Κυριακή Γ' Νηστειών - Ο Σταυρός του Χριστού!
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (Μάρκ. η΄34 – θ΄1) Γ΄ Νηστειών
Εν ταῖς ημέραις ἐκεῖναις, προσκαλεσάμενος ὁ Ιησούς τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.
Απόδοση στη νεοελληνική
Τις ημέρες ἐκείνες, ἀφοῦ ἐκάλεσε ο Ιησούς τὸ πλῆθος μαζί μὲ τοὺς μαθητάς του τοὺς εἶπε, ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ, ἂς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂς σηκώσῃ τὸν σταυρόν του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ. Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ τὴν χάσῃ, ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσῃ. Διότι τὶ θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἄνθρωπον νὰ κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ νὰ ζημιωθῇ τὴν ψυχήν του; Ἢ τί ἀντάλλαγμα εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὴν ψυχήν του; Διότι ὅποιος ἐντρέπεται δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς λόγους μου εἰς τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλὴν καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ αἰσθανθῇ ντροπὴ γι’ αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ μὲ ὅλην τὴν δόξαν τοῦ Πατέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Καὶ τοὺς ἔλεγε Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὺ ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ στέκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατον, ἕως ὅτου ἰδοῦν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται μὲ δύναμιν.
Ο Σταυρός του Χριστού!
Σήμερα, αγαπητοί μου, είναι μεγάλη εορτή και πανήγυρης. είναι η τρίτη (Γ') Κυριακή των νηστειών και εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως. Παντού οι ορθόδοξοι τρέχουν στις εκκλησίες, ασπάζονται τον τίμιο σταυρό, παίρνουν από το χέρι του ιερέως τ' αγιασμένα άνθη, και ψάλλουν «Τον σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν σου ανάστασιν δοξάζομε».
Άλλα φτάνουν αυτά; Αυτά είναι τύπος -τύπος αναγκαίος βεβαίως-, αλλά η ουσία είναι αλλού. Ποια είναι η ουσία, ποιο είναι το περιεχόμενο της σημερινής εορτής;
Σήμερα ο αληθινός Χριστιανός αισθάνεται κάτι ιερό, αισθάνεται το ρίγος του εσταυρωμένου Λυτρωτού. Προσέξατε τα λόγια πού ακούστηκαν στο σημερινό ευαγγέλιο; είναι μία διακήρυξης παγκόσμιος. Ό Χριστός απευθύνεται προς τους ανθρώπους όλων των αιώνων και ορίζει τους όρους υπό τους οποίους μπορεί κανείς να γίνη Χριστιανός και να ενταχθεί στην στρατιά του. Η ένταξης αυτή δεν γίνεται αναγκαστικής• εθελοντές ζητεί ο Χριστός, όχι ανελεύθερα πλάσματα πού εκτελούν καταναγκαστικά έργα. Τον ακούμε να λέει «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν...» (Μάρκ. 8,34)• όποιος θέλει. Δεν βιάζει κανένα• σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και καλεί ελευθέρως να υποταχθούμε στο άγιο θέλημα του.
Στα λόγια του, πού ακούσαμε, κάνει λόγο για σταυρό• «και αράτω τον σταυρόν αυτού...» (ε. ά.). Δύο είδη σταυρών προβάλλουν σήμερα ενώπιον μας. Ο ένας είναι ο σταυρός πού προσκυνούμε, ο σταυρός πού σήκωσε ο ίδιος ο Χριστός. Ο άλλος είναι ο σταυρός πού πρέπει να σήκωση ο καθένας από μας, αν θέλει να λέγεται παιδί του Εσταυρωμένου. Για τους δύο αυτούς σταυρούς θέλω να πω λίγες λέξεις και παρακαλώ να προσέξετε.
Αρχίζω με το σταυρό του Χριστού
Ο σταυρός στην παλαιά εποχή, προ Χριστού, στους λαούς της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η πιο αυστηρά τιμωρία• ήταν το όργανο με το οποίο εκτελούντο οι βαρυποινίτες, όσοι διέπρατταν μεγάλα εγκλήματα, ειδεχθή αποτρόπαια και φρικαλέα.
Μετά Χριστόν τα πράγματα άλλαξαν. Λίγα χρόνια μετά τη σταύρωση του Κυρίου όσοι κατεδικάζοντο εις θάνατον εκτελούντο πλέον με άλλους τρόπους• άλλοι με αγχόνη, άλλοι με ξίφος, άλλοι με όπλο, άλλοι με ηλεκτρική καρέκλα. Σήμερα ο σταυρός ως τρόπος εκτελέσεως έχει καταργηθεί.
Σκληρά ποινή ο σταυρός. Αυτός πού καρφωνόταν εκεί σφάδαζε σαν ψάρι έξω απ' το νερό• είχε σπασμούς, πόνους φρικτούς• το αίμα έτρεχε σταλαγματιά-σταλαγματιά από τις πληγές των χεριών και των ποδιών. Δίψα φοβερή βασάνιζε το σώμα• γι' αυτό ακουγόταν το «διψώ» (Ιωάν. 19,28). Έμεναν δε οι κατάδικοι στο σταυρό όχι λίγες ώρες, αλλά και ημέρες και εβδομάδα ακόμα.
Σκληροτράχηλοι άντρες οι ληστές και οι κακούργοι, με σώματα ρωμαλέα, άντεχαν στο μαρτύριο του σταυρού. Κι όταν πλέον ξεψυχούσαν, δεν τους έθαβαν κοράκια και όρνεα έρχονταν κ' έτρωγαν τις σάρκες τους εκεί πάνω στο σταυρό.
Σ' αυτό τον ατιμωτικό θάνατο καταδικάστηκε ο Χριστός μας. Ευαίσθητη ύπαρξης, πονεμένος από τα φραγγελώματα, τα ραπίσματα και τις εξουθενώσεις, δεν άντεξε πολύ• λίγες ώρες έζησε στο σταυρό και παρέδωσε το πνεύμα στον ουράνιο Πατέρα.
Βλέποντας τον Κύριο μας πάνω στο σταυρό διερωτάται κάθε άνθρωπος• Τι κακό έκανε; Σ' αυτό απαντούν οι απόστολοι, απαντά η Γραφή, απαντά η Ιστορία, απαντούν οι αιώνες• ο Χριστός, μέσα στα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια των ανθρώπων, είναι ο μόνος επί του φλοιού της γης πού δεν έκανε κανένα κακό, καμιά απολύτως αμαρτία• δεν «ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Ησ. 53.91 Α' Πέτρ. 2,22). Υπήρξε ο αναμάρτητος με την απόλυτο έννοια. Πέρασε την επίγειο ζωή του σκορπίζοντας τα μύρα της αγάπης του σε όλο τον κόσμο «διήλθε ευεργετών» (Πράξ. 10,38).
Αλλά τότε γιατί σταυρώθηκε; Σάς παρακαλώ στο σημείο αυτό να προσέξετε ιδιαιτέρως, είναι το σημαντικότερο. Γιατί σταυρώθηκε ο Χριστός;
Οι Γραφές λένε, ότι σταυρώθηκε ως αντιπρόσωπος ολοκλήρου της αμαρτωλής ανθρωπότητας.
Όπως εμείς σε πολλές περιπτώσεις ορίζουμε αντιπροσώπους - πληρεξουσίους, πού ενεργούν για λογαριασμό μας σε διάφορες αστικές υποθέσεις, κατά παρόμοιο τρόπο η αγάπη του Θεού ώρισε το Χριστό ως αντιπρόσωπο μας.
Ακόμη απλούστερα• εκείνο πού έπρεπε να πάθουμε εμείς ως αμαρτωλοί, το έπαθε Εκείνος. Εγώ έπρεπε να σταυρωθώ, εσείς έπρεπε να σταυρωθείτε, ο καθένας από μας έπρεπε να σταυρωθεί επάνω στο ξύλο του σταυρού για τις αμαρτίες πού έχουμε διαπράξει. Αλλ' αντί ημών και υπέρ ημών σταυρώθηκε και έχυσε το τίμιο του αίμα ο Χριστός.
Εάν προσέξετε στον Ακάθιστο ύμνο, στο στοιχείο «Χ», υπάρχει μια ωραία εικόνα της λυτρωτικής δυνάμεως του Κυρίου μας.
Λέει εκεί ο ποιητής, ότι καθένας από μας έχει ένα «χειρόγραφο», ένα τεφτέρι, στο οποίο είναι σημειωμένα τα αμαρτήματα του από την ώρα πού γεννήθηκε ως την τελευταία του πνοή.
Αυτό λοιπόν το «χαρτί», όπου είναι γραμμένα τα αμαρτήματα μας, ο Χριστός το έσχιζε με τη σταυρική του θυσία (Ακάθ. ύμν. Χ).
Στα παλιά τα χρόνια ένας βασιλιάς πήγε τη νύχτα στους στρατώνες για επιθεωρήσει. Σ΄ ένα θάλαμο κάποιος στρατιώτης είχε αποκοιμηθεί έχοντας δίπλα του ένα χαρτί. Σ' αυτό είχε γράψει τα χρέη του, πού ήταν πολλά - ένα σημαντικό ποσό, και κάτω από το άθροισμα του χρέους είχε σημειώσει• «Αλίμονο μου, ποιος θα εξοφλήση το χρέος μου;».
Ό βασιλιάς είδε το χαρτί, το διάβασε, άκουσε τον αναστεναγμό του. Κ' εκεί πού ο φτωχός ρωτούσε «Ποιος θα εξόφληση το χρέος μου;», ο βασιλιάς έγραψε από κάτω με το χέρι του• «Εγώ εξοφλώ το χρέος σου». Το πρωί ο στρατιώτης ξύπνησε, πήρε στα χέρια το χαρτί και βλέπει από κάτω• «Εγώ εξοφλώ το χρέος σου». - Ποιος είν' αυτός πού ανέλαβε να εξόφληση το χρέος μου; Του απαντούν οι άλλοι - Ο Ίδιος ο βασιλιάς!... Μπορείτε να φαντασθείτε τη χαρά του;
Εάν λοιπόν ο στρατιώτης εκείνος αισθανόταν ευγνωμοσύνη προς το βασιλιά, διότι τον απήλλαξε από τα χρέη, πόσο μάλλον, αγαπητοί μου, πρέπει να αισθάνεται ευγνωμοσύνη ο καθένας από μας προς τον Βασιλέα Χριστό, πού ήλθε από τον ουρανό -δεν είναι ψέμα, είναι αλήθεια- κ' εξόφλησε το χρέος των αμαρτιών μας;
Υπέγραψε δε την εξόφληση όχι με μελάνι, αλλά με το αίμα του το τίμιο• όπως λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «το αίμα Ιησού Χριστού του υιού (του Θεού) καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1,7).
Αυτή είναι η ουσία του σταυρού, το μυστήριο των μυστηρίων.
Χωρίς τη θυσία του Χριστού, όχι ένα χρόνο, αλλά και χίλια χρόνια να νηστεύεις, να κάνης κομποσχοίνια, ασκήσεις, ελεημοσύνες, ότιδήποτε, δεν μπορείς να εξοφλήσης ούτε μια αμαρτία.
Πέστε ο καθένας την πιο μικρή του αμαρτία, και θα σας πω, ότι ούτε κι αυτήν θα μπορούσαμε να την εξοφλήσουμε. Εάν ήτο εις θέσιν ο άνθρωπος να το επιτυχή αυτό μόνος του, δεν θα ερχόταν ο Χριστός να σταυρωθεί επί του ξύλου του σταυρού.
Οι αμαρτίες συγχωρούνται «εν τω αίματι του Αρνίου» του «εσφαγμένου» (Απ. 7,14' 13,8).
Ιδού λοιπόν το μυστήριο του σταυρού. Εάν με ρωτήσετε, ποια είναι η πιο μεγάλη απόδειξης ότι ο Θεός αγαπά, θα σας απαντήσω• υπάρχουν πολλές, αμέτρητες αποδείξεις.
Άλλα εάν θέλετε να μάθετε, ποια είναι η πιο τρανή, θα σας δείξω το σταυρό• εκεί επάνω με το αίμα του Χριστού είναι γραμμένο• «Ούτως ήγαπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, Ινα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ' έχη ζωήν αιώνιο» (Ιωάν. 3,16)• κι όπως είπε ο Ησαΐας, «ούτος τάς αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών ωδίνατε, και ημείς ελογισάμεθα αυτόν είναι εν πάνω και εν πληγή υπό Θεού και εν κακώσει» (Ησ. 53,4).
Αγαπητοί μου! Απέναντι στο σταυρό του Χριστού αίσθανόμεθα κ' εμείς ότι έχουμε μια Ιερά υποχρέωση.
Δεν είπαμε, ότι το ευαγγέλιο σήμερα ομιλεί για δύο είδη σταυρών;
Έκτος λοιπόν από το σταυρό του Χριστού, με το βάρος των αμαρτιών όλης της ανθρωπότητας, υπάρχει και ο σταυρός του Χριστιανού.
Άλλα για αυτόν θα συνεχίσουμε μια άλλη φορά. Προς το παρόν σταματούμε εδώ τονίζοντας• έχουμε χρέος κ' εμείς, ο καθένας μας, να σήκωση το δικό του σταυρό.
Έτσι είπε ο Χριστός• «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, άπαρνησάσθω εαυτόν και άράτω τον σταυρόν αυτού» Αμήν.
†Επίσκοπος Αυγουστίνος
Α' μέρος απομαγνητοφωνημένης ομιλίας η οποία έγινε
στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονα Φλωρίνης την 21-3-82
Πηγή: armenisths.blogspot.gr
στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονα Φλωρίνης την 21-3-82
Πηγή: armenisths.blogspot.gr
ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Ρωμαῖος
Στόν σύγχρονο κόσμο ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι μόνο ἀναζήτηση καί ἐπιδίωξη. Εἶναι κοινωνικοπολιτικό σύνθημα. Γίνεται ἀντικείμενο φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Προβάλλει σάν ὑπαρξιακή ἀνάγκη. Χαρακτηρίζει ὁρισμένα οἰκονομικά συστήματα. Γιά πολλούς εἶναι χαμένος θησαυρός. Γιά ἄλλους ἀνεπίτρεπτη οὐτοπία.
Μερικοί τή νομίζουν σάν τό ὕψιστο ἀγαθό καί ἄλλοι τή λατρεύουν σάν θεό ἤ σάν ἡμίθεο. Ἡ ἐλευθερία τροφοδοτεῖ τίς ἐπαναστάσεις καί τρέφεται ἀπ᾽ αὐτές. Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες εἶναι ταυτισμένη μέ τήν ὑπόσταση τῆς πατρίδας μας. Ἄνετα τήν πληρώνουμε μέ τήν αὐτοθυσία μας καί συχνά τή μονοπωλοῦμε στήν πολιτικολογία.
Γιά τούς Χριστιανούς ἡ ἐλευθερία εἶναι κλήση καί προορισμός. Ἕνα ξέχωρο δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ κάθε πιστό. Ὑπαρξιακή καρποφορία σέ ὅσους ἔχουν ἐγκεντρισθῆ στήν καλλιέλαιο. Στή θεολογία τοῦ Παύλου ἡ ἐλευθερία παρουσιάζεται μέ θεμελιακή σημασία καί οἱ διαστάσεις της ξεκινοῦν ἀπό τήν ἁπλή καθημερινότητα καί φθάνουν στήν ἐσχατολογική προβολή τῆς «καινῆς κτίσης» καί τοῦ «νέου Ἀδάμ».
Ὅποιο νόημα καί ἄν δώσουμε στήν ἐλευθερία δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τό ἰδίωμά της νά ἠλεκτρίζει τά «φιλελεύθερα» πνεύματα. Εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής στούς καταδυναστευομένους καί καταπιεσμένους. Ὄνειρο τῶν σκλάβων καί παρηγοριά τῶν φτωχῶν. Ἔρωτας τῶν μεγάλων ἐθνικῶν ἡρώων καί πολεμική τους ἰαχή. Ἀκόμη ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη πρϋπόθεση γιά τήν ὀρθή ἠθική ἀποτίμηση τῶν πράξεων καί τῶν ἐνεργημάτων τοῦ ἀνθρώπου, στή σκέψη τῶν ἀσκητῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ὑπάρχει ὅμως καί μιά ἄλλη, βασικά ἀντίθετη πραγματικότητα.
Εἶναι αὐτή πού, ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ «σκάνδαλο» γιά τούς Ἰουδαίους καί «μωρία» γιά τούς Ἕλληνες. Παράλληλα καί ἀντίθετα πρός τό «ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί» (Γαλ. ε´, 13), τοῦ Ἀποστολικοῦ καλάμου, ὑπάρχει ἡ αὐθεντική σάλπιγγα τοῦ Κυρίου πού μᾶς καλεῖ μέ τά γνωστά συγκλονιστικά λόγια, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. η´, 34).
Ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τήν προτροπή, «τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἐλευθέρωσε στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε´, 1)· καί ἀπό τήν ἄλλη καλούμαστε στή ζωή τῆς «ἐν Χριστῷ» δουλείας. Καλούμαστε νά στέρξουμε τήν ὑπαρξιακή μας ἐξόντωση χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὡς τήν μοναδική προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας. Μέ ἁπλά λόγια καί ἡ ἐλευθερία μας καί ἡ σταύρωσή μας —ἡ «ἐν Χριστῷ» δουλεία μας— θεωροῦνται ἀπαραίτητες καί ἀποκλειστικές προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας μας, μέ τήν ἴδια σημασία καί σπουδαιότητα.
Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐξηγηθεῖ αὐτή ἡ φαινομενική ἀντίθεση; Ξεκινοῦμε ἀπό τήν ἀνάγκη νά προσδιορισθοῦν οἱ ὅροι ἐλευθερία-δουλεία καί Σταυρός-Σταύρωση. Πρέπει νά προσδιορίσουμε τουλάχιστον, πῶς ἐννοοῦμε τούς ὅρους αὐτούς.
Ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐξασφάληση ὅλων τῶν ὅρων καί τῶν ἐσωτερικῶν καί ἐξωτερικῶν προϋποθέσεων γιά μιά ἀπρόσκοπτη καί ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξη τῆς ἐντελέχειας —τοῦ σπερματικοῦ ὑπαρξιακοῦ δυναμισμοῦ— πού ἔχει μέσα του κάθε ἔμβιο δημιούργημα. Δουλεία εἶναι ἡ μερική ἤ καθολική ὑποτέλεια κάποιου δημιουργήματος σέ ἕνα ἄλλο μέ καταφανή περιορισμό τῆς ἐντελέχειάς του καί μάλιστα στό θέμα τοῦ αὐτοορισμοῦ καί τῆς αὐτοδιαθέσεως.
Ἡ Σταύρωση —μέ πρότυπο τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ— εἶναι κατά μέν τό φαινόμενο ἡ ἀνακοπή τῆς λειτουργίας τῆς βιολογικῆς ἐντελέχειας καί ὁ ὑπαρξιακός ἀφανισμός τοῦ ἀνθρώπου. Κατά δέ τήν οὐσία εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀνακοπῆς τῆς ἐντελέχειας, ἡ ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ ἀφανισμοῦ ἡ ἀποκορύφωση τῆς ἀναγεννητικῆς ἀνάπτυξης, ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἀνάπλασης τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν παραδεχθοῦμε τούς ὁρισμούς αὐτούς, τό ἑπόμενο βῆμα πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι ἡ διερεύνηση τῆς ἱστορίας καί τῆς ἀνθρωπολογίας γιά νά διαπιστώσουμε ἄν συμφωνεῖ ἡ πραγματικότητα μέ μᾶς. Θεωροῦμε ὅμως αὐτονόητο ὅτι σκοπός μας δέν εἶναι νά ἀπευθυνθοῦμε σέ ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Δέν συζητοῦμε μ᾽ αὐτούς πού ἀρνοῦνατι τήν Ἀνάσταση, γιατί στήν οὐσία ἀρνοῦνται τόν Κύριο καί τήν Θεανδρική ἱστορικότητά Του. Κανείς λόγου χάριν δέν μπορεῖ νά μιλήσει μέ μαθηματική γλώσσα ἄν ἀρνηθῆ τά βασικά ἀξιώματα τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης. Ἄν ἀγνοήσει τήν ἱστορία τῶν Μαθηματικῶν θά ὑποχρεωθῆ νά τήν ξαναδημιουργήσει.
Ἕνα δεύτερο σημεῖο, πού εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά λάβουμε ὑπ᾽ ὄψη μέ ἐπιστημονική σοβαρότητα, εἶναι τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μόνο δημιούργημα πού ἡ ἐντελέχειά του δέν περιορίζεται στό βιολογικό πλαίσιο, ἀλλά ἐξέρχεται ἀπό τό χῶρο καί τό χρόνο καί εἰσέρχεται στή σφαίρα τῆς ἠθικῆς καί τοῦ πνεύματος.
Μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μᾶς δίνει τό δικαίωμα νά μιλᾶμε καί γιά τή δουλεία του. Ὁ βιολογικός ντετερμινισμός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεπτόμαστε γιά δουλεία τῶν ἄλλων δημιουργημάτων. Ἐκεῖ τά φαινόμενα τῆς δουλείας ἐντάσσονται στήν ἐξελικτικότητα τῆς ἐντελέχειάς τους. Γιά ὅσους βλέπουν τόν ἄνθρωπο σάν συνηθισμένη βιολογική μονάδα τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου, δέν εἶναι λογικό νά θέτουν θέμα καί πρόβλημα ἐλευθερίας καί δουλείας. Μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πάει κόντρα στούς φυσικούς νόμους καί στό Θεό. Παρά ταῦτα δέν ξεχνοῦμε τόν ἀποφθεγματικό λόγο τοῦ Ρουσσώ: «Ὁ ἄνθρωπος ἐνῶ γεννιέται ἐλεύθερος εἶναι πάντοτε σιδηροδέσμιος».
Ἄς προσπαθήσουμε νά δοῦμε τίς ἰδέες μας αὐτές, ἐφαρμοσμένες σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο βιολογικά ἀκέραιο καί σωστό —πού διαθέτει βιολογική καί ὀντολογική ἀκεραιότητα καί πού ὅλα σ᾽ αὐτόν λειτουργοῦν «κατά φύσιν» ὅπως λένε οἱ γιατροί. Στή ὑπαρξιακή ὑπόσταση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀβίαστα διακρίνουμε τή σωματική ὀντότητα μέ τά βιολογικά δεδομένα της καί τήν πνευματική ὀντότητα μέ τά ψυχοπνευματικά φαινόμενά της. Δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε τήν ἀλληλεξάρτηση σώματος καί ψυχῆς στό εὐρύτερο δυνατό φάσμα της. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει γεννηθῆ μέ τή θέληση, τήν ἀπόφαση καί τίς ἔμμεσες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τίς ἄμεσες σχετικές δραστηριότητες ἄλλων ἀνθρώπων. Τό γεγονός αὐτό εἶναι ὁ πρῶτος καί ἀναντίρρητος λόγος πού εἰσάγει τήν ἔννοια τῆς σχετικότητας στήν ἐλευθερία του.
Ἡ παρατήρηση αὐτή δέν εἶναι νομιναλιστικό ἀξίωμα, ἀλλά ἱστορικοβιολογική πραγματικότητα, πού ἔχει τόσες γνωστές καί ἄγνωστες συνέπειες στήν περαιτέρω πορεία του. Οἱ περιβαλλοντικές συνθῆκες τῆς βιολογικῆς του ἀνέλιξης καί οἱ προϋποθέσεις τῆς δομῆς τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου, δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν προαίρεσή του, ἀλλά προσδιορίζονται ἀπό παράγοντες πού, ἐνῶ βρίσκονται συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, θεληματικά ἤ ἀθέλητα μέσα καί γύρω ἀπό τήν προσωπικότητα τῶν γονέων του, ὅμως προσδιορίζουν πολλές φορές ἀποφασιστικά τό χαρακτήρα του καί τή πορεία του στή ζωή. Ἔτσι προχωρεῖ «ὀνόματι» καί «δυνάμει» ἐλεύθερος, μέχρι τοῦ σημείου πού θά κατακτήσει τήν αὐτοσυνειδησία καί θά ἀρχίσει νά ἐπιδιώκει τήν αὐτογνωσία.
Ὅλη αὐτή τή δουλειά καλεῖται νά τήν κάνει μέ ὑλικό πού δέν τό ἔχει διαλέξει μόνος του καί μέ ψυχοσωματικές δυνάμεις πού δέν τίς ἐλέγχει. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ δεύτερη βαθμίδα τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας του. Στή συνεχή προσπάθειά του γιά αὐτογνωσία συνειδητοποιεῖ κάποιο εἶδος δουλείας ἤ αἰχμαλωσίας τῆς θέλησής του, ἐνῶ συγχρόνως ἀντιλαμβάνεται, καί «καθ᾽ ἑαυτόν» καί ὕστερα ἀπό ἐξωγενῆ προκλητικά ἐρεθίσματα, ὅτι πρέπει καί μπορεῖ νά ἀνατρέψει ἤ νά ἀναμορφώσει τό μέρος ἤ τό ὅλο τῆς ὑπαρξιακῆς δομῆς του. Ἡ πράξη ὅμως κάμει ὀχληρή αὐτήν τήν αὐτογνωσία καί ἡ ἀδυναμία τόν ὑποχρεώνει στήν ἀναζήτηση ἐνίσχυσης καί ἐπικουρίας.
Στό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει νά ὑλοποιεῖται ἡ ποιοτική καί δυναμική προαίρεσή του, νά παίρνει μορφή ἡ ἐλευθερία του. Γιά τό θέμα πού ἀναπτύσσουμε δέν ἔχει πολλή σημασία ἄν εἶναι βαπτισμένος Χριστιανός. Παρά ταῦτα, ἐάν ἔχει προηγηθῆ νηπιοβαπτισμός, ὁ ἀγώνας του παίρνει πιό ἔντονο τό χαρακτήρα τοῦ περιορισμοῦ ἤ τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῆς βούλησής του.
Ἐναγώνια λοιπόν ὀρθώνονται τά ἐρωτήματα: «Θά στηριχθῆ μόνον στόν ἑαυτό του; Θά καλέσει τό α ἤ β συγκεκριμένο πρόσωπο ἤ θά προσφύγει στήν ὁποιαδήποτε κοσμοβιοθεωρία γιά νά τόν βοηθήσουν; Θά ζητήσει τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ; Ποιός εἶν᾽ αὐτός ὁ Θεός; Πῶς τόν γνωρίζει;»Ὅτι καί νά κάνει βασικά θά παραδεχτῆ ἤ θά ὑποχρεωθῆ νά παραδεχτῆ τή σχετικότητα καί τῆς δύναμής του καί τῆς ἐλευθερίας του καί τῆς γνώσης του. Ἄν εἶναι εἰλικρινής θά ὁμολογήσει ὅτι ἔχει ἀνάγκη βοηθοῦ καί λυτρωτοῦ γιά νά βγεῖ ἀπό τό ἀδιέξοδο, δηλαδή, θά συνειδητοποιήσει τό τρίτο στοιχεῖο τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας του. Ὅποιοσδήποτε θά κληθῆ νά τόν βοηθήσει καί νά τόν λυτρώσει, εἶναι ἑπόμενο ὅτι θά μεταχειριστῆ τήν ἐλευθερία του μέ σεβασμό ἤ ἀσέβεια καί θά συμβάλει ἀποφασιστικά στήν ἐπιτυχία ἤ στήν ἀποτυχία τοῦ ὑπαρξιακοῦ του προορισμοῦ.
Νά τό τέταρτο στοιχεῖο τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας του. Ὑποχρεώνεται νά δεχθῆ τίς συνέπειες μιᾶς δραστηριότητας πού δέν τήν ἐλέγχει ἔστω καί ἄν τήν ἔχει προκαλέσει μέ τήν ἐλεύθερη θέλησή του. Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό κρίσιμο σημεῖο παρουσιάζεται τό πρόβλημα τῆς αὐθεντικότητας τοῦ βοηθοῦ καί λυτρωτοῦ πού οὐσιαστικά θά παίξει γιά μᾶς τό ρόλο τοῦ Σωτῆρα. Ἐδῶ πραγματοποιεῖται καί τό σημαντικότερο βῆμα τῆς ἐλευθερίας μας. Ἀναμφισβήτητα πρόκειται γιά τό μοιραῖο διάβημα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἴσως μετά ἀπ᾽αὐτό νά ἐπακολουθήσει μιά ἀμετάκλητη κατάσταση δουλείας ἤ αἰχμαλωσίας τῆς ὕπαρξής μας πού θά μᾶς φέρει στό χῶρο τῆς ὑπαρξιακῆς ἐπιτυχίας ἤ ἀποτυχίας, θά μᾶς αὐξήσει τό αἴσθημα τῆς ὀντότητας ἤ θά μᾶς χαρίσει τή γεύση τῆς ἀλλοτρίωσης καί τήν τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς. Εὔλογα δημιουργεῖται τό ἐρώτημα: «Ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος, πού νά ἔχει καί νά διαθέτει τήν αὐθεντικότητα καί τή δύναμη ὥστε ἀκουμπώντας στά χέρια του τήν ἐλευθερία μας νά πάρουμε τή σωτηρία μας;»
Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη καί ἁπλή. Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά εἶναι σωτήρας μας. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκλείεται νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί μεῖς προστρέχουμε στόν Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως μᾶς βάζει σέ μιά δοκιμασία χωρίς προηγούμενο. Ὀρθά κοφτά ἀπαιτεῖ τήν πλήρη ἔνταξη τῆς ζωῆς μας στή ζωή Του. Αὐτό θά μᾶς ἐνθουσίαζε καί θά μᾶς ἦταν ἄκοπο ἄν μᾶς καλοῦσε νά μετέχουμε μόνο στόν θρίαμβο —στή δόξα Του ἤ ἄν ἡ δόξα Του δέν ἦταν ὁ Σταυρός Του. Σέ ποιά κατάσταση βρισκόμαστε ὅταν μᾶς καλεῖ ἤ ὅταν πηγαίνουμε σ᾽ Αὐτόν; Πρῶτα-πρῶτα, ἐλαυνόμαστε κυριολεκτικά ἀπό ἕνα ἀδιαφιλονείκητο ἐγωκεντρισμό. Δέν ἔχει σημασία ἄν εἶναι ντυμένος «στολήν λαμπράν» ἤ ἐάν εἶναι κουρελῆς, ἄν ἀποπνέει ἄρωμα ἀξιοπρέπειας ἤ χυδαιότητας. Εἶναι πάντως ἐγωκεντρισμός, πού ἡ ἰδιοτέλειά του ἔχει περιβληθῆ τήν νομιμότητα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀναγκαιότητας. Ἔχουμε ἀνάγκη νά ζήσουμε νά διακριθοῦμε, νά ἐξελιχθοῦμε μέ τίς μορφές πού μᾶς ὑπαγορεύει ὁ λογισμός μας.
Πολλές φορές ἔχουμε ἕτοιμο τό ἀρχιτεκτονικό ὑπαρξιακό σχέδιό μας καί τό μόνο, πού ἐπιθυμοῦμε, εἶναι νά ἀναθέσουμε στόν Κύριο τήν ἐργολαβία, καί μάλιστα, ἀφοῦ τόν ὑποβάλουμε σέ πολυποίκιλλες διαδικασίες διαγωνισμῶν. Καί ἐνῶ βασανιζόμαστε ἀπό μιά τέτοια ὑπαρξιακή ἀπαιτητικότητα Ἐκεῖνος μᾶς βάζει ὅρο ἀπαράβατο τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» καί τό «ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ´, 24). Δηλαδή; Ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς ὄχι μιά ἁπλή ἤ συμβατική ὑποτέλεια, ἀλλά μιά ὑπαρξιακή ἀναχώνευση. Ὁ ἄκρος ἐγωκεντρισμός μας πρέπει νά μεταβληθῆ σέ ἀκραιφνῆ Χριστοκεντρισμό.
Ὁ Κύριος μέ τή σάρκωσή Του, πρίν νά μᾶς ζητήσει αὐτό τό Χριστοκεντρισμό, ἔζησε τόν ἔρωτα τοῦ πιό τέλειου ἀνθρωποκεντρισμοῦ, γι᾽ αὐτό καί εἶναι καί ὁ Μόνος πού δικαιώνεται νά ἀπαιτήσει τό Χριστοκεντρισμό. Μ᾽ αὐτόν ἀπαλλάσσει οὐσιαστικά τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό, δίνοντάς του ρεαλιστικό σχῆμα ζωῆς καί χαρίζοντάς του τίς προπτωτικές διαστάσεις τῆς ἀνθρωπιᾶς του. Αὐτή ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου δέν πραγματοποιεῖται μόνο στή σφαῖρα τοῦ ἰδεατοῦ καί τοῦ μυστικοῦ χώρου καί τρόπου, ἀλλά ὑλοποιεῖται στήν καθημερινή ζωή. Ἔτσι ἔρχεται σέ ἀθέλητη ἀναμέτρηση μέ τή ζωή τῶν ἄλλων, προσκρούει στούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι προσκρούουν σ᾽ αὐτή. Μ᾽ αὐτήν τήν πρόσκρουση δημιουργεῖται ὁ σταυρός μας.
Ὁ σταυρός μας εἶναι ἡ διασταύρωση τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας. Δηλαδή, σέ σχετικότητα, ἔχουμε ὅ, τι στό ἀπόλυτο εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν Χριστόν περιέχει μόνον τήν ἀγάπη Του γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅλα τά ἄλλα στοιχεῖα ἀνήκουν στόν ἄνθρωπο καί στήν ἁμαρτωλή ἐπινοητικότητά του.
Τό ἴδιο καί στή ζωή τοῦ Χριστιανοῦ ὁ σταυρός του περιέχει μόνον τήν ἀκατάσχετη θέλησή του γιά Χριστοκεντρισμό. Δηλαδή τήν ἐφαρμογή τοῦ «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» (Μαρκ. ιβ´, 30-31). Ὅλα τά ἄλλα, οὐσιαστικά καί μορφολογικά στοιχεῖα τοῦ σταυροῦ μας, προέρχονται ἀπό τήν ἐγωκεντρική ἁμαρτωλότητα τῶν ἄλλων. Τότε πού ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα θά στέρξει τό σταυρό του, θά ὑλοποιήσει τήν ὕψιστη ἀνάπτυξη τῆς ἐλευθερίας του. Γιατί μόνον ἔτσι θά ὑπερβῆ καί τήν προσωπική του ἀνάγκη γιά ἐλευθερία πού εἶναι ἡ εὐγενέστερη καί δυναμικότερη καί ἱερότερη ἔκφραση, ἄν μπορεῖ ἔτσι νά ὀνομαστῆ, τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ του.
Μ᾽ αὐτό τόν τρόπο, αὐτόματα, ἡ ζωή του μπαίνει στή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική του. Ὅλο αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης βούλησής του, πού γιά νά συναντηθῆ μέ τή θέληση τοῦ Σωτῆρα του, περνάει ἀπό μιά ἀτέλειωτη σειρά καθαρτικῶν δοκιμασιῶν. Σ᾽ αὐτή τή δοκιμασία, οἱ περισσότεροι λυγίζουμε καί ὑπαναχωροῦμε. Παίρνουμε πίσω τή θέλησή μας, διώχνουμε τό Σωτήρα μας ἤ Τοῦ ὑποδεικνύουμε, εὐγενῶς, νά μᾶς σώσει μέ ἄλλο τρόπο ἤ νά μᾶς δοκιμάσει ἔτσι ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά σηκώσουμε. Μέ ἄλλα λόγια ἀγωνιζόμαστε νά διατηρήσουμε τήν ἐγωκεντρικότητά μας πού ἀπειλεῖται μέ ἀφανισμό. Εἶναι ἡ στιγμή τῆς προσωπικῆς μας Γεθσημανῆ.
Ζώντας μέσα σ᾽ αὐτή ἄν δέν καταλήξουμε στό «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾽ ὡς Σύ Πάτερ» (Ματθ. κστ´, 39) ὅλοι οἱ προηγούμενοι κόποι, ὅλες οἱ ἀσκητικές προσπάθειες καί οἱ πνευματικές ζυμώσεις γιά ἕνα γνήσιο Χριστοκεντρισμό, ὅλα πάνε χαμένα. Καί τό σπουδαιότερο εἶναι ὅτι αὐτό τό δραματικό καί κρίσιμο παιχνίδι, παίζεται κάθε ὥρα καί στιγμή μέσα μας, ἀκόμη καί γιά τά πιό μικρά πράγματα. Γιατί σημασία δέν ἔχει τό μέγεθος τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἐντολῆς πού ἐπιδιώκουμε νά ἐφαρμόσουμε ἤ νά μήν ἐφαρμόσουμε, ἀλλά ἔτσι κρίνεται τό Χριστοκεντρικό ἤ τό ἐγωκεντρικό στοιχεῖο τῆς προαίρεσής μας.
Ὅποιος διατηρεῖ προσωπικές ἀπόψεις καί ἐπιλογές γιά τό πῶς θά σταυρωθῆ, οὐσιαστικά ἀρνῆται τή σταύρωσή του καί κατά συνέπεια περιορίζει τό μέγεθος τῆς ἐλευθερίας του. Δέν στέκει στήν ἐλευθερία πού τοῦ χάρισε καί τοῦ ζήτησε ὁ Χριστός. Αὐτό μᾶς ὑποχρεώνει νά παραδεχθοῦμε πώς ἡ διάσωση τῆς ἐλευθερίας μας δέν βρίσκεται μέσα στήν ἀσυδοσία ἤ στήν αὐθαιρεσία ἤ τή διακριτική ἐξουσία μας, ἀλλά μέσα στή σταύρωσή μας. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού δέν κατανοοῦν οἱ ἐκτός Χριστοῦ καί πού φοβοῦνται οἱ Χριστιανοί. Ἔτσι καί σήμερα οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἰουδαῖοι βρίσκουν τούς ἀπογόνους τους στά πρόσωπά μας.
Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ θά ἐξακολουθῆ νά εἶναι καί «σκάνδαλο καί μωρία». Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι θά παύσει νά εἶναι καί ὄργανο τῆς σωτηρίας μας καί μορφή τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας. « Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α´ Κορινθ. α´, 18). Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἔχει μέσα του τήν παρουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κρύβει ὅλη τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ὕψιστη καί ἡ τελειότατη ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας. «Ὅπου τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ καί ἐλευθερία» (Β´ Κορινθ. γ´, 17). Ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ μᾶς εἶναι ἡ Χριστοκεντρική ἐλευθερία μας καί ἡ ἐλεύθερη σταύρωσή μας. Μόνον τότε ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ θά γίνει καί δόξα δική μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου