον που συνέλαβε αυτή την αλήθεια με τη σκέψη του. Είναι λόγια βγαλμένα από ένα αληθινό προσωπικό βίωμα και γι΄ αυτό έχουν την αξία μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα. Δεν αλλάζει το πράγμα από το γεγονός ότι ο Γέροντας Πορφύριος από ταπείνωση και βαθιά αίσθηση της ανθρώπινης ασθένειάς μας λέγει ότι δεν έχει φθάσει σε αυτή την κατάσταση. Μάλλον ενισχύεται η αξιοπιστία του, διότι δεν είναι πλέον ένας που νομίζει ότι έφθασε κάπου. «Δεν έχω φθάσει, αυτό ζητάω, αυτό θέλω. Και στη σιωπή μου και παντού προσπαθώ να ζήσω σ΄ αυτά. Δεν τα ζω όμως, …προσπαθώ. Δηλαδή, πως να σου πω, πως να σας πώ; Δεν έχω πάει σ΄ ένα μέρος, έτσι… ή πήγα μια φορά, το είδα, τώρα δεν είμαι εκεί, αλλά το θυμάμαι, το λαχταράω, το θέλω. Να τώρα, αυτή τη στιγμή, αύριο, μεθαύριο, κάθε στιγμή μούρχεται και το θέλω. Θέλω να πάω εκεί, το ζητάω. Δεν είμαι όμως εκεί… Ναι, αλλά ζω μέσα σ΄ αυτή την προσπάθεια…»
Βεβαιοί ο Άγιος Γρηγόριος ότι το ευρείν τον Θεόν έγκειται εις το αεί Αυτόν ζητείν. Δεν υπάρχει καλύτερη και εγκυρότερη επιβεβαίωση ότι ο Γέρων Πορφύριος βρήκε τον Θεό, και ότι ο δρόμος της αγάπης που μας υποδεικνύει είναι ο συντομότερος, ο ασφαλέστερος και ο καλύτερος για να μας βρει και μας ο Θεός και να περιμαζέψει τον καθένα μας, σαν το ένα απολωλός πρόβατο, με χαρά και με αγάπη και να μας οδηγήσει από αυτήν εδώ τη ζωή στην επίγεια άκτιστη Εκκλησία Του, που είναι χώρα αγάπης, χαράς, ειρήνης και αθανασίας.
Γένοιτο, Κύριε, δι΄ ευχών του δούλου Σου Πορφυρίου. Αμήν.
Καυσοκαλύβια 1993. Ο τάφος τού Γέροντα. «Κι υστέρα; Τίποτ΄ άλλο. Κι όταν θα΄ σβηνε έτσι η ζωή μου, από χαρά γεμάτη, λίγα κλαδιά τους πάλι να μου δίνανε να γίνουν το στερνό μου το κρεββάτι».
Πηγή: Γεωργίου Αρβανίτη, τ. Προέδρου Εφετών, Ο Γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, σελ. 134-139, Τεύχος 2ο, Περιοδικό Πεμπτουσία, Απρίλιος – Ιούλιος 2000
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του συγγραφέα.

Ο πατήρ Πορφύριος, ο γέροντας της Πεντέλης (Μικρό αφιέρωμα)

30ΝΟΕ

Στο όρος των Άμωμων, στο πιο φιλικά βουνά της Αττικής, την Πεντέλη, γνωρίσαμε τον Γέροντα Πορφύριο. Αν και μας τον είχε συστήσει έμπειρος στην πνευματική ζωή, άλλα και γνώστης των πολύπλοκων προβλημάτων
της σύγχρονης ζωής στον κόσμο Αγιορείτης Ηγούμενος, ξεκινήσαμε να βρούμε τον γέροντα στην Πεντέλη έχοντας κάποιες επιφυλάξεις. Ό πατήρ Πορφύριος ζούσε σε κάτι προχειροφτιαγμένα ή μισοεπισκευασμένα κελλάκια στο μετόχι της Μονής της Αγ. Τριάδος Πεντέλης, τον Άγιο Νικόλαο στα Καλίσια.
Για να φτάσεις εκεί, έπρεπε να αφήσεις το αυτοκίνητο σε ένα ξέφωτο κι έπειτα να περπατήσεις κάτι λιγότερο από μισή ώρα. Το μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστηράκι ξεκινούσε αρχικά στο ίσιωμα. Έπειτα όμως στένευε και περπατούσες στο φρύδι σχεδόν του βράχου. Κυκλάμινα συμπαραστέκονταν στον οδοιπορούντα για το μοναστήρι. Παρακάτω, αφού κατέβαινες μια κατηφόρα και διάβαινες μικρό ρυάκι, έμπαινες σε σκιερό πευκοδάσος για να ανηφορίσεις πάλι και αφού περάσεις δίπλα από χαλάσματα να βρεθείς σε ξέφωτο, όπου είχε χτιστεί πριν από διακόσια περίπου χρόνια το μικρό αυτό μοναστηράκι με το ξεγυμνωμένο σήμερα από τους σοβάδες του τρουλλωτό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου.
Βαδίζοντας στο στενό μονοπάτι ξέκοβες σιγά-σιγά από την πολύβουη πόλη της Αθήνας των μηχανών και των ρύπων και, χωρίς να το πολυκαταλαβαίνεις, έμπαινες σ’ έναν άλλο κόσμο. Τη μέρα ή πόλη από κάτω ξαπλωνόταν στη θολή της νωχέλεια. Τη νύχτα συχνά λαμπύριζαν μακριά τα φώτα. Στα Καλίσια όμως δεν είχε ηλεκτρικό. Κεριά και λίγα καντήλια στο εκκλησάκι την ώρα του Εσπερινού αχνοφώτιζαν τις εξίτηλες μορφές των Αγίων και τις γυμνές πέτρες. Πετρόλαμπα φώτιζε τα λίγα κελιά και το μικρό «αρχονταρίκι», πού το ζέσταινε το χειμώνα αυτοσχέδια σόμπα για καυσόξυλα. Μόνη «τεχνολογική» παρουσία έξω από τα κελιά: τεντωμένο σύρμα για κεραία ραδιοφώνου.
Το χειμώνα ό παπούλης φώλιαζε δίπλα στη σόμπα. Το καλοκαίρι περπατούσε έξω στο μικρό υψίπεδο με τα βράχια ή στα κηπάκια πού καλλιεργούσε στα χαμηλότερα απάγγια της Μονής. Όταν ό καιρός ήταν καλός εξομολογούσε στην εκκλησία. Τότε, όπως όταν πρωτοπήγαμε, περιμέναμε έξω στην αυλή, κάνοντας γνωριμίες με ανθρώπους που βλέπαμε για πρώτη φορά αλλά γρήγορα νιώθαμε μιαν απροσδόκητη φιλία και τρυφερότητα στην καρδιά μας. Ίσως και σαν συνδετικό στοιχείο να λειτουργούσε ή εσωτερική ανάγκη και κάποιος πόνος, που μας οδηγούσε όλους στα όρη όπου περιμέναμε τη βοήθεια.
Ή πρώτη συνάντηση με τον πατέρα Πορφύριο ήταν πολύ ήρεμη και φιλική. Χωρίς καμιά βλοσυρότητα ή κατήφεια, πού θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ακούγοντας για γέροντα ασκητή.
Γαλήνιος και συγχαταβατικός, άκουγε αιχμηρές αποκαλύψεις των εσώτατων πτυχών της ψυχής, σαν να ήταν κοινές καθημερινές κουβέντες. Σαν να ήταν πράγματα πού ήξερε. Με την πρώτη γνωριμία όλες οι επιφυλάξεις διαλύθηκαν. Καμία απάνθρωπη αυστηρότητα. Μόνον φιλάδελφη αγάπη και συγχωρητικότητα.
Ακούει, προσεύχεται συνάμα με το κομποσκοίνι, ευλογεί και συγχωρεί. «Μεγάλο πράγμα ό πνευματικός», θα μας πει αργότερα. «Γι’ αυτό στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει απελπισία. Δεν υπάρχει αδιέξοδο. Γιατί υπάρχει ό πνευματικός, πού έχει τη χάρη να συγχωρεί. Να ελευθερώνει τους προστρέχοντες και εναποθέτοντες στο πετραχήλι του τα βάρη της ψυχής τους».
Το ιλαρό φως της δύσης μακριά στην Πειραϊκή μαζί με το λόγο του Πορφύριου γαληνεύουν τις τρικυμισμένες καρδιές.
Στις πολλές αναβάσεις πού ακολουθούν, δειλινά ή πρωινά, νύχτες και μεσημέρια, κάθε φορά πού σφίγγεται ή καρδιά και μοιάζει ό ορίζοντας κλειστός κι ό δρόμος αδιέξοδος, κάθε φορά πού παίρνουμε το μονοπάτι με τις αιχμηρές πέτρες και τα γλυκόχρωμα κυκλάμινα, κάθε φορά ό παπούλης μας περιμένει και μας υποδέχεται για να ξεφορτώσει τα βάρη από τις καρδιές.
Ένα απογευματινό ανοιξιάτικο τον βρίσκουμε να φροντίζει τις φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στη γη. Διαλέγει φράουλες και μας προσφέρει να γευτούμε τους καρπούς της γης. Και κει κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές και ηθικολογίες, τέμνει βαθιά την ψυχή και ρίχνει το βάλσαμο της χάρης του Θεού. Ακτινοβολεί τέτοιες ώρες και λάμπει και χαίρεται σαν παιδί. Μας μιλάει έτσι απλά για την ευχή. Για την νοερά προσευχή. Άλλοτε, μας λέει και μας εξηγεί τη σημασία της Ευλογίας απ’ τον ιερέα. Για το χειροφίλημα.
«Το χέρι του ιερέα» λέει με θαυμασμό και εκτίμηση. «Τι σπουδαίο πράγμα. Ε! Τι μυστήριο!»
Μιλάει άπλα και ταπεινά, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας πώς ξέρει πολύ λίγα γράμματα. «Τετάρτης δημοτικού» Κάποια βραδιά είχαμε συγκεντρωθεί μια ομάδα μαζί με έναν αγιορείτη. Νύχτωσε. Ό καιρός ήταν ανταριασμένος και απειλητικός. Όμως κοντά στον γέροντα και όσοι ακόμη δεν ήταν μαθημένοι στη σκοτεινή νύχτα της φύσης δεν ταράζονταν. Ό γέροντας μιλούσε για τη διαφορά της ταπεινοφροσύνης από το πλέγμα της κατωτερότητος.
«Ό ταπεινός», έλεγε, «δεν είναι μια προσωπικότητα διαλυμένη. Έχει συνείδηση της κατάστασης του, άλλα δεν έχει χάσει το κέντρο της προσωπικότητας του. Ξέρει την αμαρτωλότητά του, την μικρότητα του και δέχεται τις παρατηρήσεις του πνευματικού του, των αδελφών του. Λυπάται, αλλά δεν απελπίζεται. Θλίβεται, άλλα δεν εξουθενώνεται και δεν οργίζεται. Ό κυριευμένος από το πλέγμα κατωτερότητας εξωτερικά και στην αρχή μοιάζει με τον ταπεινό. “Αν όμως λίγο τον θίξεις ή τον συμβουλεύσεις, τότε το αρρωστημένο εγώ εξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αυτή τη λίγη ειρήνη που έχει». Το ίδιο, έλεγε, συμβαίνει και με τον παθολογικά μελαγχολικό σε σχέση με τον μετανοούντα αμαρτωλό. «Ό μελαγχολικός περιστρέφεται και ασχολείται με τον εαυτό του και μόνο. Ό αμαρτωλός πού μετανοεί κι εξομολογείται βγαίνει από τον εαυτό του. Λυτό το μεγάλο έχει ή πίστη μας: τον εξομολόγο. Τον πνευματικό. Έτσι και το ‘πες στο γέροντα κι έλαβες τη συγχώρεση, μην γυρνάς πίσω». Λυτό το τόνιζε πολύ. Να μην ξαναγυρνά κανείς στα προηγούμενα, αλλά να προχωρεί. Μεγάλη σημασία έδινε επίσης στη νηστεία χωρίς ακρότητες και υπερβολές, αλλά υπογραμμίζοντας την καθαρτική της σημασία.
Οι συζητήσεις, όμως, με τον π. Πορφύριο άγγιζαν ποικίλα θέματα. Μερικές φορές μάλιστα μας προκαλούσε έκπληξη με το πλάτος των ενδιαφερόντων του.
Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα βιαζόμασταν να φύγουμε. Του είπα τον λόγο: θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε μια συναυλία στο Ηρώδειο. Το ανέφερα έτσι σχεδόν επίτηδες για να δω τις αντιδράσεις του. Έμεινα κατάπληκτος Όταν και τον μουσουργό ήξερε και τον ερμηνευτή και μου μίλησε με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις.
Ό Παπούλης της τετάρτης δημοτικού! Ρώτησα επίσης αυτούς πού πήγαιναν παλαιότερα από εμένα και ήξεραν περισσότερες λεπτομέρειες για τον Γέροντα, τι χρειαζόταν εκεί ή κεραία. Κι έμαθα ότι ό Γέροντας κάποτε καταγινότανε με την κατασκευή κάποιου είδους δέκτου με γαληνήτη κι ακουστικά. Του άρεσε εκτός από την καλλιέργεια της γης —με την οποία άλλωστε ή μεγάλη ήδη ηλικία του και ή ευαίσθητη υγεία του δεν του επέτρεπαν να ασχολείται για πολύ— να καταπιάνεται με τα τεχνικά. Ανέφερα κι όλος την δικής του έμπνευσης ξυλόσομπα, πού μας μάζευε τις χειμωνιάτικες μέρες μετά την εκκλησία κι αρχίζαμε ατέρμονες συζητήσεις περιμένοντας την ώρα να μας δει έναν-έναν ο Γέροντας, ενώ ή κυρά-Χαρίκλεια (ή σημερινή γερόντισσα Πορφυρία), αδελφή του γέροντα, μας φρόντιζε με καφέ και κάθε άλλο κέρασμα. Μαζευόντουσαν εκεί αδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί —Έλληνες και Σέρβοι— δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές και είχε μια ζεστασιά ή συντροφιά που και να έσβηνε ή σόμπα δεν θα το νοιώθαμε.
Συχνά ρωτούσαμε τον Γέροντα για αποφάσεις και επιλογές στη ζωή μας. Είχε πάντα μιαν απάντηση. Άλλοτε αναμενόμενη και άλλοτε αναπάντεχη. Δεν συνιστούσε παραίτηση και απομάκρυνση από τις δραστηριότητες. Κάθε άλλο. Επέμενε όμως, στον απλό και φυσικό τρόπο ζωής στην εξοχή. Έναν περίπατο στο βουνό το θεωρούσε σπουδαία ψυχαγωγία. Ό αείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας τον ρωτούσε συχνά για τη «Σύναξη» κι έπαιρνε τη σωστή απάντηση.
Είναι γνωστό ότι ό πατήρ Πορφύριος είχε διορατικό και προορατικό χάρισμα. Πολλοί πήγαιναν να εξομολογηθούν και τους αποκάλυπτε τις πράξεις τους. Όμως το χάρισμα αυτό το χρησιμοποιούσε με μεγάλη διάκριση και για λόγους ποιμαντικούς, όταν ήταν αναγκαίο. Σπάνια, όταν ήταν σε καλή διάθεση και έκανε τους μακρινούς περιπάτους του για να ξεκουραστεί λίγο, ρωτούσε με κείνο το καλοκάγαθο χαμόγελο του για διάφορες τοποθεσίες από την πατρίδα κάποιου της συντροφιάς. Κι ενώ δεν είχε πάει ό ίδιος, τον διέκοπτε και συνέχιζε την περιγραφή. Αυτό το χάρισμα του προκαλούσε πολλές στενοχώριες. Πολλοί το παρεξηγούσαν και πήγαιναν σ’ αυτόν χωρίς μετάνοια και πίστη στο Θεό, απλώς και μόνο από περιέργεια ή για να πληροφορηθούν τα μέλλοντα. Ό Γέροντας πολύ στενοχωριόταν σ’ αυτές τις περιπτώσεις και φυσικά τηρούσε την ανάλογη στάση. Κάποτε όμως κι άνθρωποι πού ξεκινούσαν από τέτοιες «πονηρές» προθέσεις έβρισκαν στον Γέροντα την πίστη και τη σωτηρία τους. Άλλος πάλι πειρασμός ήταν κάποιοι αιρετικοί ή και πλανεμένοι (γλωσσολαλιές κλπ.) Ό Γέροντας ήταν κατηγορηματικός και απόλυτος σ’ αυτές τις περιπτώσεις και διεχώριζε απερίφραστα τη θέση του, στηλιτεύοντας την πλάνη τους και καταδικάζοντας την αίρεση. Γιατί ό ίδιος τόνιζε πάντα την μόνη σωτήριο οδό, πού είναι ή Εκκλησία και όχι κάποιες «προσωπικές» ή άλλου ανάλογου είδους «κινήσεις».
Ό πατήρ Πορφύριος πρόσφερε το λόγο της σωτηρίας και έδινε την ανάπαυση στις ψυχές απλά, χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα, ομιλίες, «εκδηλώσεις» κλπ. Καθισμένος στα βράχια ή κατάχαμα μας αποκάλυπτε μυστήρια κι αλήθειες. Μιλώντας για τη μεγάλη σημασία πού έχουν οι μετάνοιες και δείχνοντας μας το σωστό τρόπο με τον όποιο πρέπει να γίνεται ή «μετάνοια», μας ερμήνευε τη σημασία της μετοχής του σώματος στην προσευχή και την ενότητα της ψυχοσωματικής υπόστασης του ανθρώπου. Μα εκείνο πού φυσικά τον έκαμε να λάμπει με παιδιάστικη χαρά ήταν να μιλάει για τη νοερά προσευχή. Με την καθαρή, λίγο αδύναμη, φωνή του και με χαριτωμένη χειρονομία, υπογραμμίζοντας, έλεγε αργά μιά-μιά τις λέξεις «Κύριε, ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και πρόσθετε «Εμένα μου έδωσε τη χάρη ν’ ασχοληθώ πολύ με αυτή την εργασία». Εργασία ονόμαζε την άσκηση του στην καρδιακή προσευχή. «Αυτή ή εργασία είναι πολύ χρήσιμη για όλους τους πιστούς. Καθαρίζει την ψυχή και κρατάει τον νου». Στις περισσότερες συζητήσεις κάτι θα έλεγε για την ευχή. Αργότερα, όταν είχε πρόχειρα εγκαταβιώσει στο Μήλεσι του Ωρωπού (πριν ακόμα ανεγερθούν τα κτήρια του Ησυχαστηρίου) ονειρευόταν την δημιουργία ενός χώρου κατάλληλου, πού θα αφιερωνόταν στην «εργασία αυτή».
Το σπουδαιότερο Όμως Έργο ετελεσιουργείτο μέσα στον άδυτο χώρο της ψυχής του καθενός. Κι αυτό μένει ερμητικά κλεισμένο, γνωστό μόνο στον Θεό και σ’ αυτούς πού δέχονται την ευεργετική αύρα της θείας ενέργειας. Έτσι αυτά δεν λέγονται και δεν γράφονται. Όμως και οι άλλοι βλέπουν κάποτε συγκλονιστικές αλλαγές σε ανθρώπους πού μοιάζουν να έχουν φτάσει στο βάθος της αβύσσου• να μεταβάλλονται τώρα σε τέκνα φωτός.
Τα τελευταία χρόνια ήταν τις περισσότερες ώρες στο κρεβάτι. Άλλωστε, όλη τη ζωή του ήταν φιλάσθενος και αδύναμος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να πηγαίνει συχνά, συχνότατα στο Άγιο Όρος και κάλλιστα στο δυσπρόσιτο τόπο του κελιού του. Ούτε τον εμπόδιζε από το να παλεύει συχνά με τους δαίμονες σώμα με σώμα, για να ελευθερώσει από τη δυναστεία του πονηρού τις ψυχές βασανισμένων ανθρώπων, που προσέτρεχαν ζητώντας τη βοήθεια του. Γαλήνιος πάντα, όταν δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει, ευλογούσε από το κρεβάτι του και ψιθύριζε πώς μας σκέφτεται και προσεύχεται για μας.
Ό πατήρ Πορφύριος τώρα έφυγε για τον Ουρανό, περνώντας από την πύλη του ουρανού, το Άγιον Όρος. Κι από κει μας ευλογεί. Και εμείς κρατάμε στην καρδιά μας την ιερή ανάμνηση του πολύτιμη παρακαταθήκη.
Γαληνεύει ή ψυχή μας με την εικόνα εκείνη της πραότητας και της ειρήνης του κοντόσωμου με τον μαύρο μάλλινο σκούφο Γερούλη, πού ό Θεός εχαρίτωσε στους έσχατους τούτους καιρούς για να στηρίξει τις ψυχές των σημερινών ορθοδόξων.
Νίκος Ζίας
- – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - – - 
Στις 19-11 με το παλαιό
Αγαπητέ φίλε,
Με ρωτάς αν είναι αληθινό το νέο. Ναι, είναι. Ό γέροντας Εκοιμήθη στις 19-11 με το παλαιό. Τα τελευταία φύλλα του φθινοπώρου σκέπασαν τον τάφο, πού ό ίδιος είχε διαλέξει στα Καυσοκαλύβια. Ό φίλος πού μου τηλεφώνησε πρωί-πρωί μου είπε με λυγμούς:
«Ορφανέψαμε πάλι!».
Εσύ τώρα μπορεί να μου μιλήσεις για προσκόλληση ή εξάρτηση ψυχολογική. Φίλε, πιστεύω πώς ή εσωτερική ζωή κάθε ψυχής είναι κι ένα μυστήριο και ή σχέση της κάθε ψυχής με τον πνευματικό ή τον γέροντα ελέγχεται μόνο από τον Θεό και τον γέροντα.
Ό γέροντας εκοιμήθη. Μείναμε πράγματι ορφανοί. Ποιος θα μας καθοδηγεί τώρα; Ποιος θα προσανατολίζει το βλέμμα μας προς την «αλήθεια πού υπάρχει»; Εκοιμήθη ό γέροντας, πού του τηλεφωνούσες για να του πεις: «Πέσανε στίγματα στο αριστερό μου μάτι και δεν καλοβλέπω». Και σου ‘λεγε: «Ναι, το βλέπω. Είναι από στενοχώρια• επηρέασε το δεξί μέρος του κεφαλιού και αυτό επηρέασε το αριστερό μάτι. Το βλέπει, εύχομαι, θα περάσει». Και περνούσε.
Ό γέροντας πού πήγαινες στο κελλάκι του να ξεφορτώσεις το βάρος της ψυχής σου κι εκείνος κοίταζε να σε διασκεδάσει. Σόι έλεγε: «Άνοιξε το κλουβί και παραμέρισε». Και κάνοντας νεύμα στο μικρό παπαγαλάκι του έλεγε μαλακά: «Έλα, έλα» Κι αυτό πηδούσε στο πάτωμα και προχωρούσε σιγά-σιγά προς το μέρος του. Πιανόταν από το ράσο του κι ανέβαινε ως το στήθος του. Κι εκεί άρχιζε να «χτενίζει» με το ράμφος του τα γένια του. Κι άλλες φορές το έπιανε και το έβαζε κάτω από τα γένια του κι εκείνο καθόταν ήσυχο εκεί. Η χράπ!!! με μια κίνηση το τοποθετούσε στο κεφάλι σου και σου έλεγε: «Δες στο τζάμι τι ωραίο στολίδι είναι στα μαλλιά σου».
Ό μεγάλος παπαγάλος φώναζε: «Γέροντα, ευλόγησον» «Γερόντισσα ευλογείτε» Άλλα όταν τον ξεχνούσαν στο μπαλκόνι το βράδυ φώναζε: «Πάππου, πάππου!» Και ο γέροντας έλεγε: «Φέρτε μέσα το πουλί, κρυώνει».
Όνειρευόταν να φτιάσει έναν κήπο και να τον κλείσει με δίχτυ, να βάλει μέσα εκεί πολλά πουλιά, να τα προφυλάξει από τις ντουφεκιές των κυνηγών, πού τα τρόμαζαν κι έφευγαν μακριά. Ανάσταινε τα φυτά και τις καρδιές. Φύτευε δέντρα και λουλούδια. Γνώριζε πολύ καλά τις καμέλιες και τις ανάγκες τους. Έλεγε: «Εγώ δεν θα ζήσω να τα δω, αλλά αφού θα τα βλέπετε σεις και τα παιδιά σας, είναι το ίδιο, σαν να τα βλέπω εγώ». Κι όταν είδα μια γυναίκα να ξεχερσώνει με δύναμη ένα κομμάτι γης, ό γέροντας εξήγησε: «Της είπα κάτι για τη ζωή της, της φανέρωσα και κάτι πράγματα για το χωριό της, πού δεν έχω δει ποτέ, κι αυτή ενθουσιάστηκε. Την είδε ό άντρας της με το τσεκούρι στο χέρι και τη ρώτησε τί έπαθε. “Άσε με, του είπε, δεν με νοιάζει τίποτα• μ’ αυτά πού άκουσα σήμερα, δεν με νοιάζει σου λέω τίποτα”». Κι ό γέροντας συμπλήρωνε: «Μ’ αρέσει να ενθουσιάζω τους ανθρώπους». Στερέωνε το παραλελυμένα γόνατα. Σου έδινε συμβουλές για την υγεία. Σου έλεγε: «Να τρως γάλα με μέλι». “Η, «πες εκεί στο νοσοκομείο πού θα πας να εξετάσουν και το παχύ έντερο». Και αποδεικνυόταν πώς αυτό το σημείο έπασχε.
Μα απεκάλυπτε και άλλα λεπτά μυστικά και αθέατες πτυχές του πνευματικού κόσμου, με την ακρίβεια της εμπειρίας:
«Έ, παιδί μου, ξέρεις τι είναι ή αγάπη! Λυτά πού μπορεί να σου πει ό γέροντας, σου τα λένε και τα βιβλία. Όμως ο γέροντας, καθώς σου τα λέει, σου μεταδίδει και το βίωμα του• έτσι σε λίγο πας και συ κατά μόνας και προσεύχεσαι καθώς ό γέροντας. Ή πνευματική ζωή είναι μυστήριο. Όπως ένας ληστής μπορεί να σου κακοποιήσει το σώμα, έτσι κι ένας πού έχει κακία μπορεί να σε κακοποιήσει στην ψυχή. Έκτος κι αν έχεις εσύ πολλήν αγάπη. Ή αγάπη σε οχυρώνει, είναι σαν “μόνωση”. Δεν αφήνει την κακή δύναμη να σε φτάσει. Το πείσμα όμως γεννάει το πείσμα. Όταν μια μητέρα έχει αδυναμίες, ό,τι και να πει στο παιδί της, εκείνο θα πάει και θα κάνει αυτό πού του απαγορεύει. *Αν όμως ή μητέρα έχει πραότητα και αγάπη, το παιδί δεν θα το κάνει».
«Απαλά, χωρίς βία!» Αυτό ήταν μια επίμονη συμβουλή. Τον πνευματικό αγώνα να τον κάνεις απαλά, χωρίς βία. Να μην πολεμάς τις αδυναμίες σου, άλλα να τις μεταμορφώνεις σε δυνάμεις. «Όταν είναι σκοτάδι στο δωμάτιο, τι κάνεις; Πολεμάς να το διώξεις; Διώχνεται το σκοτάδι; Ανάβεις το φως και φεύγει το σκοτάδι. Ή ψυχή εχει έναν ανθώνα κι έναν άγκαΟώνα. Μην καταγίνεσαι να ξεριζώνεις τ’ αγκάθια, μόνο να ποτίζεις τον ανθώνα• όλο το νερό να το κατευθύνεις εκεί και τ’ αγκάθια θα ξεραθούν».
«Αφήστε με να δω το γέροντα, να γλυτώσω από τα ναρκωτικά».
Το δεκαπεντάχρονο αγόρι ζητούσε τη λύτρωση του και τη βρήκε. Ή ευλογία του παππούλη ήταν δύναμη απτή με άμεσα αποτελέσματα. Ή κοπέλα πού ήλθε εκείνο το πρωί είχε φανερά τα σημάδια της ψυχασθένειας στην έκφραση και τη συμπεριφορά. Τη συνόδευε ή μητέρα της. Ό γέροντας καθιστός στο κρεβάτι του. 0ι δυο γυναίκες μπήκαν μέσα μαζί με άλλους, πού ζητούσαν την ευλογία του. Η κοπέλα γονάτισε μπροστά του κι ά γέροντας άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι της. Ευθύς ή κοπέλα άρχισε να φωνάζει με ακράτητη χαρά κι ενθουσιασμό: «Πάτερ Πορφύριε! Πάτερ Πορφύριεί Άγιε Πορφύριε!» κι έκλαιγε. Αλλά κατάπληκτοι είδαμε πώς έκλαιγε κι ό γέροντας και οι δυο τους φαίνονταν αποτραβηγμένοι σε μια κατάσταση από την οποία εμεϊς οι άλλοι είμαστε έξω. Αργότερα ή κοπέλα έλεγε: «Εγώ σήμερα γεννήθηκα. Εσείς δεν μπορείτε να το καταλάβετε, αλλά εγώ είμαι μιας μέρας μωρό».
«Οι ψυχικές ασθένειες είναι οι πιο εύκολες να θεραπευθούν», έλεγε ό γέροντας.
«Αν όλα τα συναισθήματα σου τα στρέψεις προς το Άγιο Πνεύμα, αγιάζονται. Με την ίδια δύναμη ό άγιος θεραπεύει και ό κακός σκοτώνει. Κατάλαβες; Γι’ αυτά μιλάνε κι αυτοί οί θεόσοφοι. Λένε: “Άμα θέλεις, το κάνεις. Δυνάμωσε τη θέληση”.
Μιλάνε όμως ανθρώπινα, στηρίζονται στις ανθρώπινες δυνάμεις. Δυναμώνουν τη θέληση, φορτσάρονται και κάποια στιγμή σπάζουν και ανισορροπούν. Ενώ εδώ, ό τρόπος πού διδάσκει ή πίστη μας να εξαγιάζεσαι είναι ό φυσικός• έτσι όπως ταιριάζει στον άνθρωπο, κατά τη φύση του. Είναι Όλα γραμμένα στην Αγία Γραφή, άλλα δεν τα καταλαβαίνουμε. Πρέπει να μάθουμε να καταλαβαίνουμε την Αγία Γραφή. Οι ψυχικές ασθένειες θεραπεύονται με το θρησκευτικό συναίσθημα. Οι περισσότεροι σου λένε: “Κανείς δεν με θέλει, είμαι άχρηστος. Δεν με καταλαβαίνουν, δεν μ’ αγαπούν”. Αυτά είναι απ’ τον εγωισμό. Όταν στραφείς προς τον Θεό, δεν ζητάς τίποτα, δεν είσαι ό ανικανοποίητος άνθρωπος• είσαι με όλα ευχαριστημένος και με όλους. Αγαπάς τους άλλους και είσαι ευχάριστος».
Ξέρεις βέβαια, ότι ό γέροντας μιλούσε με κόπο και πόνους, λόγω των πολλών του ασθενειών. Γι’ αυτό μιλούσε επανειλημμένα για το Ίδιο θέμα• έτσι συμπλήρωνε και αποσαφήνιζε.
Κάποτε μας διηγήθηκε, στη διάρκεια ενός ταξιδιού, για την επίσκεψη του σ’ εκείνα τα χωριά της Στερεάς. Για το πηγάδι που άνοιξαν με την υπόδειξη του σε ορισμένο μέρος και τ’ ονόμασαν «Το πηγάδι του παπά». Για τον γέρο, που βγήκε από τη συζήτηση μαζί του και είπε στο συγκεντρωμένο κόσμο ανοίγοντας τα χέρια με απορία: «Μου τα ‘πε όλα!» Το τι έγινε όταν ξεκίνησε ο γέροντας να φύγει. Μας είπε: «Τότε, αν υπήρχε κει ένας παράλυτος και γονατίζαμε όλοι και παρακαλούσαμε τον Κύριο, ό παράλυτος θα σηκωνόταν να περπατήσει. Έτσι θα γινόταν, το αισθάνομαι». Κι ευχόταν: «Είθε να μπούμε όλοι στην επίγειο, άκτιστη Εκκλησία, γιατί, αν δεν μπούμε σ’ αυτήν, δεν θα μπούμε και στην ουράνια».
Θυμάμαι σ’ εκείνο το ταξίδι πόσο φάνηκε ότι στο φωτισμένο βλέμμα του ό χρόνος είναι μόνο παρόν. Βρισκόμαστε στη Δωδώνη. Ό γέροντας: «Τί είπες Θ.; Από τις κινήσεις των φύλλων της ιερής δρυός καταλάβαινε ή μάντις και μάντευε; “Όχι, δεν μου τα λες καλά. Πίστευαν ότι, επειδή ή δρυς ήταν ιερή, μιλούσε με τα φύλλα της ψιθυριστά και ή μάντις άκουγε. Άλλα έτσι το ‘λεγαν. Στην πραγματικότητα μέσα στην ψυχή της έβλεπε όσα έλεγε. Έλεγε λόγια του πονηρού πνεύματος, έλεγε κι από καμιά αλήθεια. Λυτό όμως ήταν μεγάλη παραμυθία για τους τότε ανθρώπους.
Αργότερα, στα Γιάννενα, στην αίθουσα βυζαντινών εκθεμάτων, μπροστά σε μια εικόνα του Κυρίου: «Αυτή είναι πολύ ωραία εικόνα. Δείχνει πόσο αυτός ό άνθρωπος είναι μυστικός. Γιατί ό Κύριος ήταν και τέλειος άνθρωπος. Πρέπει να ξέρεις για να καταλάβεις. Και πρέπει να είσαι μυστικός για να ζωγραφίσεις έτσι. Να, δες τη διαφορά της μυστικής τάσεως από της απλής». Και πήρε ό γέροντας με το σώμα του και το κεφάλι του την ανάλογη στάση πού έδειχνε την αντίστοιχη ψυχική και… δεν περιγράφεται. Κι αργότερα δήλωσε πώς ή θεολογία των αρχαίων έχει σχέση με τη δική μας σήμερα. Κι αν καταλάβεις εκείνη, καταλαβαίνεις και τούτη καλύτερα.
Στις αυθόρμητες συζητήσεις, Όπου δεν τον πιέζαμε με ερωτήσεις και προβλήματα ατομικά, ανέσυρε από μέσα του παλαιά και νέα. Ή Αγία Γραφή ήταν κείμενο μόνιμης αναφοράς του. Έλεγε: «Ή Παλαιά Διαθήκη έχει θησαυρούς κι αυτή. “Θρους βογγυσμών ούκ αποκρυβήσεται”, λέει κάπου. Σκέπτομαι κάτι και το βρίσκω μετά γραμμένο. Μπορούμε να ενωθούμε, αν κάνουμε μυστική ζωή, χωρίς να λέμε αυτά που λένε γι’ αγάπη. Μπορούμε να ενωθούμε έτσι, αβίαστα, χωρίς προσπάθεια. Μπορούμε να ενωθούμε εδώ στην αλήθεια με τη μυστική ζωή, με έρωτα. Αυτός πού αγαπά στέλνει καλή δύναμη. Ή καλή δύναμη πάει πλούσια αλλά απαλά, σαν “Ορους”, όπως το λέει ή Π.Δ. Γι’ αυτό, πολύ χάρηκα πού τη βρήκα αύτη τη λέξη. Μπορείς να στέλνεις δύναμη στον άλλο. Μπορείς να μάθεις να στέλνεις, είναι τέχνη». «Μάθετε τη μας!» «Μαθαίνετε αυτό;…
“Όταν κάποιος μπαίνει να εξομολογηθεί, τον “κοιτάζω”. Όταν φεύγει, τον συνοδεύω με προσευχή, του στέλνω την αγάπη μου ως έξω, ώσπου να έλθει ό άλλος. Είναι καλύτερα να στέλνεις σιωπηλά την αγάπη σου, παρά να λες λόγια.
Τώρα θέλω να μου φέρετε το Άσμα Ασμάτων. Να το διαβάζουμε σιγά-σιγά και να λέμε. Έχεί πολύ βάθος. Είναι ή μυστική ζωή. Είναι ό έρωτας». «Κάποιος έχει κάνει τη μετάφραση του, γέροντα».
«Έχει πετύχει όμως τις λέξεις; Πρέπει να έχει μυστική ζωή αυτός πού θα μεταφράσει. Οι λέξεις εκείνες οι αρχαίες είχαν αξία. Είχαν βάρος. Τώρα τις ξεφτίσαμε, τις μικρύναμε…
Μια κοπελίτσα μου έλεγε με πόνο: «Να, προσπαθώ να συγκεντρωθώ, να διαβάσω, άλλα ο Νίκος είναι δω, στο κεφάλι μου». Και ό μοναχός τι κάνει; Κάθεται στο σκαμνί του σκύβει, σφίγγεται να συγκεντρωθεί και λέει την ευχή για ν’ αγαπήσει το Χριστό.
Αύτη την κοπελίτσα ποιος την έμαθε να βάζει το Νίκο στο κεφάλι; Ό έρωτας.
Είναι μοναχοί πού αρχίζουν νωθρά, με βία. Και άλλοι που αρχίζουν με έρωτα χωρίς βία κι όλοι είναι χαρά. Κι αυτό μπορεί να γίνει με όλους. Και μ’ αυτούς πού έχουν κληρονομική επιβάρυνση και πού έχουν εγκληματίσει ακόμη. “Άνθρωποι πού εμείς μπροστά τους είμαστε άγγελοι. Κι όμως αυτοί μπορεί να γίνουν άγιοι».
Θυμάμαι τώρα, καθώς σου τα γράφω αυτά, πού έλεγε επίμονα σε γονείς, πού ρωτούσαν τι να κάνουν με τα παιδιά τους: «Να γίνεσθε άγιοι, τίποτε άλλο».
Έλεγε πώς υπάρχει μια ζωή αόρατη πολύ ισχυρή.
Ό «θρους» της Σοφίας Σολομώντος. «Ό θρους του ενός επηρεάζει την ψυχή του άλλου», έλεγε. «Συμβουλεύεις μια μητέρα να μη μιλήσει στο παιδί της, όταν αντιδρά. Κι εκείνη το εφαρμόζει. Μέσα της όμως έχει “θρουν” αντιστάσεως και το παιδί αντιδρά. Αυτό πού δεν εκφράζεται έχει συχνά περισσότερη δύναμη από τα λόγια!»
«Είναι καλύτερα να στέλνεις σιωπηλά την αγάπη σου, παρά να λες λόγια». Κάποτε επίσης είχε πει: «Δεν υπάρχει απόσταση. Να, κι όταν δε με βλέπεις, έρχομαι, έτσι όπως τώρα, πού με βλέπεις και σ’ ευλογώ».
Κι έτσι ήταν, φίλε μου. Ποτέ δεν μας στέρησε την αγάπη του’ κι από κοντά κι από μακριά, τη νοιώθαμε να μας περιβάλλει. Και στο δωμάτιο του νοσοκομείου, τότε με το βαρύ έμφραγμα, μας την έστελνε σιωπηλά. Και χωρίς να ξέρει πώς είμαστε απ’ έξω, στο διάδρομο, έστελνε καμία φορά και μας παρήγγελε να φύγουμε, διότι «μας αισθάνεται» και ή καρδιά του δεν θα άντεχε. Μετά απ’ αυτό ήταν πολύ αδύναμος, ή φωνή του σωνόταν, δεν μπορούσε για πολύ να μιλά. Και τώρα πού ξέρω πώς δεν πονάει, δεν υποφέρει, αλλά είναι ελεύθερος από κάθε περιορισμό, πώς θα θελα να τον ρωτήσω όλ’ αυτά πού δεν τολμούσα να του θέσω, για να μην τον κουράσω. Αλλά σαν να τον ακούω: «Εγώ θα λέω κι από δώ, μα σεις θ’ ακούτε;»
”Άνοιξε, γέροντα, τις ακοές μας”
Σε χαιρετώ με αγάπη.
Λ. Μ.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΝΑΞΗ 1994

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου