Ἡ
καταγωγὴ αὐτῶν τῶν τριῶν πνευματικῶν βλασταριῶν ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια τοῦ
Πόντου (ὁρισμένοι συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καὶ συγγενεῖς τοῦ
Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος). Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ
κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀσκληπιοδότης ἀμέσως τοὺς συνέλαβε καὶ
τοὺς ἀνέκρινε ἂν πράγματι ἦταν χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς, χωρὶς κανένα
δισταγμό, ὁμολόγησαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Ἀμέσως, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ
τοὺς βασανίσουν ἀνελέητα. Τὰ βασανιστήρια δὲν ἐπηρέασαν καθόλου τὸ
θάῤῥος καὶ τὴν συνείδησή τους. Ἐνῷ τοὺς ἔδερναν καὶ τοὺς ἔκαιγαν
ἀλύπητα, αὐτοὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ὑμνοῦσαν. Ἔτσι,
οἱ μὲν Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος πέθαναν μὲ σταυρικὸ θάνατο, ὁ δὲ
Βασιλίσκος, ἀφοῦ φυλακίστηκε, πέθανε μετὰ ἀπὸ μύριες στερήσεις καὶ
κακουχίες, χωρὶς νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του καθόλου. Παρέμεινε μέχρι
τελευταίας πνοῆς πιστὸς στὸ Χριστό. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ οἱ τρεῖς
τεκμηρίωσαν τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἰωάννη στὴν Ἀποκάλυψη, ὅτι «οὐκ
ἤγαπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου». Γιὰ τὴν μαρτυρία δηλαδὴ τοῦ
Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἀγάπησαν τὴν ζωή τους, ἀλλὰ τὴν
περιφρόνησαν μέχρι θανάτου.
Ἦταν
τὰ θλιβερὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτη, ποὺ ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς
αὐτοκράτορας ἐξεδίωκε τὴν Ἐκκλησία, προσπαθώντας ν᾿ ἀναστηλώσει τὴν
εἰδωλολατρία. Οἱ διωγμοὶ αὐτοὶ βέβαια, ἐπεκτάθηκαν καὶ στὴν Ἀντιόχεια
τὴν Μεγάλη. Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς κληρικούς της, ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν
παράταξή τους, προστατεύοντας καὶ ἐνθαῤῥύνοντας τὸ ποίμνιο μὲ τὴν
παρουσία τους. Μεταξὺ τῶν ἡρῴων αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Θεοδώρητος. Συνελήφθη
λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς πόλης (Ἰουλιανὸ ὀνομαζόμενο, ποὺ κατὰ τὸν Σ.
Εὐστρατιάδη ἦταν θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη), ἀλλὰ διατήρησε ὅλη
τὴν ἀκεραιότητα τοῦ θάῤῥους του. Ὁ ἔπαρχος στὴν ἀρχὴ τὸν περιποιήθηκε.
Καὶ τόνισε τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ Θεοδωρήτου, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν παιδεία
του. Κατέληξε δὲ προτρέποντας τὸν Θεοδώρητο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Χριστό, καὶ
νὰ προσέλθει στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεοδώρητος τὸν ἄκουσε μὲ
ὑπομονή, καὶ κατόπιν μεταξὺ ἄλλων εἶπε στὸν ἔπαρχο: «Πῶς νὰ προδώσω τὴν
ἀλήθειαν, πῶς νὰ λιποτακτήσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς,
πῶς νὰ ἀφήσω τὴν χριστιανικὴν ἐλπίδα, τὴν χύνουσαν τόσον φῶς καὶ τόσην
παρηγοριὰν εἰς τοὺς ζοφώδεις ὁρίζοντας τοῦ βίου, πῶς νὰ φανῶ τόσον
ἀχάριστος πρὸς τὸν Χριστόν μου, ὁ ὁποῖος ὑπὲρ ἐμοῦ ἔχυσε τὸ αἷμα του;
Εἶμαι καὶ θὰ μείνω χριστιανός». Ὁ ἔπαρχος, ἐξεπλάγη μὲν ἀπὸ τὸ θάῤῥος
του, διέταξε ὅμως καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Καταγόταν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Νωρὶς στερήθηκε τὸν πατέρα
της, ἀλλὰ ἡ μητέρα της τὴν ἀνέθρεψε καὶ τὴν πότισε μὲ τὰ νάματα τῆς
χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μητέρα καὶ κόρη δόθηκαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ
σὲ ἔργα εὐσπλαχνίας καὶ φιλαδελφίας. Μὲ τὸ μικρὸ τοὺς εἰσόδημα καὶ μὲ
κόπους τῶν χεριῶν τους, παρηγοροῦσαν ἀσθενεῖς καὶ θλιβομένους. Ἐπίσης
στήριζαν τὴν κλονισμένη πίστη τῶν γυναικῶν καὶ ἡ διαγωγή τους ἐνέπνεε
ἀγάπη καὶ σεβασμό. Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα της, ἡ Πιαμοῦν αὔξησε τοὺς
κόπους της στὶς ὑπηρεσίες τῶν εὐαγγελικῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἁγιότητά της εἶχε
φθάσει καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Κάποτε μάλιστα, κατάφερε μόνη της νὰ σώσει
τὴν γενέτειρα πόλη της ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ὅταν δήλωσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ ὄνομά
της. Στὸ ἄκουσμα ἐκεῖνοι θυμήθηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποχώρησαν εἰρηνικά. Ἡ
Ἁγία πέθανε μέσα σὲ ἄπειρες εὐλογίες καὶ γενικὸ ἦταν τὸ πένθος τὴν ἡμέρα
τῆς κηδείας της .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου