Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου
Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 – 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο. Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α’ ο Θράξ (457 – 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.
Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ’ 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.
Ὁ Οἶκος
Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι’ ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.
Χιτὼν μὲν Υἱοῦ Χριστοφρουροῖς δημίοις.
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ Ἐσθῆτα Πανάγνου.
Πηγή: saint.gr
Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451 – 457 μ.Χ.), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο. Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α’ ο Θράξ (457 – 474 μ.Χ.), οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος έφεραν από τα Ιεροσόλυμα και την τίμια εσθήτα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο Λέων την παρέλαβε και την κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα.
Η εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820 μ.Χ. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 μ.Χ. κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434 μ.Χ. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ρήματα (τοῦ Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκά, θ’ 51.), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ἔνδυμα, τῶν οίκτιρμῶν σου, καὶ ἱμάτιον ἀθανασίας, τὴν ἁγίαν σου Ἐσθῆτα καὶ ἄφθαρτον, τῇ κληρουχίᾳ σου Κόρη δεδώρησαι, εἰς περιποίησιν πάντων καὶ σύναψιν. Ὅθεν Ἄχραντε, τὴν θείαν αὐτῆς κατάθεσιν, τιμῶντες εὐσεβῶς σὲ μεγαλύνομεν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθῆτά σου, μεθ᾽ ἧς τὸ ἱερόν, σῶμά σου ἐσκέπασας, σκέπη πάντων ἀνθρώπων, ἧς περ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοῶμεν φόβῳ σοι σεμνή· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ τῶν θαυμάτων ποταμοὶ Θεοτόκε, ἐκ τῆς πανσέπτου σου σοροῦ προερχόμενοι, ὡς ἐξ Ἐδὲμ ποτίζουσι τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, χάριτας προχέοντες, τοῖς πιστῶς σε τιμῶσιν· ὅθεν ἀνυμνοῦμέν σε, καὶ σεπτῶς εὐφημοῦμεν, καὶ εὐχαρίστως κράζομεν ἀεί· Χαῖρε ἡ μόνη, ἐλπὶς τῶν ὑμνούντων σε.
Ὁ Οἶκος
Τὴν καθαρὰν καὶ ἀληθῆ σκηνὴν τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὴν ἔμψυχον νεφέλην, καὶ στάμνον τὴν τοῦ Μάννα, τὴν Θεοτόκον Μαριάμ, πάντες οἱ σωθέντες διὰ τοῦ τόκου αὐτῆς ἐν πίστει μακαρίσωμεν, καὶ τὴν σεπτήν, Ἐσθῆτα προσπτυξώμεθα, ᾗπερ τὸν Δεσπότην περισχοῦσα, ὡς βρέφος ἐβάστασε φορέσαντα σάρκα, δι’ ἧσπερ τῶν βροτῶν ἡ φύσις ἐπήρθη πρὸς μετάρσιον ζωὴν καὶ βασιλείαν· ὅθεν γεγηθότες, κραυγάζομεν μεγαλοφώνως· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.
Μεγαλυνάριον
Τῆς ἀθανασίας τὸν χορηγόν, τέξασα Παρθένε, ἠθανάτισας τὸν Ἀδάμ· τοῦτο γοῦν δηλοῦσα, ἡ ἄφθαρτος Ἐσθής σου, φθορᾶς παθῶν λυτροῦται, τοὺς προσπελάζοντας.
Χιτὼν μὲν Υἱοῦ Χριστοφρουροῖς δημίοις.
Ἐσθὴς δὲ Μητρὸς χριστοφρουρήτῳ πόλει.
Δευτερίῃ κατέθεντο σορῷ Ἐσθῆτα Πανάγνου.
Πηγή: saint.gr
O Nαός της Παναγίας των Βλαχερνών της Πόλης και οι Βλαχέρνες της Ελλάδος.
01ΙΟΥΛ
Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών στην Πόλη.
Ο Ιερός Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών ή Βλαχερνίτισσας είναι από τα γνωστότερα ιερά της Παναγίας και ένα από τα σημαντικότερα Ορθόδοξα προσκυνήματα της Πόλης. Βρίσκεται στις Βλαχέρνες, στην περίφημη αυτή συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εκτός του ναού υπήρχε και βασιλικό παλάτι.
Ο Ναός έγινε γνωστός από την παλαιότατη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών που παριστάνει την Θεοτόκο όρθια δεομένη με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, έχοντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που σε ανάμνηση της βοηθείας της Θεοτόκου προς τους υπερασπιστές του Βυζαντίου εναντίον των Περσών και Ρώσων, γράφηκε ο γνωστός σε όλους Ακάθιστος Ύμνος. Από Βυζαντινούς συγγραφείς μαθαίνουμε για το απαράμιλλο κάλλος του Ναού, καθώς και τα άπειρα θαύματα της Παναγίας.
Ο Ναός έγινε γνωστός από την παλαιότατη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών που παριστάνει την Θεοτόκο όρθια δεομένη με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, έχοντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που σε ανάμνηση της βοηθείας της Θεοτόκου προς τους υπερασπιστές του Βυζαντίου εναντίον των Περσών και Ρώσων, γράφηκε ο γνωστός σε όλους Ακάθιστος Ύμνος. Από Βυζαντινούς συγγραφείς μαθαίνουμε για το απαράμιλλο κάλλος του Ναού, καθώς και τα άπειρα θαύματα της Παναγίας.
Το ιερό των Βλαχερνών το αποτελούσαν τρία κτίρια: Η κεντρική εκκλησία, το παρεκκλήσιο των λειψάνων και το «λοῦσμα». Η εκκλησία είχε το σχήμα της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής.
Το παρεκκλήσιο των λειψάνων ή παρεκκλήσιο της Αγίας σορού ήταν κυκλικό κτίσμα με νάρθηκα, που βρισκόταν στα νότια του ιερού του ναού. Φιλοξενούσε, εκτός από τα λείψανα, το ωμοφόριο της Θεοτόκου, το πέπλο της και την Τιμία Ζώνη.
Τὸ «λοῦσμα» επικοινωνούσε με το παρεκκλήσιο. Τὸ λοῦσμα στεγαζόταν με θόλο και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με εικόνες. Σε ειδική κόγχη βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας. Στη δεξαμενή κατέβαινε κάθε Παρασκευή ο αυτοκράτωρ και λουζόταν.
Ιστορία της Εκκλησίας
Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό μεταξύ 450-453. Επί Λέοντος Α’ του Θρακός (457-474) ο ναός ολοκληρώθηκε και απέκτησε λάμψη, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του «αγίου λούσματος» και του αγιάσματος. Τότε χτίστηκε κα το παρεκκλήσιο της Αγίας σορού για να δεχτεί το ωμοφόριο και την Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη το 473, με αποτέλεσμα ο ναός να γίνει το κυριότερο προσκυνηματικό κέντρο της Θεοτόκου στην Πόλη. Το ίδιο συνέβη και με την Αχειροποίητο εικόνα του Σωτήρος (το γνωστό Άγιο Μανδήλιο), το οποίο μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη από τον Ρωμανό τον Πρεσβύτερο από την Έδεσσα της Συρίας. Την ίδια περίοδο αφιερώθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως κτήματα.
Ο Ιουστινιανός επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α’ (518-527) τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα. Στον τύπο της βασιλικής υψώθηκε τρούλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες. Στα υπόγεια του Ναού υπήρχε το Άγιο Λούμα, σημερινό Αγίασμα. Κατά μία παλιά συνήθεια πήγαιναν οι Αυτοκράτορες την Παρασκευή της Γ’ των Νηστειών και λούζονταν στο Άγιο Λούμα. Ο Ιουστίνος ο Β’ (565-578) είχε προσθέσει δύο αψίδας, ενισχύοντας το σχήμα του σταυρού.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί.
Το γνωστότερο και σπουδαιότερο γεγονός είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626 όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιο του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον πατριάρχη Σέργιο (610-638) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα στον ιστορικό ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.
Στη διάρκεια της Εικονομαχίας επί Κωνσταντίνου Ε’ επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε Παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί «ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου», που γράφτηκε το 808, οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων. Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ’ Αργυρού.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.
Σε κάποια νεώτερη φάση ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός (1028-1034) διακόσμησε με χρυσό και ασήμι τα εσωράχια των τοξοστοιχιών. Το 1070 η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακαινίστηκε από τους αυτοκράτορες Ρωμανό Δ’Διογένη (1067-1071) και Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-1078). Ξανακαταστάφηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό το 1184. Μετά το 1204 καταλαμβάνουν το ναό των Βλαχερνών οι Λατίνοι μέχρις ότου ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) τον εξαγόρασε από τους Καθολικούς, όπως και πολλά μοναστήρια της Πόλης. Το 1348 Γενουάτες πειρατές με τις πολιορκητικές τους μηχανές προκάλεσαν ζημιές στο ιερό.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και εδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και εδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Κατά τον Φραντζή ο Ιερός Ναός κάηκε από κάποια αρχοντόπουλα που προσπαθούσαν να πιάσουν περιστέρια το 1434, λίγο πριν την άλωση, ενώ σώθηκε μόνο ο χώρος του αγιάσματος.
Ύστερα από την πυρκαγιά του 1434 και την Άλωση, τα πάντα ερειπώθηκαν και ερημώθηκαν. Η φήμη και ο πλούτος του ιερού εξαφανίστηκαν. Η περιοχή περιήλθε με την Άλωση στους Οθωμανούς μέχρι το 1858. Τη χρονιά αυτή η περιοχή του αγιάσματος αγοράστηκε από την Ορθόδοξη συντεχνία των γουναράδων. Ακόμη η συντεχνία αγόρασε διάφορα οικόπεδα γύρω από το αγίασμα, προκειμένου να είναι εύκολη η επέκταση του ναϊδρίου που υπήρχε πάνω από το αγίασμα. Παράλληλα από το 1856 μέχρι το 1866 το ναΐδριο σταδιακά επεκτάθηκε, με ευθύνη της συντεχνίας. Το έτος αυτό (1866) ο Πατριάρχης Σωφρόνιος αποφάσισε να κατασχέσει το αγίασμα με το ναό και να τα θέσει υπό την ευθύνη του Πατριαρχείου.
Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. Υπό την ευθύνη του τότε πατριάρχη Αθηναγόρα ο ναός ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουνίου 1960. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε το 1964, με θέματα από την ιστορία του ναού. Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.
Η εικόνα
Παναγία η Βλαχερνίτισσα είναι ο χαρακτηρισμός της παλαιοτάτης και θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Η εικόνα παριστάνει την Θεοτόκο όρθια, μετωπική, σε στάση δεομένης, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, φέροντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους το 626 η εικόνα της Θεοτόκου της Βλαχερνίτισσας, έσωσε την πόλη από τον κίνδυνο και κατόπιν εψάλη στο ναό ο Ακάθιστος Ύμνος.
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας καλύφτηκε η εικόνα μέσα στον νότιο τοίχο του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ (741-775) για να εξουδετερωθεί η προς εκείνη αποδιδόμενη τιμή από τους Βυζαντινούς, όμως αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (11ος αιώνας).
Με την εικόνα της Βλαχερνίτισσας συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν από το πρόσωπο της Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η Κομνηνή.
Α.Παναγία η Βλαχέρνα της Αρτας
Ιδρύθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα ως τρίκλιτη θολωτή βασιλική και μετασκευάστηκε σε τρουλλαίο στα μέσα του 13ου αιώνα από τον Μιχαήλ Β΄ Δούκα Κομνηνό. Πήρε το όνομά της από την Παναγία των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη .
Βορειοανατολικά της Άρτας στην απέναντι όχθη του Αράχθου ποταμού και σε μικρή απόσταση από αυτή, βρίσκεται το μικρό γραφικό χωριό Βλαχέρνα, χτισμένο στους πρόποδες της λοφοσειράς της Κουκουναριάς και οφείλει την ονομασία του στον περίφημο βυζαντινό ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη.
Το ναό της Παναγίας των Βλαχερνών ιδρύθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα ως τρίκλιτη θολωτή βασιλική και μετασκευάστηκε σε τρουλλαίο στα μέσα του 13ου αιώνα από τον Μιχαήλ Β΄ Δούκα Κομνηνό. Συμερα παρά τις φθορές και τις αλλοιώσεις που του έχει προκαλέσει ο χρόνος ασκεί μια ξεχωριστή γοητεία, όχι τόσο για την πρωτότυπη αρχιτεκτονική του, όσο για το μεγάλο όνομα και την ιστορία που κουβαλάει
Ο χρόνος μα και οι ατυχείς επεμβάσεις των ανθρώπων άφησαν παντού τα σημάδια τους, με αποτέλεσμα να έχει χάσει ο ναός σημαντικό μέρος απ’ την παλιά εσωτερική του λαμπρότητα..Το τέμπλο του ναού είναι ξύλινο και αντικατέστησε το μαρμάρινο, που καταστράφηκε επί Τουρκοκρατίας., αποτελείται από πολλά κομμάτια διαφορετικά μεταξύ τους και χωρίς συνοχή, το μεγάλο ύψος του εμποδίζει τη θέα της Πλατυτέρας και των άλλων τοιχογραφιών στην κόγχη του Ιερού.
Ο φωτισμός του ναού γίνεται κυρίως από τα παράθυρα του τρούλλου στο μεσαίο κλίτος και από αυτά των περιμετρικών πλευρών. Έτσι δημιουργείται ένας ήπιος φωτισμός, όπως αρμόζει σε καθολικό μονής.
Απ’ το παλιό μαρμάρινο δάπεδο σώθηκαν ακέραια μερικά ορθογώνια ή τετράγωνα πλαίσια γεμισμένα με μικρά ποικιλόχρωμα φυτευτά μάρμαρα. Το εντυπωσιακότερο απ’ αυτά είναι το ψηφιδωτό ομφάλιο στο μεσαίο κλίτος: Είναι στολισμένο με πέντε συμπλεκόμενους κύκλους (συμβολική απεικόνιση των πέντε άρτων) απ’ τους οποίους οι τέσσερις ακραίοι περιέχουν ψηφιδωτή διακόσμηση με διάφορα θέματα (φυτικά, γεωμετρικά) ο δε κεντρικός περιέχει δικέφαλο αετό, του οποίου μόνο τα πόδια και η ουρά είναι απ’ την αρχική σύνθεση, ενώ τα υπόλοιπα μέρη συμπληρώθηκαν αργότερα και μάλιστα κακότεχνα.
Στη δυτική πλευρά του κυρίως ναού στο βόρειο και νότιο τοίχο υπάρχουν δύο ορθογώνιοι τάφοι, οι οποίοι ανήκουν σε μέλη της οικογένειας των Κομνηνοδουκάδων. Δυστυχώς οι τυμβωρύχοι κατέστρεψαν την αρχική γλυπτική διακόσμηση των τάφων. Διασώθηκε μόνο η οριζόντια ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα του βορείου τάφου και σκόρπια κομμάτια που φυλάσσονται στο μουσείο. Ο νότιος τάφος, που είναι περισσότερο ογκώδης, διατηρούσε ανάγλυφη διακόσμηση σ’ όλες τις πλευρές του. Δυστυχώς έχουν αποκολληθεί οι μαρμάρινες αυτές γλυπτές παραστάσεις και έχουν αντικατασταθεί με τσιμεντένια επένδυση.
Ο Τάφος του Μιχαήλ Άγγελου Δούκα Κομνηνού
Απ’ το παλιό μοναστήρι μόνο ο ναός σώζεται ακέραιος, ενώ τα γύρω εγκαταλειμμένα κελλιά, ο περιβολότοιχος και ο πυλώνας είναι κτίσματα του περασμένου αιώνα (συγκεκριμένα ο ωραίος τοξωτός πυλώνας κτίστηκε το 1833). Μέχρι το 1814 ο ναός τιμόνταν στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου, από τότε όμως τιμάται στη μνήμη της κατάθεσης της Τίμιας Εσθήτας της Παρθένου και πανηγυρίζει στις 2 Ιουλίου. Σήμερα λειτουργεί ως ενοριακός ναός του χωριού, στο οποίο έδωσε και την επωνυμία του. Τα κελιά της Παναγίας των Βλαχερνών
Η είσοδος στον κυρίως ναό γίνεται από μια χαμηλή πόρτα στη δυτική πλευρά δια μέσου του νάρθηκα. Πάνω από τη είσοδο υπάρχει μία μαρμάρινη πλάκα που αναπαριστάνει τον άγγελο Γαβριήλ.
Οι τάφοι
Κοντά στις δυτικές γωνίες του κυρίως ναού υπάρχουν δύο απέριττοι κιβωτιόσχημοι τάφοι, που αποτελούν το ιδιαίτερο γνώρισμα του μνημείου και που παλιά λάμπρυναν το εσωτερικό του. Δυστυχώς η αρπακτικότητα των κατά καιρούς τυμβωρύχων κατέστρεψε την αρχική γλυπτή διακόσμηση των τάφων. μόνο η οριζόντια ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα του βόρειου τάφου σώθηκε στη θέση της και σκόρπια κομμάτια τα οποία φυλάσσονται στο μουσείο. Ο νότιος τάφος διατηρούσε μέχρι το 1936 εντειχισμένη ανάγλυφη διακόσμηση σ’ όλες τις πλευρές του, όμως τα κομμάτια που την αποτελούσαν ήταν τόσο ανόργανα τοποθετημένα, ώστε εύκολα καταλάβαινε κανείς ότι δεν ήταν η αρχική, αλλά προερχόταν από κάποια μεταγενέστερη ανασύνθεση του τάφου. Τέτοια ανασύνθεση έγινε το 1896, όταν ο μητροπολίτης Πρέβεζας άνοιξε τον τάφο για έρευνα. Το 1936 ο Ορλάνδος ξανάνοιξε τον τάφο και βρήκε μέσα πολλά σπασμένα κομμάτια της παλιάς διακόσμησης, απ’ τα οποία σημαντικότερο είναι ένα που φέρει παράσταση δικέφαλου αετού -ένδειξη ότι πρόκειται για βασιλικό τάφο, αφού γνωρίζουμε ότι ο δικέφαλος αετός ήταν το έμβλημα των δεσποτών της Ηπείρου. Κατά τη διάλυση του τάφου βρέθηκαν κτισμένα και ενεπίγραφα κομμάτια (θραύσματα), γεγονός που οδήγησε τον ερευνητή στην υπόθεση ότι αρχικά και αυτός ο τάφος καλυπτόταν από ενεπίγραφη πλάκα, η οποία αντικαταστάθηκε το 1896 απ’ την επίσης παλιά ανάγλυφη πλάκα που βλέπουμε και σήμερα. Απ’ το κείμενο των σωσμένων κομματιών δεν βγαίνει ολοκληρωμένο νόημα.
Η επιγραφή του βόρειου τάφου είναι ένα έμμετρο ελεγειακό επίγραμμα, χαραγμένο σε δύο στήλες, απ’ τις οποίες μόνο η μία σώζεται ακέραιη, και οι 32 στίχοι τους δε διαβάζονται κανονικά αλλά εναλλάξ (δηλαδή ένας στίχος απ’ την αριστερή και ένας απ’ τη δεξιά στήλη, στο σχήμα α.β ) Το κείμενο έχει ως εξής:
γ.δ
“Αδελφεόν το χρήμα τούτο του τάφου
……………..53
η ψαλμική κέκραγε του ΔΑΔ (=Δαυίδ) λύρα
…………….
5. πλην ουκ απεικός ου [δε] τη φύσει ξένον
……………..
καν πικροδακρύφυρτος εστίν αιτία
………………
μήτηρ γαρ ημίν μία και νηδύς μία
10. εις φως πα[ρήξε]…..
η βασίλισσα Δούκαινα Θεοδώρα
……………..
εν φιλότητι γνησιοστοργουμένη.
………………
15. Γη και τάφος χωρεί με διπλώ τω μόρω
……………..
αρχαίς αναλογούντος ημίν του τέλους
…………….
και κατάλληλον του Θεανθρώπου φέρω
20. σ……………
ενός γένους δήλωσις, αγνείας μίας
η…………….
το ψαλμικόν πρόασμα του Δα(υί)δ μέλος
ως……………..
25. ως ταυτοκοιτάσαιμι τη τάφου κλίνη
ζω……………..
κατά μόνας οικήσομεν των πνευμάτων
σω…………….
ανεσπέρου, γης κοιλία της πανδόχου
30. Εω……………
φαεινόμορφος τω προς αέρα δρόμω
ηξ…………….
Απ’ την ανάγνωση της επιγραφής συμπεραίνεται ότι στο βόρειο τάφο θάφτηκαν οι δύο γνήσιοι γιοι του δεσπότη Μιχαήλ Β΄ και της βασίλισσας Θεοδώρας, Ιωάννης και Μιχαήλ, οι οποίοι εικάζεται ότι αλληλοσκοτώθηκαν για προσωπικούς λόγους.
Απ’ τα κείμενα των 11 σωσμένων μικρών κομματιών του νότιου τάφου και την ανάγλυφη παράσταση δικέφαλου αετού που βρέθηκε στο εσωτερικό του, εικάζεται ότι εκεί ήταν θαμμένος ο ίδιος ο δεσπότης Μιχαήλ Β΄ Δούκας Κομνηνός. Έτσι η μονή της Βλαχέρνας αναδεικνύεται σε μαυσωλείο των δεσποτών της Ηπείρου του 13ου αιώνα. Μέσα στους κόλπους της παίχθηκε η τελευταία πράξη μιας μακράς και λαμπρής δεσποτείας που έδωσε στη βυζαντινή Άρτα την πολιτιστική της φυσιογνωμία, αν κρίνουμε απ’ τα τόσα αξιόλογα μνημεία που μας κληροδότησε.
Σήμερα ο ναός, παρά τις φθορές και τις αλλοιώσεις που του έχει προκαλέσει ο χρόνος, κρατά τον επισκέπτη σε μια ευλαβική προσήλωση και τον κάνει να αναρριγά όταν βρίσκεται μπροστά στις σαρκοφάγους των εργατών της δόξας του Δεσποτάτου, της οποίας εξαίρετο δείγμα αποτελεί και ο περικαλλής ναός της Παναγίας της Βλαχερνιτίσσης, ή της Παναγίας της Βλαχιόρινας, όπως επικράτησε να τον λένε οι Αρτινοί.
(Κείμενα και εικόνες από το βιβλίο του Κων/νου Θ. Γιαννέλου «Τα Βυζαντινά Μνημεία της Άρτας»)
Β.Ιερά Μονή Βλαχερνών Καστανιάς Αρκαδίας.
(Απόσπασμα από το βιβλίο ΤΟ «ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ» ΤΗΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ, «ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΒΛΑΧΕΡΝΑ» του Δημητρίου Β. Δρακόπουλου-1994)
ΠΑΛΑΙΑ ΜΟΝΗ
Εις το «Μοναστηράκι» αυτό της Καστανιάς, εντός κοίλου σπηλαίου εις υψόμετρον 1200μ. ασκήτευσεν ο ιδρυτής του, ιερομόναχος Λεόντιος το όνομα, από την Στεμνίτσαν της Γορτυνίας, της οικογένειας των Πασομεναίων. Πότε ακριβώς ασκήτευσε δεν είναι γνωστόν. Ουδέν λείψανον και σχετικόν στοιχείον της παλαιάς Μονής υπάρχει, πλην του τάφου του, που ευρίσκεται εις το μέσο του σημερινού Ναού και της Αγίας Εικόνος.
ΝΕΑ ΜΟΝΗ
Το έτος 1902 εκτίσθη ο Ναός της Νέας Μονής, επ΄ ονόματι της «Καταθέσεως της τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου εν Βλαχέρνοις», ως «Παναγία η Βλαχέρνα» και της «Ζωοδόχου Πηγής». Άνω της εισόδου του Ναού είναι εντοιχισμένη από της κτίσεως μαρμάρινη πλάκα, που φέρει χαραγμένον σταυρόν, την χρονολογία 1902-έτος κτήσεως- και τα γράμματα Β.Δ., αρχικά του ονοματεπώνυμου του κτίτορος Βασιλείου Δρακοπούλου του Αναστασίου. Ούτως εγεννήθη το 1866 εν Μπεζενίκω (Βλαχέρνα σήμερον) από γονείς γεωργοποιμένας, των οποίων ακολούθησε το επάγγελμα. Από την νεότητα του ασχολείτο εις το όρος Καστανιά με το ποίμνιό του και με την καλλιέργειαν και βελτίωσιν των αγρών του, που είχεν εις το όρος και άλλας περιοχάς του χωρίου του.
Η Μοναχή Μαγδαληνή.
Το έτος 1933 εκτίσθη το κελλί με προσωπικήν εργασίαν του Βασιλείου Αν. Δρακοπούλου, του Παναγιώτου Γ. Δρακοπούλου και μελών των οικογενειών των και με χρηματικήν συνδρομήν από έρανον, τον οποίον έκαμεν η τότε μονάζουσα Μαγδαληνή, με την βοήθειαν της Αικατερίνης χήρας Βασ. Καρούντζου. Η μοναχή Μαγδαληνή, κατά κόσμον Κατίνα Λαμπρινοπούλου, κατήγετο από την Βυτίναν και έμεινεν εις την Μονήν επί δύο περίπου έτη.
Γ.Παναγία η Βλαχέραινα στα Κορνάτα της Κέρκυρας.
Μία μικρή αλλά γραφική εκκλησία, στα όμορφα Κορνάτα στην Κέρκυρα. Το όνομα «Βλαχέραινα» κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη όπου εκεί υπήρχε μεγάλο ονομαστό μοναστήρι. Ο τύπος της εικόνας αυτής φέρνει το προσωνύμιο «Παναγιά Βλαχέραινα» γιατί αντιγράφει παλιότερο πρότυπο εικόνας, που υπήρχε στην εκεί Μονή.
Η τιμή της «Παναγίας της Βλαχέραινας» είναι αρκετά διαδομένη στην Κέρκυρα. Η ύπαρξη πληθώρας ναών αφιερωμένων στην Παναγία τη Βλαχέραινα σημασιοδοτεί μία παλαιότατη παράδοση για το νησί που ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους!
Στις 2 Ιουλίου γιορτάζει πάντα, η Παναγιά η Βλαχέραινα που βρίσκεται στα όμορφα Κορνάτα, στο παλιό χωριό Σταυρός, που η ίδρυση του ανάγεται πριν τον 15ο αιώνα, ενώ οι πρώτοι οικιστές του, πιστεύεται ότι κατάγονται από τους ακόμα παλαιότερους Βυζαντινούς χρόνους των Kομνηνών όπου και εγκατέστησαν στρατιώτες στην περιοχή. Έτσι δικαιολογείται και η διάσωση της παλιάς «Aυτοκρατορικής» λατρείας, της «Βυζαντινής Παναγιάς των Βλαχερνών» στα Κορνάτα.
Αν και δεν είναι σίγουρο ότι η Παναγιά η Βλαχέραινα εικονίζονταν με ένα συγκεκριμένο εικονογραφικό τύπο διασώζονται κάποιες εικόνες που παρουσιάζουν την Παναγία να φέρει στο κέντρο στην αγκαλιά της (ή σαν σε «μετάλλιο») το βρέφος Ιησού (Σινά 600 μ.Χ.). Άλλοι πάλι μελετητές θεωρούν ότι η «Βλαχερνιώτισσα» μάλλον ήταν μία «Oδηγήτρια». Στα μετά βυζαντινά χρόνια, ως «Βλαχερνιώτισσα», εκτός από «Οδηγήτριες» βρίσκουμε και άλλου τύπου εικονογραφικού τύπου εικόνες, όπως… «Καρδιώτισσες», «Γλυκοφιλούσες» κλπ. Προφανώς η προσωνυμία «Βλαχερνιώτισσα», από τα βυζαντινά χρόνια, χαρακτηρίζει περισσότερο «τόπο προέλευσης και λατρείας»… παρά εικονογραφικό τύπο εικόνας.
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου