Όσιος Συμεών ο Στυλίτης
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
|
Ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης, με τη δύναμη του Θεού ξεπέρασε την υλική αυτή φθαρτή φύση, ζώντας με τρόπο αδιανόητο για έναν άνθρωπο αυτού του κόσμου.
Ο Σεπτέμβριος είναι για την Εκκλησία ο πρώτος μήνας της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους και η πρώτη του ημέρα είναι πρωτοχρονιά. Την ημέρα αυτή, δηλαδή την πρώτη του μηνός Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του Οσίου Συμεών του Στυλίτου.
Στην χορεία των Οσίων της Εκκλησίας μας συγκαταλέγονται και οι Άγιοι εκείνοι που ονομάζονται στυλίτες. Αυτοί επέλεξαν σαν τρόπο άσκησης την διαμονή τους σε έναν στύλο και γι’ αυτό έλαβαν αυτήν την επωνυμία. Ο όσιος Συμεών ο Στυλίτης καταγόταν από ένα χωριό που ονομαζόταν Σισάν και το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στην επαρχία των Σύρων και των Κιλίκων. Έζησε τον 5ο μ. Χ. αιώνα, επί αυτοκράτορος Λέοντος του Μεγάλου και όταν Πατριάρχης Αντιοχείας ήταν ο Μαρτύριος. Αγάπησε την προσευχή και την άσκηση από την νεαρή του ηλικία και με την βοήθεια των πνευματικών του Διδασκάλων έφθασε στα υψηλότερα σημεία της πνευματικής ζωής. Αφού έζησε στην αρχή την κοινοβιακή ζωή, στην συνέχεια πήγε σε ησυχαστικά μέρη και εγκαταστάθηκε σε έναν λάκκον άνυδρο και εκεί ησύχαζε, δηλαδή ζούσε με άσκηση και προσευχή. Κατόπιν εγκαταστάθηκε σε ένα μοναχικό κελί και στην συνέχεια, επειδή απέκτησε μεγάλη φήμη και πήγαιναν πολλοί να τον δουν, με αποτέλεσμα να μη βρίσκει ησυχία, γι’ αυτό και έπηξε στην γη ένα στύλο υψηλόν, τριανταέξι πήχεις και εκεί έμενε όρθιος ημέρα και νύκτα. Κάτω από τον στύλο του Οσίου συνέρρεαν πλήθη ανθρώπων για να τον δουν και να ακούσουν τον θεόπνευστο παρηγορητικό του λόγο και πολλοί αλλόθρησκοι εβαπτίζοντο. «Μιμήθηκε την ζωή των αγγέλων με υλικόν σώμα, τόσον πολύ ώστε μερικοί να απορούν γι’ αυτόν και να διερωτώνται μήπως ήταν κάποια ασώματη φύση» (Αγ. Νικοδήμου Αγορείτου, Συναξαριστής, εκδ. Σπανός, τόμ. Α, σελ. 4). Έφυγε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή σε ηλικία πενηνταέξι ετών. Σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα έφθασε σε τόσο μεγάλα ύψη αρετής, ώστε οδήγησε χιλιάδες λαού στην Θεογνωσία, ευεργέτησε και συνεχίζει να ευεργετεί με τις πρεσβείες του και το πλήθος των θαυμάτων που επιτελεί. Ο άγιος Συμεών ο Στυλίτης με τον τρόπο της ζωής του φανερώνει: Πρώτον, τον τρόπο με τον οποίον οι άγιοι ασκούν ποιμαντικό και ιεραποστολικό έργο. Και ο τρόπος αυτός, όπως φανερώνουν τα πράγματα, είναι και ο αποτελεσματικότερος. Διδάσκουν, νουθετούν, παρηγορούν με τον τρόπο της ζωής και με τον λόγο τους, που δεν είναι εγκεφαλικός, ηθικίστικος, αλλά αναγεννητικός και ζωοποιός, αφού βγαίνει μέσα από μια καρδιά καθαρή, αναγεννημένη και γεμάτη από την χάρη του αγίου Πνεύματος. Δεν επεδίωκε να έχει κοντά του κόσμο και πολύ περισσότερο δεν ήθελε να έχει οπαδούς. Δεν προσκαλούσε τα πλήθη, ίσα - ίσα τα απέφευγε και επεδίωκε την ησυχία. Όσο όμως επιθυμούσε την αφάνεια και την ησυχία, τόσο η φήμη τον κατεδίωκε. Κατέβηκε σε λάκκο να κρυφτεί και τον βρήκαν. Ανέβηκε σε ψηλό στύλο και έτρεχαν από κάτω και παρέμεναν στην ζέστη και το κρύο, περιμένοντας ένα του λόγο, μια του νουθεσία, που παρηγορούσε, έλυνε προβλήματα και γιάτρευε πληγές. Με την προσευχή του θεράπευε τους ανθρώπους σωματικά και ψυχικά. Τους αναγεννούσε, τους οδηγούσε στο βάπτισμα και την βίωση της κατά Χριστόν ζωής. Φαίνεται καθαρά ότι η ιεραποστολή που γίνεται με το παράδειγμα και την ένταση της προσευχής, με την αυταπάρνηση και την θυσιαστική αγάπη έχει σωτήρια αποτελέσματα. Δεύτερον, ότι οι Άγιοι είναι οι μεγαλύτεροι ευεργέτες της ανθρωπότητος. Προσφέρουν στον άνθρωπο αυτό που έχει ανάγκη περισσότερο από όλα. Δηλαδή, απάντηση στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα που τον τυραννούν, και τον τρόπο με τον οποίο θα αποκτήσει νόημα ζωής. Γιατί το μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρώπου, σήμερα και πάντοτε, είναι το να βρει νόημα στην ζωή του. Να πεισθεί ότι η ζωή του έχει κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό και ως εκ τούτου αξίζει να ζει. Και αυτό που δίνει αξία και νόημα στην ζωή του ανθρώπου είναι η άκτιστη χάρη του Θεού, που τον βοηθά να υπερβεί τον θάνατο στα όρια της προσωπικής του ζωής και έτσι να αποκτήσει «ζωήν και περισσόν ζωής». Να βιώσει την νέκρωση του θανάτου και να χαίρεται αληθινά την ζωή. Να βγει έξω από την φυλακή των αισθήσεων, όπου τον έχουν αιχμαλωτισμένο και κλεισμένο τα πάθη και να χαρεί την ελευθερία του. Την αληθινή ελευθερία από την υποδούλωση στην αμαρτία και τον διάβολο. Ο στύλος του αγίου Συμεών είναι το σύμβολο της πραγματικής ελευθερίας, της αληθινής αγάπης προς τον Θεό και τον άνθρωπο και της αυθεντικής ζωής, η οποία έχει νόημα και σκοπό, αφού αποβλέπει στην θέωση, στην κοινωνία με τον Άγιο Τριαδικό Θεό. Το τελειότερο δημιούργημα του Θεού είναι ο άνθρωπος, και αποτελεί την μεγαλύτερη ευλογία για την κτίση, όταν παραμένει άνθρωπος ή καλύτερα, όταν προχωρεί ακόμη περισσότερο και γίνεται κατά χάριν θεός. Αλλά επίσης και το μεγαλύτερο και αγριότερο θηρίο πάνω στην γη είναι και πάλιν ο άνθρωπος, όταν έχει υποδουλωθεί στα πάθη και έχει χάση την ανθρωπιά του. Σε μια εποχή υλιστική, όπως η δική μας που χαρακτηρίζεται από την ιδιοτέλεια και το ατομικό συμφέρον, από την φιλαυτία και την υποδούλωση στα πάθη της φιλαργυρίας, της κενοδοξίας και της φιληδονίας, ο βίος και η πολιτεία του οσίου Συμεών αποτελούν ισχυρό ράπισμα για αφύπνιση. Το να νικήσει κανείς τα πάθη του δεν είναι σίγουρα εύκολο πράγμα. Χρειάζεται θέληση, ισόβιος αγώνας και προσευχή. Όταν όμως αυτό κατορθωθεί, τότε ο άνθρωπος αποκτά και πάλι την χαμένη ανθρωπιά του και γίνεται αληθινός άνθρωπος. Μεταβάλλεται σε αστείρευτη πηγή χαράς και ευλογίας για τούς ανθρώπους γύρω του, για ολόκληρη την οικουμένη. Η χορεία των 40 Γυναικών μαρτύρων
Οι Σαράντα γυναίκες μάρτυρες άσκήτριες κατήγοντο από την Άδριανούπολιν της Θράκης και ζούσαν εκει ως μαθήτριες του Διακόνου Αμμούν.Την εποχή έκείνην το έτος 305 μ.Χ. βασίλευε ό αύτοκράτορας Λικίνιος οτό ανατολικό μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φοβερός διώκτης των Χριστιανών. Ό Λικίνιος λοιπόν είχε δώσει διάταγμα γιά έξόντωση των Χριστιανών, και ή τυραννική του διαταγή έφταοε σ' όλες τις πόλεις και τα χωριά, και οι Χριστιανοί πεφτανε στον ιερό αγώνα της πίστεως μέ αυτοθυσία, διότι δεν ύπετάχθησαν στην απειλή του και δεν προσκύνησαν τα είδωλα.
Σ' αυτήν την φοβερή εποχή για τους Χριστιανούς ζήσανε και έμαρτύρησαν οί Σαράντα παρθένες ασκήτριες, μαθήτριες του Διακόνου 'Αμμούν, τα όνόματα των οποίων είναι τα εξής:Αδαμαντινή, Καλλιρόη, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Κλειώ, Θάλεια, Μαριάνθη, Ευτέρπη, Τερψιχόρη, Ουρανία, Κλεονίκη, Σαπφώ, Ερατώ, Πολύμνια, Δωδώνη, Αθηνά, Τρωάδα, Κλεοπάτρα, Κοραλία, Καλλίστη, Θεονόη, Θεανώ, Ασπασία, Πολυνίκη, Διόνη, Θεοφάνη, Ερασμία, Ερμηνεία, Αφροδίτη, Μαργαρίτα, Αντιγόνη, Πανδώρα, Χάιδω, Λάμπρω, Μόσχω, Αριβοία, Θεονύμφη, Ακριβή, Μελπομένη και Ελπινίκη. Ήσαν πλασμένες με αστραφτερή ομορφιά στο σώμα και την ψυχή, και την ομορφιά τους αυτή δεν ήθελαν να την χαρίσουν στην θλιβερή ματαιότητα των υλικών αγαθών. Είχαν προορισμό για ανώτερα αγαθά, τα αγαθά του παραδείσου
Το μαρτύριο τους
Δεν υπέκυψαν λοιπόν στις προκλήσεις του τυράννου Λικινίου να προσκυνήσουν τα είδωλα και έμαρτύρησαν με φρικτά βασανιστήρια την 1ην Σεπτεμβρίου, ημέραν κατά την οποίαν εορτάζεται και ή μνήμη τους, όπως γράφεται εις το Μηναίον του Σεπτεμβρίου: «Μνήμη των αγίων Τεσσαράκοντα γυναικών μαρτύρων, παρθένων και άσκητριών και 'Αμμούν διακόνου και διδασκάλου αυτών». Δι' αποφάσεως του τυράννου Λικινίου, «αϊ μεν δέκα έρρίφθησαν» μέσα σε φωτιά, «αϊ δε οκτώ μετά του διδασκάλου αυτών 'Αμμούν άπεκεφαλίσθησαν», άλλες δέκα έτελειώθησαν με ξίφος «κατά στόμα και καρδίαν», έξι κατεκόπησαν ύπό μαχαιρών και αί λοιποί έξι «σίδηρα πυρακτωμένα κατά στόμα λαβούοαι προς Κυριον έξεδήμησαν». Τα βασανιστήρια πού υπέστησαν οι Σαράντα μάρτυρες παρθένες και άσκήτριες ήσαν φοβερά, όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία που βρήκαμε στο Μηναίον του Σεπτεμβρίου.Με αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια οι σαράντα παρθένες και ό δάσκαλος τους Διάκονος 'Αμμοϋν έξεδήμησαν εις Κυριον και τώρα ακτινοβολούν εις το στερέωμα της Εκκλησίας.
"Εγιναν ένδοξες μάρτυρες με την θερμή τους θέληση, και όταν έβασανίζοντο, βλέπανε ανοιχτούς τους ουρανούς και στα δεξιά τους τον Υίόν του Θεού, πού και εκείνος έμαρτύρησε πριν άπ' αυτές, άπ' τους σταυρωτές του.Ό σκληρός Λικίνιος διέταξε να τις θανατώσουν και τις σαράντα με φρικτά μαρτύρια. Δεν γνώριζε όμως πώς στους μάρτυρες δεν υπάρχει θάνατος, διότι όλο το είναι τους είναι γεμάτο από τον μόνον αθάνατον, Κυριον και Θεόν μας Ιησοϋν Χριστόν και ότι νικούν κάθε θάνατον και κάθε άμαρτίαν με την δύναμιν του Ύπεραθανάτου Κυρίου μας. Ούτε αισθάνονται φόβον για τα μαρτύρια, και αυτό μας το βεβαιώνουν όλα τα Μαρτυρολόγια, πού διηγούνται και εξυμνούν την δύναμιν και την άφοβίαν των Μαρτύρων ενώπιον των βασανιστηρίων
Είναι μεγάλο μυστήριον πώς την εποχή εκείνη υπήρχε ώργανωμένη ή πίστη των Αγίων Παρθένων και πώς φύτρωσε μέσα τους ό θείος και γόνιμος σπόρος της εγκράτειας και της αγιότητας. Στά ασκητικά τους καθήκοντα, τα όποια εμείς δεν γνωρίζουμε έπι πόσα χρόνια ασκούσαν, όσο δύσκολα και αν ήσαν αυτά, υπηρετούσαν με πλήρη υποταγή.Ή ενδόμυχη πνευματική άφύπνισι της πίστεως και της πνευματικότητας είχαν ανυψώσει το είναι τους στο πνευματικό και ακατάλυτο θαϋμα να μπορέσουν να θυσιασθοΰν για τον Χριστό. Ή άφοσίωση στα πνευματικά τους καθήκοντα τους έδωσε την δύναμι να διατηρήσουν την λάμψι της αγνότητας και της παρθενίας· στοιχεία απαραίτητα για κάθε γυναίκα. Κοντά στον Διάκονο καϊ δάσκαλο τους 'Αμμούν αναγεννήθηκαν και απέκτησαν την αγιότητα και την αγάπη προς τον πλησίον. Ή συνείδησή τους ακουγόταν από μέσα τους σαν φωνή θεϊκής αποστολής και ήσαν έτοιμες για το μαρτύριο..Ή πνευματική ζωή είναι άνύψωσις πνεύματος, και οι σαράντα μάρτυρες το είχαν βάλει στήν αγνή τους καρδιά για τα καλά, γι' αυτό δεν λογάριασαν πλούτη και υλικά αγαθά ούτε στολίδια και κοσμική ζωή, που τους προσέφερε ό άρχοντας της Άδριανουπόλεως. Προτίμησαν τα στολίδια της αγάπης και της πίστεως στόν Λυτρωτή του κόσμου.Έμειναν ασυμβίβαστες με τους Νόμους της ειδωλολατρίας και αγωνίσθηκαν τον καλόν αγώνα της πίστεως με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος, πού είχαν για οδηγό τους. Ή καρδιά τους ήταν καθαρή από λογισμούς και με κατάνυξι πνευματική προσηύχοντο στον μόνο αληθινό Θεό, για να τους δώση δύναμι να μη λυγίσουν ποτέ μπροστά στα μαρτύρια πού τις περίμεναν. Είχαν επιλέξει για επίγεια πνευματική τροφή την πνευματική άγαλλίασι και την ουράνια ευφροσύνη. Ή αγάπη σ' όλους τους ανθρώπους ήταν ή μοναδική.Με αυτά τα βασανιστικά μαρτύρια οι σαράντα παρθένες και ό δάσκαλος τους Διάκονος 'Αμμούν έξεδήμησαν εις Κυριον και τώρα ακτινοβολούν εις το στερέωμα της Εκκλησίας.
Πηγή το βιβλιαράκι«Οι Άγιες Σαράντα Παρθενομάρτυρες»της Βασιλικής Σ.Βασιλοπούλου εκδ.Αποκάλυψις
Ο Όσιος Μελέτιος ο εν Κιθαιρώνι
Ο Όσιος Μελέτιος ο νέος, άκμασε κατά τον ΙΑ’ αιώνα, επί αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Ήταν ένας από τους μεγάλους αναμορφωτές του μοναχικού βίου στην κυρίως Ελλάδα, δραστηριοποιούμενος παράλληλα με τον άλλο μεγάλο όσιο της εποχής του, τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (+953) και τον Όσιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε” (+998). Και οι τρεις αυτοί Άγιοι με τα έργα και τους λόγους τους συνέβαλαν αποτελεσματικά στην εδραίωση της χριστιανικής πίστεως στο έθνος και την Εκκλησία, σε κρίσιμες στιγμές.
Ο Άγιος Μελέτιος λοιπόν, γεννήθηκε το 1035 μ. Χ. στο χωριό Μουταλάσκα της Καππαδοκίας, από το οποίο καταγόταν και ο επιφανής ασκητής του Ε΄ μ. Χ. αιώνος, Σάββας ο ηγιασμένος (+532). Οι γονείς του Μελετίου, Ιωάννης και Σοφία, διακρινόμενοι για την ευσέβεια και την αρετή τους, τον ανέθρεψαν με ιδιαίτερη επιμέλεια. Επειδή όμως εμφάνιζε κατά την παιδική του ηλικία κάποιου είδους δυσμάθεια, ο νεαρός Μελέτιος κατέφυγε στο ναό της περιοχής του, για να ζητήσει τη Χάρη και την ευλογία του Θεού. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί την έγκαιρη ανάπτυξη ιερών πόθων και κλίσεων μέσα του.
Ήταν δεκαπενταετής νέος, όταν οι γονείς του σκέφθηκαν να τον νυμφεύσουν. Εκείνος όμως, δραπέτευσε απ’ το πατρικό του σπίτι, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας μαζί του μόνο το σώμα του και επτά οβολούς, και έτσι, απαλλαγμένος από κάθε γήινη φροντίδα, εισήχθη στην Μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου,της οποίας η τοποθεσία παραμένει άγνωστη για μας ακόμη και σήμερα. Μετά από τριετή δοκιμασία εκεί, εκάρη μοναχός και «επεδόθη εις πνευματικόν καταρτισμόν”, διακρινόμενος σύντομα μεταξύ των συμμοναστών του για την αυστηρή του προσήλωση στα ιδεώδη του μοναχισμού, ενώ δεν παρέλειπε να επισκέπτεται συχνά τα ιερά σεβάσματα της πόλεως, και μάλιστα το ναό της του Θεού Σοφίας.
Αργότερα, επιθυμώντας να επισκεφτεί την Ρώμη και τα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, πήγε στην Θεσσαλονίκη, όπου επισκέφθηκε τον ναό του Αγίου Δημητρίου. Έπειτα όμως από θεία υπόδειξη, ανέβαλε την μεγάλη του αποδημία στη Ρώμη και στα Ιεροσόλυμα, και ήλθε στην Αθήνα, όπου επισκέφθηκε τον ναό της Θεοτόκου που βρισκόταν στην Ακρόπολη, (Παναγία η Αθηνιώτισσα, πρώην Παρθενώνας). Από εκεί πορεύθηκε προς την Θήβα και κατέληξε στο «ευκτήριον του Αγίου Γεωργίου”, που βρίσκονταν είκοσι στάδια νοτίως της πόλεως.
Εκεί παρέμεινε ο Όσιος επί 28 έτη, ασκούμενος και μετέβαλε, με την αθρόα προσέλευση πολλών μιμητών του βίου του, τον ναό αυτό σε Μοναστήρι! Ο βίος όμως του Οσίου εδώ δεν πέρασε χωρίς σκάνδαλα. Συγκεκριμένα, κάποια γυναίκα απ’ τις αριστοκρατικές οικογένειες της πλούσιας τότε πόλεως των Θηβών, θέλησε να τον παρασύρει στην ανηθικότητα. Ο Όσιος την απομάκρυνε αμέσως, και επέβαλε στον εαυτό του νηστεία 40 ημερών και επί πλέον, ετήσια αποξένωση από όλους τους λοιπούς ανθρώπους, καίτοι είχε ανάγκη περιθάλψεως, λόγω του ότι είχε ασθενήσει σοβαρά.
Έπειτα από λίγο χρόνο, ο Όσιος αποφάσισε να εκπληρώσει την παλαιότερη επιθυμία του, και ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα και στη Ρώμη. Μεταβαίνοντας όμως στην Παλαιστίνη, υπέστη καθ’ οδόν από τους Αγαρηνούς πολλά δεινά, ξυλοδαρμούς, λιθοβολισμούς, ύβρεις, «κατά κόρης ραπίσματα”, και το χειρότερο, κινδύνευσε να θανατωθεί, διότι οι Αγαρηνοί αξίωναν απ’ αυτόν να ρίξει κατά γης τον Τίμιο Σταυρό και να τον ποδοπατήσει. Τελικώς σώθηκε με την επέμβαση προφανώς κάποιου Εμίρη.
Έτσι, ο Όσιος Μελέτιος επέστρεψε στο Μοναστήρι του στη Θήβα, προξενώντας μεγάλη χαρά στους μοναχούς, οι οποίοι τον δέχθηκαν με ιδιαίτερο σεβασμό. Τον πρόσεχαν μάλιστα σαν Άγιο, όπως και πράγματι ήταν! Αλλ’ εκείνος ταπεινώνοντας τον εαυτό του, έδωσε για μία ακόμη φορά, το παράδειγμα της πραγματικής μοναχικής ζωής, «δι’ αδιακόπου εργασίας και λιτής διαίτης, τρίχινον ιμάτιον φορών και σανδάλια, ψάλλων, αγρυπνών και καθ’ υπερβολήν μοχθών εις κηπίας και φυτουργίας, προσευχάς και στερήσεις”!
Στην περίοδο αυτή, αναφέρονται, μεταξύ των θαυμαστών έργων του Οσίου, πολλά άξια διηγήσεως, η φήμη των οποίων διέδωσε παντού το ιερό όνομα του Οσίου και είλκυε προς το μοναστήρι πλήθη λαού. Η συρροή όμως πολλών επισκεπτών, ήταν ενοχλητική για τον Όσιό μας. Για τούτο, αφού άφησε 12 μοναχούς με ηγούμενο κάποιο Νικόλαο, αναχώρησε απ’ τη Μονή του Αγίου Γεωργίου και ήλθε σε έναν έρημο τόπο, στο όρος Φιλάγριον, προφανώς σε κάποια απόμερη πτυχή του Κιθαιρώνος, όπου άρχισε να οικοδομή κελιά. Αλλά, μόλις αντιλήφθηκε ότι ο τόπος ήταν ακατάλληλος, προχώρησε προς τα όρια της Αττικής και της Βοιωτίας, μέχρι τις δύσβατες και τραχείες κορυφές του όρους Κιθαιρώνος, όπου και η λεγόμενη Μυούπολις, και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Μονή «του Συμβόλου”, η οποία ήταν αφιερωμένη στους Αγίους Ασωμάτους Αγγέλους. Ο ηγούμενος της Μονής Θεοδόσιος, παραχώρησε στον Όσιο Μελέτιο τον ναό του Σωτήρος. Σ’ αυτόν συγκεντρώθηκαν, ελκυόμενοι απ’ την αγιότητα του Οσίου, 100 περίπου μοναχοί, και έτσι, ιδρύθηκαν ακόμη δύο νέοι ναοί, προς τιμήν της Θεοτόκου και του Προφήτου Ηλιού. Για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών των μοναχών, ο Όσιος παρακάλεσε και έλαβε από τον Πατριάρχη Κων/λεως Νικόλαο τον Γ’, τον επονομαζόμενο Γραμματικό (1084-1111), τον ιερατικό βαθμό με την ιδιότητα του εξομολόγου.
Μετά τον θάνατο του ηγουμένου Θεοδοσίου, ο Μελέτιος αναδέχθηκε και την Μονή του Συμβόλου, την οποίαν μετέβαλε πια σε Κεντρική Λαύρα, και έτσι εξελίχτηκε στο μοναστήρι που σώζεται ως σήμερα. Ο έκτοτε πνευματικός οργασμός έφθασε στο αποκορύφωμά του με την ίδρυση πλείστων παραλαυρίων – μικρών και μεγαλύτερων μονών. Η φήμη του Οσίου, εκίνησε τον θαυμασμό του αυτοκράτορος Αλεξίου του Α’ Κομνηνού, ο οποίος παρεχώρησε τιμητικώς μεγάλο ποσόν απ’ τους δημοσίους δασμούς της Αττικής, για την οικονομική αυτάρκεια της Ιεράς Μονής. Ο Όσιος όμως αποδέχθηκε μόνον 422 χρυσά νομίσματα ετησίως, επειδή απέφευγε προ πάντως την απόκτηση κτηματικής ή χρηματικής περιουσίας, προτιμώντας να συντηρείται η μοναχική κοινότητα με την εργασία των μοναχών, των οποίων η κατά Χριστόν τελείωσις θα επιτυγχανόταν με την αυστηρή άσκηση και αυτάρκεια. Με αυτόν τον τρόπο, σε μια εποχή κατά την οποία ο Ελλαδικός μοναχισμός είχε «εν πολοίς” εκτραπεί του προορισμού του, ο Όσιος Μελέτιος μόχθησε για την εξύψωσή του, βαδίζοντας στα ίχνη των προηγουμένων Αγίων ασκητών – αναμορφωτών.
Μεγάλα ήταν τα θαύματα του Οσίου. Προείπε μεγάλο σεισμό, ο οποίος όντως έγινε το 1087 ή το 1091 και συγκλόνισε πολλούς τόπους. Αλλά και η πρόγνωση κρισιμότατης συγκρούσεως του Αλεξίου Α με τους Κομανούς, οι οποίοι επιτέθηκαν στην Θράκη. Ο Αυτοκράτωρ, βρισκόμενος στην Αγχίαλο, προετοιμαζόταν να τους επιτεθεί. Η επίθεση όμως θα ήταν ολέθρια για τον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με τον Όσιο. Όμως και άλλα θαύματα αναφέρονται: θεραπείες βαρέως ασθενούντων, δαιμονιζόμενων, ανεύρεση ελλειπόντων αγαθών, εξαγωγή νερού απ’ τη γη με το κτύπημα και μόνο της ράβδου του, διάσωση της Μονής του από πυρκαγιά, και σε πολλές άλλες ανάγκες.
Τοιουτοτρόπως, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα Χέρια του Θεού, το έτος 1105, σε ηλικία 70 ετών. Το ιερό του σκήνωμα τάφηκε στην βόρεια πλευρά του νάρθηκα, (ο οποίος τιμάται επ’ ονόματι των Ασωμάτων) του καθολικού της μονής του, η οποία έκτοτε καλείται Μονή του Οσίου Μελετίου. Η Τιμία Του Κάρα βρίσκεται σήμερα στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, στον Κιθαιρώνα.
|
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου