ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

11 Mαρτίου μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Σωφρονίου πατριάρχου Ιεροσολύμων και της Αγίας Θεοδώρας , βασιλίσσης Άρτης



Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων


AgiosSofroniosIerosolymon02
Ἔσπευδε τηρεῖν καὶ κεραίαν τοῦ νόμου,
Ὁ Σωφρόνιος, οὗ παρ᾽ οὐρανοῖς κέρας.
Ἑνδεκάτῃ σαόφρων ἔδυ Σωφρόνιος παρὰ τύμβον.
Βιογραφία
Ο Άγιος Σωφρόνιος γεννήθηκε στην Δαμασκό της Συρίας περί το έτος 580 μ.Χ. και ήταν υιός ευσεβών και ενάρετων γονέων, του Πλινθά και της Μυρούς. Λόγω της καταγωγής του αποκαλείται και Δαμασκηνός.
Κατά την νεαρή του ηλικία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και εκάρη μοναχός στη μονή του αββά Θεοδοσίου, όπου συνδέθηκε πνευματικά με τον εκεί ασκούμενο Ιωάννη τον Μόσχο, από τον οποίο διδάχθηκε πολλά.
Με την συνοδεία αυτού επισκέφθηκε την Αίγυπτο, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος (βλέπε 12 Νοεμβρίου) και τη Ρώμη.
Τότε πέθανε και ο Ιωάννης ο Μόσχος (620 μ.Χ.).
Ο Σωφρόνιος μετακόμισε το λείψανο αυτού στα Ιεροσόλυμα και, αφού τα ενταφίασε στη μονή του Οσίου Θεοδοσίου, επανέκαμψε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί προσβλήθηκε τότε από ανίατη ασθένεια των οφθαλμών. Επισκέφθηκε τότε το ναό των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου στο Αμπουκίρ και θεραπεύθηκε. Το θαύμα αυτό περιέλαβε σε εγκώμιό του προς τους Αγίους αυτούς.
Στην συνέχεια επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη με την ελπίδα να προσεταιρισθεί τον Πατριάρχη Σέργιο Α’ (610 – 638 μ.Χ.) στις θέσεις του κατά των Μονοφυσιτών και να εκφράσει τις διαφωνίες του κατά του ενωτικού σχεδίου, το οποίο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύρος ο από Φάσιδος (630 – 643 μ.Χ.) ετοίμαζε για να σιγάσει την διαμάχη μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών. Αλλά απέτυχε και απογοητευμένος επανήλθε στα Ιεροσόλυμα.
Όταν πέθανε ο Άγιος Μόδεστος (βλέπε 16 Δεκεμβρίου), Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Άγιος Σωφρόνιος, για την υπερβάλλουσα αρετή του, ανήλθε το έτος 634 μ.Χ. στον πατριαρχικό θρόνο της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η κατάσταση ήταν θλιβερή. Εσωτερικά η Ορθοδοξία υπέφερε από την αίρεση του μονοφυσιτισμού. Εξωτερικά οι Άραβες περιέσφιγγαν την πόλη των Ιεροσολύμων. Ήδη κατείχαν τη Βηθλεέμ και ο Άγιος Σωφρόνιος μη δυνάμενος, κατά τον Δεκέμβριο του έτους 634 μ.Χ., να μεταβεί εκεί για να γιορτάσει την γέννηση του Θεανθρώπου, θρηνεί. Για την αποκατάσταση κάποιας ηρεμίας στο ποίμνιό του, συγκαλεί Σύνοδο και καταδικάζει τον Μονοφυσιτισμό. Για την απόκρουση των Αράβων οργανώνει την άμυνα της πόλεως. Το έτος 637 μ.Χ. όμως αναγκάζεται να παραδώσει την πόλη των Ιεροσολύμων στον χαλίφη Ομάρ.
Ο Άγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε με ειρήνη το επόμενο έτος, 638 μ.Χ.
Το συγγραφικό του έργο είναι σαφώς και καθαρά ποιητικό. Διακρίθηκε κυρίως στην συγγραφή ιδιομέλων και του βίου των Αγίων Αναργύρων, Ιωάννου του Ελεήμονος και Μαρίας της Αιγυπτίας.
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σωφρόνως τὸν βίον σου, διαγαγὼν ἐκ παιδός, τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, εἰσεποήσω σαφῶς, Σωφρόνιε πάνσοφε· ὅθεν ἱεραρχίας, ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμψας, ὤφθης τῆς εὐσεβείας, εὐκλεὴς ὑποφήτης. Καὶ νῦν δυσώπει Ὅσιε, ὑπερ τῶν τιμώντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τὴν αἴγλην πλουτήσας Ὅσιε, τῆς εὐσέβειας ἐκφαίνεις τὸν ὑπὲρ νοῦν φωτισμόν, ταὶς τῶν λόγων ἀστραπαὶς Πάτερ Σωφρόνιε, σὺ γὰρ σοφίας κοινωνός, διὰ βίου γεγονῶς, στηρίζεις τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς εὐκλεὴς Ἱεράρχης, καὶ πρεσβευτὴς ἠμῶν πρὸς Κύριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Σωφρόνιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Λαμπρυνθείς τοῦ Πνεύματος τῆ ἐπιπνοίᾳ, Ἱεράρχης ὅσιος, ὡς Ἀποστόλων μιμητής, ἐν τῇ Σιὼν ἐχρημάτισας, Πάτερ παμμάκαρ, Σωφρόνιε πάνσοφε.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῖς λόγοις ἐκόσμησας τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς ἔργοις ἐτήρησας τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, Σωφρόνιε Ὅσιε· ἔλαμψε γὰρ ἐν κόσμῳ, ἡ ἐν σοὶ σωφροσύνη, χάριτας διδαγμάτων, ἀπαστράπτουσα πᾶσι, τοῖς πίστει ἑορτάζουσι Πάτερ τὴν μνήμην σου.



Τη αυτή ημέρα , μνήμη της Αγίας Θεοδώρας της Πετραλείφας , βασιλίσσης της Άρτης




Μία από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες της Άρτας είναι η Θεοδώρα, βασίλισσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και κατοπινή Αγία και πολιούχος της πόλης. .

Η Θεοδώρα καταγόταν από την περίφημη οικογένεια των Πετραλίφα, η οποία σύμφωνα με τις πηγές ήταν ιταλικής καταγωγής και κατάγονταν από την πόλη Alife, στη νότια Ιταλία κοντά στην Caserta. Ο πρόγονος της Πέτρος di Alife αναφέρεται ανάμεσα στους Σταυροφόρους που πήραν μέρος στην Α’ Σταυροφορία τον 11ο αιώνα.

Ο πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλίφας, σεβαστοκράτορας και διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας ενώ η μητέρα της Ελένη ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης.

Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε το 1210 στα Σέρβια της Κοζάνης. Όταν πέθανε ο πατέρας της μεταξύ του 1224-1230 αναλαμβάνει προσωρινά την προστασία της ο ηγέτης του Δεσποτάτου της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός-Δούκας. Μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους το 1230 ο Θεόδωρος παραδίδει την εξουσία στον ανιψιό του Μιχαήλ Β’ γιο του Μιχαήλ Α’, ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου με έδρα την Άρτα. Οι Κομνηνοδούκες έφτασαν στην Ήπειρο από την Κωνσταντινούπολη μετά την πρώτη Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.
Ο Μιχαήλ Β’ γνωρίζει τη νεαρή Θεοδώρα, εντυπωσιάζεται από το κάλλος και το χαρακτήρα της και τη ζητάει σε γάμο. Μετά από λίγο παντρεύονται και τη φέρνει στην Άρτα όπου και την ανεβάζει στο θρόνο του Δεσποτάτου.

Οι δύο αυτοί άνθρωποι ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους. Όσο ενάρετη και αφοσιωμένη στα θεία είναι η Θεοδώρα τόσο αποκλίνει προς τις σαρκικές απολαύσεις και τις διασκεδάσεις ο Μιχαήλ. Η Θεοδώρα δεν μπορεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς της κοσμικής ζωή του Μιχαήλ και το ρήγμα βαθαίνει ανάμεσα στο αντρόγυνο. Τότε, όπως συμβαίνει και τώρα και μάλλον θα συμβαίνει πάντα, ένα τρίτο πρόσωπο μπαίνει ανάμεσα τους. Πρόκειται για την Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή την οποία ο Μιχαήλ εγκαθιστά στο παλάτι και ανεβάζει στο θρόνο του δεσποτάτου, αποκτώντας μάλιστα μαζί της δύο νόθους γιους. Ταπεινωμένη η Θεοδώρα εγκαταλείπει τη βασιλική αυλή στα χέρια της βασιλικής ερωμένης και καταφεύγει στα όρη Τζουμέρκα.

Σύμφωνα με το βιογράφο της Θεοδώρας, το λόγιο μοναχό Ιώβ που έζησε το 17ο αιώνα, η κατοπινή Αγία τριγυρνούσε σε πλήρη ένδεια στα βουνά και στα λαγκάδια επί πέντε χρόνια, μαζί με τον πρωτότοκο γιο της Νικηφόρο και τρεφόταν αποκλειστικά με χόρτα, καθώς ο μοναχός Ιώβ την αποκαλεί «λαχανευομένη». Παρά τις δοκιμασίες και τις κακουχίες ποτέ δεν έχασε την πίστη της στο Θεό. Μετά από πέντε χρόνια περιπλανήσεων τη Θεοδώρα λυπήθηκε και περιμάζεψε ένας ιερέας από την Πρένιστα, το σημερινό Κορφοβούνι, ένα ορεινό χωριό της Άρτας.

Η Θεοδώρα όμως ήταν πάρα πολύ αγαπητή στους Αρτινούς για την ευσέβεια και τη γλυκύτητα του χαρακτήρας της. Μόλις λοιπόν μαθαίνουν ότι ξαναβρέθηκαν τα ίχνη της και εξαγριωμένοι από την έκλυτη ζωή του Μιχαήλ οι Αρτινοί με προεξέχοντες τους άρχοντες της Άρτας απαιτούν την επιστροφή της. Κατόπιν αυτής τη λαϊκής απαίτησης και μη μπορώντας προφανώς να κάνει αλλιώς ο Μιχαήλ Β’ Κομνηνός-Δούκας «εξαναγκάζεται» να επαναφέρει στο παλάτι τη Θεοδώρα, την αποκαθιστά στο θρόνο ενώ η αρχόντισσα Γαγγρινή εκδιώκεται από τους Αρτινούς και εγκαταλείπει με τη σειρά της τη βασιλική αυλή.
Η βασίλισσα Θεοδώρα συνεχίζει και μάλιστα με μεγαλύτερο από πριν ζήλο το θεάρεστο έργο της και στις φιλανθρωπίες της ενώ αποκτά με το Μιχαήλ τέσσερα ακόμα παιδιά: τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα.Αυτή τη φορά όμως την ακολουθεί κατά πόδας και ο Μιχαήλ, ο οποίος προκειμένου να εξιλεωθεί για τη συζυγική του απιστία επιδίδεται σε πράξεις μετάνοιας. Οι πράξεις του αυτές είναι που γέμισαν την Άρτα με τα λαμπρά βυζαντινά μνημεία που θαυμάζουμε σήμερα. Ιδρύει τη Μονή της Κάτω Παναγιάς, κτήτορας της οποία φέρεται η Θεοδώρα, τη μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στο ομώνυμο χωριό των Τζουμέρκων και τη μονή του Αγίου Γεωργίου στην παλιά κάτω πόλη της Άρτας. Σ’ αυτήν την τελευταία θα μονάσει η βασίλισσα Θεοδώρα μετά το θάνατο του Μιχαήλ το 1270 κι επί 10 χρόνια μέχρι την κοίμηση της το 1280 ή το 1281 κατά άλλους μελετητές.

Η ανακήρυξή της ως Αγία έγινε από τους ίδιους τους Αρτινούς τιμώντας την αφοσίωση της στο Θεό αλλά και το μεγάλο φιλανθρωπικό της έργο. Ο τάφος της ήταν στο νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου ο οποίος πήρε στη συνέχεια το όνομα της.

Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου και είναι η πολιούχος – προστάτης Αγία της Άρτας. Το λείψανο της βρίσκεται ακόμα και σήμερα μέσα στο ναό σε μία κόγχη δεξιά του ιερού μέσα σε μία ασημένια λάρνακα, η οποία με μεγαλοπρεπή λιτανεία περιφέρεται στους δρόμους της πόλεως τη μέρα της εορτής της. Επίσης, η Αγία παριστάνεται και σε τοιχογραφία αριστερά της πύλης της προσκομιδής στο καθολικό της μονής της Κάτω Παναγιάς.




ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ14





0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου