Στρατάρχης του παρθενικού τάγματος, ο Ιωάννης!
(24 Ιουνίου, Γενέθλιο του Τιμίου Προδρόμου)
Εγκώμιο στον Τίμιο Πρόδρομο
Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων
Μέσα
στα Άγια των Αγίων λοιπόν είχε βρεθεί ο Ζαχαρίας -γιατί ήταν άξιος και
είχε τον ιερατικό βαθμό για μια τέτοια υπηρεσία. Καθώς λοιπόν βρισκόταν
στο θυσιαστήριο, δέχτηκε μέσα στην επίμονη προσευχή του, την επίσκεψη
ουράνιου αγγέλου. Τον είδε να στέκεται δεξιά από το θυσιαστήριο που
προσφερόταν το θυμίαμα και να του μιλάει για τον ερχομό του Λόγου του
Θεού στη γη, χαρίζοντάς του έτσι την πιο ουράνια και πιο ευχάριστη
αγγελία.
Ο
Άγγελος που έφερε αυτά τα σπουδαία μηνύματα ήταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ.
Αυτός και μόνο με το όνομά του φανερώνει τη σημασία που είχαν τα
μηνύματα που έφερνε. Γιατί
αυτός ήρθε στο θυσιαστήριο να αναγγείλει θαυμαστά γεγονότα, που θα
γίνονταν πριν από την ενανθρώπιση του Θεού, για την οποία και ο ιερέας
Ζαχαρίας τόσο επίμονα παρακαλούσε. Αυτόν, τον Ζαχαρία, τον είδε ο
άγγελος του Θεού να συγκλονίζεται από το όραμα της παρουσίας του και
κατάλαβε ότι όσο πιο πολύ φοβόταν τόσο πιο πολύ κλονιζόταν. Γιατί λέει
το ιερό Ευαγγέλιο: «Ταράχτηκε ο Ζαχαρίας βλέποντας τον άγγελο και έπεσε
πάνω του φόβος μεγάλος» (Λουκά. 1, 12). Ο τρόμος του Ζαχαρία φανέρωνε
ότι έφτανε ο χρόνος που θα σταματούσε η απόλυτη ισχύς του νόμου της
Παλαιάς Διαθήκης και ότι ήρθε ο καιρός που οι άνθρωποι θα ακολουθούσαν
το δρόμο του Ευαγγελίου. Διώχνει λοιπόν το φόβο από τον Ζαχαρία και στη
συνέχεια του δίνει τα ευχάριστα μηνύματα. Γιατί όσα του είπε δεν
προκαλούσαν φόβο αλλά αφοβία και ευχαρίστηση. Τί του είπε; «Μη φοβάσαι
Ζαχαρία, γιατί ο Θεός άκουσε την προσευχή σου» (Λουκά. 1,13). Δηλαδή,
δεν του φώναξε μόνο: Τί φοβάσαι σεβάσμιε γέροντα, τί φοβάσαι τώρα που
παίρνεις αυτά που ζητάς; Τί φοβάσαι τώρα που λυτρώνεσαι από το βάρος της
νομικής λατρείας; Γιατί ταράζεσαι τώρα που βλέπεις το φως μετά από τη
σκιά; Γιατί μένεις κατάπληκτος τώρα που βλέπεις να εδραιώνονται στη Χάρη
του Θεού όσοι κλονίζονταν πριν; Αλλά του είπε: Είναι υπερθαύμαστα αυτά
τα μηνύματα που σου φέρνω, δεν εμπνέουν όμως φόβο σε όσους τα ακούνε.
Έχω να σου αποκαλύψω μεγάλα μυστήρια, δεν πρέπει όμως να ταραχτείς τώρα
ακριβώς που θα τα ακούσεις. Αντίθετα πρέπει να χαρείς και να
ευχαριστηθείς μαζί μου, γιατί αυτά από τη φύση τους προξενούν χαρά και
ευφροσύνη. Η λύτρωση των ανθρώπων βρίσκεται πια κοντά τους. Έφτασε η ώρα
να σηκωθούν οι πεσμένοι. Ο νόμος βρήκε το σκοπό του. Έχει πια ανατείλει
ο καιρός της θείας Χάριτος. Και πολύ σύντομα θα δεις -γιατί βρίσκεται
κοντά στα μάτια σου- Αυτόν που είναι το κεφάλαιο όλων αυτών που σου
είπα. Θα δεις το Θεό Λόγο να σαρκώνεται από την Παρθένο, να γεννιέται,
όπως όλοι εμείς οι άνθρωποι και να σώζει όλο το ανθρώπινο γένος. Και δεν
θα θαυμάσεις μόνο αυτά που τόσο πολύ επιθύμησες να δεις, αλλά θα
ευτυχήσεις και να τα υπηρετήσεις. Για να πιστέψεις δε στα λόγια μου,
προσθέτω -και σε παρακαλώ να πιστέψεις- ακόμη ένα αξιοθαύμαστο γεγονός
και σου αποκαλύπτω ότι θα γίνουν πραγματικότητα εκείνα για τα οποία
είχες χάσει την ελπίδα σου. Ποιά είναι αυτά; «Η γυναίκα σου η Ελισάβετ,
θα σου γεννήσει γιό και θα τον ονομάσεις Ιωάννη. Και θα δοκιμάσεις,
χαρά και αγαλλίαση και πολλοί θα χαρούν για τη γέννησή του. Αυτός θα
αναδειχτεί μεγάλος ενώπιον του Κυρίου και δεν θα πιει κρασί και
οινοπνευματώδη ποτά, και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα, από τον καιρό ακόμα
που θα βρίσκεται στην κοιλιά της μάνας του. Και πολλούς από τους
απογόνους του Ισραήλ, που έχουν απομακρυνθεί από το Θεό, θα τους
επαναφέρει με τη μετάνοια στον Κύριο και Θεό τους, που έγινε για χάρη
τους άνθρωπος. Και αυτός θα προπορευθεί πριν από Αυτόν με το πνεύμα και
τη δύναμη του προφήτη Ηλία, για να ξαναγυρίσει στα παιδιά τις καρδιές
των πατέρων τους και να ξαναφέρει στους απειθείς το φρόνημα που έχουν οι
δίκαιοι. Και να ετοιμάσει όλους αυτούς που είχαν καλή προαίρεση ώστε να
δεχθούν τον Κύριο» (Λουκά. 1,13-18).
Βλέπεις
πόσα και πόσο μεγάλα είναι αυτά για τα οποία αγγελικές φωνές μαρτυρούν
ότι θα μπορούσε να καυχηθεί ο Ιωάννης, γιατί συνέβηκαν στη σύλληψή του
και πριν ακόμη απ’ αυτήν; Βέβαια γεννήθηκε και ο Σαμουήλ από τη στείρα
μάνα του, αλλά δεν ήταν γερασμένη, ούτε ο πατέρας του είχε προχωρήσει
τόσο στην ηλικία, ώστε να θεωρείται γέρος. Γεννήθηκε και ο Ισαάκ από
γέρους γονείς που είχαν πια περάσει το χρόνο της τεκνογονίας και είχαν
χάσει τη φυσική ακμή γι’ αυτήν. Αλλά δεν πληρώθηκε από Άγιο Πνεύμα,
όταν ακόμα ήταν μέσα στην κοιλιά της μάνας του. Αλλά και από όλους τους
μεγάλους άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης κανένας δεν στολιζόταν με τα
στολίδια που στολίζεται ο Ιωάννης.
Υπήρξε
μεν προφήτης ο Σαμουήλ και έβλεπε πραγματικά τα μέλλοντα σαν παρόντα.
Και αυτός δεν είχε πιει ποτέ κρασί και οινοπνευματώδη ποτά, αλλά δεν
κατοικούσε στην έρημο ούτε τρεφόταν με ασυνήθιστες στους ανθρώπους
τροφές. Ούτε η γέννησή του προξένησε τόση χαρά, όση σκόρπισε με την
γέννησή του ο Ιωάννης, που αναδείχτηκε ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους
ανθρώπους και που αξιώθηκε να γίνει ο Πρόδρομος της παγκόσμιας χαράς,
δηλαδή του Χριστού.
Καρπός
στείρας υπήρξε και ο φημισμένος για τη σοφία του Ιωσήφ και πριν βέβαια
απ’ αυτόν εκείνος ο μακάριος Ιακώβ, που τον γέννησε από τη στείρα
Ραχήλ. Υπήρξε ακόμα και σώφρονας ο Ιωσήφ -γιατί νίκησε με τόσο
αξιοθαύμαστο τρόπο τη λαγνεία της Αιγύπτιας και κράτησε την αγνότητά
του- αλλά δεν έγινε ποτέ ο στρατάρχης του παρθενικού τάγματος, όπως ο
Ιωάννης. Πόσο δε μεγάλη απόσταση υπάρχει μεταξύ παρθενίας και ηθικής
ακεραιότητας, το μαρτυρούν μόνες τους αυτές οι ίδιες οι αρετές. Και
είναι βέβαιο ότι η υψηλότερη θέση δίνεται σε κείνους τους άνδρες και τις
γυναίκες που τίμησαν τόσο την σωματική όσο και την ψυχική παρθενία, που
δίνει με τη χάρη του και εμπνέει με το παράδειγμά του ο Χριστός και
έγιναν και είναι μιμητές της Πανάχραντης Παρθένου που τον γέννησε. Αυτό
βέβαια και ο ίδιος ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός το έκανε ολοφάνερο σε
όλους όταν είπε ότι δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να βαδίσουν στο δρόμο
της παρθενίας, δηλαδή να είναι άξιοι ενός τέτοιου χαρίσματος, αλλά μόνον
εκείνοι για τους οποίους, σύμφωνα με τη θεϊκή Του πρόγνωση, τους
θεώρησε άξιους και τους το χάρισε.
Ο
Θεός αγάπησε τον Ιακώβ ακόμα τότε που βρισκόταν στην κοιλιά της μάνας
του, γιατί εκείνη κυοφορώντας τον άκουσε θεϊκή φωνή να της λέει:
«Αγάπησα τον Ιακώβ και μίσησα τον Ησαύ» (Γεν. 25,23 -Ρωμ. 9,13). Αλλά
δεν πληρώθηκε με Άγιο Πνεύμα ο Ιακώβ στον καιρό της κυοφορίας του.
Ικανώθηκε ακόμη ο Ιακώβ, στο ολονύχτιο εκείνο δράμα του να παλέψει με το
Θεό, γιατί πραγματικά τότε βασίλευε το πυκνό σκοτάδι της άγνοιας του
Θεού. Αλλά δεν μπόρεσε και δεν χαριτώθηκε να πορευτεί μπροστά από το Θεό
και να τον βαπτίσει. Αυτό, απ’ όλους τους ανθρώπους, μόνο ο Ιωάννης
μπόρεσε να το τολμήσει. Γιατί είχε πια φέξει ο όρθρος της γνώσεως του
Θεού και κατά συνέπεια έλαμπε φωτεινά η ημέρα της αλήθειας. Και ο Ιακώβ
από την πάλη του αυτή με το Θεό πληγώθηκε στο μηρό του και κούτσαινε
και δεν μπορούσε καθόλου να βαδίσει γρήγορα. Έτσι προμήνυε τόσο φανερά
ότι όλοι οι απόγονοί του θα είναι βραδυκίνητοι και δυσκίνητοι, δηλαδή
απρόθυμοι και αδιάφοροι για τη λυτρωτική Χάρη που ο Θεός χάριζε στη ζωή
τους. Δηλαδή το πάθημα του Ιακώβ έκανε φανερή την τόσο καταστρεπτική
απροθυμία και αδιαφορία των ανθρώπων. Ο Ιωάννης όμως δεν είχε ποτέ του
ένα τέτοιο ελάττωμα, αν και καταγόταν από τους απογόνους του Ιακώβ.
Αντίστροφα αυτός γίνεται άριστος δρομέας της Χάριτος και πρόδρομός της.
Παραμένει μακριά από την Ιουδαϊκή απιστία και αφήνει πίσω του και μακριά
τα σκιώδη μυστήρια της Παλαιάς Διαθήκης.
Θα
ήθελα ακόμη να κάνω μια σύγκριση μεταξύ του Σαμψών και του Ιωάννη. Γιατί
και ο Σαμψών γεννήθηκε από στείρα μάνα και φάνηκε σαν καρπός θερμής
προσευχής προς το Θεό και ποτέ δεν έκοψε τα μαλλιά του με δική του
απόφαση, όπως λέει η Αγία Γραφή: «Ποτέ δεν άγγιξε ξυράφι τα μαλλιά της
κεφαλής του» (Κριτ, 16,17 – Αριθμ. 6,5). Ήταν ακόμη ο Σαμψών
πλουτισμένος και με άλλα θεϊκά δώρα και όμως η Δαλιδά, πάλι μια πόρνη
γυναίκα, τον δέσμευσε και δεν τον άφησε να βαδίσει τα βήματα του Ιωάννη.
Και υπήρξαν και άλλοι πολλοί μεγάλοι ενώπιον του Κυρίου, αλλά δεν
αξιώθηκαν να επιστρέψουν τις καρδιές των Ισραηλιτών προς τον Κύριο και
Θεό τους. Ούτε αξιώθηκαν να πορευτούν πριν από το Χριστό με τη δύναμη
και το πνεύμα του προφήτη Ηλία. Ούτε αναδείχτηκαν σε τέτοιο ύψος ώστε
να βοηθήσουν στην αναγέννηση των γονιών τους, που είχαν μεγαλώσει και
τραφεί με τον Ιουδαϊκό νόμο και να τους κάνουν να συμβαδίζουν με τα
παιδιά τους, που τώρα πια βαδίζουν το νόμο της Χάριτος. Ούτε οδήγησαν
τους ανυπότακτους Ιουδαίους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκτήσουν το
φρόνημα και τη ζωή αυτών που δικαιώθηκαν μέσα στο Χριστό. Ούτε ετοίμασαν
τους ανθρώπους να δεχτούν τον Κύριο, που φανερώθηκε στη γη και έλαμψε
σαν άλλος Ήλιος. Ούτε και από όλα αυτά πέτυχαν ή έκαναν κάτι μεγαλύτερο.
Αλλά βέβαια τί μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερο από το να δει κανείς με τα
μάτια του σαρκωμένο τον Κύριο και να τον βαπτίσει, όπως ο Ιωάννης;
Γεννήθηκαν λοιπόν και αυτοί από στείρες μητέρες και θα μπορούσαμε να
πούμε ότι ήταν φορτωμένοι με πολλά δώρα από το Θεό, τα οποία όμως, όταν
μεν συγκρίνονται με τις αρετές άλλων ανθρώπων φαίνονται μεγάλα, όταν
όμως τολμήσουν να συγκριθούν με τα υπέροχα χαρίσματα του Ιωάννη, τότε
είναι πολύ μικρά. Μπροστά σ’ αυτά τα υπέροχα και ανυπέρβλητα δώρα του
Ιωάννη και ο ιερέας Ζαχαρίας, τότε που επρόκειτο να αναδειχτεί πατέρας
του, έμεινε κατάπληκτος και η πολλή του αμηχανία τον έκανε να δεχτεί με
το νου του το κεντρί της δυσπιστίας. Και πληγωμένος πια απ’ αυτή τη
δυσπιστία αποτόλμησε να εκφράσει προς τον άγγελο εκείνα τα φοβερά λόγια
της δυσπιστίας: «Τί είναι αυτό που θα με κάνει να πιστέψω αυτά που μου
λες, γιατί εγώ είμαι πολύ γέρος και η γυναίκα μου έχει και αυτή περάσει
την ηλικία της τεκνογονίας» (Λουκά. 1,18).19 Αυτά τα λόγια βέβαια δεν
έπρεπε ποτέ να τα πει αυτός που θα γινόταν πατέρας του Ιωάννη. Τα είπε
όμως όχι ως πατέρας του Ιωάννη, δηλαδή πατέρας της φωνής που θα
αξιωνόταν να κηρύξει τα πιο μεγάλα και τα πιο υπέροχα μηνύματα στον
κόσμο, αλλά ως εκπρόσωπος του στενόφωνου και βραδύγλωσσου νόμου της
Παλαιάς Διαθήκης. Ο Μωυσής που έγραψε το Νόμο, ο ίδιος μαρτυρεί για τον
εαυτό του ότι ήταν βραδύγλωσσος και ισχνόφωνος. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν
αμέσως σιώπησε και αυτός στον οποίο δόθηκαν όλα αυτά τα μηνύματα, γιατί
έπρεπε ο ίδιος με τη σιωπή του να συμβολίσει και να προσημάνει ότι η
ισχύς του Μωσαϊκού Νόμου θα σταματήσει, μόλις θα φανερωθεί πλέον ως
άνθρωπος, ο Σαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Μεγάλος Νομοθέτης της Χάριτος,
Ιησούς Χριστός. Τα πίστεψε όμως όλα αυτά ο Ζαχαρίας όταν ο άγγελος του
επέβαλε σιωπή· «Εγώ είμαι ο Γαβριήλ, που παραστέκομαι εμπρός στο Θεό,
για να τον υπηρετώ. Και με έστειλε ο Θεός να σου μιλήσω και να σου φέρω
τα χαρούμενα μηνύματα. Και αφού ζητάς σημείο, θα το έχεις, όχι όμως όπως
το θέλεις. Θα είσαι βουβός και δεν θα μπορείς να μιλήσεις μέχρι την
ημέρα, που θα γίνουν αυτά. Και σου επιβάλλεται αυτή η τιμωρία, επειδή
δεν πίστεψες στα λόγια μου, που θα πραγματοποιηθούν στον καιρό τους»
(Λουκά. 1,19-20). Και ήταν πολύ κατάλληλο ένα τέτοιο επιτίμιο, δηλαδή η
αφωνία, αν και επρόκειτο να γίνει πατέρας της φωνής του Λόγου. Γιατί δεν
υπήρξε ο Ζαχαρίας απλώς σύμβολο αυτών, που έχοντας τη συνείδησή τους
διαμορφωμένη, σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, θα δυσπιστούσαν στο Νόμο της
Χάριτος, αλλά περισσότερο γιατί δεν πίστεψε ότι από αυτόν θα προέλθει η
φωνή, που θα στελνόταν να κηρύξει όλα αυτά τα νέα και χαρούμενα
μηνύματα. Εφόσον λοιπόν δυσπίστησε για τη γέννηση της φωνής του Λόγου,
ήταν δίκαιο να στερηθεί και τη δική του φωνή. Γιατί, όπως λέει και ο
σοφός Σολομών, «μέσα στις αμαρτίες του βρίσκει κανείς και την κόλασή
του». Έτσι λοιπόν έμαθε να μη δυσπιστεί για τη φωνή που θα προερχόταν
από την έρημο, δηλαδή από τη στείρα μάνα.
Ο
Ιωάννης λοιπόν βλάστησε στην άγονη γη, δηλαδή στη στείρα μήτρα της μάνας
του και κήρυξε στην έρημο την Ιουδαϊκή, δηλαδή στις ψυχές, που δεν
είχαν καρπούς πίστεως. Κήρυξε ακόμα και στην εκκλησία των εθνικών, που
δεν είχε πιο μπροστά ώριμο και γλυκό καρπό, πρόσφορο να θρέψει το Χριστό
όπως έθρεψε και όσους βρήκε καλοπροαίρετους Σαμαρείτες με την
πνευματική τροφή και το πνευματικό νερό, που αποκάλυψε στη Σαμαρείτιδα
και στη Χαναναία ο ίδιος ο Κύριος. Σε κάθε μια απ’ αυτές τις δύο ερήμους
κήρυξε ο Ιωάννης -που υπήρξε η μεγάλη και θαυμαστή φωνή του Θεού Λόγου-
το πραγματικά σωτήριο κήρυγμά του, που στάθηκε ικανό να τις μεταβάλει
από άκαρπες σε καρποφόρες.
(«Το Θεϊκό Λυχνάρι, ο Τίμιος Πρόδρομος», Εκδ. «Ετοιμασία»).
ΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου
«Και
του είπε ο άγγελος· μη φοβάσαι Ζαχαρία, γιατί ο Θεός δέχτηκε την
προσευχή σου» (Λουκ. 1,13). Αμέσως με τη διαβεβαίωση αυτή του ᾽διωξε το
φόβο, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάθε αγγελική οπτασία. Μετά δηλαδή από
το φόβο που προκαλεί η εμφάνιση του αγγέλου, αφαιρείται από τον άνθρωπο η
δειλία. Ενώ γίνεται ακριβώς το αντίθετο όταν εμφανίζεται ο δαίμονας.
Δηλαδή στην αρχή ο άνθρωπος που τον δέχεται είναι χαρούμενος και θαρραλέος, μετά όμως από λίγο γεμίζει ταραχή και φόβο.
«Μη
φοβάσαι, είπε, Ζαχαρία, γιατί ο Θεός δέχτηκε την προσευχή σου και η
γυναίκα σου η Ελισάβετ θα φέρει στον κόσμο ένα γιο» (Λουκ. 1,18).
Ω
αξιοεπιθύμητο και θεόσδοτο παράγγελμα, σύμφωνο με τη βαθιά επιθυμία
τους! Ω αγγελοφερμένη υπόσχεση, που είσαι καρπός τόσων επίμονων
προσευχών! Κατάφερε ο Ζαχαρίας να κερδίσει εκείνο που η ψυχή του
επιθυμούσε! Πέτυχε εκείνο για το οποίο παρακαλούσε με τόση θέρμη! Βρήκε
εκείνο που ζητούσε. Βρήκε, όχι από φυσική συνάφεια αλλά από καρποφόρα
προσευχή το ξανάνιωμα της άγονης μήτρας και την ικανοποίηση της λαχτάρας
της να κάνει παιδί. Διότι η στείρωση της δεν ήταν βέβαια επιτίμιο και
κατάρα του Θεού — μην πάει εκεί το μυαλό σας — αλλά ήταν προφητικό
εξάγγελμα μεγάλου μυστηρίου.
Έχω
την εντύπωση ότι, παρόλο που ο Ζαχαρίας είχε παραδοθεί σε πολλή προσευχή
και παρακαλούσε το Θεό να λύσει τη στείρωση της Ελισάβετ, δεν
εισακούστηκε αμέσως από το Θεό, γιατί δεν ήταν ακόμα ο κατάλληλος
καιρός. Δεν είχε φτάσει ακόμα η εποχή που ο Χριστός θα σαρκωνόταν. Τότε
μόνον να ελπίζεις ότι θα αποκτήσεις παιδί, Ζαχαρία, όταν έρθει στη γη
Αυτός που χρόνια προσδοκούν και περιμένουνε τα έθνη. Τότε να περιμένεις
πως η Ελισάβετ θα πάψει να είναι στείρα, όταν έρθει Αυτός που είναι η
ελπίδα της οικουμένης. Επειδή όμως ήρθε πια αυτή η ώρα, δέξου με την
προαγγελία του αρχάγγελου Γαβριήλ της καρδιάς σου το ποθούμενο. Σαν
άλλος αετός ξαναπάρε το νεανικό σου σφρίγος (Ψαλμ. 102,5). «Γνώρισε,
είπε ο άγγελος, τη σύζυγό σου. Γιατί έγινε δεκτή η προσευχή σου και η
γυναίκα σου Ελισάβετ, θα σου γεννήσει ένα γιο και θα του δώσεις το όνομα
Ιωάννης». Φανέρωσε έτσι ο άγγελος και το όνομα που θα ‘παίρνε το παιδί,
όνομα που και από την ίδια την ετυμολογία του φανερώνει ότι το παιδί θα
ήταν ουρανόσταλτο. (Το όνομα Ιωάννης στην Εβραϊκή σημαίνει «δώρον
Θεού»)
Είπε
δε ο Ζαχαρίας στον άγγελο- γιατί μιλάει με τον άγγελο με θάρρος σαν
ίσος προς ίσο. «Πώς θα βεβαιωθώ γι’ αυτό, αφού εγώ είμαι γέροντας και η
γυναίκα μου προχωρημένη στην ηλικία;» (Λουκ. 1,18). Η απόδειξη που χωρίς
ιδιαίτερη σκέψη ζήτησε, για τον τρόπο που θα γινόταν πατέρας, του
προσάπτει ως ιερέα το αμάρτημα της απιστίας. Αυτή η ερώτηση όμως δεν
προέρχεται από την απιστία, αλλά από την ανάγκη εξακριβώσεως της
αλήθειας. Έπαθε έτσι και ο Ζαχαρίας το ίδιο με τον Απόστολο Θωμά. Γιατί
δεν ήταν δικαιολογημένο, προφήτης αυτός και γνώστης των θείων πραγμάτων,
να αγνοεί ότι ο Θεός μπορεί να ανακαινίσει τη φύση, να ξανανιώσει τα
γηρατειά, να βγάλει από το αδιέξοδο τον άνθρωπο, να βρει λύσεις στα
προβλήματα, όπως άλλωστε συνέβη με τον Αβραάμ και τη Σάρρα, με τη
Σωμανίτιδα και με τόσες και τόσες άλλες ανάλογες περιπτώσεις, που έδειξε
τη θαυματουργική Του δύναμη. Αλλ’ όμως επειδή οι χαρούμενες αγγελίες,
που μηνύουν την πραγματοποίηση των μεγάλων και ασυνήθιστων προσδοκιών
της ψυχής, όταν ακουστούν απροσδόκητα και ξαφνικά φέρνουν συνήθως
ταραχή, γι’ αυτό και τώρα ο Ζαχαρίας, επειδή ταράχτηκε, τηρεί
επιφυλαχτική στάση. Και αυτό νομίζω ότι το κάνει όχι εξαιτίας της
απιστίας του, αλλά γιατί βιάζεται να φτάσει στην αναμφισβήτητη και
αδιάσειστη βεβαιότητα. Και αμέσως σαν να κυριεύτηκε από αφόρητη χαρά,
φωνάζει προς τον άγγελο και λέει: «Πώς θα βεβαιωθώ γι’ αυτό που μου
λες»; Μήπως παραλογίζεσαι; Μη και δεν βγουν αληθινά αυτά που μου
αναγγέλλεις; Δος μου επίσημη διαβεβαίωση, δος μου χειροπιαστή απόδειξη,
όπως παλιότερα έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ το σημείο της περιτομής,
βεβαιώνοντας τον έτσι ότι θα γίνει πατέρας πολλών εθνών και ότι θα
γεννηθούν απ’ τη γενιά του πολλοί βασιλείς. Και όπως διαβεβαίωσε πριν
απ’ αυτόν το Νώε με το σημείο του ουράνιου τόξου, ότι δηλαδή δεν θα
καταστρέψει με κατακλυσμό τη γη. Ακόμα όπως έκανε τη ράβδο του Μωυσή νά
πάρει μορφή φιδιού και να ξαναγίνει αμέσως πάλι ραβδί, για να πιστέψουν
μ’ αυτόν τον τρόπο οι Αιγύπτιοι ότι του φανερώθηκε ο Θεός.
Και
αποκρίθηκε ο άγγελος και του είπε: Να το σημείο που ζητάς: Θα χάσεις τη
λαλιά σου και δεν θα μπορείς πια να βγάλεις λέξη, γιατί δεν πίστεψες στα
λόγια μου – εννοείται βέβαια γιατί δεν πίστεψε απλά και ανεξέταστα –
που θα εκπληρωθούν όταν φτάσει ο κατάλληλος καιρός. Πήρε λοιπόν την
κατάλληλη για την περίσταση απόδειξη, που ζητούσε ο Ζαχαρίας, δηλαδή τη
σιγή της φωνής του, μιας φωνής που κάποτε θα σταματούσε για πάντα
μπροστά στη ζωντανή και σαρκωμένη φωνή, τον Πρόδρομο που θα γεννιόταν
απ’ αυτόν. Και ενώ έμεινε με κλειστό στόμα συνέχισε να υμνεί, με μυστική
πια φωνή το Δωρητή του παιδιού, που έμελλε να γεννηθεί. Όταν βγήκε,
λέει ο ιερός ευαγγελιστής, από το ιερό του Ναού, «δεν μπορούσε πια να
μιλήσει. Και απ’ αυτό κατάλαβαν οι άλλοι ότι είχε δει κάποιο όραμα στό
ιερό, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να εξηγήσει με νοήματα και παρέμενε
βουβός» (Λουκ. 1,22). Και έμεινε κωφάλαλος, πρώτα-πρώτα για να μη
δέχεται ερωτήσεις, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να μην πληροφορήσει τους
άλλους για το όραμα. Έπειτα δε επειδή κατά κάποιο τρόπο είχε βγει από
τις αισθήσεις του και καθώς έμεινε κατάπληκτος και εμβρόντητος από το
δράμα που εξακολουθούσε να το ζει τόσο βαθιά μέσα του, δεν μπορούσε να
δώσει προσοχή στα κούφια λόγια των άλλων. Η σιωπή λοιπόν δεν είχε κανένα
άλλο νόημα, παρά ήταν μονάχα μια προφητεία, που προδήλωνε ότι θα
γινόταν πατέρας προφήτη. Και αυτό ήταν ίσως και σημείο του τέλους της
λατρείας του Μωσαϊκού Νόμου, αλλά και σημείο της ανατολής της εποχής της
Χάρης, που θα άρχιζε με το γεγονός της γεννήσεως του Ιωάννη.
Προσπερνώντας
όμως τα άλλα σημεία που σχετίζονται με το θέμα μας -γιατί δεν είναι
ούτε της ημέρας, ούτε της δυνατότητας μας – ας έρθουμε αμέσως σ’ αυτό
που μας ενδιαφέρει άμεσα.
Και
συνέβη, όπως λέει ο ιερός ευαγγελιστής, το εξής: «Μόλις άκουσε η
Ελισάβετ το χαιρετισμό της Μαρίας, σκίρτησε από χαρά μέσ’ την κοιλιά της
το βρέφος» (Λουκ. 1,41).
Ω
Ιωάννη, μακαριστό βρέφος, ακοίμητο έμβρυο! Ενώ ακόμα βρισκόσουν στην
κοιλιά της μητέρας σου, πώς ένιωσες τι γίνεται στον κόσμο; Ενώ ακόμα δεν
είχες τελειωθεί πώς παρουσιάζεσαι υπερτέλειος; Πώς έξι μόλις μηνών
έμβρυο, εκφράστηκες σαν σοφός γέροντας; Πώς χωρίς ακόμα να μπορείς να
διανοηθείς φάνηκες τόσο συνετός; Πώς μίλησες με τόση ευφράδεια, ενώ
ακόμα δεν μπορούσες να αρθρώσεις λέξη; Πες μας, πες μας λοιπόν, πώς ενώ
βρισκόσουν ακόμη στη σκοτεινή χώρα των μητρικών σπλάχνων, χωρίς να
βλέπεις, χωρίς ν’ ακούς, χωρίς να έχεις αρθρώσει ακόμα μια λέξη, χωρίς
να έχεις κάνει ακόμα ούτε ένα βήμα, χωρίς να έχεις ακόμα σκάσει το πρώτο
χαριτωμένο παιδικό χαμόγελο, πώς βλέπεις τόσο καθαρά όσα δεν μπορούν να
δουν οι άνθρωποι; Πώς έχεις μια τόσο σοφή γνώση; Πώς θεολογείς; Πώς
σκιρτάς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ; Απάντησε μας, απάντησε μας,
πανθαύμαστέ!
Μεγάλο,
λέει, το μυστήριο που συντελείται και δεν μπορεί να το συλλάβει νους
ανθρώπινος αυτό που διαδραματίζεται. Αν και είμαι απλός άνθρωπος επιτελώ
παράδοξα πράγματα, για να φανερώσω Εκείνον που πρόκειται ως Θεάνθρωπος
να υπερβεί τους όρους της φύσης. Βλέπω μολονότι είμαι ακόμα έμβρυο,
γιατί αισθάνομαι κοντά μου να κυοφορείται ο ήλιος της δικαιοσύνης. Έχω
τη δυνατότητα να ακούω επειδή γνωρίζω πολύ καλά τα πάντα και επειδή
γεννιέμαι για να είμαι η φωνή του Λόγου του Θεού. Κράζω με όλη μου τη
δύναμη, γιατί νιώθω να σαρκώνεται ο Μονογενής Υιός του Πατρός. Σκιρτάω,
γιατί αισθάνομαι να παίρνει ανθρώπινη μορφή ο Ποιητής όλης της κτίσης.
Χαίρομαι με όλη μου τη ψυχή, γιατί λογίζομαι ότι σαρκώνεται ο Λυτρωτής
του κόσμου. Σας αναγγέλλω την ώρα που ο Θεός έρχεται σαν άνθρωπος στον
κόσμο. Τρέχω μπροστά, πριν φτάσει Εκείνος ανάμεσα σας, σαν κορυφαίος του
δοξολογικού χορού σας και σαν το Δαυίδ λοιπόν σας παραγγέλλω προφητικά:
Αρχίστε το τραγούδι, πάρτε καλόηχο τύμπανο, ψαλτήρι και κιθάρα.
Τραγουδήστε, ψάλτε γι’ Αυτόν, υμνείστε όλο του το μεγαλείο που βρίσκεται
σε όσα θαυμάσια επιτελεί.
Άρα
λοιπόν Ιωάννη, σηκώθηκες πάνω απ’ τα επίγεια και αξιώθηκες να
αντικρύσεις τα ουράνια; Ξεπέρασες και αυτές τις αγγελικές δυνάμεις που
υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του ορατού κόσμου; Πώς λοιπόν τιμήθηκες
με το αξίωμα των αγγελικών ταγμάτων, ενώ δεν πλάστηκες άγγελος; Και πώς
αγέννητος ακόμα, μας εμήνυσες και μας προανάγγειλες με άμεση θεϊκή
έμπνευση εκείνο που και για τους αγγέλους ακόμα ήταν άγνωστο και
αδίδακτο;
Δεν
προσπάθησα ν’ ανέβω σε φανταστικά ύψη. Ούτε περπάτησα πάνω στα σύννεφα,
ούτε ξεπέρασα τους ουρανούς, ούτε ανέβηκα πιο ψηλά από τις τάξεις των
φλογερών και ασωμάτων αγγέλων. Κανένας ας μη φανταστεί κάτι τέτοιο. Αλλά
μάθετε ότι Αυτός που βρίσκεται πάνω απ’ όλα και μένει στους Πατρικούς
κόλπους μαζί με το Άγιο Πνεύμα, χωρίς να χωριστεί από τον Πατέρα και το
Άγιο Πνεύμα διέφυγε την προσοχή – και αυτών ακόμα των πύρινων λειτουργών
του – και εισήλθε στη μήτρα της «αειπαρθένου» Μαρίας, σαν σε άλλο
ουρανό. Αυτός λοιπόν, μου φανερώθηκε – και με μύησε σ’ αυτά τα θεϊκά
μυστήρια. Είμαι λοιπόν κήρυκας του βρέφους. Διαλαλώ ότι «γεννήθηκε παιδί
για χάρη μας και μας δόθηκε σαν δώρο Αυτός που είναι ο προαιώνιος
Θεός», όπως λέει και ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας (Ησ. 9,6). Γεννήθηκα από
μήτρα στείρα, γιατί πρόκειται να γεννηθεί παιδί από μάνα παρθένο. Πόσο
υπερφυσικά πράγματα, πόσο παράδοξα θαύματα είναι αυτά, που χαρούμενα μας
μηνύει σήμερα το αγέννητο ακόμα βρέφος! Πόσο πρωτοφανή μηνύματα
θεολογώντας μας προανάγγειλε ο γιος της Ελισάβετ;
Σκίρτησε
από χαρά λοιπόν ολόκληρη η οικουμένη, ψάλλε και ύμνησε Εκκλησία, τα
προεόρτια πανηγυρίζοντας, πριν από τη Γέννηση του Χριστού, τα γενέθλια
του Ιωάννη. Γέμισε από χαρά ολόκληρη η κτίση, καθώς δέχεσαι το
μαντατοφόρο της Σαρκώσεως του βασιλιά των πάντων.
Μακαριστέ
Ιωάννη, που είσαι μεγαλύτερος ακόμα και από τους πιο ένδοξους προφήτες,
ο πιο επιφανής από τους αποστόλους, ο πιο αξιοτίμητος απ’ όλους τους
μεγαλομάρτυρες, ο κοσμημένος με θεία κάλλη αρχηγός των ερημιτών, ο
αγαπημένος φίλος του πάγκαλου Νυμφίου, το ετοιμασμένο λυχνάρι όπου
λάμπει το φως εκείνο, που με λόγια δεν μπορεί να περιγραφεί, ο έμπιστος
κήρυκας του άμωμου Αμνού, ο προσεκτικός ακροατής της πατρικής φωνής, ο
φημισμένος Βαπτιστής του Χριστού, ο ατρόμητος έλεγχος της αμαρτίας του
Ηρώδη, ο προάγγελος της ζωής για όσους βρίσκονταν στον Άδη, η σάλπιγγα
που σημαίνει τα θεϊκά προστάγματα στην οικουμένη, μίλησέ μας και τώρα
από τον ουρανό, με τις ιερές πρεσβείες σου και τις ευχές του μακαριστού
πνευματικού πατέρα μου και δείξε την ευμένειά σου στο λαό και στο μικρό
σου ποίμνιο που σε υμνεί, συγχωρώντας ταυτόχρονα το τολμηρό επιχείρημα
ενός φτωχού, που στο προσφέρει όχι σαν δώρο, αλλά σαν ταπεινό χρέος και
φόρο που οφείλεται από τιποτένιο δούλο, που προσφέρεται όμως με πόθο
ψυχής.
Στον
Κύριο Ιησού Χριστό πρέπει η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση, καθώς και
στον Παντοκράτορα Πατέρα και στο Πανάγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και
στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
( Το θεϊκό Λυχνάρι, Ο Τίμιος Πρόδρομος, Εκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1984, σ. 39-53).
Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος
(1721 – 24 Ιουνίου 1813)
Γεννήθηκε
στο χωριό Κώστος της Πάρου το 1721 από ευκατάστατους γονείς. Ο πατέρας
του Απόστολος Τούλιος καταγόταν από τη Σίφνο και είχε άλλα τρία παιδιά.
Στο νησί του έμαθε τα πρώτα γράμματα από ρασοφόρους των εκεί μονών. Η
Πάρος του έδωσε το επίθετό του.
Το
1745 μεταβαίνει για σπουδές στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης,
όπου παραμένει επί εξαετία. Τότε δίδασκαν εκεί οι γνωστοί παραδοσιακοί
δάσκαλοι Ιερόθεος Δενδρινός ο Ιθακήσιος και Χρύσανθος Καραβίας, οι
οποίοι τον επηρέασαν αρκετά στην υγιή εντρύφηση του κάλλους της
Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Το
1751 έφθασε στο Άγιον Όρος, στην επίσης ξακουστή Αθωνιάδα Σχολή, που
είχε ιδρύσει πλησίον της μεγάλης και πλούσιας μονής του ο αρχιμανδρίτης
Μελέτιος Βατοπαιδινός, με καθηγητή του τον πολύ Ευγένιο Βούλγαρη και
συμμαθητή του τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Η εξάχρονη φοίτηση του
Αθανασίου στην Αθωνιάδα ήταν γόνιμη και τον βοήθησε πολύ στην κατοπινή
του πορεία. Σε αυτό συνέβαλε ιδιαίτερα η μαθητεία του στον Βούλγαρη.
Το
1758 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής του Ελληνομουσείου της
Θεσσαλονίκης επί διετία. Η εκεί καταστρεπτική ασθένεια της πανώλης τον
αναγκάζει ν’ αναχωρήσει για την Κέρκυρα και να μαθητεύσει ξανά στον
Νικηφόρο Θεοτόκη. Από εκεί προσκαλείται από τον συμμαθητή του Παναγιώτη
Παλαμά στο Μεσολόγγι ως ιεροκήρυκας. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη το 1767
και διευθύνει το Ελληνομουσείο μέχρι το 1770, όπου έχουμε την έκρηξη
επαναστάσεως. Καταφεύγει στη γνωστή φίλη αθωνική ησυχία, μένει για λίγο
στη μονή Ιβήρων και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αθωνιάδος Σχολής
(1771-1776). Την εποχή αυτή χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο
Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, με τον οποίο θα συνεργασθεί και συναγωνισθεί
στο θέμα της διατηρήσεως και επανόδου των ιερών θεσμών της Ορθοδόξου
Παραδόσεως, «αναδεικνυόμενος απολογητής και μαχητικός ηγέτης των
Κολλυβάδων». Ο σοφός Αθανάσιος «εμφανίζεται ως σθεναρός υπέρμαχος του
ορθού και της αλήθειας, εις την περίπτωσιν αυτήν προσπαθεί να συμβιβάση
τις αντιμαχόμενες παρατάξεις, να αμβλύνη τις διαφορές και να ενώση τα
διεστώτα». Δυστυχώς η στάση του Αθανασίου παρεξηγήθηκε, και κατόπιν
συκοφαντικών εισηγήσεων από ψευδαδέλφους καταδικάσθηκε το 1776 από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι εισηγείται ετεροδιδασκαλίες. Έτσι
απομακρύνεται λυπημένος από το φίλτατο Άγιον Όρος.
Στη
Θεσσαλονίκη αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του Ελληνομουσείου. το 1781
αποκαθίσταται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εγκωμιάζεται ως «ανήρ
ων ου των ευκαταφρονήτων σοφίας τε μετεσχηκώς της θύραθεν και της καθ’
ημάς και καλώς μεμυημένος τα θεία και ευπαιδευσία τω όντι τη καθηκούση
κεκοσμημένος». Μάλιστα τον καλούν στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και του
προτείνουν επισκοποποίηση. Εκείνος ειλικρινά και ταπεινόφρονα τους
απαντά: «Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ, αλλά δεν είμαι άξιος.
Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν
πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος· άφετέ με, παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να
ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
Το
1787 μεταβαίνει στη Χίο, όπου θα παραμείνει έως της μακαρίας κοιμήσεώς
του, διδάσκων, κηρύττων, συγγράφων, λειτουργών, προσευχόμενος και
ασκούμενος.
Ο
όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, κατά τις δύο περίπου εξαετίες της παραμονής
του στην Αθωνιάδα, την πρώτη φορά ως μαθητής άριστος και τη δεύτερη ως
σχολάρχης εξαίρετος, μελετά με φιλοπονία και ετοιμάζεται για μεγάλο
έργο. Γράφει ένας των βιογράφων του: «Άπληστος και ακαταπόνητος στη
φιλομάθειά του, καταγίνεται εντατικά στις ιδιαίτερές του αυτές μελέτες
με την έρευνα της ελληνικής ιστορίας και της κλασσικής παιδείας… ερευνά
τις βιβλιοθήκες της Σχολής και όλων των αγιορειτικών μονών… καταρτίζεται
λοιπόν η γεμάτη από άγιους οραματισμούς αυτή καρδιά και διάνοια και για
“εργάτης του Ευαγγελίου”. Εξασκείται εντατικά και συστηματικά στο θείο
κήρυγμα, για να «ωφελήση», όπως συχνά εδήλωνε «το Γένος του». Είναι
πλασμένος για ιεραπόστολος και εθναπόστολος».
Όπως
αναφέραμε, ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε ενεργό, δραστήριο, τολμηρό και
άφοβο μέλος της ευκλεούς τριάδος, μετά του Μακαρίου και Νικοδήμου, των
Κολλυβάδων. «Η προσωνυμία τούτη έλαβε από τότε χαρακτήρα ιερό, τίτλο
τιμής, για τους μεγάλους αυτούς ανακαινιστές… Κολλυβάς έγινε ταυτόσημο
μέ το αναδημιουργός. Γιατί πραγματικά οι Κολλυβάδες εζητούσαν αλλαγές.
Όχι βέβαια νεωτεριστικές μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα· εννοούσαν να
ξαναφέρουν τόσο στο μοναχισμό όσο και στου λαού γενικά τη ζωή, το
πρωτοχριστιανικό, το γνήσιο του Χριστού πνεύμα. Πλην δε από τα άλλα
συνιστούσαν και τη συχνή θεία Κοινωνία, σύμφωνα με την παράδοσι του
Μυστηρίου από τον Κύριο και την πράξι της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τούτο
όμως σφοδρά αντιδρούσανε μεγάλο μέρος Αγιορειτών Πατέρων. Η Εκκλησία μ’
αλλεπάλληλες αποφάσεις εκανόνισε το θέμα κατά την αρχική παράδοσι.
Μάλιστα ο Γρηγόριος ο Ε΄ με δυο του εγκυκλίους (1807 και 1819) εδικαίωσε
πέρα για πέρα των Κολλυβάδων τις απόψεις».
Ο
όσιος Αθανάσιος και οι ομόφρονές του Κολλυβάδες «δεν ημπορεί να εζήτουν
απλώς μίαν στενόκαρδον προσήλωσιν εις τύπους. Πίσω από την ημέραν της
τελέσεως των μνημοσύνων και την συνεχή θεία μετάληψιν εκρύπτετο το πλέον
σοβαρόν αίτημα της Ορθοδοξίας. Η Παράδοσις». Πιστός πάντοτε στις
παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας αγωνίσθηκε πολύ κατά των επιδράσεων
του ρωμαιοκαθολικισμού και του γαλλικού διαφωτισμού. Στον αγώνα του είχε
πρότυπα δύο μεγάλους αγίους, τον Αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά και τον
Μάρκο Ευγενικό Εφέσου. Για τον πρώτο γράφει βιβλίο, που περιλαμβάνει σε
παράφραση τον βίο του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου, και για τον δεύτερο
επίσης βιβλίο με τον τίτλο «Ο Αντίπαπας».
Η
παραμονή του οσίου Αθανασίου του Παρίου στη διεύθυνση της Σχολής της
Χίου από το 1788 ως το 1811 της έδωσε μεγάλη φήμη και φοίτησαν σπουδαίοι
μαθηταί. Το έργο του Αθανασίου συνίστατο κυρίως στην προβολή των ιερών
κειμένων της Ορθοδόξου Παραδόσεως απέναντι στο δυνατό ρεύμα του
Διαφωτισμού. Αφετηρία, τροφή και πηγή εμπνεύσεως του διδακτικού του
έργου είναι τα αγιοπατερικά έργα και όχι οι νέες ιδέες της Δύσης, οι
ξένες από την πλούσια παράδοση του εγχώριου πολιτισμού. Αρκετοί λόγιοι
της εποχής εκείνης αντέδρασαν στη στάση, το ήθος, τον τρόπο και την
εμμονή του Αθανασίου στις πατροπαράδοτες παραδόσεις, όπως οι Βενιαμίν
Λέσβιος, Αδαμάντιος Κοραής και Κωνσταντίνος Κούμας, οι οποίοι τον
κατηγορούσαν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα, στενοκεφαλιά και
γεροντικό πείσμα. Εντούτοις ο υπομονετικός, σοβαρός, σοφός, θεοσεβής και
ελληνοτραφής Αθανάσιος υπήρξε βράχος ακλόνητος της πίστεως, «κυρίαρχη
μορφή λογίου ανδρός που αγωνίσθηκε κατά της δυτικής αλλοτριώσεως του
χώρου της Ορθόδοξης Ανατολής… η ενσάρκωση μιάς πνευματικής στάσης, πιστά
προσκολλημένης στην Παράδοση των Πατέρων, Παράδοση εκκλησιαστικής
εμπειρίας, εκκλησιαστικού γεγονότος, κάλλους και σοφίας».
Ο
όσιος Αθανάσιος πέρα από την πολύτιμη διδακτική και κηρυκτική του δράση
άφησε, όπως και οι άλλοι Κολλυβάδες, ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, που
περιέχεται σε αξιόλογα βιβλία απολογητικού, δογματοκανονικού,
λειτουργικού, παιδαγωγικού, αγιολογικού, υμνολογικού, ομιλητικού,
επιστολογραφικού περιεχομένου. Ο μαθητής και βιογράφος του όσιος
Νικηφόρος ο Χίος (1760-1821) γράφει για το πλούσιο έργο του σεβαστού και
αγαπητού του διδασκάλου: «Εις διάστημα τόσον ολιγοχρόνιον εξέδωκεν εις
φως τόσα και τόσα βιβλία αξιόλογα και επαίνου παντός υπεράξια, ρητορικάς
αντιφωνήσεις, χριστιανικάς απολογίας, κρίσεις του ουρανού, μεταφυσικά,
θεολογίας… Τα δε λοιπά όλα συνθέματα σχολής βιβλία όσον αναγκαία τόσον
και σπάνια, και όσον σπάνια τόσον και αναγκαία, βιβλία καινούργια,
καινοφανή, πρωτοφανούσικα, ως προς ημάς, διά να μεταχειρισθώ αυτήν την
λέξιν».
Ο
άλλος βιογράφος του Αθανασίου, ο Χίος λόγιος Ανδρέας Ζανής Μάμουκας, σε
«Υπόμνημα αληθέστατον υπό ανωνύμου τινός περί του περιωνύμου και
αοιδίμου κυρίου Αθανασίου του Παρίου» αναφέρει ότι το 1811 υπέργηρος και
κατάκοπος ο Αθανάσιος παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Σχολής και
αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο του Αγίου Γεωργίου στα Ρευστά, έχοντας
συνοδεία τον όσιο Νικηφόρο από τα Καρδάμυλα και τον Ιωσήφ από τον Φουρνά
των Αγράφων. Γράφοντας ως τα τέλη του, μελετώντας, προσευχόμενος και
διδάσκοντας τελείωσε τον μακάριο βίο του, όπως ωραία αναφέρει ο
Μάμουκας: «Μόλις δ’ εις μέσου του προοιμίου όντι, επήλθε αυτώ ρεύμα
αποπληξίας, και διέκοψε την εργασίαν. Μετά δύο εβδομάδας μικρόν
αναλαβών, εξακολούθησε την συγγραφήν και τω επήλθε δεύτερον, ισχυρότατον
του πρώτου ρεύματος, τούτο δε μόνον έφθασε να είπη «ετοιμάσατε τα
χρειώδη». Η γλώσσα του έμεινε δεδεμένη, εκ δε του νεύματος των οφθαλμών
και εκ μικράς κινήσεως της χειρός εννοήσαν οι μετ’ αυτού, ότι χρειώδη
είπε την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων. Λαβών δε το εφόδιον τούτο του
ουρανίου δρόμου, σύννους και εν γνώσει φρενών, έμεινεν έτι ζων και νοών
επί μίαν ημέραν και μίαν νύχτα, και ετελειώθη εν Κυρίω ατάραχος τη 24η
Ιουνίου 1813 έτους. Ετάφη εν τω προπυλαίω του ναού του μονυδρίου
εκείνου».
Τα
μάτια του έκλεισε ο ιεροδιάκονος Ιωσήφ. Αυτή ήταν η περιουσία του: «Την
ευσέβειαν ήσκει ουχί εν λόγοις, αλλ’ εν έργοις· μεριμνών περί των άλλων
πάντοτε, ημέλει εαυτού και απέθανε πάμπτωχος, ενώ έσχε πλείστας
ευκαιρίας να πλουτίση. Εθεώρει αμάρτημα θανάσιμον, εάν η ανατολή της
πρώτης του έτους εύρισκεν εν τω θηλακίω αυτού οβολόν του παρελθόντος
έτους· διό αποθανών κατέλιπεν ως περιουσίαν μίαν ενδυμασίαν, ένα λύχνον
και ένα μελανοδοχείον».
Ετάφη στην είσοδο του ναού του Αγίου Γεωργίου Ρεστών. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του όσιος Νικηφόρος έγραψε:
« Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως…».
Στον
ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου
μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν
κατά τον εμπρησμό του 1822. Ημέτεροι και ξένοι επαινούν επάξια τον όσιο
Αθανάσιο για τη δράση και το έργο του, υπάρχει μάλιστα πλούσια
βιβλιογραφία. Σήμερα θεωρείται πλέον ισχυρός, σοφός και ενάρετος άνδρας.
Αντέδρασε δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα στον δυτικό διαφωτισμό, που
ήθελε ν’ αλλοιώσει βάναυσα το ορθόδοξο ήθος και ύφος της αγιοτόκου
Ελλάδος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατόπιν ενεργειών των μακαριστών
Γερόντων Φιλοθέου Ζερβάκου και Νικολάου Αρκά διά του μητροπολίτου
Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας κατέταξε το
1991 τον όσιο Αθανάσιο τον Πάριο στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Έτσι οι τρεις πρόμαχοι του αναγεννητικού κινήματος των Κολλυβάδων
Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος εστέφθησαν
αγιωνυμίας επάξια.
Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Ο άγιος συντιμάται και μετά των αγίων της Αθωνιάδος.
Η μνήμη του τιμάται στις 24 Ιουνίου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουνίου 1765
Πολύ λιτά αναφέρεται ο συναξαριστής στη ζωή και το μαρτύριο του Αγίου Παναγιώτη.
Καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ήταν γιος ενός ευσεβούς ανθρώπου, ονόματι Ισραήλ .
Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία περίπου είκοσι ετών .
Το άγιο λείψανό του ενταφιάστηκε από τους Χριστιανούς στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής.
Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουνίου 1765
Πολύ λιτά αναφέρεται ο συναξαριστής στη ζωή και το μαρτύριο του Αγίου Παναγιώτη.
Καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ήταν γιος ενός ευσεβούς ανθρώπου, ονόματι Ισραήλ .
Μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία περίπου είκοσι ετών .
Το άγιο λείψανό του ενταφιάστηκε από τους Χριστιανούς στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου