ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

31 Αυγούστου , Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου , ανάμνηση της Καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου


ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΘ´ 16 - 26
 
Πρωτότυπον κείμενον 
 


16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 18 λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 20 λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 21 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 22 ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 25 ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; 26 ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι. 


 Ερμηνευτική απόδοσις υπό Ι. Θ. Κολιτσάρα

16 Και ιδού ένας προσήλθε εις αυτόν και του είπε· “διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν πρέπει να κάμω, δια να έχω ζωήν αιώνιον;” 17 Ο δε Ιησούς του είπε· “τι με λέγεις αγαθόν, αφού με νομίζεις απλούν άνθρωπον; Κανείς δεν είναι απόλυτα αγαθός, ει μη μόνον ένας, ο Θεός. Εάν δε θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, τήρησε τας εντολάς”. 18 Λεγει εις αυτόν· “ποίας;” Ο δε Ιησούς του είπε·“τας γνωστάς, δηλαδή το να μη φονεύσης, να μη μοιχεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, 19 τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Και να αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 20 Λεγει εις αυτόν ο νέος με κάποιαν προχειρότητα· “όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικίαν· τι μου λείπει ακόμη δια να γίνω άξιος της βασιλείας των ουρανών;” 21 Είπε εις αυτόν ο Ιησούς· “Εάν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης θησαυρόν στον ουρανόν, και έλα ακολούθησέ με”. 22 Αλλ' όταν ο νέος ήκουσε αυτόν τον λόγον, έφυγε λυπημένος, διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη εις αυτά. 23 Ο δε Ιησούς είπε στους μαθητάς του· “αληθινά σας λέγω ότι πολύ δύσκολα θα εισέλθη πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών. 24 Και πάλιν σας λέγω, είναι ευκολώτερον να περάση γκαμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνι, παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 25 Οταν άκουσαν οι μαθηταί τα λόγια αυτά, έπεσαν εις μεγάλην έκπληξιν και με κάποια αποκαρδίωσιν είπαν· “ποιός τάχα ημπορεί να σωθή;” 26 Ο δε Ιησούς τους εκύτταξε κατάματα και είπεν· “η σωτηρία είναι δια τους ανθρώπους έργον αδύνατον, αλλά στον Θεόν όλα είναι δυνατά, άρα και η σωτηρία των πλουσίων, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι κατά κάποιον τρόπον ανακατεύονται με χρήματα και κτήματα. Αρκεί να έχουν την διάθεσιν της αυταπαρνήσεως και θυσίας”.

Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής - ΙΒ´ Ματθαίου

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
 
 
«ακούσας δε ο νεανίσκος τον λόγον απήλθε λυπούμενος∙ ην γαρ έχων κτήματα πολλά». 

α. Μία πολύ αξιοσυμπάθητη περίπτωση ανθρώπου καταγράφει το σημερινό ευαγγέλιο. Έναν νεαρό, ο οποίος πλησιάζει τον Κύριο, προκειμένου Αυτός ως διδάσκαλος να τον καθοδηγήσει στην είσοδό του στη βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος τον παραπέμπει στις εντολές της Μωσαϊκής νομοθεσίας, και όταν αυτός επιμένει, λέγοντας ότι αυτές τις τηρεί εκ νεότητός του, ο Κύριος τον προσανατολίζει στην τελειότητα: να ακολουθεί Εκείνον, κάνοντας πέρα όλα τα υλικά αγαθά του. Η αντίδραση του νεαρού είναι απογοητευτική: «ακούσας τον λόγον απήλθε λυπούμενος». Γιατί είχε πολλά κτήματα, είχε πολλά υλικά αγαθά.

β. 1. Ο νεαρός δεν φαινόταν να κοροϊδεύει τον Κύριο, όπως σε μία παρόμοια περίπτωση ενός νομοδιδασκάλου, ο οποίος Τον πλησίασε «πειράζων Αυτόν». Μολονότι το ερώτημα και των δύο είναι το ίδιο: η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού, εδώ έχουμε μία εκ πρώτης όψεως γνήσια αναζήτηση. Διότι ο νεανίσκος και πιστεύει στον Θεό και κάνει έναν «πνευματικό» αγώνα, με την τήρηση του Νόμου, πυρήνας του οποίου ήταν οι Δέκα Εντολές. «Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου». Παρ’ όλον όμως τον αγώνα του αυτόν, διεπίστωνε στο βάθος της ψυχής του ότι η καρδιά του δεν γέμιζε. Ένιωθε ότι υπολείπεται σε κάτι, το οποίο θα του έδινε την ώθηση να ζήσει σε πληρότητα τη χάρη του Θεού. Για τα δεδομένα βεβαίως της πίστεώς μας, η έλλειψη αυτή είναι δικαιολογημένη: η πλήρωση της καρδιάς, αυτό που ολοκληρώνει τον άνθρωπο έρχεται μόνον εν Χριστώ. Ο Χριστός είναι Εκείνος που επαναφέρει τον άνθρωπο στην κανονική πορεία του, αυτήν για την οποία είχε δημιουργηθεί από τον Θεό. Ο Μωσαϊκός Νόμος, οι Προφήτες, η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή, αποτελούσαν το προκαταρκτικό στάδιο ετοιμασίας προς αποδοχή του Χριστού. Η Παλαιά Διαθήκη, μέσα στην οποία βρισκόταν και ο νεαρός αυτός, είχε το νόημα της διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. «Ώστε ο Νόμος παιδαγωγός ημίν γέγονεν εις Χριστόν».

2. Η αναζήτηση όμως του νεαρού για τη Βασιλεία του Θεού, μετά την επισήμανση του Κυρίου, τελικώς φαίνεται ότι δεν ήταν και τόσο γνήσια. Και τούτο γιατί στον προσανατολισμό που του δίνει ο Κύριος, εκείνος αντιδρά: υπάρχει κάτι που τον δένει στη γη, υπάρχει ένα «βαρίδι» στη ζωή του. Κι αυτό, όπως φανερώνεται στη συνέχεια, ήταν τα πολλά υλικά αγαθά του, τα πλούτη του. Αν ο νεαρός είχε ως προτεραιότητα τη σχέση του με τον Θεό, την ένταξή του στη Βασιλεία Εκείνου, θα ανέτρεπε τα πάντα στη ζωή του, προκειμένου να το επιτύχει. Με άλλα λόγια, η διαπαιδαγώγηση του Νόμου σ’ αυτόν δεν κατέληξε στον σκοπό της: την εύρεση του Χριστού. Στην πρόσκληση του Ίδιου να Τον ακολουθήσει, εκεί που παρέπεμπε ο Νόμος, τον οποίο φαινόταν ότι ο νεαρός τηρεί, αυτός έστρεψε τα νώτα και έφυγε. Ο λόγος του Χριστού λειτούργησε προκλητικά και αφυπνιστικά, για να φανερωθεί ο βαθύτερος και αληθινός εαυτός του. Μία αντίδραση εντελώς διαφορετική από εκείνην που συναντάμε στους γνήσιους αναζητητές, όπως το είδαμε στους μαθητές του Κυρίου: “αφέντες άπαντα ηκολούθησαν Αυτώ”.

3. Έτσι με την περίπτωση του νεανίσκου σήμερα έρχεται ανάγλυφα ενώπιόν μας το φαινόμενο του ψευδούς και αληθινού εαυτού. Ο νεαρός πιστεύει ότι ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ίσως να έχει τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσει τη Βασιλεία του Θεού – τι άλλο να σημαίνει η ερώτησή του: «τι άλλο υστερώ;» - ζει επομένως σ’ ένα φαντασιακό επίπεδο, το οποίο συναντάμε στους Φαρισαίους της εποχής του Χριστού, όπως και στους Φαρισαίους της κάθε εποχής. Ο ψευδής εαυτός του έχει κατακλύσει τη συνείδησή του και αυτόν βιώνει ως πραγματικότητα. Η αλήθεια όμως τελικώς πόρρω απέχει από αυτόν. ´Ερχεται ο λόγος του Χριστού, για να τον βγάλει από την πλάνη: Θεός του αληθινός ήταν τα πολλά κτήματά του, αυτά συνιστούσαν την προτεραιότητά του, μπροστά στα οποία όλα τα υπόλοιπα έρχονταν δεύτερα. Ο αληθινός του εαυτός δηλαδή δούλευε με συνέπεια στην ειδωλολατρία. Η επισήμανση του Κυρίου, «όπου ο θησαυρός ημών, εκεί και η καρδία ημών έσται», βρίσκει στον νεαρό την πλήρη εκπλήρωσή της.

4. Η κατάσταση αυτή συνιστά και τη μεγαλύτερη τραγικότητα του ανθρώπου: ο άνθρωπος «πετάει» κυριολεκτικά στα σύννεφα. Νιώθει ότι έχει τον Θεό, και ο Θεός απέχει εντελώς από αυτόν. Νιώθει βέβαιος και παραπαίει. Το ακόμη τραγικότερο όμως για τον νεαρό του Ευαγγελίου είναι το γεγονός ότι του δίνεται η ευκαιρία να «προσγειωθεί», να βρει τον εαυτό του και με τον τρόπο αυτό να βρει και τον Θεό, αλλά αυτός απορρίπτει την ευκαιρία. Ο λόγος του Χριστού ήταν η ώρα της χάρης γι’ αυτόν, δηλαδή η ώρα της μετανοίας του. Αν τον αποδεχόταν, θα γινόταν μέτοχος της βασιλείας του Θεού, θα γινόταν άγιος. Δεν το έκανε, γιατί τελικώς δεν είχε γνήσια αναζήτηση: ζούσε στην επιφανειακότητα μίας απλής θρησκευτικής ζωής. Γι’ αυτό βεβαίως και το αδιέξοδο που ζούσε και που τον οδήγησε στην προσέγγιση, ανεπιτυχώς όμως, του Χριστού.

γ. Ο νεανίσκος του Ευαγγελίου δυστυχώς αποτελεί τον τύπο και για πολλούς από εμάς τους θεωρούμενους χριστιανούς. Πόσοι από τους χριστιανούς δεν ζούμε στο επίπεδο ενός ψεύτικου εαυτού, δεν νομίζουμε δηλαδή ότι πορευόμαστε σωστά και έχουμε τον Θεό και τους αγίους μαζί μας, διότι προσευχόμαστε, διότι εκκλησιαζόμαστε, διότι κοινωνούμε ίσως, διότι κάνουμε κάποιες ελεημοσύνες, ενώ η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική; Κι αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε, αν ελέγξουμε τον εαυτό μας σ’ αυτά που αποτελούν κεντρικά πάθη της ανθρώπινης ύπαρξης: στη φιληδονία, στη φιλαργυρία, στη φιλοδοξία, στους κλάδους του εφάμαρτου εγωισμού. Ο νεαρός του ευαγγελίου διακατεχόταν από το πάθος της φιλαργυρίας και της φιλοκτημοσύνης: τα υλικά αγαθά του ήταν το «βαρίδι» της ψυχής του. Σε άλλον το «βαρίδι» αυτό μπορεί να είναι η φιληδονία του, με όλες τις διακλαδώσεις της, της λαιμαργίας, της γαστριμαργίας, της λαγνείας, της πορνείας, της μοιχείας, της τεμπελιάς. Σε άλλον το «βαρίδι» μπορεί να είναι η φιλοδοξία του, ως κενοδοξία, ως υπερηφάνεια, ως τάση αγωνιώδους αποδοχής από τους άλλους, ως κατακτητικότητα, ως φιλαρχία και αρχομανία. Ο καθένας πρέπει να κοιτάξει μέσα του και να επισημάνει το δικό του πάθος, το δικό του βάρος που τον δένει εμπαθώς με τον κόσμο τούτο. Ο λόγος του Χριστού λειτουργεί για όλους και για όλες τις περιπτώσεις αφυπνιστικός, κοφτερός, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν», που αποκαλύπτει τον αληθινό εαυτό μας. Όσο θα βάζουμε τον εαυτό μας πάνω σ’ αυτόν τον λόγο, τόσο θα καθαρίζει το βλέμμα μας και το έδαφος μπροστά στα πόδια μας. Ο προσανατολισμός είναι σαφής: η τελειότητά μας ως ακολουθία του Χριστού. Αυτό ζει η Εκκλησία μας και αυτό είναι το έργο της. Πόσοι από εμάς είναι έτοιμοι να το ακολουθήσουν;


Η ιστορία της Αγίας Ζώνης







Η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου, διαιρεμένη σήμερα σε τρία τεμάχια, είναι το μοναδικό λείψανο ή κειμήλιο που σώζεται από την επίγεια ζωή της και φυλάσσεται στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Σύμφωνα με την παράδοση, η Ζώνη φτιάχτηκε από τρίχες καμήλας από την ίδια την Θεοτόκο, και μετά την Κοίμησή της, κατά την Μετάστασή της στους ουρανούς, την παρέδωσε στον απόστολο Θωμά. «Προς δόξαν ακήρατον ανερχομένη Αγνή, χειρί σου δεδώρησαι τω αποστόλω Θωμά, την πάνσεπτον Ζώνην σου», ψάλλει η Εκκλησία στο απολυτίκιο της εορτής της καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου.
Την Τιμία Ζώνη ανέλαβαν να διαφυλάξουν δύο πτωχές ευσεβείς γυναίκες στα Ιεροσόλυμα. Η Παναγία, λίγο πριν την Κοίμησή της, είχε δώσει εντολή στον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μοιράσει σε αυτές και τις δύο εσθήτες της. Το έργο της διαφύλαξης από γενιά σε γενιά συνέχισε μία ευλαβής παρθένος καταγομένη από την οικογένεια αυτή.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου, υιού του Μ. Θεοδοσίου, έγινε η μεταφορά της Τιμίας Ζώνης στην ένδοξη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Την κατέθεσε σε μία υπέροχη λειψανοθήκη, την οποίαν ονόμασε «αγίαν σορόν». Η κατάθεση έγινε στις 31 Αυγούστου. Το ιερό λείψανο θα προστάτευε την πρωτεύουσα του κράτους και τους κατοίκους από κάθε εχθρική επίθεση, από κάθε δυστυχία και δαιμονική επιβουλή.
Μετά από λίγα χρόνια η κόρη του Αρκαδίου, η αυτοκράτειρα Πουλχερία, ανήγειρε το λαμπρό ναό των Χαλκοπρατείων και κατέθεσε εκεί την Τιμία Ζώνη. Η ίδια η αυτοκράτειρα τη διακόσμησε με χρυσή κλωστή, έτσι όπως φαίνεται μέχρι σήμερα στην Ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου.
Τον επόμενο αιώνα, άγνωστο πότε και με ποιόν τρόπο, μεταφέρθηκε η Τιμία Ζώνη στην Ζήλα της Καππαδοκίας, νότια της Αμασείας. Στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε ξανά στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Α΄ (527-565), κτίτορα της Αγίας Σοφίας. Ο διάδοχός του Ιουστίνος Β΄ και η σύζυγός του Σοφία ανακαίνισαν τον ναό των Χαλκοπρατείων και ανήγειραν παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού. Πάνω στην Αγία Τράπεζα φυλασσόταν η Τιμία Ζώνη.
Πλήθος θαυμάτων επιτέλεσε η Τιμία Ζώνη της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη. Θεράπευσε τη Ζωή Ζαούτζη, σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντα Ϛ΄ του Σοφού (886-912), που βασανιζόταν από κάποιο ακάθαρτο πνεύμα. Όταν ο πατριάρχης ακούμπησε πάνω της την Αγία Ζώνη, αμέσως λυτρώθηκε από το μαρτύριό της.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Α΄ (715-730) αναφέρει με λυρισμό ότι η Τιμία Ζώνη διατηρεί αιώνια την θεία ευωδία των θεραπειών που επιτελεί, ευφραίνοντας όσους την πλησιάζουν με πίστη και ευλάβεια· και ο Ιωσήφ ο υμνογράφος (περίπου 816-866) εξυμνεί το άγιο λείψανο, γιατί αυτό με την Χάρη της Παναγίας, καθαγιάζει τους πιστούς που προσέρχονται ευλαβικά για να το προσκυνήσουν, τους ανυψώνει από τη φθορά και τους απαλλάσσει από ασθένειες και θλίψεις.
Γύρω στο 1150 η Τιμία Ζώνη βρισκόταν στο Μεγάλο Παλάτι της Κωνσταντινουπόλεως, στο ναό του Αγίου Μιχαήλ. Μάλλον είχε τεμαχιστεί και τεμάχια είχαν μεταφερθεί στους ναούς.
Τον 12ο αιώνα, και συγκεκριμένα στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), καθιερώθηκε επίσημα η εορτή της Αγίας Ζώνης την 31η Αυγούστου, ενώ παλαιότερα εορταζόταν μαζί με την εορτή της Εσθήτος της Θεοτόκου, την 2α Ιουλίου.
Μετά την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας, το 1204, κάποια τεμάχια αρπάχτηκαν από τα στίφη των βαρβάρων και μεταφέρθηκαν στη Δύση. Ευτυχώς δεν χάθηκαν όλα. Είναι σίγουρο ότι ένα μέρος της Τιμίας Ζώνης παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη και μετά την ανακατάληψή της το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο φυλάσσονταν στο ναό των Βλαχερνών. Η μαρτυρία ανώνυμου Ρώσου προσκυνητή στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1424-1453 είναι και η τελευταία σχετικά με την ύπαρξη της Αγίας Ζώνης στην Βασιλεύουσα. Είναι άγνωστο, τί απέγινε στη συνέχεια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Το μεγαλύτερο τμήμα της Τιμίας Ζώνης που σώζεται σήμερα φυλάσσεται στη Μονή μας. Το τεμάχιο αυτό έφτασε στη Μονή με περιπετειώδη τρόπο.
Ο Μ. Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει ένα σταυρό που τον έπαιρνε μαζί του στις εκστρατείες για να προστατεύει τον ίδιο και το στράτευμά του. Στη μέση ο σταυρός είχε τεμάχιο Τιμίου Ξύλου· υπήρχαν επίσης θήκες, όπου είχαν τοποθετηθεί και άγια λείψανα των πιο σημαντικών μαρτύρων και ένα τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης. Το σταυρό αυτό έπαιρναν στις εκστρατείες τους όλοι οι αυτοκράτορες. Σε μία εκστρατεία κατά των Βουλγάρων νικήθηκε από τον ηγεμόνα Ασάν ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195). Ένας ιερέας έριξε στο ποτάμι το βασιλικό σταυρό, για να μή βεβηλωθεί από τους εχθρούς. Εκείνοι όμως τον βρήκαν και τον παρέδωσαν στον Τσάρο των Βουλγάρων Ασάν.
Οι Βούλγαροι δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Σέρβους. Αυτές επιδεινώνονταν συνεχώς. Γύρω στα 1330, σε μία μάχη κατανικήθηκε ο βουλγαρικός στρατός από τον ηγεμόνα των Σέρβων μεγαλομάρτυρα Λάζαρο (†1389). Ο βασιλικός σταυρός πέρασε στα χέρια των Σέρβων. Μετά από σαράντα χρόνια ο Λάζαρος δώρισε στη Μονή Βατοπαιδίου το βασιλικό σταυρό του Μ. Κωνσταντίνου μαζί με το τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, το τεμάχιο της Τιμίας Ζώνης και τα άλλα άγια λείψανα. Πίσω από τον Τίμιο Σταυρό βρίσκεται γραμμένο στην σερβική γλώσσα το εξής: «Λάζαρος, εν Χριστώ τω Θεώ Κνέζης της Σερβίας και Βασιλεύς Γραικίας, ανατίθημι το κραταιόν όπλον συν τη αχράντω Ζώνη της Πανάγνου μου, τη Μονή Βατοπαιδίου της Βασιλείας μου». Από τότε φυλάσσεται στο ιερό βήμα του καθολικού, δηλαδή του κεντρικού ναού της Μονής.
Πρέπει να αναφέρουμε και μία άλλη παράδοση που διασώζεται στη Μονή μας. Σύμφωνα με αυτήν η Τιμία Ζώνη αφιερώθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ϛ΄ Καντακουζηνό (1341-1354), ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το αυτοκρατορικό αξίωμα, έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και μόνασε στη Μονή Βατοπαιδίου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι αδελφοί της Μονής πραγματοποιούσαν περιοδείες λιτανεύοντας την Αγία Ζώνη στην Κρήτη, Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία προς αγιασμό και στήριξη του υπόδουλου ελληνισμού και απαλλαγή από κάθε λοιμική ασθένεια.

Αρχική δημοσίευση: http://www.diakonima.gr/2009/04/27/θαυματα-τησ-αγιασ-ζωνησ-4/


 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου