ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

3 Αυγούστου η μνήμη της Οσίας μητρός ημών Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη

Η ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ
Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
(3 Αυγούστου)
 
Δοξα και καύχημα της ορθοδόξου χριστιανικής πατρίδος μας είναι η αγιοτόκος Θεσσαλονίκη. Διότι η ένδοξος αυτή πόλη εξέθρεψε και ανέδειξε πολλούς αγίους, οσίους, μάρτυρας, νεομάρτυρας και ομολογητάς της πίστεως. Μεταξύ των πρώτων αγίων που λαμπρύνουν την  Εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι και η οσία Θεοδώρα η μυροβλύτις. Το ιερό της σκήνωμα φυλάσσεται «ως πολύτιμον θησαύρισμα» στην ιερά μονή της, κοντά στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. Και από τον 9ο αιώνα μ.Χ. μέχρι και σήμερα δεν παύει η Μονή να αποτελεί προσκυνηματικό κέντρο χιλιάδων ευλαβών Χριστιανών.
 Η οσία Θεοδώρα γεννήθηκε στη νήσο Αίγινα το 812 μ.Χ.  Υπῆρξε καρπός ευλαβούς ιερατικής οικογενείας του πρωτοπρεσβυτέρου Αντωνίου και της Χρυσάνθης. Έμεινε ορφανή από μητέρα, αφού απέθανε στον τοκετό της. Ανετράφη όμως εν Κυρίω στα χέρια κάποιας ευσεβούς συγγενούς της.  Η μικρή Αγάπη (αυτό ήταν το βαπτιστικό της όνομα) προικίστηκε από τον Θεό με μεγάλα προσόντα. Είχε σπάνια ωραιότητα και ισχυρή ευφυΐα. Σε πολύ μικρή ηλικία έμαθε τα ιερά γράμματα και μέρος του Ψαλτηρίου. Συντομα εμνηστεύθη κάποιον «πλούσιον και σώφρονα άνδρα». Δεν θα παραμείνουν όμως στην Αίγινα άλλο ακόμα. Διότι την εποχή αυτή (825-830 μ.Χ.) ο Αργοσαρωνικός δέχεται αλλεπάλληλες επιδρομές Σαρακηνών, που αναγκάζουν τους κατοίκους «βίαια να μεταναστεύσουν».  Η οσία Θεοδώρα με τους συγγενείς της — και τον ιερέα πατέρα της, που αγαπούσε την ερημία — επέλεξαν νέο τόπο διαμονής τους τη Θεσσαλονίκη. Αυτή εθεωρείτο απόρθητη πόλις κάτω από την προστασία του Θεού και «του πανενδόξου μάρτυρος πολιούχου της αγίου Δημητρίου». Τρία παιδιά απέκτησε η ευσεβής Αγάπη. Αλλά τα δύο μικρότερα έφυγαν για τον ουρανό. Το πρώτο, που ήταν κορίτσι, σε ηλικία 6 ετών το αφιέρωσαν στον Θεό στην ιερά Μονή αγίου Λουκά Θεσσαλονίκης. Και εκάρη μοναχή με το όνομα Θεοπίστη.
Συντομα όμως αποθνήσκει ο καλός και ενάρετος σύντροφός της. Ο πόνος της είναι βαθύς. Είναι μόλις 25 ετών! Αλλά και ο πόθος της αφιερώσεώς της στον Θεό είναι ισχυρός μέσα της. Νικά λοιπόν τα γήϊνα. Και η Αγάπη στρέφει την αγάπη της εξ ολοκλήρου στον ποθητόν της Χριστόν! Παραδίδεται σ  Αὐτὸν άνευ όρων και Του χαρίζει τα υπόλοιπα χρόνια της επιγείου ζωής της.
Το έτος 837 ενδύεται το μοναχικό σχήμα. Λαμβάνει το όνομα Θεοδώρα. Μεχρι τέλους της ζωής της — έφθασε μέχρι 80 ετών — θα ασκηθεί στο ιερό κοινόβιο της Μονής του αγίου Στεφάνου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κάτω από την αυστηρή καθοδήγηση της ηγουμένης και κατόπιν ομολογητρίας Άννας. Στην ιερά αυτή Μονή, που αργότερα θα μετονομασθεί Μονή της οσίας Θεοδώρας, καταφθάνει και η μοναχή Θεοπίστη!
 Η οσία Θεοδώρα εβάδισε με συνέπεια τον δρόμο της μοναχικής πολιτείας. Δεν την εμπόδισαν στην εσωτερική πνευματική ζωή ούτε η περιφανής καταγωγή της ούτε η φυσική της ωραιότητα. Ανεδείχθη κατά τον βιογράφο της «υπόδειγμα υπακοής και υψηλής ταπεινώσεως».  Ωνόμαζε τον εαυτό της «αχρείαν δούλην». Άλεθε, εζύμωνε, ησχολείτο με την οικονομία της Μονής και με «τα έργα της ευποιΐας». Παράλληλα «έτρεφε την ψυχή της με συνεχή μελέτη και ακρόαση των θείων λογίων». Τα επιτίμια της καθηγουμένης Άννας τα εδέχετο «μετά πίστεως ακραιφνούς», δηλαδή με απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή χωρίς αντιλογία.  Οταν δε το 868 μ.Χ. ανέλαβε την ηγουμενία η κατά σάρκα κόρη της (αδελφή Θεοπίστη), ουδέποτε την προσεφώνησε «κόρη μου» φθάνοντας στο «άκρον της υποταγής και αληθινής ταπεινώσεως».  Η οσία Θεοδώρα ήταν ένα διαρκές παράδειγμα σεμνότητος και ζωής ακριβείας για τις συμμονάστριές της. Ποτέ δεν εφάνη «ακαίρως διαλεγομένη τινί», δηλαδή να λέγει σε κάποιον άσκοπα λόγια. Και μέχρι τα βαθιά της γεράματα παρέμενε η αβαρής και «εξετέλει όσας διακονίας ηδύνατο», σημειώνει ο βιογράφος της.
Στις 29 Αυγούστου(*) του έτους 892 η οσία Θεοδώρα εζήτησε με πόθο να μεταλάβει «των αχράντων και αθανάτων μυστηρίων». Και αφού ανεκλίθη στο «κλινίδιόν της ευσταλώς», έκλεισε μόνη της με απόλυτη ηρεμία και φυσικότητα τα χείλη και τα μάτια της και «μετεβιβάσθη εις την αιωνίαν και άληκτον ζωήν».  Η μορφή της την ώρα εκείνη εφάνη «αγγελοειδής», «φωτεινή» και μειδιώσα», ενώ ιδρώτας από θεία ευωδία την περιέλουσε. Ασθενείς που την ασπάσθηκαν με ευλάβεια την ώρα εκείνη έγιναν τελείως καλά από στομαχικό πόνο, τεταρταίο πυρετό και άλλες ασθένειες. Στις 3 Αυγούστου του επομένου έτους, το 893, το ιερό λείψανο της οσίας Θεοδώρας μετεκομίσθη ολόκληρο και ακέραιο από επτά ευλαβείς ιερείς σε ειδική λάρνακα στο Καθολικό της ιεράς μονής, ενώ πλήθος πιστών κατέκλυσε τα πάντα, ώστε «μηκέτι χωρείν τα προαύλια» της μονής. Από την κανδήλα δε και την λάρνακα της Οσίας έρρεε «κρουνηδόν ευώδες μυρίπνοον έλαιον», άφθονο ευωδιαστό έλαιον, με την χρίση του οποίου θαυμαστές ιάσεις εγίνοντο.
Θαυμαστή η ζωή της οσίας Θεοδώρας! Ο βιογράφος της μας καλεί και μας λέγει· « Ιδωμεν, πως δια ταπεινώσεως η οσία εν κόσμω διέπρεψεν άριστα και μοναδικώς υπερήθλησεν και εν ουρανοίς νυν παρά Κυρίω δοξάζεται...».
Και τι θα πει ταπεινοφροσύνη στην πράξη το απέδειξε η οσία Θεοδώρα μέσα στο ιερό κοινόβιο με τη ζωη της... Με την αδιάκριτη (χωρίς λογισμούς) υπακοή της, με την οικοδομητική και πνευματική αναστροφή της, με την αυστηρή κυριαρχία στα λόγια της (χωρίς κατακρίσεις και αργολογίες), με την υπομονή της, με μια αγάπη συνεχούς διακονίας και εξυπηρετικότητος... Αλήθεια, τι υπέροχο σύνολο από αρετές γεννά η ταπεινοφροσύνη! Κανει τους «εραστές» της επιγείους αγγέλους, ομοιώματα Θεού. Τετοιους όπως μας θέλει ο Θεός.
Τον δρόμο αυτό ας αγαπήσουμε και ας μιμηθούμε με την δύναμη των πρεσβειών της οσίας Θεοδώρας.

Από το Περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ"



ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ
ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
 
            Οι πρώτες πληροφορίες για την ιστορία της μονής της αγίας Θεοδώρας προέρχονται από το Βίο της Οσίας. Όταν η Οσία κατέφυγε εκεί σε ηλικία 25 ετών για να μονάσει (το έτος 837), η μονή ήταν αφιερωμένη στο όνομα του πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Οι χώροι της μονής του αγίου Στεφάνου που μαρτυρούνται ρητὰ και κατ’ επανάληψη στο κείμενο του Βίου είναι το παρεκκλήσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου όπου τοποθετήθηκε το λείψανο της οσίας κατὰ τη μετακομιδή του, το κοινοτάφιο των αδελφών της μονής, η τράπεζα, το μαγειρείο, τα κελλιά, ο χώρος υφαντουργίας, ο μύλωνας, η αυλή, το βαλανείο, το φρέαρ και το θυρωρείο. Το καθολικὸ της μονής πιθανὸν είχε παρόμοια αρχιτεκτονικὴ μορφή μ’ αυτήν της Αγίας Σοφίας, φυσικά σε μικρότερες διαστάσεις.
            Μετά τη μετακομιδή του λειψάνου της οσίας Θεοδώρας, τον Αύγουστο του 893, η μονή μετονομάσθηκε σε μονή της αγίας Θεοδώρας. Εξ αρχής λειτουργούσε με το κοινοβιακό σύστημα. Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς και για ποιους λόγους η μονή της αγίας Θεοδώρας έπαυσε να λειτουργεί μ’ αυτήν την ιδιότητα και λειτουργούσε πλέον ως ενοριακός ναός. Είναι μόνο γνωστό ότι αυτό συνέβη το 18ο αιώνα.
            Στην ιερά μονή της Αγίας Θεοδώρας μόνασαν η αδελφή του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης αγίου Νείλου Καβάσιλα και η μητέρα τού αγίου Νικολάου Καβάσιλα του Χαμαετού.
            Το 1430 με την άλωση της Θεσσαλονίκης, οι Τούρκοι κατατεμάχισαν τὸ άγιο λείψανο της Οσίας. Ωστόσο η μονή δε δημεύθηκε, ούτε μετατράπηκε σε τζαμί. Μάλιστα κατ’ αυτήν την περίοδο ήταν μία από τις τρεις μονές που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη μετά την άλωσή της και αριθμούσε διακόσιες μοναχές. Η μονή ονομαζόταν τουρκικά Kizlar Manastir ( Μοναστήρι των Κοριτσιών) και βρισκόταν σε μία απὸ τις δώδεκα χριστιανικές συνοικίες της πόλης.
            Το καθολικό της μονής επλήγη καίρια κατά τις δύο πυρκαγιές του 1890 και 1917. Η πυρκαγιά του 1917 κατέστρεψε ολοκληρωτικά το καθολικό της μονής. Το μόνο κτίσμα που διασώθηκε ήταν το κωδωνοστάσιο του ναού, το οποίο κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνος.
            Ο νέος ναός κτίστηκε πλησίον του κατεστραμμένου καθολικού το 1935 και το 1957 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Α΄ανήγειρε τη δυτική πτέρυγα της μονής, όπου λειτούργησαν διαδοχικά φοιτητικό οικοτροφείο και Εκκλησιαστική Σχολή. Από το 1974 λειτουργεί ως ανδρώα μονή, ενώ το 1989 ιδρύεται στο χώρο της μονής το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
            Η μονή συντηρεί με δικούς της πόρους το οικοτροφείο
του Αγίου Αντωνίου και προβαίνει σε εκδόσεις βιβλίων. Τέλος, υπό τήν κηδεμονία της έχει πέντε μετόχια στο χώρο της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης : 1. το ναό του Αγίου Αντωνίου, 2. το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου του Τρανού, 3. το ναό του Αγίου Παντελεήμονος, 4. το παρεκκλήσιο της Παναγίας Ελεούσης και 5. το ναό του Οσίου Δαβίδ
. 









0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου