Βίος της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος
Παρασκευής
Καταγωγή, γέννηση και ανατροφή
Κατά το α΄ μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα στην αρχαία κοσμοκράτειρα Ρώμη, ζούσε και το γεμάτο χριστιανική ευσέβεια ζεύγος του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Αν και πλούσιοι δεν ζούσαν
όπως οι σύγχρονοι τους, με διασκεδάσεις και σπατάλες. Μέριμνα τους καθημερινή ήταν η ελεημοσύνη των φτωχών, η ανακούφιση των ασθενών, η υποστήριξη χηρών και ορφανών.
Ένιωθαν όμως και μια λύπη: Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά! Γι’ αυτό και αδιάκοπα προσεύχονταν στον Κύριο να τους χαρίσει έστω και ένα παιδί. Και για να ενισχύσουν το αίτημα τους,
πολλαπλασίαζαν τις φιλανθρωπίες τους. Και, ώ του θαύματος η αρμονική και ευσεβής συζυγία τους, με τη χάρη του Θεού που εισακούει τις προσευχές των πιστών, απέκτησε τον
καρπό της. Η Πολιτεία έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. το όποιο, επειδή γεννήθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, ονόμασαν Παρασκευή.
Η μητέρα της Πολιτεία την κατηύθυνε σε έργα θεάρεστα, την ανέτρεφε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», της μάθαινε τα ιερά γράμματα, την οδηγούσε στην εκκλησία. Όταν δε
έφθασε στην εφηβική και την πρώτη νεανική ηλικία, παρά τη σωματική ωραιότητα της, ελκύσθηκε η ψυχή της από τον παρθενικό βίο και, καθώς αναφέρουν οι βιογράφοι της
«όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι όποιοι είναι οδός τον έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών», αλλά και καθετί που θα στεκόταν εμπόδιο στην κατά Χριστόν ζωή.
Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Όταν η Παρασκευή έφθασε στην ηλικία των 20 χρόνων, ο Κύριος της ζωής και του θανάτου κάλεσε κοντά του τους γονείς της. Εκείνη έμεινε μόνη και κάτοχος της μεγάλης πατρικής
περιουσίας. Όπως και πριν, πολλαπλασιάστηκαν οι προτάσεις γάμου εκ μέρους πολλών νέων αντρών. Η Παρασκευή όμως δεν συγκινήθηκε απ’ αυτές. Πούλησε όλη την περιουσία
της και μοίρασε το αντίτιμο της στους φτωχούς, τους εμπερίστατους, τις χήρες και τα ορφανά, ένα δε μέρος το πρόσφερε «εἰς κοινόν ταμεῖον παρθένων, αἵ ὁποῖαι ἔζων ὁμού,
ἀφιερωμέναι εἰς τά ἔργα τοῦ ἐλέους καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου».
Η ίδια αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην προσευχή, την ελεημοσύνη, τη διάδοση των αληθειών της χριστιανικής πίστης. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες που την άκουγαν
προσελκύονταν στην χριστιανική πίστη, απαρνούμενοι τα είδωλα.
Αυτό όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή και το φθόνο των φανατικών εθνικών και των Ιουδαίων. Οι οποίοι έσπευσαν να καταγγείλουν το γεγονός στον αυτοκράτορα
Αντωνίνο, λέγοντας του ότι «κάποια γυναίκα, που λέγεται Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησού, τον Υιό της Μαρίας» και υποστηρίζει πως «αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός.
Ενώπιον του αυτοκράτορα
Ακούγοντας την καταγγελία αυτή ο Αντωνίνος θύμωσε πολύ να συλλάβουν την Παρασκευή. Ο Αντωνίνος προσπάθησε με κολακείες και υποσχέσεις να την πείσει ν’ αρνηθεί τη
χριστιανική πίστη και να προσέλθει στην εθνική θρησκεία της πολυθείας. Βρέθηκε όμως μπροστά σε μια ψυχή με ανδρείο φρόνημα και ακλόνητη πίστη στο Χριστό. Έβλεπε ότι δεν
επηρεάζεται από τα λόγια του. Αλλά στα κολακευτικά του λόγια απάντησε η Παρασκευή: «Μη νομίσεις, βασιλιά, ότι με τις κολακείες αυτές ή με παρόμοιους φοβερισμούς θα αρνηθώ
τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, διότι δεν υπάρχει κανένας βασανισμός, ούτε τιμωρία, ούτε παιδεμός, που να με χωρίσει από την αγάπη του».
Τα πρώτα μαρτύρια της Αγίας
Ακούγοντας αυτά ο αυτοκράτορας διέταξε τον βασανισμό της. Πύρωσαν μέσα σε δυνατή φωτιά μια σιδερένια περικεφαλαία. Όταν αυτή κοκκίνισε την τοποθέτησαν στο κεφάλι της
αθλήτριας του Χριστού. Ο Κύριος όμως έκανε το θαύμα του και την προστάτεψε.
Τότε πολλοί ειδωλολάτρες που είδα το θαύμα αυτό πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν την αλλαγή τους αυτή μπροστά στο αυτοκράτορα. Ο οποίος και εξαιρετικά θυμωμένος
διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τη δε Παρασκευή να κλείσουν σε φυλακή.
Ο Συναξαριστής της αναφέρει ότι γύρω στα μεσάνυχτα εμφανίσθηκε μπροστά στην Αγία άγγελος Κυρίου. Κρατούσε στα χέρια του φωτεινό σταυρό, κάλαμο, σπόγγο και στεφάνι
και είπε προς αυτήν: «Χαῖρε, Παρασκευή, ἀθληφόρε τοῦ Κυρίου! Μή φοβᾶσαι τά βασανιστήρια τοῦ αὐτοκράτορα. Διότι ὁ Κύριος πού καταδέχθηκε νά σταυρωθεῖ γιά τή σωτηρία
τῶν ἀνθρώπων, θά εἶναι βοηθός καί θά σέ λυτρώσει ἀπό κάθε μελλοντική δοκιμασία σου». Αυτά της είπε ο άγγελος κι αφού την έλυσε από τα δεσμά πέταξε στους ουρανούς.
Η δε Παρασκευή, γεμάτη θάρρος και γαλήνη στην καρδιά της, συνέχισε να υμνεί και να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό της.
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας δίνει εντολή να κρεμάσουν την Παρασκευή από τα μαλλιά της σ’ ένα όρθιο ξύλο και με λαμπάδες αναμμένες να καίνε τις μασχάλες και άλλα
μέλη του σώματος της. Όμως ο Ιησούς Χριστός τη διαφύλαξε σώα και αβλαβή. Εκείνη προσευχόταν, ενώ ελεεινολογούσε τους ψεύτικους θεούς των ειδωλολατρών.
Το θαύμα που την ανέδειξε προστάτιδα των ματιών
Βλέποντας αυτά διέταξε λοιπόν να βράσουν δυνατά σε ένα μεγάλο καζάνι λάδι και πίσσα και να ρίξουν μέσα την Παρασκευή. Και πάλι όμως η παντοδύναμη πρόνοια του Θεού την
λύτρωσε. Απορημένος ο αυτοκράτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Πλησίασε λοιπόν στο καζάνι και απευθυνόμενος στην μάρτυρα του Χριστού της είπε: «Ράντισε με, με το λάδι
αυτό, για να διαπιστώσω αν πραγματικά είναι καυτό, όπως και η πίσσα. Γιατί νομίζω ότι βλέπω κάτι που μοιάζει με φαντασία, αφού δεν κατακαίεσαι».
Η αγία Παρασκευή συμμορφώθηκε. και με τη χούφτα της έριξε στο πρόσωπο του λάδι και πίσσα. Αμέσως ο βασιλιάς έχασε το φως των ματιών του. Πανικοβλημένος φώναξε
δυνατά: «Ἐλέησον μέ, δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί δός μοί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί πιστεύσω εἰς τόν Θεόν, ὄν σύ κηρύττεις». Πράγματι, η αγία Παρασκευή προσευχήθηκε
στο Σωτήρα Χριστό. Ο Αντωνίνος πίστεψε, ξαναβρήκε το χαμένο φως και μαζί μ’ αυτόν αρκετοί αξιωματούχοι της Ρώμης προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη, όπως αναφέρει η
Παράδοση. Έκτοτε η μεν αγία Παρασκευή θεωρείται από τους χριστιανούς ως προστάτιδα των ματιών και των τυφλών, ο δε αυτοκράτορας διέταξε να πάψουν οι διωγμοί κατά των
χριστιανών και άφησε ελεύθερη την αθλήτρια του Χριστού.
Διαδίδει τη χριστιανική πίστη σε άλλες περιοχές
Ύστερα από το γεγονός τούτο η φλογερή Ιεραπόστολος Παρασκευή επεξέτεινε τη δράση της σε άλλες περιοχές, πέρα της Ρώμης. Στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Αντωνίνος και στο
θρόνο της κοσμοκράτειρας Ρώμης ανέβηκε ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.). Νέοι διωγμοί ξέσπασαν κατά των χριστιανών. Έτσι, όταν η Αγία μας βρέθηκε σε κάποια πόλη,
στην οποία διοικητής ήταν ο Ασκληπιός, συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του για να δικαστεί, επειδή κήρυττε αντίθετη προς των ειδωλολατρών πίστη.
Απαλλάσσει μια πόλη από το φοβερό δράκοντα
Ο Ασκληπιός έδωσε εντολή να μεταφέρουν την ομολογήτρια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στο μεγάλο και φοβερό δράκοντα που έμενε έξω από την πόλη και ήταν ο φόβος
και ο τρόμος των κατοίκων. Σ’ αυτόν έριχναν για τροφή τους καταδίκους και τους χριστιανούς.
Όταν η Αγία πλησίασε στο σημείο που έμενε ο δράκοντας, εκείνος βρυχήθηκε άγρια και έβγαλε από τα ρουθούνια του καπνό και φλόγες από το στόμα του, σα να ήθελε να την
καταπιεί. Εκείνη όμως του είπε αυστηρά: «Θηρίο πονηρό, ήρθε η ώρα του αφανισμού σου, γιατί πολλούς μέχρι τώρα κατασπάραξες χωρίς λόγο». Και μόλις έκανε το σημείο του
σταυρού και φύσηξε προς τον δράκοντα, ώ του παραδόξου θαύματος! Ο τρομερός εκείνος δράκοντας σφύριξε δυνατά στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του και άνοιξε στα δύο!
Το μέγα τούτο θαύμα συγκλόνισε τον Ασκληπιό, τους άλλους αξιωματούχους και το πλήθος που παρακολουθούσε τα γενόμενα. Και συνετέλεσε στο να πιστέψουν στο Θεό της
Αγίας Παρασκευής και αργότερα να βαπτισθούν.
Νέα μαρτύρια με εντολή του Ταρασίου
Η Αγία συνέχισε το έργο της και έφθασε σε άλλη περιοχή, διοικητής της οποίας ήταν ο Ταράσιος. Χωρίς να χάνει χρόνο άρχισε να μιλάει για τον Ιησού Χριστό και να προσελκύει
κοντά του τους καλοπροαίρετους εθνικούς. Σύντομα το νέο έφτασε στ’ αυτιά και του Ταρασίου έδωσε εντολή να την συλλάβουν. Ο οποίος διέταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο χάλκινο
δοχείο με λάδι, πίσσα, και μόλυβδο. Να βάλουν από κάτω δυνατή φωτιά και όταν αρχίσει να κοχλάζει το μίγμα, να ρίξουν μέσα την αγία Παρασκευή. Πράγμα που έγινε αμέσως.
Αλλά ο Θεός έκανε και πάλι θαύμα μέγα, έστειλε τον άγγελο του και τη μεν φλόγα έσβησε τελείως, τα δε κοχλάζοντα τρία στοιχεία του μίγματος τα έκανε πιο κρύα από το νερό.
Κι ενώ αρκετοί από τους παρόντες ομολογούσαν πίστη στο Θεό της Αγίας, ο σκληρόκαρδος Ταράσιος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να συνεχίσουν με το βασανιστήριο
του τανύσματος. Την κάρφωσαν στο δάπεδο με τεντωμένα τα τέσσερα άκρα της και τοποθέτησαν επάνω στο στήθος της βαριά πλάκα!
Κι ενώ η οσιοπαρθενομάρτυς υπέμεινε και προσευχόταν, «φαίνεται προς αυτήν ο Χριστός», καθώς αναφέρει ο Συναξαριστής, δορυφορούμενος από πλήθος αγγέλων και
αρχαγγέλων και της είπε: «Χαῖρε, Παρασκευή, καλιπάρθενε. Μή δειλιάσεις στά βασανιστήρια, γιατί ἡ χάρη μου θά εἶναι μαζί σου, γιά νά σέ σώζει ἀπό κάθε πειρασμό. Δεῖξε
λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί θά ἔρθεις στήν αἰώνια βασιλεία, κοντά μου». Και λέγοντας αυτά, θεράπευσε τις πληγές της και την απελευθέρωσε από τα δεσμά της.
Το επόμενο πρωί οδήγησαν και πάλι την Αγία ενώπιον του Ταρασίου. Έκπληκτος εκείνος, όταν την αντίκρυσε υγιή, απέδωσε την επούλωση των πληγών της στους θεούς των
Ρωμαίων και την κάλεσε να προσέλθει στο ναό τους, να τους προσκυνήσει και να λάβει μεγάλες δωρεές από τον ίδιο. Η Παρασκευή του απάντησε: «Δεν μου έδωσαν την υγεία οι
θεοί σου, οι ψεύτικοι και ανύπαρκτοι, αλλά ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, στον όποιο πιστεύω και αυτόν λατρεύω». Έπειτα δέχθηκε να μεταβούν μαζί στο ναό των ειδώλων.
Τους ακολούθησαν πολλοί αξιωματούχοι και πλήθος εθνικών, νομίζοντας ότι η Παρασκευή θα πρόσφερε θυμίαμα στα είδωλα. Όμως διαψεύσθηκαν!
Πέφτουν και συντρίβονται τα είδωλα
Μόλις μπήκαν στο ναό η Αγία απευθυνόμενη προς το είδωλο του Απόλλωνα, έκανε το σημείο του σταυρού. Το δαιμόνιο που βρισκόταν μέσα στο άγαλμα, φώναξε δυνατά:
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε και κανένας άλλος από μας. Μόνος αληθινός Θεός είναι αυτός που κηρύττει η Παρασκευή...». Και στη στιγμή όλα τα είδωλα , που βρίσκονταν στο ναό
κατέπεσαν και συντρίφτηκαν στο δάπεδο.
Αγανακτισμένοι οι ιερείς των ειδώλων όρμησαν κατά της Αγίας και σπρώχνοντας την, την έβγαλαν έξω από το ναό, ζητώντας από τον Ταράσιο να δώσει τέρμα στη ζωή της, για να
μη προξενηθεί μεγαλύτερο κακό στην εθνική θρησκεία. Πράγματι, ο Ταράσιος έβγαλε αμέσως διαταγή για τον αποκεφαλισμό της.
«Ξίφει τελειούται»
Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους την καλλιπάρθενο αθλήτρια του Χριστού Παρασκευή και την οδήγησαν έξω από την πόλη για να την αποκεφαλίσουν. Εκείνη, όταν έφτασαν στο
καθορισμένο σημείο, ζήτησε να της επιτρέψουν να προσευχηθεί στον ουράνιο Νυμφίο της. Κι ενώ προσευχόταν παραδίδεται ότι ακούστηκε φωνή μυστηριώδης από τους ουρανούς
που έλεγε: «Άκουσα την προσευχή σου, Παρασκευή, και θα γίνει αυτό που ζήτησες».
Η οσιομάρτυς έσκυσε το κεφάλι της με πνευματική χαρά και αποκεφαλίστηκε από έναν στρατιώτη. Και η μεν ψυχή της ανήλθε στους ουρανούς, το δε τίμιο και αγιασμένο διά των
μαρτυρίων σώμα παρέλαβαν κάποιοι από τους χριστιανούς και το έθαψαν με τιμή και ευλάβεια ο Θεός όμως, βραβεύοντας την οσιομάρτυρα αγία Παρασκευή, έδωσε και γίνονταν
θαύματα σε πολλούς που προσέρχονταν στον τάφο της με πίστη και επικαλούνταν τη χάρη της.
Ταῖς αὐτῆς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σωσον ἠμᾶς!
Ἀπολυτίκιον
Τήν σπουδήν σου τή κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τήν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή Ἀθληφόρε·
ὅθεν προχέεις ἰάματα, καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ο βίος του Αγίου Ερμολάου του ιερομάρτυρα του ιαματικού
του Ιωσήφ Αγαπητού
Επιμέλεια του Πνευματικού Κέντρου Ιερού Ναού Αγίου Ερμολάου
Παλαιοκήπου- 81106 Μυτιλήνη
Αναμφισβήτητα
τα συναξάρια, οι βίοι των Μ. Αγίων μας, οι Ιερές τους Ακολουθίες, είναι
η πνευματική τροφή πού τρέφει τις ψυχές των πιστών. Σε συνδυασμό με την
προσευχή προτρέπουν, παρακινούν, παραδειγματίζουν, κατανύγουν ακόμα,
τους αναγνώστες τους και τους ωθούν σ” ένα πνευματικό ανέβασμα της
κλίμακας των αρετών και της κατά Χάριν Θεώσεως.
Δε μπορεί
κανείς να ταξινομήσει σε μικρούς ή μεγάλους σε σημαντικούς ή λιγότερο
σπουδαίους, τα εκατομμύρια των Αγίων της Εκκλησίας μας. Η μοναδική
ταξινόμηση είναι εκείνη πού η Εκκλησία άπ” αρχής έχει καθιερώσει και η
οποία καθορίζεται βάσει της ιδιότητας, του τρόπου με τον όποιον εβίωσαν,
του τρόπου επίσης με τον όποιον ετελείωσαν τη ζωή τους, την άθληση του
μαρτυρίου τους.
Έτσι στη
χωρία των Αγίων μας έχουμε τους Αποστόλους, τους μάρτυρας, τους
Ιεράρχας, τους Όσιους, τους Ιερομάρτυρας, τους Οσιομάρτυρας, τους
Νεομάρτυρας και στα δύο φύλα, άνδρες και γυναίκες, αρχομένων απ” αυτή
την τρυφερή ηλικία των νηπίων.
Στην
κορυφή δε, αυτής της Αγιολογικής πυραμίδας βρίσκεται ο μόνος Άγιος και
εν Αγίοις επαναπαυόμενος Τριαδικός Θεός μας στέφοντας στην πάνω από τους
Αγίους Αγιότερα, Μητέρα του Θεού, την Κυρίαν Θεοτόκον, την Παναγία μας.
Η οποία ως τιμιωτέρα και ενδοξότερα, δορυφορείται από τας τάξεις των
Χερουβείμ και Σεραφείμ και πασών των Επουρανίων Δυνάμεων Ασωμάτων.
Το παρόν
πόνημα ασχολείται με τη ζωή, τα θαύματα, το μαρτυρικό τέλος και τον Ιερό
Ναό του πολιούχου και προστάτου του χωρίου μας, Αγ. Ιερομάρτυρος
Ερμολάου του πνευματικού διδασκάλου και πατρός του επίσης μεγάλου
μάρτυρος και Ιαματικού Αγ. Παντελεήμονος. Συμπεριλαμβάνει το συναξάρι
του Άγιου σε αφηγηματική μορφή, γραμμένο από τον δόκιμο εκκλησιαστικό
συγγραφέα Ιωσήφ Αγαπητό. Συμπεριλαμβάνεται και ο παρακλητικός κανόνας
του Αγίου, ποίημα του Πανοσιολογιωτάτου Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής του
Λειμώνας Καλλονής, Αρχιμανδρίτου π. Νικόδημου Παυλοπούλου, καθώς επίσης
και Λιτανευτικά Μεγαλυνάρια του Άγιου, συγγραφή του Καθηγητού κ.
Χαραλάμπους Μ. Μπούσια.
Σκοπός της
εκδόσεως αυτής είναι ή αμεσότερη επικοινωνία και γνωριμία με τον Άγιο
Ερμόλαο, τόσο των ενοριτών μας όσο και των ευλαβών προσκυνητών του Ναού
μας όπως επίσης και των επισκεπτών του χωρίου μας. Πιστεύουμε πώς αυτή η
επικοινωνία με τον Προστάτη Άγιο μας θα είναι καθοριστική για την
πνευματική ζωή όλων πού θα την επιχειρήσουν. Το ευχόμεθα αυτό εκ βάθους
καρδίας, παρακαλούντες τον Άγιο ένδοξο Ιερομάρτυρα Ερμόλαο, τον πολιούχο
και προστάτη μας. Ζητούμε ταπεινά τις δίκες σας προσευχές, όλων δηλ.
των αναγνωστών για τη δική μας πνευματική προκοπή.
Τέλος
ευχαριστούμε ευγνωμώνως τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη και ποιμενάρχη μας
κ.κ. Ιάκωβο δια την ευλογίαν του, όπως προβούμε στην παρούσα έκδοση. Τον
Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη και Καθηγούμενο της Ί. Μονής Λειμώνας π.
Νικόδημο Παυλόπουλο για τη συγγραφή του παρακλητικού κανόνος, τον
αξιότιμο κ. Ιωσήφ Δ. Αγαπητό για την συγγραφή της βιογραφίας του Άγιου
μας, όπως επίσης και τον Καθηγητή κ. Χαράλαμπο Μ. Μπούσια για την
συγγραφή των Μεγαλυναρίων του Αγίου. Επίσης δε, ευχαριστούμε κι όλους
εκείνους πού συνέβαλλαν με τον οποιοδήποτε τρόπο στην παρούσα έκδοση.
Ο εφημέριος του Αγ. Ερμολάου
Οικονόμος π. Αμφιλοχίος Βασιλτσιωτέλλης
Σάββατο του Ακάθιστου 1998
Παλαιόκηπος Μυτιλήνης
Φτωχό και ταπεινό συναξάρι του Αγίου Ιερομάρτυρος Ερμολάου
Τριακόσια
χρόνια είχαν περάσει από τότε πού ήρθε στη γη σαν άνθρωπος ο Θεός της
αγάπης και είπε και βεβαίωσε με τη ζωή και με τη σταυρική θυσία Του ότι
όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά αγαπημένα του ουράνιου Πατέρα, μα η
κοσμοκράτειρα Ρώμη δεν τα δεχόταν αυτά. Άνθρωποι γι” αυτήν ήταν μόνο οι
«κύριοι». Οι άλλοι ήταν δούλοι, στην απόλυτη διάθεση των «κυρίων», όπως
τα ζώα τους. Χωρίς κανένα δικαίωμα. Χωρίς καμμιά νομική προστασία. Τα
σκληρά βασανιστήρια ήταν ή ποινή σε κάθε απείθαρχο. Φόβος και τρόμος,
βαρύ το ξίφος της Ρώμης πάνω απ” τα κεφάλια τούτων των δυστυχισμένων.
Όμως δεν έλειπαν οι μαθητές του Θεού της αγάπης σ” όλη την επικράτεια, και στη Νικομήδεια, όπου ζούσε ο ιερέας Ερμόλαος.
Από μικρόν
χαιρόταν τον γιο του ειδωλολάτρη Ευστόργιου και της χριστιανής
Ευβούλης. Κι ήταν χαρά του μεγάλη καθώς έβλεπε τον Παντολέοντα να
μεγαλώνει και να λάμπει στο πρόσωπό του η ευγένεια και η αγάπη του
Χριστού, πού η ευλαβική μητέρα του έβαλε στην ψυχή του, και τούτος, σαν
-πνευματικός πατέρας του, πότισε και καλλιέργησε.
-Η ψυχή
σου είναι πλασμένη για την αγάπη του Θεού, παιδί μου, του είπε μια μέρα.
Είναι καιρός να βαπτιστείς χριστιανός, και σαν τελειώσεις τις σπουδές
σου, να γίνεις ένας γιατρός αγάπης ταπεινός, μα, το κατά δύναμη, μιμητής
του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου.
Ο
Παντολέων δέχθηκε μετά χαράς την πρόταση, βαπτίσθηκε και έλαβε από τον
πατέρα Ερμόλαο το όνομα Παντελεήμων, για να ελεεί τους πάντες – έτσι τον
φανταζόταν τον χαριτωμένο τούτο νέο και τέτοιον επιθυμούσε να τον δει:
Γιατρό αγάπης προς όλους, «κυρίους» και δούλους. Χάδι ιαματικό του Θεού
της αγάπης στα παιδιά του. Και του το είπε συγκινημένος και δακρυσμένος,
με παλλόμενη φωνή:
-Γιατρός αγάπης, Παντελεήμων, του Θεού της αγάπης μαθητής. Τι χαρά! Και τί ευλογία Κυρίου και έλεος!
Η μητέρα
Ευβούλη έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Η λαχτάρα και ευχή της καρδιάς της
ήταν μπροστά της φωτεινή, θερμή, γλυκεία πραγματικότητα.
Ύψωσε μ”
ευγνωμοσύνη τα δακρυσμένα μάτια της στον ουρανό, και υστέρα αγκάλιασε
και καταφίλησε το καμάρι της και έβρεξε το λευκό μέτωπο του με τα δάκρυα
της.
-Μιμητής
του Θεού της αγάπης, Παντελεήμων μου! Ω, ευτυχία μου! Ω χαρά μου! Ω
υψίστη τιμή για μια χριστιανή μητέρα! Δόξα σοι Κύριε, δόξα σοι!
Ο
Παντελεήμων ήταν τούτη τη μεγάλη ώρα άγγελος περισσότερο παρά άνθρωπος.
Τόση ομορφιά και χάρη έλαμπε στο πρόσωπο του! Το φως του ουρανού τον
έλουζε όλον!
-Με τη
χάρη του Θεού της αγάπης, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την ευλογία του
πατρός και αναδόχου μου Ερμολάου, και την ευχή της αγίας μητέρας μου,
θα προσπαθήσω να γίνω μαθητής της αγάπης, είπε συγκινημένος και
πρόσθεσε: Δός μου, Κύριε Ιησού, από την ιαματική δύναμη σου. Κάνε με
μικρό και ταπεινό μιμητή Σου.
-Αμήν.
Αμήν, είπαν μ” ένα στόμα και με μια ψυχή και με μια καρδιά ο ιερεύς
Ερμόλαος και η μητέρα Ευβούλη, και πλησίασαν και αγκαλιάστηκαν και οι
τρεις, κι ήταν ένα τριπλό φωτεινό και θερμαντικό μετέωρο ανάμεσα στον
παγωμένο και σκοτεινό ειδωλολατρικό κόσμο της Νικομήδειας τούτη τη
μεγάλη και υπέροχη, την τρισευλογημένη ώρα!
Ο Παντελεήμων συνέχισε και τελείωσε τις σπουδές του κοντά στο μεγάλο γιατρό Ευφρόσυνο.
Καινούργιες χαρές και καινούργιες ολόψυχες και ολοκάρδιες ευχές τώρα από τον ιερέα Ερμόλαο και τη μητέρα Ευβούλη:
-Ιαματικός Απόστολος Αγάπης, Παντελεήμων.
Ήταν οι
άγιες ευχές του ιερέα Ερμολάου -Ήταν κι οι άγιες ευχές της μάνας
Ευβούλης -Ήταν κι η άγια επιθυμία του Παντελεήμονα -Έ, ένας γιατρός
θερμής και ιαματικής αγάπης περιδιάβαινε τη Νικομήδεια, άγγελος χαράς,
ελπίδας και παρηγοριάς για όλους, πλούσιους και φτωχούς, «κυρίους» και
δούλους, δούλους πονεμένους, χτυπημένους και τραυματισμένους
περισσότερο.
Ο ιερέας Ερμόλαος έβλεπε τα ιαματικά έργα του Παντελεήμονα και ευφραινόταν.
-Συνεχιστής του έργου των αγίων Αποστόλων με τη χάρη και τη δύναμη του Θεού!, έλεγε και δοξολογούσε τον Κύριο.
Όμως η
Ρώμη παρακολουθούσε. Μάζευε, συγκέντρωνε γεγονότα. Ανεχόταν προς το
παρόν το γυιό του πιστού της πατέρα. Για χάρη του δεν τον σταμάτησε
ακόμα. Όμως το ποτήρι γέμιζε. Ο Μαξιμιανός ένιωθε να ανάβει το αίμα του.
Έτσι, μια μέρα το 304 πέταξαν σπίθες τα μάτια και φωτιά ξεχείλισε απ” το στόμα του:
-Κάψτε
τους όπως είναι μαζεμένοι στο ναό τους!, πρόσταξε και πήγε πρώτος με ένα
αναμμένο δαυλό εκείνος. Κάψτε τους εχθρούς της Ρώμης Χριστιανούς. Τους
υπονομευτές της.
Έβαλαν
φωτιά οι στρατιώτες στο ναό και πήραν να καίγονται οι χριστιανοί σα
λαμπάδες, φωτίζοντας και με τη θυσία τους το πυκνό σκοτάδι της αγνωσίας
και της κακίας.
Ελάχιστοι
γλύτωσαν απ” τους είκοσι χιλιάδες πού κάηκαν μέσα και γύρω απ” το ναό.
Ανάμεσα σ” αυτούς τους ελάχιστους ήταν και ο ιερέας Ερμόλαος, πού
κατέφυγε καψαλισμένος σ” ένα απόκρυφο καταφύγιο.
Η φωτιά
της θηριωδίας πίστεψε πώς θα εξαλείψει τη δροσιά της αγάπης του Θεού.
Γι” αυτό έφευγε περήφανος, με άγρια ικανοποίηση αιμοβόρου θηρίου ο
Μαξιμιανός. Πόσο ψεύτικη όμως αποδείχθηκε η πίστη του…
Ο
Παντελεήμων δρόσιζε τους πυρετούς των ασθενειών και χάρισε την ίαση σε
σώματα και ψυχές. Ήταν η κάλυψη του ειδωλολάτρη πατέρα του το λιγότερο,
μα η κάλυψη του Θεού — Πατέρα το πολύ, για όσο χρόνο ήταν στο σχέδιο
Του.
Ο ιερέας Ερμόλαος μάθαινε τα νέα μέσα στην κρυψώνα του και ανακουφιζόταν η ψυχή του και δόξαζε το Θεό.
-Θα
νικήσει ο Κύριος, έλεγε με βεβαιότητα. Θα συντρίψει τα είδωλα. Θα
σκορπίσει το σκοτάδι. Θα διώξει το μίσος. Θα γεμίσει με τη θέρμη της
αγάπης τις ψυχές. Πότε; Όταν Εκείνος κρίνει. Χρέος μας να κρατούμε την
πίστη και να ομολογούμε τ” όνομά Του τώρα.
Όπως κάνει ο Παντελεήμων.
Για κάμποσο καιρό ήταν χορτάτο το θηρίο ο Μαξιμιανός από το κατασπάραγμα των προβάτων του Θεού. Ήταν τόσα πολλά.
Τώρα
άρχισε να νιώθει πάλι τους νυγμούς της πείνας στην θηριώδη ψυχή του. Και
τούτους τους νυγμούς τους έκανε εντονότερους η θαυματουργική και
ιαματική αγάπη του Παντελεήμονα. Παντού γιάτρευε, χωρίς να κάνει
διάκριση «κυρίων» και δούλων.
-Πολύ το
τραβάει τούτος το σχοινί. Θα εξαντλήσει κάποτε την υπομονή και την
μακροθυμία μου. Και τότε θα καταλάβει τι θα πει Μαξιμιανός, έλεγε μέσα
του κάθε τόσο και όλο και πιο θυμωμένος, ώσπου ένα θαυμαστό γεγονός τον
εξαγρίωσε:
Ο Παντελεήμων θεράπευσε ένα τυφλό δούλο.
Σηκώθηκε στο πόδι όλη η Νικομήδεια.
-Μέγας και
πολύς ο Παντελεήμων! Πήραν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι πολλοί,
χριστιανοί και ειδωλολάτρες ακόμα. Όλους τους ευεργετούσε ό Παντελεήμων.
Ειδωλολάτρης ήταν ο πρώην τυφλός. Δούλος όμως. Και έγινε χριστιανός
τώρα.
Αυτό ερέθισε το θηρίο.
-Καλά τους άλλους. Μα να ευεργετήσει ένα δούλο, πού τον τιμώρησε ο κύριος του.
Αυτό
προσβάλλει τη Ρώμη και τους νόμους της. Η ανοχή μου πήρε τέλος. Έχω
καθήκον να κάνω σεβαστή τη Ρώμη στους πάντες, και σε τούτον τον γυιό του
πιστού της, περήφανο όμως περιφρονητή μου, λογίστηκε και έκραξε
κατακόκκινος:
-Χιλίαρχε,
αποκεφάλισε τον γιατρεμένο δούλο χριστιανό και σπεύσε με τους άνδρες
σου να συλλάβεις και να φέρεις ενώπιον μου τούτο τον νεαρό γιατρό.
Παρευθύς!
-Ως κελεύεις, κράτιστε, είπε εκείνος, πήρε τους άνδρες του και βγήκε.
Σε λίγη ώρα έφεραν μπροστά στον Μαξιμιανό τον Παντελεήμονα.
Στάθηκε ειρηνικός μπροστά του εκείνος.
-Ξέρεις ότι ξεπέρασες τα όρια, Παντελέων;
-Πώς, άναξ;
-Με τη θεραπεία του τυφλού δούλου.
-Η αγάπη δεν έχει όρια, κράτιστε. Είναι άπειρη.
-Ποιος το λέει αυτό;
-Ο Θεός της αγάπης!
-Ποιος σε πήρε από την πίστη του πατέρα σου και πιστεύεις σε καινούργιο Θεό;
-Είναι ο Πρώτος και ο Ένας.
-Δεν θέλω διδασκαλίες. Ποιος σου μίλησε γι” αυτόν;
-Η καρδιά, η ψυχή και ο νους μου.
-Ποιος άνθρωπος σου μίλησε για τη χριστιανική πίστη; Ποιος; έκραξε οργισμένος ο Μαξιμιανός. Πες μου τ” όνομα του.
Ο Παντελεήμων δε θέλησε να πει ψέματα.
-Ο ιερεύς Ερμόλαος, είπε.
-Και που είναι αυτός να τον δω και να τον ακούσω; Που μένει;
Είπε ο Παντελεήμων:
-Σπεύσε να μου τον φέρεις, πρόσταξε τον χιλίαρχο ο αυτοκράτορας.
Γύρισε σε λίγη ώρα εκείνος με τους στρατιώτες του και τρεις κρατούμενος.
-Γιατί τρεις; Ποιος είναι ό ιερέας του σταυρωμένου, ο Ερμόλαος;
-Εγώ, είπε εκείνος θαρρετά.
-Και σεις οι άλλοι δυο ποιοι είσθε;
-Ο Έρμιππος, είπε ο ένας.
-Ο Ερμοκράτης, είπε ο άλλος.
-Γιατί ήρθατε μαζί του;
-Είμαστε κι εμείς ιερείς του Θεού της αγάπης και δεν μπορούσαμε να αποχωριστούμε.
-Εσύ,
λοιπόν, Ερμόλαε, οδήγησες στη χριστιανική πίστη τον Παντελέοντα και τον
έκανες υβριστή και περιφρονητή της Ρώμης και των θεών της;
-Υμνητής του Θεού της αγάπης έγινε με τα θαυμαστά έργα πού βλέπεις συ και όλη η Νικομήδεια.
-Μα τούτα τα έργα παρασύρουν το λαό.
-Τον οδηγούν στην αλήθεια, άναξ. Στην άγια δύναμη. Στην θεραπεία. Στην υγεία ψυχής και σώματος.
-Δάσκαλος δεν μου χρειάζεται. Τί λέτε σεις οι άλλοι δύο;
-Ό,τι και ο αδελφός μας είπε, γιατί αυτά είναι η ξάστερη και η ευεργετική αλήθεια.
-Αυθάδεις προδότες της Ρώμης κι οι τρεις σας. Αποκεφαλίστε τους! έκραξε. Πάρτε τους.
Έτσι το
ιερατικό αδελφικό αίμα του Ερμολάου, του Ερμίππου και του Ερμοκράτη
έγινε σπονδή αγάπης στον τρισυπόστατο Θεό της αγάπης και θυσία λυτρωτική
απ” την κάθε είδους δουλεία σε αναρίθμητες ψυχές στους αιώνες. Γι” αυτό
οι τρεις ιερείς έγιναν ιερομάρτυρες της Εκκλησίας και τιμώνται δεκαεπτά
αιώνες τώρα από την Εκκλησία, και θα τιμώνται στους αιώνες!
-Τον
Παντολέοντα στη φυλακή προς το παρόν. Λυπούμαι τα νειάτα του και την
ομορφιά του, είπε, χορτασμένος απ” το αίμα των τριών αγίων μαρτύρων
ιερέων, το τέρας ο Μαξιμιανός.
Θα
περίμενε να πεινάσει και να διψάσει πάλι αίμα -για να φέρει μπροστά του
τον ιαματικό -ιατρό Παντελεήμονα, με το αγνό, παρθενικό και άγιο αίμα.
Και δεν άργησε να πεινάσει και να διψάσει το τέρας…
Άγιοι του Θεού, πρεσβεύετε υπέρ ημών να ζούμε τη ζωή της αγάπης του Θεού, για την οποία δώσατε το αίμα σας.
Συγχωρήστε δε πού τόλμησα να γράψω φτωχό και ταπεινό συναξάρι για σας εγώ ο μικρός.
ΙΩΣΗΦ Δ. ΑΓΑΠΗΤΟΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου