Βίος Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού
Πρωτασικρίτης των Ανακτόρων
Ο
Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής καταγόταν από πλούσια και επιφανή
οικογένεια. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 μ.Χ. και έζησε επί
της βασιλείας του Βυζαντινοί
αυτοκράτορα Ηρακλείου και των διαδόχων
του. Οι γονείς του τον βάφτισαν Χριστιανό σε μικρή ηλικία. Τον παρέδωσαν
σε σοφούς διδασκάλους κι’ έμαθε πολλά γράμματα.
Συνήθιζαν την εποχή εκείνη, όσους προόριζαν για μεγάλα αξιώματα, να τους δίδουν μεγάλη και σοβαρή μόρφωση.
Ο
Μάξιμος διακρινόταν δια την μεγάλη ευφυΐα, την καταπληκτική μνήμη, την
σπάνια κρίση, και την πολύπλευρη μόρφωση. Είχε μεγάλη ρητορική
δεινότητα. Σπούδασε ποίηση
και άλλες επιστήμες. Προ παντός όμως
επιδόθηκε στην φιλοσοφία. Από την φιλοσοφία έπαιρνε τα ωφέλιμα και άφηνε
τα ψυχοβλαβή και άχρηστα. Είχε πόθο ο μακάριος
ν' αρέσει μόνον στον
Θεό και να σώσει την ψυχή του. Ήταν και πολύ ταπεινός. Δεν
περηφανευόταν για την μεγάλη καταγωγή του, ούτε για την σοφία και την
αρετή του.
Τουναντίον ήταν ταπεινότερος από όλους. Γι' αυτό και όλοι τον αγαπούσαν, τον θαύμαζαν και τον σέβονταν.
Την
φήμη του Μαξίμου την άκουσε και ο Ηράκλειος, που βασίλευε τότε στην
Κωνσταντινούπολη (610-641). Τον προσέλαβε σαν γραμματέα του και τον
έκανε πρώτον στο παλάτι.
Είχε το αξίωμα του Πρωτασικρίτη στα
Ανάκτορα. Έγραφε τα υπομνήματα, συνέτασσε τα έγγραφα, και γενικά
προΐστατο της γραμματειακής υπηρεσίας του Αυτοκράτορα.
Η αίρεσις του Μονοθελητισμού
Η
κοσμική ζωή του Παλατιού κούραζε τον Μάξιμο. Δεν μπορούσε να παραμείνει
μέσα στο θόρυβο και τις μέριμνες της ζωής. Ποθούσε την ησυχία και την
άσκηση.
Ήθελε ν' αποσυρθεί σε Μοναστήρι, για να βρει τον εαυτό του.
Ήθελε συγχρόνως να βοηθήσει την Εκκλησία, διότι εταράσσετο τότε από την
αίρεση των Μονοθελητών.
Υπερασπίσθηκε τις αλήθειες της πίστεώς από την αίρεση των Μονοθελητών.
Γίνεται Μοναχός
Ο
Μάξιμος μια μέρα παράτησε και δόξες του κόσμου και συγγένεια περήφανη
και κάθε άλλη απόλαυση και πήγε σ' ένα Μοναστήρι, στη Χρυσούπολη
(Σκούταρι), που βρίσκεται
απέναντι από την Κωνσταντινούπολη Εκεί
έγινε καλόγηρος και επιδόθηκε με τον ασκητικό βίο. Ζούσε με κακοπάθεια,
σκληραγωγία, αγρυπνίες και προσευχές. Μέσα σε λίγο
χρονικό διάστημα
ξεπέρασε όλους τους μοναχούς στους πνευματικούς αγώνες και στην αρετή. Η
αρετή και η Αγιότης του Μαξίμου, ήταν φανερή. Οι αδελφοί της Μονής
απεφάσισαν
να τον ψηφίσουν Ηγούμενο, όταν ο Ηγούμενος είχε πεθάνει. Το φορτίο ήταν
βαρύ. Γι' αυτό και δίσταζε να το αναλάβει. Στις πολλές όμως παρακλήσεις
τους
κάμφθηκε. Ανέλαβε την ηγουμενία και την πνευματική επίβλεψη
των αδελφών. Έπρεπε να προσφέρει και σ' αυτόν τον τομέα τις υπηρεσίες
του. Με λόγια και με έργα ο Μάξιμος
δίδασκε καθημερινώς τους
αδελφούς. Άλλοτε χρησιμοποιούσε την επιείκεια και άλλοτε την
αυστηρότητα, αναλόγως των περιστάσεων. Στην ησυχία του Μοναστηριού
έγραψε
πολλά και σπουδαία βιβλία. Καταστάθηκε ένας μεγάλος διδάσκαλος της Θεολογίας.
Ο κίνδυνος εκ των Περσών – Ο Αγώνας του Αγίου κατά της Αιρέσεως
Έτσι,
λοιπόν, ασκήτευε ο μακάριος Ομολογητής. Αλλά η περσική απειλή, που είχε
δημιουργήσει για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία κρίσιμη κατάσταση, έσπασε
την ησυχία του και
τον αγώνα του για την κατάκτηση των αρετών από
τον τόπο της ασκήσεώς του. Για πολλά χρόνια οι Πέρσες εμφανίζονταν στην
ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.
Φαίνετε δε, ότι κατά την
διάρκεια μιας εισβολής τους στη Χρυσούπολη, το 624 μ.Χ., ο Άγιος Μάξιμος
αναγκάστηκε να αποσυρθεί με τους μαθητές του νοτιότερα, στην Κύζικο.
Εκεί
διέμεινε για δύο περίπου χρόνια στη μονή του Αγίου Γεωργίου και
συναναστρεφόταν με τον Επίσκοπο Ιωάννη μετά του οποίου αντήλλαξε
αργότερα επιστολές. Ίσως να
είχε αρχίσει νωρίτερα την συγγραφική του δράση, αλλά ήδη από την εποχή αυτή επιδίδεται εντατικά στο έργο της συγγραφής.
Λόγω
συνεχίσεως των Περσικών καταδρομών ο Άγιος υποχρεώνεται να φύγει, το
626 μ.Χ., και από την Κύζικο. Έρχεται για λίγο στην Κρήτη και στην
συνέχεια μεταβαίνει στην
Αφρική. Θεωρείται δε πιθανό να πέρασε και
από την Κύπρο. Στην Καρχηδόνα εμφανίζεται την Πεντηκοστή του έτους 632
μ.Χ., αλλά είχε φθάσει εκεί νωρίτερα. Κατά τα χρόνια
αυτά συγγράφει δύο από τα σπουδαιότερα έργα του, το «Προς Θαλάσσιον» και «Περί Αποριών».
Εγκαταβίωσε
στην μονή Ευκρατά της Καρχηδόνας, όπου ήταν εγκατεστημένος και άλλος
φυγάς, από την Παλαιστίνη, ο Σωφρόνιος. Εκεί έμαθε τις ενέργειες του
νέου Πατριάρχη
Αλεξανδρείας Κύρου, οι οποίες απέληξαν το 633 μ.Χ.
στην ενωτική συμφωνία που διαμόρφωσε την αίρεση του Μονοενεργητισμού. Ο
Σωφρόνιος τάχθηκε αμέσως εναντίων της
νέας αυτής μορφής της
χριστολογικής αιρέσεως. Στην θέση του αυτή τον ακολούθησε ο Άγιος
Μάξιμος. Έτσι συμμετείχε στη σύνοδο του Λατερανού, η οποία συγκλήθηκε το
έτος
649 μ.Χ. επί Πάπα Ρώμης Μαρτίνου Α’, όπου καταδικάσθηκε ο
Μονοθελητισμός και αναθεματίσθηκαν εκείνοι που ανοήτως δογμάτιζαν ότι ο
Χριστός έχει μία μόνο θέληση, τη
θεία, σε αντίθεση προς την
Ορθόδοξη διδασκαλία, κατά την οποία ο Χριστός έχει δυό θελήσεις, τη θεία
και την ανθρώπινη, ως Θεάνθρωπος. Στην ίδια Σύνοδο αποδοκιμάσθηκε
διάταγμα του τότε αυτοκράτορα Κώνσταντος, δια του οποίου δεν επιτρεπόταν η συζήτηση περί Μονοθελητισμού.
Τα βασανιστήρια
Κατά
το ένατο έτος της βασιλείας του ο Κώνστας, που ήταν διάδοχος του
Ηρακλείου, αλλά και αιρετικός, διέταξε να φέρουν μπροστά του τον Μάξιμο
και τους δύο μαθητές του,
Αναστασίους ονομαζόμενους. Και τούτο με
την δικαιολογία, ότι στη Ρώμη είχε οργανωθεί η αντίδρασης κατά της
θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα.
Κατόπιν έφερε και τον
Πάπα Μαρτίνο και τον εξόρισε στην Χερσώνα. Τον Μάξιμο όμως τον βασάνισε
περισσότερο. Αυτόν κυρίως ήθελε να μετατρέψει. Κατόπιν θα μετέστρεφε με
ευκολία
και τους άλλους. Στον δρόμο από τη Ρώμη ως την Κωνσταντινούπολη τον
βασάνιζαν. Τον τραβούσαν ξυπόλητο να βαδίζει και άσκεπη στον ήλιο. Ένας
μαθητής του, που
τον ακλουθούσε και έβλεπε την κακοπάθειά του,
αναστέναζε. Όταν έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη τον φυλάκισαν σε σκοτεινή
φυλακή, χωριστά από τους μαθητές του, για να
μην έχει καμιά
ανθρώπινη βοήθεια και παρηγοριά. Έπειτα από λίγες ημέρες έφεραν τον Όσιο
στο δικαστήριο. Ο βασιλεύς έφερε έναν πανούργο αδιάντροπο και ικανότατο
στις
συζητήσεις για να τον εξετάσει. Ήταν Σακελλάριος. Αυτός δεν
τον σεβάσθηκε καθόλου, ούτε δια το γήρας του (ήταν πάνω από ογδόντα
χρονών), ούτε δια το σχήμα του (ήταν
μοναχός), ούτε δια την
σεμνοπρέπειά του. Τον περιφρόνησε όσο μπορούσε, διότι δεν μπορούσε να
τον νικήσει στη συζήτηση. Ο Άγιος ήταν σοφότερος και του απόδειχνε την
αίρεση με Γραφικές αποδείξεις.
Όταν
έμαθε ο βασιλεύς, ότι ο Μάξιμος κατατρόπωσε τον Σακελλάριο, θύμωσε
πολύ. Ο Αυτοκράτορας διέταξε να εξορίσουν τον Μάξιμο στην Βιζύη της
Θράκης, τον ένα
Αναστάσιο στην Πέρβερη και τον άλλο στην Μεσημβρία.
Στην εξορία ο Μάξιμος δεν έπαυε να κηρύττει και δεν κουραζόταν να γράφει
και να ελέγχει τους αιρετικούς.
Έγραψε και πολλά θεολογικά συγγράμματα.
Νόμισαν
ότι από τα βάσανα της εξορίας θα μεταμελήθηκε. Τον έφεραν στην
Κωνσταντινούπολη λοιπόν. Τον έφεραν με μεγάλες τιμές, μαζί με τους
μαθητές του. Όταν τον έφεραν
ο Αυτοκράτορας συγκέντρωσε σοφούς
ανθρώπους, Αρχιερείς και άρχοντες, για να πείσουν τον Άγιο ν' αφήσει την
Ορθοδοξία του και ν' ασπαστεί τον Μονοθελητισμόν.
Δεν μπόρεσαν όμως
να τον λυγίσουν, ούτε με λόγια, ούτε με απειλές. Τότε ο βασιλεύς
εξαγριώθηκε και διέταξε να τους μαστιγώσουν και τους τρεις, να τους
διαπομπεύσουν
στην πόλη και να τους κόψουν τις γλώσσες, για να μην μπορούν να κηρύττουν την αλήθεια και τα χέρια για να μη γράφουν.
Ο
Έπαρχος της πόλεως επήρε τον Άγιο και τους μαθητές του και μπήκε στο
πραιτόριο. Πρώτον άρχισαν να δέρνουν τον Όσιο τέσσερεις αλύπητα. Δεν
λυπήθηκε ο άθλιος
έπαρχος τα γηρατειά του η τα αδυνατισμένα από την
νηστεία μέλη του. Τόσο πολύ τον δείρανε, ώστε βάφηκε από το αίμα το
έδαφος. Δεν έμεινε μέρος του σώματος του
απλήγωτο. Την άλλη ημέρα ο
βασιλεύς μαστίγωσε άγρια και τους δύο Αναστασίους, τους μαθητές του
Αγίου. Κατόπιν, κι' ενώ μόλις ανέπνεαν από τα βασανιστήρια, τους
κλείσανε στη φυλακή.
Την
επομένη ημέρα, τους φέρανε τους Αγίους πάλι στο δικαστήριο. Από τις
πληγές, ήταν πρησμένες και μαύρες οι σάρκες τους. Έβγαζαν αφόρητη
δυσοσμία οι πληγές.
Και όμως δεν τους λυπήθηκαν οι άσπλαχνοι, αλλά
έκοψαν την γλώσσα του Αγίου από τον φάρυγγα, δια να μην μπορεί να
ελέγχει πλέον την αίρεση τους. Ο Θεός όμως έκαμε
το θαύμα του! Ο
Άγιος μιλούσε και χωρίς γλώσσα και ήλεγχε την ανοησία τους και την πλάνη
τους. Στον Θεό δεν είναι τίποτε το αδύνατον. Επίσης και του Αναστασίου,
του
πρώτου μαθητού του Αγίου, του έκοψαν την γλώσσα. Και ενώ έπρεπε
να μετανοήσουν οι αιρετικοί, που βλέπανε τέτοια θαύματα, αντιθέτως
τυφλωμένοι από το μίσος
(φοβερό η αίρεσης), έκοψαν και τις δεξιές χείρες των Αγίων.
Κατόπιν
τους έσυραν, σαν ληστές και κακούργους, στην αγορά και τους
διαπόμπευσαν. Παρά τον ακρωτηριασμό του, ο Ομολογητής Μάξιμος ήταν φόβος
και τρόμος στους
εχθρούς της Ορθοδοξίας.
Στην εξορία
Εν
συνεχεία τους εξόρισαν στην Λαζική, χωριστά δια να μην υπάρχει
επικοινωνία μεταξύ τους. Πήγαιναν, λοιπόν, οι μακάριοι ομολογητές στην
εξορία ανυπόδητοι, ρακένδυτοι,
νηστικοί και στερούμενοι όλων των
αναγκαίων του σώματος. Η θεία δίκη όμως βρήκε γρήγορα τον άδικο βασιλέα
Κώνσταντα. Οι πολίτες για τις κακουργίες του αυτές τον μίσησαν
και
αυτός για να μην τον σκοτώσουν, πήρε την γυναίκα του και τα παιδιά του
και πήγε στις Συρακούσες της Σικελίας. Κάποια η μέρα που έμπαινε στο
λουτρό να πλυθεί, ένας
υπηρέτης του τον κτύπησε με ένα κάδο κατακέφαλα και του συνέτριψε το κρανίο και έτσι ο δυστυχής ξεψύχησε.
Μετά
τον θάνατον του Κώνσταντος, έγινε βασιλεύς ο υιός του Κωνσταντίνος.
Αυτός, επειδή φοβόταν μη πάθη τα ίδια με τον πατέρα του, συνεκάλεσε την
ΣΤ΄ Οικουμενική
Σύνοδο, η οποία ανεκήρυξε τας δύο θελήσεις και ενεργείας εν τω Χριστώ.
Όταν
οδηγούσαν στην εξορία τον Μάξιμο, υπέφερε πολύ. Το σώμα του ήταν από τα
μαρτύρια καταπληγωμένο και από το γήρας αδύνατο και εξασθενημένο τόσο,
που δεν
μπορούσε να ιππεύσει. Γι' αυτό τον έβαλαν μέσα σ' ένα καλάθι
και τον μετέφεραν στην Αλανία του Καυκάσου, στο Λαζιστάν. Εκεί τον
κλείσανε σ' ένα φρούριο Σχηματάρι
ονομαζόμενο, αβοήθητο και χωρίς
καμιά βοήθεια. Τον νεώτερο Αναστάσιο τον εξόρισαν στην Θράκη. Τόσο δε
βασανίσθηκε στην οδοιπορία εκείνη, ώστε έπειτα από λίγες
ημέρες
απέθανε. Τον άλλον Αναστάσιο τον εξόρισαν στην Αλβανία. Εκεί έζησε
είκοσι χρόνια μέσα στα βάσανα και κατόπιν πήγε και αυτός στον Χριστό,
που τόσο αγαπούσε.
Ο ευλογημένος Μάξιμος έζησε στο Σχηματάρι τρία
χρόνια. Ήταν υποχρεωμένος με ένα χέρι να κάνει όλες τις δουλειές, για να
υπηρετεί μόνος του τον εαυτό του, υπέργηρος
πλέον.
Η κοίμησίς του
Έπειτα
από τόσους πόνους και την κακοπάθεια, είδε μια θεϊκή οπτασία. Είδε τον
Χριστό, που τον καλούσε στην Βασιλεία των Ουρανών. Του φανέρωσε δε και
την ημέρα της
κοιμήσεως του. Πράγματι! Την ημέρα αυτή, ήτοι την 21ην
Ιανουαρίου του έτους 662 έφυγε δια την άλλην ζωή ο ουράνιος αυτός
άνθρωπος και επίγειος άγγελος.
Επάνω στον τάφο του φαινόταν κάθε
βράδυ τρεις λαμπάδες φωτεινές, που φώτιζαν όλο εκείνον τον τόπον. Από
αυτό κατάλαβαν όλοι, πόσην παρρησία βρήκε ο Όσιος Μάξιμος
κοντά στον Θεό.
Το έργον του
Ο
Μάξιμος ποτέ δεν εζήτησε αξιώματα. Ήταν ένας ηγέτης. Παρ' ότι απλός
Μοναχός, κατόρθωσε να κατευθύνει την εκκλησιαστική πολιτική των
Ορθοδόξων επί είκοσι πέντε
χρόνια. Απέβη ο μεγαλύτερος Θεολόγος του
7ου αιώνος. Τις γνώμες του τις δέχθηκε η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Υπήρξε
πολυγραφότατος συγγραφεύς. Συνέγραψε δογματικά,
πολεμικά,
ερμηνευτικά, σχόλια στους Πατέρες, ηθικά, ασκητικά, μυσταγωγία, που
είναι σπάνιο λειτουργικό βιβλίο και πολλές επιστολές.
Στίχος
Ἄχειρ, ἄγλωττος, χεῖρα καὶ γλῶτταν φύεις καὶ χερσὶ Θεοῦ, Μάξιμε, ψυχὴν δίδως. Εἰκάδι πρώτῃ πότμος Μαξίμου ὄσσ’ ἐκάλυψεν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπομβρίᾳ, ῥεῖθρα ἔβλυσας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὑπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε· θεολόγων δὲ τοῦ Λόγου τὴν κένωσιν,
ὁμολογίας ἀγῶσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθσι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ΄.
Ὀρθοδοξίας
ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστήρ, τῶν
Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ,
ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τὴ ὑπερμάχω
Ὡς
τῆς Τριάδος ἐραστὴς καὶ μύστης ἔνθεος Ὀρθοδοξίας ἐκδιδάσκεις τὴν
ἀκρίβειαν διὰ λόγου τε καὶ βίου ἠκριβωμένου· τὸν Χριστὸν γὰρ ἐν δυσὶ
τελείαις φύσεσιν, Ἐνεργείαις καὶ θελήσεσιν ἐκήρυξας τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις μέγιστε Μάξιμε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις
εὐσεβείας στήλη λαμπρά, καὶ θεολογίας, ἐπιστήμων θεοειδής· χαίροις
ὀρθοδόξων δογμάτων μυστογράφε, Μάξιμε θεηγόρε, σοφίας τρόφιμε.
Μνήμη του Οσίου (Αββά) Δωροθέου
Γιορτάζουμε σήμερα 13 Αυγούστου, ημέρα μνήμης του Οσίου Δωροθέου, ας πούμε λίγα λόγια:
Ο αββάς (πατήρ) Δωρόθεος είναι μεγάλη ασκητική μορφή του 6ου αιώνος μ.Χ., που όμως στον πολύ κόσμο παραμένει άγνωστη.
Σε νεαρή ηλικία εγκαταβίωσε σε κοινόβιο Μοναστήρι, στο οποίο ηγούμενος ήταν ο αββάς Σέριδος. Σε κοντινή απόσταση από το Μοναστήρι ζούσαν τότε οι δυο μεγάλοι ασκητές Βαρσανούφιος και Ιωάννης, οι οποίοι είναι γνωστοί από το βιβλίο «Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου», που περιέχει τις σοφές απαντήσεις που έδιδαν σε διάφορα ερωτήματα πνευματικής φύσεως. Επειδή ήσαν έγκλειστοι, ελάμβαναν γραπτώς τις ερωτήσεις και πάλι γραπτώς έδιναν τις απαντήσεις.
Ο Όσιος Δωρόθεος, αυτούς τους αγίους ησυχαστάς, τους ευλαβείτο πάρα πολύ και με την σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου Σερίδου τους συμβουλευόταν για κάθε σοβαρό θέμα, που είχε σχέση με την πνευματική του πορεία και χωρίς την σύμφωνη γνώμη τους τίποτα δεν έπραττε. Στο συναξάρι του οσίου Δωροθέου αναφέρονται ερωτήσεις του προς τους μεγάλους αυτούς ασκητές, καθώς και οι σοφές απαντήσεις που λάμβανε. Αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα.
Κάποτε ο λογισμός τον ξεσήκωσε να φύγει από το Μοναστήρι και να πάει στην έρημο, για να ζήσει με περισσότερη ησυχία και προσευχή, αφού στο Νοσοκομείο της Μονής, όπου διακονούσε, είχε πολλούς περισπασμούς και δεν εύρισκε ησυχία και αρκετό χρόνο για προσευχή και ανησυχούσε μήπως έτσι «χάσει την ψυχή του». Φανέρωσε τον λογισμό του στον αββά Ιωάννη, όπως το συνήθιζε, και στην συνέχεια του έκανε υπακοή. Η πραγματικά θεόπνευστη συμβουλή του μεγάλου ασκητού σημάδεψε την ζωή και την μεγάλη πνευματική πορεία του νεαρού τότε μοναχού Δωροθέου.
Του είπε ότι ησυχία είναι το να φυλάσσει κανείς την καρδιά του από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας και των λοιπών ενεργειών. Για να δρέψει τους καρπούς της ησυχίας πρέπει πρώτα να βγάλει φύλλα της ασκήσεως και της πρακτικής ζωής. Δηλαδή να κάνει υπακοή και υπομονή. Αλλά και ο αββάς Βαρσανούφιος, που είχε και αυτός ερωτηθεί, έδωσε την ίδια απάντηση. Έτσι ο Δωρόθεος παρέμεινε στην υπακοή, την διακονία και την υπομονή και σημείωσε μεγάλη πρόοδο στην πνευματική ζωή.
Όταν όμως ήλθε το «πλήρωμα του χρόνου», αναχώρησε στην έρημο, σε ώριμη πλέον πνευματική ηλικία. Ήθελε να ζήσει και να τελειώσει την ζωή του ως ησυχαστής. Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν, αφού τον ήθελε ποιμένα και οδηγό ψυχών. Όσο απέφευγε την ευθύνη, τον περισπασμό και την δόξα, τόσο αυτά τον καταδίωκαν. Γύρω του μαζεύτηκε ένας μεγάλος αριθμός μοναχών, γεγονός που τον ανάγκασε να συστήσει Μοναστήρι.
Ο Όσιος Δωρόθεος αφού έζησε ασκητικά, απεβίωσε ειρηνικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου