ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

6 Αυγούστου η μεγάλη και σεβασμία Δεσποτική εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος


Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

 π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν 
Τὸ αἰώνιο φῶς
Μεταμόρφωση! Τί ὄμορφη, τί ὡραία, τί χαρούμενη λέξη! Ἀντηχεῖ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ νοῦ μὲ τέτοια λαμπρότητα καὶ πανηγυρικότατα! Γιὰ αἰῶνες οἱ Ρῶσοι ἀγάπησαν αὐτὸ τὸ καλοκαίρι, τὴν αὐγουστιάτικη γιορτὴ τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου, τότε πού, κατὰ τὰ λόγια τοῦ Θεόδωρου Τιοῦτσεφ, “εἶναι σὰν ὁλόκληρη ἡ μέρα νὰ γίνεται κρυστάλλινη καὶ φεγγοβόλα”.
Σὲ ποιὸ πράγμα ἀναφέρεται αὐτὴ ἡ γιορτή, ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ φωτός της; Κατ’ ἀρχὰς ἂς ἀκούσουμε τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο γι’ αὐτὸ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἰησοῦς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, «μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν· 2 καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. 3 καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ ᾿Ηλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες. 4 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν ᾿Ηλίᾳ. 5 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· 6 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. 7 καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. 8 ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον. 9 καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17, 1-9).
Τί σημαίνει αὔτη ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία; Τί θέση ἔχει αὐτὴ ἡ αἰνιγματικὴ ἀποκάλυψη τῆς δόξας στὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ;
Λίγοι θὰ διαφωνήσουν πώς ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὰ εὐαγγέλια εἶναι κατεξοχὴν μιὰ εἰκόνα ταπείνωσης. Ἤδη κατὰ τὴ γέννησή Του δὲν βρέθηκε χῶρος σὲ κανένα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς πόλης, κι ἔτσι γεννήθηκε ἔξω, σὲ μιὰ σπηλιά. Μέχρι τέλους δὲν εἶχε σπίτι, “οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη” (Ματθ. 820), σύμφωνα μὲ τὰ δικά Του λόγια. Παραγγέλλει σ’ αὐτοὺς πού θεραπεύει καὶ βοηθᾶ νὰ μὴ μιλήσουν σὲ κανένα γιὰ τὴ βοήθεια πού δέχθηκαν. Ἀποφεύγει κάθε τιμὴ καὶ κάθε εὐκαιρία πού τοῦ δίνεται γιὰ νὰ ἀποκτήσει φήμη. Ἑκουσίως μάλιστα ἄφησε τὴν ἀσφάλεια τῆς Γαλιλαίας, ὅπου δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀπειλή, καὶ διάλεξε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὸν περίμενε ὁ πόνος, ἡ ταπείνωση τῆς δίκης καὶ τῆς καταδίκης, καὶ μιὰ ὀδυνηρὴ καὶ ἐπαίσχυντη ἐκτέλεση. “Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ”, εἶπε, ” ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ…” (Ματθ. 11,29).
Σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ταπεινοφροσύνης καὶ αὐταπάρνησης, λίγες ἦταν οἱ περιπτώσεις πού οἱ κρυμμένες ἀκτίνες τῆς θείας ἐνέργειας καὶ δόξας φάνηκαν ἐξωτερικά. Δίχως ἐξαίρεση, μόνο πολὺ λίγοι ἄνθρωποι ἔγιναν ζωντανοὶ μάρτυρες τῶν περιπτώσεων ἐκείνων πού “περιεβλήθη τὴν δόξαν”, καὶ αὐτοὶ συνήθως δὲν κατανοοῦσαν τὴ σημασία αὐτῶν πού ἔβλεπαν. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη τὴ νύχτα τῆς γέννησής Του, ὅταν οἱ ἁπλοὶ ποιμένες ἄκουσαν τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο, καὶ τὰ νέα της μεγάλης χαρᾶς, ὅπως μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο (Λουκ. 2,10).
Τὸ ἴδιο συνέβη πολλὰ χρόνια ἀργότερα, τὴν ἡμέρα πού ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα, ὅταν ἀκούστηκε ἡ ἴδια φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐνῶ τὰ ἴδια λόγια ἀκούστηκαν καὶ κατὰ τὴ Μεταμόρφωση: ” οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα….” (Ματθ. 3,17).
Τελικὰ δοξάζεται ἐδῶ στὸ ὄρος παρουσία τῶν τριῶν μαθητῶν. Κάθε φορἀ δὲ πού ἀποκαλύπτεται αὐτὴ ἡ μυστηριώδης οὐράνια δόξα, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημασία πού ἔχουν οἱ ἐπίγειες φανερώσεις τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ ἀπαντᾶ ὄχι μὲ ἐξηγήσεις ἀλλά μὲ πανηγυρισμούς, ἑορτάζοντας αὐτὴ τὴ μοναδικὴ χαρὰ πού σημαδεύει τὴν ἐτήσια μνήμη τῆς Μεταμορφώσεως.
Μία λέξη κυριαρχεῖ σ’ ὅλες τὶς εὐχές, τοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς. Εἶναι ἡ λέξη φῶς. “Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον”. Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα σκοτεινό, ψυχρὸ καὶ τρομακτικὸ μέρος. Αὐτὸ τὸ σκοτάδι δὲν διαλύεται ἀπὸ τὸ φυσικὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἀντίθετα, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἴσως κάνει τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ νὰ φαίνεται ἀκόμη τρομερότερη καὶ ἀπελπιστικότερη καθὼς ἡ ζωὴ ξεχύνεται ἀμείλικτα καὶ ἀδυσώπητα πρὸς τὸ θάνατο καὶ τὸν ἀφανισμὸ περικυκλωμένη ἀπὸ πόνο καὶ μοναξιά. Ὅλα εἶναι καταδικασμένα, ὅλα ὑποφέρουν, ὅλα ὑπόκεινται στὸν ἀκατανόητο καὶ ἀνελέητο νόμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Τότε ὅμως ἐμφανίζεται πάνω στὴ γῆ, εἰσέρχεται στὸν κόσμο ἕνας ἄνθρωπος ταπεινὸς καὶ ἄστεγος, πού δὲν ἐξασκεῖ καμιὰ ἐξουσία πάνω σὲ κανένα, καὶ δὲν διαθέτει καμιὰ ἐπίγεια ἐξουσία. Λέει δὲ στοὺς ἀνθρώπους πώς αὐτὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους, τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ θανάτου δὲν εἶναι ἡ ἀληθινή τους ζωή· πώς δὲν εἶναι ὁ κόσμος πού δημιούργησε ὁ Θεὸς· πώς μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ νικηθεῖ τὸ κακό, ὁ πόνος καὶ τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος· καὶ πώς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Πατέρα Του, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ δουλεία στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ θάνατο.
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ξεχάσει τὴν ἀληθινή τους φύση καὶ κλήση, τὶς ἔχουν ἀπαρνηθεῖ. Πρέπει νὰ ἐπιστρέψουν γιὰ νὰ δοῦν πώς ἔχουν χάσει τὴν ἱκανότητα νὰ βλέπουν, καὶ νὰ ἀκοῦν αὐτὰ πού εἶναι ἀνίκανοι ἤδη νὰ ἀκούσουν. Πρέπει νὰ ξαναπιστέψουν πώς τὸ καλὸ εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ κακό, ἡ ἀγάπη ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ μίσος, ἡ ζωὴ ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς θεραπεύει, βοηθᾶ καὶ δίνεται σὲ ὅλους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν, δὲν ἀκοῦν, δὲν πιστεύουν. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀποκαλύψει τὴν οὐράνια δόξα καὶ δύναμή Του, καὶ νὰ τοὺς ὑποχρεώσει νὰ πιστέψουν. Θέλει ὅμως ἀπ’ αὐτοὺς τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀποδοχὴ ποὺ δίνονται ἐλεύθερα. Γνωρίζει πώς τὴν ὥρα τῆς ἔσχατης θυσίας Του, τῆς ἔσχατης αὐτοπροσφορᾶς Του, οἱ πάντες θὰ φύγουν ἀπὸ φόβο καὶ θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν. Ὅμως ἀκριβῶς τότε, ὅπως καὶ μετά. ὅταν ὅλα θὰ ἔχουν τελειώσει, ὁ κόσμος θὰ διαθέτει ἀκόμη κάποια ἔνδειξη γιὰ τὴν κατεύθυνση πού εἶχε καλέσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πάρουν, γιὰ τὸ τί μᾶς προσέφερε ὡς δῶρο, ὡς ζωή, ὡς πληρότητα νοήματος καὶ χαρᾶς· τώρα λοιπόν, κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτει σὲ τρεῖς ἀπό τούς μαθητὲς Του αὐτὴ τὴ δόξα, αὐτὸ τὸ φῶς, αὐτὸν τὸ νικητήριο ἑορτασμὸ στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κληθεῖ πρὸ αἰώνων νὰ μετάσχει.
Τὸ θεῖο φῶς πού διαπερνᾶ ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ θεῖο φῶς πού μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ θεῖο φῶς στὸ ὁποῖο τὰ πάντα ἀποκτοῦν τὸ ἔσχατο καὶ αἰώνιο νόημά τους. “Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι “, φώναξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅταν εἶδε αὐτὸ τὸ φῶς καὶ αὐτὴ τὴ δόξα. Καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία, ἡ πίστη εἶναι μιὰ συνεχής, χαρούμενη ἐπανάληψη αὐτῶν τῶν λόγων, “καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”. Ἡ πίστη ὅμως εἶναι καὶ μιὰ ἔκκληση γιὰ τὸ ἀΐδιο φῶς· μιὰ δίψα γι’ αὐτὸν τὸ φωτισμὸ καὶ γι’ αὐτὴ τὴ μεταμόρφωση. Αὐτὸ τὸ φῶς συνεχίζει νὰ λάμπει, μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ κακὸ, μέσα στὴ μουντὴ γκριζάδα καὶ στὴ θολὴ ρουτίνα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, σὰν ἡλιαχτίδα πού διασχίζει τὰ σύννεφα. Τὸ ἀναγνωρίζει ἡ ψυχή, παρηγορεῖ τὴν καρδιά, μᾶς κάνει νὰ νιώθουμε ζωντανοί, καὶ μᾶς μεταμορφώνει ἐκ τῶν ἔσω.
“Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι “! Ἂς γίνονταν δικά μας αὐτὰ τὰ λόγια, ἂς γίνονταν ἀπάντηση τῆς ψυχῆς μας στὸ δῶρο τοῦ θείου φωτός, ἂς γινὸταν ἡ προσευχὴ μας προσευχὴ γιὰ τὴ μεταμόρφωση, γιὰ τὴ νίκη τοῦ φωτός! “Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον”.
Ἡ εὐλογία τῶν καρπῶν
Στὶς Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ὑπάρχει τὸ ἀρχαῖο ἔθιμο νὰ εὐλογοῦνται καρποὶ καὶ λαχανικὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτὸ μᾶς παρακινεῖ νὰ ἀναρωτηθοῦμε: ποιὸ εἶναι τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀρχαίας τελετῆς, καὶ τί σημαίνει γενικὰ ἡ εὐλογία καὶ ὁ ἐξαγιασμός, ἀφοῦ ἡ εὐλογία τῶν καρπῶν κατὰ τὴ Μεταμόρφωση εἶναι μόνο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες τέτοιες τελετές;
Ἂν ἀνοίξουμε τὸ λειτουργικὸ βιβλίο ὅπου εἶναι συγκεντρωμένες ὅλες αὐτὲς οἱ τελετές, τὸ ἐπονομαζόμενο “Μεγάλο Εὐχολόγιο”, θὰ βροῦμε ἐκεῖ εἰδικὲς τελετὲς ὅπως ὁ καθαγιασμὸς καινούριου σπιτιοῦ, ἀγροῦ, κήπου, πηγαδιοῦ. Εἶναι ὡς ἐὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀπευθύνεται σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὡς ἐὰν τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Θεοῦ πού εὐλογεῖ, νὰ ἁπλώνεται πάνω σὲ ὅλα τὰ πράγματα μέσα ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς τελετὲς εὐλογίας καὶ ἐξαγιασμοῦ. Γιατί ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων οἱ ἄνθρωποι ἔνιωσαν τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐξαγιασμό;
Θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ ποῦμε πώς οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας θεωροῦν ἀνεπιφύλακτα ὅλες αὐτὲς τὶς τελετὲς ὡς προλήψεις, καὶ κατὰ τὴ γνώμη τους ἀποτελοῦν ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς θρησκείας. Ἰσχυρίζονται πώς οἱ προλήψεις εἶναι καρπὸς τοῦ φόβου: ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται μήπως δηλητηριαστεῖ, φοβᾶται μήπως ἔχει κακὴ σοδιά, φοβᾶται μήπως καεῖ τὸ σπίτι του, φοβᾶται τοὺς ἄλλους. Ἡ θρησκεία προμηθεύει τὴν ἀπελευθέρωση ἀπό τὸ φόβο: ράντισε τὰ φροῦτα ἤ τὸν κῆπο ἤ τὸ σπίτι μὲ ἁγιασμὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ προστατέψει ἐσένα κι ἐκεῖνα. Ἔτσι ὅπως βλέπετε, τὰ πάντα εἶναι χονδροειδὴς ἄγνοια, πρόληψη καί….ἀπάτη”.
Ὡστόσο παρουσιάζοντας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ θέμα, ἡ ἄθεη προπαγάνδα δὲν ἀναφέρει καμία ἀπὸ τὶς εὐχὲς καὶ τὸ τυπικὸ πού περιλαμβάνεται σ’ αὐτὲς τὶς ὑποτιθέμενες προλήψεις. Προσπαθοῦν ἔτσι νὰ ἐμφανίσουν τοὺς ἱερεῖς, τὸν κλῆρο, ὡς μιὰ ὁμάδα ἀπὸ ἀπατεῶνες πού ἐκμεταλλεύονται τὸ φόβο καὶ τὴν ἄγνοια χρησιμοποιώντας ἀκατανόητα μαγικὰ ξόρκια. Ἂν κάποιος ὅμως ἀκούσει προσεκτικὰ αὐτὲς τὶς εὐχὲς καὶ δεῖ ἀπὸ κοντὰ αὐτὲς τὶς τελετές, ἂν μόνο γιὰ μιὰ φορὰ στὴ ζωὴ του βιώσει τὴ χαρὰ πού προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογία τῆς λαμπρῆς καὶ ἡλιόλουστης Μεταμόρφωσης, τότε γίνεται σαφὲς πώς ἡ ἀπάτη δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπὸ τὴν κακόβουλη ἀθεϊστικὴ προπαγάνδα. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ προπαγάνδα, καὶ ὄχι ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας, πού διαπερνᾶται ἀπὸ φόβο, δυσπιστία, καὶ ἀνάγκη νὰ ἀρνηθεῖ ὁ,τιδήποτε τὸ ἀνώτερό της, τὸ καθαρότερο καὶ βαθύτερο ἀπὸ τὴ δική της ἁπλουστευτική, γήινη καὶ ὑλιστικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς. Ἐπειδὴ αὐτὸ πού βλέπουμε, ἀκοῦμε καὶ ζοῦμε πάνω ἀπ’ ὅλα σ’ αὐτὲς τὶς τελετὲς καὶ τὶς εὐχὲς εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐχαριστία. Ἄν ἦταν παρὼν ὁ φόβος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει χαρὰ καὶ εὐχαριστία καὶ ἀντίστροφα, ἂν εἶναι παροῦσα ἡ χαρά. δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει φόβος. Ὁ φόβος παράγει μιζέρια καὶ δυσπιστία, καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπ’ αὐτὰ στὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως.
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐχαριστίας;…
Ὁ ἴδιος ὁ κόσμος εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν κόσμο μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν ἀγαπήσουν μὲ τὴ σειρά τους… Καὶ μόνο ἀγαπώντας ἀληθινὰ τὴ ζωὴ του μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ δεχθεῖ κατὰ συνέπεια τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ πτώση μας, ἡ ἁμαρτία μας εἶναι πώς παίρνουμε τὰ πάντα ὡς δεδομένα, καὶ συνεπῶς τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, γινόμαστε πεζοί, καταθλιπτικοί, κενοί. Τὸ μῆλο εἶναι μόνο μῆλο. Τὸ ψωμὶ εἶναι ψωμί. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκριβῶς ἄνθρωπος. Γνωρίζουμε τὸ βάρος τους, τὴν ἐμφάνισή τους, τὶς δραστηριότητές τους, ξέρουμε τὰ πάντα γι’ αὐτούς, ἀλλά δὲν γνωρίζουμε πλέον τοὺς ἴδιους, ἐπειδὴ δὲν διακρίνουμε τὸ φῶς πού λάμπει μέσα τους.
Αἰώνιο καθῆκον τῆς πίστης καὶ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ ξεπεράσει αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλή, μονότονη ἐξοικείωση· νὰ μᾶς κάνει νὰ θυμηθοῦμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ πώς ἔχουμε ξεχάσει τὸν τρόπο νὰ βλέπουμε ‒νὰ αἰσθανόμαστε ὅσα πλὲον δὲν αἰσθανόμαστε‒ νὰ βιώνουμε ὅ,τι πλέον δὲν μποροῦμε νὰ βιώσουμε. Ἔτσι ὁ Ἱερέας εὐλογεῖ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί, σηκώνοντας τὰ πρὸς τὸν οὐρανό, ἐνῶ ἡ πίστη βλέπει σ’ αὐτὰ τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, βλέπει θυσία καὶ δωρεά, βλέπει κοινωνία μὲ τὴν αἰώνια ζωή.
Ἔτσι τὴν ἡμέρα της Μεταμορφώσεως φέρνουμε στὴν Ἐκκλησία μῆλα, ἀχλάδια, σταφύλια, λαχανικά, καὶ ξαφνικὰ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μεταμορφώνεται σ’ ἕνα μυστικὸ κῆπο, σ’ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο παράδεισο ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ συνάντησή του μὲ τὸν Θεό.
Ὅπως δὲ ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀγαλλίασε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καθὼς ἄνοιξε τὰ μάτια του γιὰ πρώτη φορὰ καὶ εἶδε τὸν κόσμο, δὅπου τὰ πάντα, μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἦταν “καλὰ λίαν”, ἔτσι καὶ σ’ αὐτὴ τὴν τελετὴ τοῦ ἁγιασμοῦ βλέπουμε τὸν κόσμο σὰν νὰ ἦταν ἡ πρώτη φορά, ὡς ἀντανάκλαση τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καὶ εὐφραινόμαστε, καὶ εὐχαριστοῦμε. Μέσα δὲ ἀπὸ αὐτὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐχαριστία ἡ ζωὴ μας καθαίρεται, ἀνακαινίζεται καὶ ἀναγεννᾶται. Ὄχι, δὲν ἀρνούμαστε τὸν ὑλικὸ κόσμο, ὅπως ψευδῶς ἰσχυρίζεται ἡ ἀθεϊστικὴ προπαγάνδα, οὔτε τὸν ἀπορρίπτουμε· ἀντίθετα, τὸν εὐλογοῦμε καὶ τὸν ἁγιάζουμε, ἐπειδὴ σ’ αὐτὸν βλέπουμε καὶ αἰσθανόμαστε μὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστία τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. «Οὐρανὸς καὶ γῆ πλήρεις τῆς δόξης Αὐτοῦ», ψάλλουμε στὴν ἐκκλησία.
Ἡ σημασία τοῦ ἁγιασμοῦ εἶναι πώς μέσω αὐτοῦ ἡ δόξα αὐτὴ ξεχύνεται στὴν ἀποκοιμισμένη συνείδησή μας· ἀνοίγει τὰ μάτια μας. καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ γίνεται δοξολογία, χαρὰ καὶ εὐχαριστία.
Τί γίνεται ὅμως μὲ τὸ κακό. μὲ ρωτοῦν οἱ ἄνθρωποι. Τί γίνεται μὲ τὸν πόνο καὶ τὸ θάνατο; Σ’ αὐτὸ ἀπαντοῦμε: ἂν γεμίσουμε μ’ αὐτὸ τὸ φῶς, ἂν δεχθοῦμε μὲ γνησιότητα αὐτὸν τὸν ἐξαγιασμὸ καὶ αὐτή τὴν εὐλογία, καὶ τὰ φέρουμε μέσα μας, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι γινόμαστε ὁ χῶρος ὅπου ἀρχίζει ἡ νίκη πάνω στὸ κακό. Καὶ ὁ θάνατος θὰ καταποθεῖ ἀπὸ αὐτή τὴ νίκη. ἐπειδὴ ζοῦμε σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ἔζησε ὁ Χριστὸς καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι παρὼν εἰς τὸν αἰώνα. Ἂν δὲ στὸν καθένα καὶ στὸ καθετί σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο διακρίνουμε Αὐτόν, ἀγαποῦμε Αὐτόν, προσφερόμαστε σ’ Αὐτὸν ἂν σ’ ὅλα βλέπουμε τὸ φῶς τῆς παρουσίας Του, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς νίκης Του, τότε τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπ’ Αὐτόν.

Ἑρμηνεία εἰς τόν πρῶτον κανόνα τῆς Μεταμορφώσεως

 Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ὠδή α´
Σήμερον Χριστός ἐν Ὄρει Θαβώρ, λάμψας ἀμυδρῶς, θεϊκῆς αὐγῆς ὡς ὑπέσχετο, Μαθηταῖς παρεγύμνου χαρακτῆρας· σελασφόρου δέ πλησθέντες, θείας αἴγλης, ἐν ἀγαλλιάσει ἔμελπον· Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν ὅτι δεδόξασται.
Σήμερον, λέγει, ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐπειδή ἔλαμψεν εἰς τό Ὄρος Θαβώρ, παρεγύμνωσεν: ἤτοι ἔδειξεν εἰς τούς Μαθητάς του κάποιους ἀμυδρούς καί ὀλίγους τινάς χαρακτῆρας τῆς Θεϊκῆς του αὐγῆς, ἡ ὁποία ἦτον κεκρυμμένη μέσα εἰς τό πρόσλημμα τῆς ἀνθρωπότητος, καί ἕως τότε δέν ἐβλέπετο ἀπό τούς Μαθητάς του· τοῦτο γάρ δηλοῖ τό Παρεγύμνου, κατά τόν θεῖον Χρυσόστομον λέγοντα «Ἐν τῷ Θαβώρ μεταμορφωθείς ὁ Δεσπότης Χριστός, ἔδειξε τῆς ἀθεάτου Βασιλείας τήν δόξαν καί οὐκ ἐπέδειξε, τουτέστι μικρόν παρήνοιξε τήν Θεότητα καί οὐχί τελείως». Ἀκολούθως δέ λέγει ὁ Χρυσορρήμων καί τήν αἰτίαν διά τήν ὁποίαν παρήνοιξε τήν Θεότητα, καί οὐχί τελείως τήν ἔδειξε· «Τό μέν, πληροφορῶν, τό δέ, φειδόμενος· πληροφορῶν μέν γάρ, ἔδειξεν αὐτοῖς τῆς ἀθεάτου Βασιλείας τήν Θεϊκήν δόξαν, οὐχ ὅση τις ἦν, ἀλλ᾿ ὅσον ἠδύναντο φέρειν οἱ σωματικούς ὀφθαλμούς περιφέροντες· φειδόμενος δέ, καί οὐχί φθονῶν, οὐκ ἔδειξεν αὐτοῖς τήν πᾶσαν δόξαν, ἵνα μή σύν τῇ ὁράσει καί τήν ζωήν ἀπολέσωσιν».
Φέρει δέ καί ὁμοίωμα ὁ τῶν Κανόνων ἑρμηνεύς Θεόδωρος, ὅτι ὡς διά μέσου ὑαλίνων τινῶν λύχνων τάς ἀκτῖνας τοῦ θείου φωτός ἔδειξεν εἰς τούς Μαθητάς του ὁ Κύριος, καθώς ὑπεσχέθη. Ποῦ δέ ὑπεσχέθη νά δείξῃ ὁ Κύριος τό θεῖον του φῶς; Ἀποκρινόμεθα ὅτι ὑπεσχέθη τοῦτο ὀλίγον πρό τῆς Μεταμορφώσεώς του, ὅταν ἔλεγε εἰς τούς Ἀποστόλους «Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσονται θανάτου, ἕως ἄν ἴδωσι τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθεῖαν ἐν δυνάμει» (Ματθ. ιστ´ 28).
Μέ τήν λέξιν δέ «Τινάς» ἐννοεῖ ἐδῶ τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην, καί μέ τήν «Βασιλείαν», τήν ἐν τῇ Μεταμορφώσει δόξαν· ὅθεν αὐτό τό ρητόν ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύων λέγει· «Ἐνταῦθα οὐ περί τῆς δευτέρας αὐτοῦ παρουσίας τῆς ἐνδόξου λέγει, ἀλλά περί τῆς ἐν τῷ ὄρει Μεταμορφώσεως». Καί ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος· «Πaνταχοῦ ἐστιν ὁ τοῦ Παντός Βασιλεύς, καί πανταχοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία αὐτοῦ· ὥστε τό ἔρχεσθαι τήν αὐτοῦ Βασιλείαν οὐ τό ἄλλοθεν ἀλλαχόσε παραγίνεσθαι δηλοῖ, ἀλλά τό φανεροῦσθαι ταύτην τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος· διά τοῦτο ἔλεγεν ἐληλυθεῖαν ἐν δυνάμει· ἥτις δύναμις οὐχ ἁπλῶς τοῖς τυχοῦσιν ἐγγίνεται, ἀλλά τοῖς ἑστηκόσι μετά τοῦ Κυρίου, τουτέστι τοῖς ἐστηριγμένοις ἐν τῇ πίστει αὐτοῦ, καί τοῖς κατά Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην, καί τούτοις ἀναφερομένοις ὑπό τοῦ λόγου πρότερον εἰς ὄρος ὑψηλόν, δηλονότι τῆς φυσικῆς ἡμῶν ταπεινότητος ὑπεραναβιβαζομένοις» (Λόγος οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»). Ὁ μέν οὖν Σωτήρ οὕτω κατά τήν ὑπόσχεσίν του ἔδειξεν εἰς τούς Μαθητάς του ὀλίγον τι τό φῶς τῆς ἰδίας Θεότητος· οἱ δέ Μαθηταί, γεμώσαντες ἀπό τήν ὀλίγην λαμπρότητα ἐκείνου τοῦ φωτός καί τῆς θείας αἴγλης, ἔμελπον ἐν ἀγαλλιάσει ψυχῆς καί καρδίας· «Ἄσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι δεδόξασται»
Τροπάριον.
Κατεμήνυον τήν ἔξοδον, τήν ἐν Σταυρῷ σου ἐν Θαβώρ παρόντες, ὁ ἐν πυρί σε καί βάτῳ πάλαι, προκατιδών Μωσῆς, καί ὁ μετάρσιος δίφρῳ, ἐν πυρίνῳ Ἠλίας Χριστέ.
Ἑρμηνεία.
Ἀφ᾿ οὗ εἰς τό ἀνωτέρω Τροπάριον εἶπεν ὁ Μελωδός ὅτι συνελάλουν μέ τόν Χριστόν ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας, τώρα εἰς τό Τροπάριον τοῦτο ἀναφέρει καί διά ἐκεῖνα ὅπου συνελάλουν. Ἐρανίζεται δέ ταῦτα ἀπό τόν Εὐαγγελιστήν Λουκᾶν λέγοντα· «Καί ἰδού ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν Μωσῆς καί Ἠλίας, οἵ ὀφθέντες ἐν δόξῃ ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ, ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ» (Λουκ. θ´ 30-31)· ὅθεν ἐπιστρέφων πρός τόν Κύριον λέγει· Ὦ Θεάνθρωπε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ ὁποῖος Σέ εἶδε τό παλαιόν εἰς τό Σίναιον Ὄρος μέ τό καῖον πῦρ τῆς βάτου καί μή κατακαῖον αὐτήν, ὁμοίως καί ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος ἀνελήφθη μέ πυρίνην ἅμαξαν ὡς εἰς τόν Οὐρανόν, αὐτοί οἱ ἴδιοι παρόντες τώρα εἰς τό Θαβώριον Ὄρος, κατεμήνυον καί ἐφανέρωναν τήν ἔξοδον: ἤτοι τόν διά Σταυροῦ θάνατον ὅπου ἔμελλες νά τελειώσῃς εἰς τήν Ἱερουσαλήμ. Ἔξοδος δέ ὁ θάνατος ὀνομάζεται, διότι ἐξάγει ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης τόν ἄνθρωπον· ὅθεν καί ἐξόδιον αὐτόν κοινῶς οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουσι· καί ὅρα εἰς τό Τροπάριον τοῦ μεγάλου Σαββάτου τό λέγον «Κύριε Θεέ μου, ἐξόδιον ὕμνον καί ἐπιτάφιον».
Διά πέντε δέ αἰτίας ἐφάνησαν εἰς τήν Μεταμόρφωσιν ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας, κατά τόν Ἱερόν Θεοφύλακτον λέγοντα· «Πρῶτον, ἵνα δειχθῇ ὅτι καί Νόμου καί Προφητῶν αὐτός ἐστί Κύριος· δεύτερον, ὅτι ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει· Ἠλίας μέν γάρ καί Προφήτης ἐστί καί ζῇ ἔτι· Μωσῆς δέ νομοθέτης ἐστί καί τέθνηκε· τρίτον, ἵνα φανῇ ὅτι οὐκ ἐναντίος ἐστί τῷ Νόμῳ, οὐδέ ἀντίθεος· οὐκ ἄν γάρ ὁ Μωϋσῆς συνελάλει τῷ ἐναντιουμένῳ τοῖς Νόμοις αὐτοῦ, οὐδ᾿ ἄν Ἠλίας ὁ ζηλωτής ἠνείχετο αὐτοῦ ἀντιθέου ὄντος· τέταρτον, ἵνα λύσῃ τήν ὑπόνοιαν τῶν λεγόντων αὐτόν Ἠλίαν, ἤ ἕνα τῶν Προφητῶν· καί πέμπτον, ἵνα διδάξῃ τούς μαθητάς τούτους μιμεῖσθαι, καί κατά Μωσῆν μέν πράους εἶναι καί δημαγωγικούς, κατά δέ Ἠλίαν ζηλωτάς εἶναι καί ἀκαμπεῖς, ὅτε δέ καιρός, καί κινδυνευτικούς εἶναι ὑπέρ τῆς ἀληθείας, ὥσπερ καί οὗτος». Τάς αὐτάς αἰτίας λέγει καί ὁ Ζυγαδηνός Εὐθύμιος εἰς τόν δεύτερον τόμον τῆς ἑρμηνείας τοῦ κατά Ματθαῖον.
Πόθεν δέ ἐγνώρισαν οἱ Ἀπόστολοι ὅτι οἱ φαινόμενοι Προφῆται ἦτον ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας; Ὁ μέν Ἱερός Θεοφύλακτος λέγει ὅτι ἀπό τά λόγιά των ἐγνώρισαν αὐτούς· «Τυχόν γάρ ὁ μέν Μωϋσῆς ἔλεγε, Σύ εἶ, οὗ προετύπωσα τό πάθος ἐγώ, σφάξας τόν ἀμνόν καί τό πάσχα τελέσας· ὁ δέ Ἠλίας ἔλεγε, Σύ εἶ, οὗ τήν ἀνάστασιν προετύπωσα ἐν τῷ τῆς χήρας Υἱῷ». Ὁ δέ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος διαβατικώτερον τοῦτο ἑρμηνεύων, λέγει ὅτι ἐγνώρισαν αὐτούς οἱ Ἀπόστολοι μέ τήν ἀποκαλυπτικήν δύναμιν τοῦ φωτός ἐκείνου τῆς Θεότητος, ἀπό τό ὁποῖον κανένα πρᾶγμα δέν εἶναι κεκαλυμμένον, ἀλλά πάντα εἶναι γυμνά καί φανερά· «Πῶς δέ καί ἐπέγνωσαν, οὕς οὔπω πρότερον εἶδον οἱ Ἀπόστολοι, εἰ μή τῇ ἀποκαλυπτικῆ δυνάμει τοῦ φωτός ἐκείνου; » (Λόγῳ οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»). Καί ἄν τό φῶς ἐκεῖνο ἀποκαλύπτῃ τά μέλλοντα, πόσῳ μᾶλλον ἀποκαλύπτει τά ἐνεστῶτα καί παρόντα, καθώς τόν Μωϋσῆν καί Ἠλίαν; ὁ μέν γάρ Ἠλίας παρών ἦτον ἐν τῷ Θαβώρ μετά σώματος, ὁ δέ Μωϋσῆς μέ ψυχήν γυμνήν καί χωρισμένην σώματος. Συμφωνεῖ δέ τῷ θείῳ Γρηγορίῳ καί ὁ Σιναΐτης Ἀναστάσιος λέγων· «Ἐπέγνωσαν δέ τούς Προφήτας οἱ Μαθηταί· οἱ γάρ πρός τοσοῦτον ὕψος χωρήσαντες, ὥς τε θέας ἀξιωθῆναι τοιαύτης, ἥν Βασιλείαν Οὐρανῶν ὠνόμασεν ὁ ἀποκαλύψας αὐτοῖς ἑαυτόν, πῶς τούς συμμύστας εἶχον ἀγνοῆσαι, καί μάλιστα παρόντος Ἰησοῦ καί φωτίζοντος τό ἡγεμονικόν, καί μορφοῦντος τόν νοῦν πρός τήν ἑαυτοῦ θείαν μορφήν;» (Λόγος εἰς τήν Μεταμόρφωσιν).
Τροπάριον.
Σέ τό ἀΐδιον φέγγος, ἐν πατρώᾳ τῇ δόξῃ, οἱ μαθηταί, ὡς εἶδον ἐκλάμψαν Χριστέ, σοί ἀνεβόων· Ἐν τῷ φωτί σου, τάς ὁδούς ἡμῶν εὔθυνον.
Ἑρμηνεία.
Βλέπων ὁ Ἱερός Μελωδός τήν ἑορτήν τῆς Μεταμορφώσεως φωτεινοτάτην ὅλην καί ἐξαστράπτουσαν μέν ἀπό τάς ἀκτῖνας τοῦ ἡλιομόρφου προσώπου τοῦ Κυρίου, αὐγάζουσαν δέ ἀπό τό φῶς τῶν ἱματίων αὐτοῦ, διά τοῦτο ἐγέμωσεν ὅλας τάς Ὠδάς τοῦ παρόντος Κανόνος ἀπό ὀνόματα φωτεινά, φεγγοβόλα καί λαμπροφανῆ· ἐξαιρέτως δέ τήν πέμπτην ταύτην Ὠδήν ὅλην καταφωτίζει μέ φωτισμούς πολλούς, καί μέ διάφορα φῶτα ποιεῖται τόν δρόμον αὐτῆς· καί ἡ αἰτία δέν εἶναι ἀνεύλογος· ἐπειδή γάρ ἡ ἑορτή, ὡς εἶπον, εἶναι καθ᾿ ἑαυτήν φωτεινή καί γεμάτη ἀπό θεῖα φῶτα, προσθέτει δέ καί ὁ ποιητής τῆς πέμπτης Ὠδῆς Ἡσαΐας ἄλλα φῶτα ξεχωριστά, λέγων «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμά μου πρός Σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τά προστάγματά Σου ἐπί τῆς γῆς» (Ἡσ. κστ´ 9)· διά τοῦτο πλεονάζει καί ὁ Μελωδός ἐν τῇ φωτεινῇ Ὠδῇ ταύτῃ κατά τάς φωτονυμίας, καί ταύτην ἐξαιρέτως μέ φωτισμούς διαφόρους φωτολογεῖ.
Ὅθεν ἐπιστρέφων πρός τόν φωτοδότην Χριστόν, λέγει· Ὦ φωτεινότατε καί ὡραιότατε καί ἡλιοστάλακτε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ φῶς ἐκ φωτός ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθείς, ὅταν οἱ μαθηταί καί Ἀπόστολοί Σου εἶδον Σέ τό ἀΐδιον καί ἄχρονον καί ἄκτιστον φῶς ὅτι ἔλαμψας εἰς τό Θαβώριον Ὄρος ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός, τῆς ὁποίας ὑπάρχεις ἀπαύγασμα κατά τόν Παῦλον τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Σου, λέγοντα περί σοῦ «Ὅς ὤν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ» (τοῦ Πατρός δηλ.) (Ἑβρ. α´ 3), τότε τόσον κατεπλάγησαν καί ἔκθαμβοι ἔγιναν διά τό ὑπερβάλλον τῆς λαμπρότητός Σου, ὥστε ἄλλο τι δέν ἔλεγον πρός Σέ, εἰ μή ταύτην τήν σύντομον ἱκεσίαν καί δέησιν· Ἴσασον, Κύριε, καί εὐόδωσον τάς ὁδούς τῆς ζωῆς μας μέ τό φῶς τῶν θείων ἐντολῶν Σου. Ἐρανίσθη δέ τοῦτο ὁ Μελωδός ἀπό τόν Δαβίδ τόν πεφωτισμένον ὄντα ἀπό τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅστις εἶπε· «Κατεύθυνον ἐνώπιον Σου τήν ὁδόν μου» (Ψαλ. ι´ 9)· διότι τό ἴδιον εἶναι νά εἰπῇ τινάς φῶς, καί λόγιον Θεοῦ· καθότι τά λόγια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἄλλο, εἰ μή φῶς· «Λύχνος, φησίν ὁ αὐτός Προφητάναξ, τοῖς ποσί μου ὁ Νόμος Σου καί φῶς ταῖς τρίβοις μου» (Ψαλ. ριη´ 105).
Σημείωσαι δέ, ὅτι οἱ Μαθηταί εἶδον εἰς τό Ὄρος τό ἄκτιστον φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Θεότητος ὄχι μόνον μέ τόν νοῦν, ὅστις εἶναι ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί μέ τούς αἰσθητούς ὀφθαλμούς τοῦ σώματος. Ἀλλά πῶς εἶδον αὐτό; μένοντας ἐν τῇ φυσικῇ δυνάμει αὐτῶν; ὄχι, ἀλλά ἀλλοιωθέντες εἰς τό κρεῖττον καί θειότερον, καί δυναμωθέντες ὑπό τῆς δυνάμεως τοῦ φωτός ἐκείνου· ἐπειδή κτιστοί καί αἰσθητοί τό ἄκτιστον καί ὑπέρ αἴσθησιν καί νοῦν φῶς χωρῆσαι οὐ δύνανται. Ὑπό τοῦ φωτός ἐκείνου λοιπόν ἐνισχυθέντες καί δυναμωθέντες οἱ τῶν Ἀποστόλων αἰσθητοί ὀφθαλμοί, καί ὑπέρ τούς ὅρους τῆς ἑαυτῶν φύσεως γεγονότες, εἶδον τό ὑπερφυές ἐκεῖνο καί ἄκτιστον καί τῆς θείας οὐσίας ἀχώριστον φῶς, κατά τήν κοινήν δόξαν τῶν Ἱερῶν Θεολόγων· ὅθεν εἶπεν ὁ Ἱερός Μάρκος ὁ Ἐφέσου ἐν μβ´ κεφαλαίῳ τῶν περί θείου φωτός· «Εἰ τήν ἐναντίαν δύναμιν (ἤτοι τῶν Δαιμόνων) οἴδαμεν ἐνεργεῖν τι περί τάς ἀνθρωπίνας ὄψεις, μεταποιεῖν τε αὐτάς καί διατιθέναι παρά φύσιν πρός τό μή ὄν, δηλοῦσι δέ οἱ θαυματοποιοί καί τά πάλαι ἀδόμενα μαγγανεύματα, πῶς οὐ τῇ θείᾳ δυνάμει δώσομεν ἀλλοιοῦν τε καί μεταποιεῖν τούς ὀφθαλμούς ὑπέρ φύσιν δύνασθαι, καί ταῦτα δή πρός τό ὄν, ἤτοι τό θεῖον φῶς; »
Διά τοῦτο καί ὁ ἐκ Δαμασκοῦ Ἰωάννης λέγει πανηγυρίζων εἰς τήν Μεταμόρφωσιν ὅτι οἱ αἰσθητοί ὀφθαλμοί τῶν Ἀποστόλων πρός ἐκεῖνο τό ἄκτιστον φῶς τῆς Θεότητος ἦτον τυφλοί· «Μεταμορφοῦται τοίνυν Χριστός, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, οὐδέ εἰς ὅπερ οὐκ ἦν μεταβαλλόμενος, ἀλλ᾿ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, καί διανοίγων τούτων τά ὄμματα καί ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας»· πρός τά ὁποῖα λόγια ἐπιφέρει ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος ταῦτα· «Ὁρᾶς ὅτι πρός τό φῶς ἐκεῖνο τυφλοί εἰσίν οἱ κατά φύσιν ὁρῶντες ὀφθαλμοί; οὐκοῦν οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον, οὐχ ἥν ἀρτίως, ἀλλ᾿ ἥν ἐξ αὐτῆς τῆς προσλήψεως ἔλαβε τό ἡμέτερον φύραμα, θεωθέν τῇ ἑνώσει τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ» (Λόγῳ, οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»)· καί πάλιν· «Οὐ γίνεται τοιγαροῦν καί ἀπογίνεται, οὐδέ περιγράφεται, οὐδέ αἰσθητικῇ δυνάμει ὑποπίπτει τό φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, εἰ καί δι᾿ ὀφθαλμῶν σωματικῶν ἑώραται, καί πρός ὀλίγον χρόνον, καί ἐν βραχείᾳ τοῦ Ὄρους κορυφῇ» (Αὐτόθι). Ἔφη δέ καί ὁ Θεοφόρος Μάξιμος ἐν ταῖς εἰς τήν Μεταμόρφωσιν θεωρίαις του· «Ἀπό τῆς σαρκός ἐπί τό Πνεῦμα μετέβησαν οἱ Ἀπόστολοι πρίν τήν διά σαρκός ἀποθέσθαι ζωήν τῇ ἐναλλαγῇ τῶν κατ᾿ αἴσθησιν ἐνεργειῶν, ἥν αὐτοῖς τό Πνεῦμα ἐνήργησε, περιελόν τῆς ἐν αὐτοῖς νοερᾶς δυνάμεως τῶν παθῶν τά καλύμματα· δι᾿ οὗ καθαρθέντες τά τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος αἰσθητήρια, τῶν παραδειχθέντων αὐτοῖς μυστηρίων τούς πνευματικούς ἐκπαιδεύονται λόγους».
Ὁ δέ Χρυσορρήμων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδέ τά Σεραφίμ δύνανται νά ἰδοῦν ἄκρατον τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κατά συγκατάβασιν τοῦτο βλέπουσι· καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος «Σεραφίμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἕξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καί ἕξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καί ταῖς μέν δυσί κατεκάλυπτον τά πρόσωπα αὑτῶν, ταῖς δέ δυσί, τούς πόδας. Τίνος ἕνεκεν, εἰπέ μοι, καλύπτουσι τά πρόσωπα, καί προβάλλονται τάς πτέρυγας; τίνος δέ ἕνεκεν ἑτέρου, ἀλλ᾿ ἤ διά τό μή φέρειν τήν ἐκ τοῦ θρόνου λάμπουσαν ἀστραπήν καί τάς μαρμαρυγάς ἐκείνας; καίτοιγε οὐκ αὐτό ἄκρατον ἑώρων τό φῶς, οὐδέ αὐτήν ἀκραιφνῆ τήν οὐσίαν (τοῦ φωτός), ἀλλά συγκατάβασις ἦν τά ὁρώμενα. Τί δέ ἐστί συγκατάβασις; Ὅταν μή ὡς ἔστιν ὁ Θεός φαίνηται , ἀλλ᾿ ὡς ὁ δυνάμενος αὐτόν θεωρεῖν οἷός τε ἐστίν οὕτως ἑαυτόν δεικνύη, ἐπιμετρῶν τῇ τῶν ὁρώντων ἀσθενείᾳ τῆς ὄψεως τήν ἐπίδειξιν. Καί ὅτι συγκατάβασις ἦν, ἐξ αὐτῶν τῶν ρημάτων δῆλον· εἶδον γάρ, φησί, τόν Κύριον καθήμενον· Θεός δέ οὐ κάθηται· σωμάτων γάρ ὁ σχηματισμός οὗτος» (Λόγος Γ´ περί ἀκαταλήπτου). Ἐκ τῶν λόγων δέ τούτων τοῦ Χρυσοστόμου συμπεραίνομεν ὅτι ἄν τά Σεραφίμ κατά συγκατάβασιν βλέπουσι τό θεῖον Φῶς, βέβαια καί οἱ Ἀπόστολοι, μ᾿ ὅλον ὅτι ἐδυναμώθησαν οἱ ὀφθαλμοί των, κατά συγκατάβασιν εἶδον τό φῶς τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, ὄχι καθώς αὐτό ἦτον, ἀλλά καθώς αὐτό ἐδύνοντο νά βλέπουν ἐκεῖνοι.
Ὠδή θ´
Τροπάριον.
Ἵνα σου δείξης ἐμφανῶς, τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος, Θεός ὀφθήσῃ ἑστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε, ἀρρήτως ἔλαμψας· διό πάντες σε Χριστέ μεγαλύνομεν.
Ἑρμηνεία.
Εἰς διάφορα νοήματα ἐξέλαβε τήν ἑορτήν τῆς Μεταμορφώσεως ὁ Ἱερός Μελωδός ἐν τοῖς προτέροις Τροπαρίοις· τώρα δέ ἐν τῷ παρόντι καλύτερα ἐκλαμβάνει τήν περί αὐτῆς ὑπόθεσιν· ἀκούσας γάρ αὐτός τόν Προφητάνακτα Δαβίδ νά ψαλμωδῇ «Ὁ Θεός ἔστη ἐν συναγωγῇ Θεῶν, ἐν μέσῳ δέ Θεούς διακρινεῖ» (Ψαλ. πα´ 1) ἐνόησεν ὅτι ἡ προφητεία αὕτη τοῦ Δαβίδ προεικόνιζε τό θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως· διότι ἐπειδή ἔβλεπε μέν ἐν τῷ Ὄρει Θαβώρ τόν Μωϋσῆν καί τόν Ἠλίαν παρισταμένους ἀπό τά δεξιά καί ἀριστερά μέρη τοῦ μεταμορφουμένου Χριστοῦ, ἔβλεπε δέ καί τούς τρεῖς Ἱερούς Ἀποστόλους συντροφεύοντας αὐτούς, ὅλοι δέ αὐτοί καί οἱ πέντε ἔγιναν Θεοί κατά χάριν διά τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ ἡλιομόρφου Χριστοῦ, ἐστοχάσθη δέ καί τήν μέλλουσαν παρουσίαν τοῦ Κυρίου καί κρίσιν, ταῦτα λέγει πρός τόν μεταμορφούμενον.
Ὦ ἡλιοστάλακτε Ἰησοῦ, Σύ δέν ἐνήργησας τό θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεώς Σου ματαίως καί χωρίς καμμίαν εὔλογον ἀφορμήν, οὐδέ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχεν ἐπαράστησας κύκλῳ Σου εἰς τό Θαβώριον Ὄρος τόν Μωϋσῆν καί Ἠλίαν καί τούς τρεῖς ἐκλεκτούς Ἀποστόλους, ἀλλ’ ἵνα δείξῃς φανερά τήν Μεταμόρφωσίν Σου ἕνα προοίμιον τῆς μελλούσης καί ἐνδόξου παρουσίας Σου· καθώς γάρ ἐν τῇ Μεταμορφώσει ἤσουν Θεός κατά φύσιν ἐν μέσῳ τῶν κατά χάριν θεῶν, τῶν Προφητῶν δηλαδή καί Ἀποστόλων· οὕτω καί ἐν τῇ μελλούσῃ παρουσίᾳ καί δόξῃ Σου ἐν μέσῳ τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων καθεζόμενος, θέλεις διακρίνει τούς κατά χάριν ὄντας Θεούς, καί διαμοιράσει εἰς αὐτούς τάς ἀξίας τῆς μακαριότητος, οὕτω γάρ ἑρμηνεύει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος εἰς τόν περί Βαπτίσματος λόγον· «Φῶς ἡ ἐκεῖθεν λαμπρότης τοῖς ἐνταῦθα κακεθαρμένοις, ἡνίκα ἐκλάμψουσιν οἱ δίκαιοι ὡς ὁ ἥλιος, ὧν ἵσταται ὁ Θεός ἐν μέσῳ, Θεῶν ὄντων καί Βασιλέων, διαστέλλων καί διαιρῶν τάς ἀξίας τῆς ἐκεῖθεν μακαριότητος»· καί ἐν τῇ πρός Κληδόνιον πρώτῃ ἐπιστολῇ ὁ αὐτός οὕτω λέγει· «Ἥξει μετά σώματος, ὡς ὁ ἐμός λόγος, τοιοῦτος οἷος ὤφθη τοῖς μαθηταῖς ἐν τῷ ὄρει, ἤ παρεδείχθη, ὑπερνικώσης τό σαρκίον τῆς Θεότητος». Ὅρα δέ ὅτι ὁ Θεολόγος ἐπρόσθεσε τό «Ἤ παρεδείχθη», διά νά φανερώσῃ ὅτι δέν ἐφάνη ὅλον τό φῶς τοῦ Κυρίου εἰς τούς Ἀποστόλους, ἀλλά ὀλίγον τι, ὅσον ἠδύναντο νά ὑποφέρουν, ὡς εἶπεν ὁ Χρυσορρήμων. Ἀλλά καί ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος τύπον καί προοίμιον τίθεται τήν Μεταμόρφωσιν τῆς μελλούσης μακαριότητας, λέγων· «Τότε δέ, ὅταν ἄφθαρτοι καί ἀθάνατοι γενώμεθα, καί τῆς χριστοειδοῦς καί μακαριωτάτης ἐφικώμεθα λήξεως, πάντοτε σύν Κυρίῳ κατά τό λόγιον ( τοῦ Παύλου δηλ.) ἐσόμεθα, τῆς μέν ὁρατῆς αὐτοῦ Θεοφανείας ἐν πανάγνοις θεωρίες ἀποπληρούμενοι, φανοτάταις ἡμᾶς μαρμαρυγαῖς περιαυγαζούσης, ὡς τούς Μαθητάς ἐν ἐκείνῃ τῇ θειοτάτῃ Μεταμορφώσει» (Κεφάλαιον α´ Περί Θείων Ὀνομάτων).
Ὅθεν ὁ Δαμασκηνός Ἰωάννης ἑρμηνεύων τόν λόγον διά τόν ὁποῖον μετά ὀκτώ ἡμέρας τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ἡ Μεταμόρφωσις ἔγινεν, ὡς γράφει ὁ Ἱερός Λουκᾶς, οὕτω φησίν· «Ἑπτά αἰῶσιν ὁ παρών συμπεραίνεται βίος, ὀγδόη δέ ἡ μέλλουσα βιοτή ἀνηγόρευται, ὡς ὁ μέγας Θεολόγος Γρηγόριος ἔφησε, τό Σολομώντειον ρητόν ἐξηγούμενος, δοῦναι μερίδα τοῖς ἑπτά τῷ παρόντι βίῳ, φάσκων, καί γε τοῖς ὀκτώ τῷ μέλλοντι· ἔδει δέ ἐν τῇ ὀγδόῃ τά τῆς ὀγδόης ἀποκαλύπτεσθαι τοῖς τελείοις· ὡς γάρ ὁ θεῖος ὄντως καί θεηγόρος Διονύσιος ἔλεξεν· οὕτως ὁ Δεσπότης ὀφθήσεται τοῖς ἑαυτοῦ τελείοις θεράπουσιν, ὅν τρόπον ἐν ὄρει Θαβώρ τοῖς Ἀποστόλοις τεθέαται». Λέγει δέ καί ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· Διατί γάρ ὁ μέν (ἤτοι ὁ Ματθαῖος) μετά ἕξ ἡμέρας εἶπεν, ὁ δέ (ἤτοι ὁ Λουκᾶς) ὑπερέβη καί τήν ἑβδόμην τῆς ὀγδόης μνησθείς; Διότι τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως τῆς ὀγδόης (ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος) ἐστί μυστήριον· κατά τήν ὀγδόην γάρ δυνάμει κράτος ἐνεργείας ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεται» (Λόγος οὗ ἡ ἀρχή «Ἐπαινοῦμεν καί ἡμεῖς»).
Τροπάριον.
Ἔθελξας πόθῳ μέ Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ Σου ἔρωτι· ἀλλά κατάφλεξον, πυρί ἀΰλῳ τάς ἁμαρτίας μου, καί ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοί, τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τάς δύο σκιρτῶν, μεγαλύνω ἀγαθέ παρουσίας σου.
Ἑρμηνεία.
Ὁ Θεσπέσιος καί χαριτώνυμος Μελωδός Ἰωάννης, ἐνθουσιάσας τρόπον τινά ἀπό τήν ἀγάπην καί χαράν ὅπου εἶχε πρός τόν μεταμορφωθέντα Χριστόν, εὐχαριστήριον καί ἱκετικόν ποιεῖ τό Τροπάριον τοῦτο· διό λέγει· Ὦ ὡραιότατε καί κοσμοπόθητε καί παντοπόθητε καί μυριοπόθητε Χριστέ, Σύ κατέθελξας καί ἐτράβιξας τήν ψυχήν καί καρδίαν μου εἰς τήν ἔλευσίν Σου μέ τήν δραστικωτάτην μαγνήτιδα τοῦ ἁγνοῦ καί παντοκρατορικοῦ καί πρηστηρίου πόθου σου, καί ὅλον μέ ἠλλοίωσας καί ἄλλον ἐξ ἄλλου ἐποίησας μέ τόν ἔνθεον ἔρωτα τῆς Σῆς ὡραιοτάτης Μεταμορφώσεως.
Ὁ ἴδιος οὗτος Ἰωάννης πανηγυρίζων εἰς τήν ἑορτήν, εἰσάγει καί τόν Πέτρον ἐνθουσιῶντα καί λέγοντα· «Καλόν ἡμᾶς ὧδε εἶναι τῷ Κυρίῳ ἔφησε· τίς γάρ ζόφον φωτός ἀνταλλάσσεται; ὁρᾶτε τόν ἥλιον τοῦτον, ὡς καλός, ὡς ὡραῖος, ὡς ἡδύς, ὡς ποθεινός ἐξαστράπτων καί ἔκλαμπρος, καί τήν ζωήν, ὡς γλυκεῖά τε καί ἀπέραστος, ἧς πάντες ἀντέχονται, καί πάντα δρῶσιν, ὡς ἄν ταύτης μή ἀστοχήσαιεν; πόσῳ μᾶλλον δοκεῖτε τό αὐτοφῶς, ἐξ οὗ φῶς ἅπαν φωτίζεται, ποθεινότερον; καί πόσῳ γλυκυτέρα ἡ αὐτοζωή, ἐξ ἧ ἅπασα ζωή ζωοῦται καί μεταδίδοται, ἐν ἧ πάντες ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν; οὐχ ὅλος γλυκασμός (ὁ Χριστός); οὐχ ὅλος ἐπιθυμία; οὐκ ἔστι λόγος, οὐκ ἔννοια τῆς ὑπεροχῆς τό μέτρον εἰκάζουσα· τοῦτο τό φῶς κατά πάσης τῆς φύσεως ἔχει τά νικητήρια· αὕτη ἡ ζωή ἡ τόν Κόσμον νικήσασα».
Λέγει δέ καί Μακάριος ὁ Χρυσοκέφαλος τά ἐρωτοληπτικά ταῦτα ἐν τῷ εἰς τήν Μεταμόρφωσιν λόγῳ αὐτοῦ· «Τί ὡραιότερον τῆς Χριστοῦ συνουσίας; τί δέ ποθεινότερον τῆς θεϊκῆς αὐτοῦ δόξης; οὐδέν τοῦ φωτός ἐκείνου γλυκύτερον, ἐξ οὗ φωτίζεται φωτιστική πᾶσα Ἀγγέλων τε καί ἀνθρώπων ταξιαρχία· οὐδέν τῆς ζωῆς ἐκείνης ἐρασμιώτερον, ἐν ᾗ πάντες ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν· οὐδέν ἡδύτερον τῆς ἀειζώου καλλονῆς· οὐδέν τερπνότερον τῆς ἀλήκτου εὐφροσύνης· οὐδέν ποθεινότερον τῆς ἀϊδίου χαρᾶς, τῆς πανευπρεποῦς εὐπρεπείας, καί τῆς ἀπεράντου μακαριότητος». Ἕως μέν ἐδῶ εἶναι λόγια εὐχαριστιακά τοῦ Μελωδοῦ, τά δέ ἀκόλουθα λόγια εἶναι ἱκετικά καί παρακλητικά· λέγει γάρ ἑπομένως.
Ἀλλ᾿ ὅμως Σύ, κατάκαυσον τάς ἁμαρτίας μου μέ τό πῦρ τό ἄϋλον τῆς Θεότητός Σου καί χρηστότητος, καί ἀξίωσόν με νά χορτάσω ἀπό τήν ἀνεκλάλητον καί αἰώνιον τρυφήν, τήν Σοί καί τῇ Σῇ Βασιλείᾳ εὑρισκομένην, ἀφ᾿ οὗ ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν παροῦσαν ζωήν, ἵνα χορεύων καί ἀγαλλόμενος μεγαλύνω τάς ἐπί γῆς δύο παρουσίας Σου, ἤγουν τήν πρώτην, κατά τήν ὁποίαν διά σαρκός ἐπεδήμησας εἰς ἡμᾶς καί ἀναμαρτήτως συνανεστράφης, καί τήν δευτέραν, εἰς τήν ὁποίαν μέλλεις νά ἔλθῃς διά νά κρίνῃς ζῶντας καί νεκρούς, καί νά ἀποδώσῃς ἑκάστω κατά τά ἔργα αὐτοῦ· ἐν γάρ τῇ πρώτῃ Σου παρουσίᾳ ἐχάρισας εἰς ἡμᾶς ὡς ἀρραβῶνα καί προοίμιον τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ θείου Βαπτίσματος· ἐν δέ τῇ δευτέρᾳ μέλλεις νά χαρίσῃς εἰς ἡμᾶς τό ὅλον τῆς χρηστότητός Σου καί χάριτος, τό ὁποῖον ἔχεις τώρα κεκρυμμένον, καθώς γέγραπται· «Ὡς πολύ τό πλῆθος τῆς χρηστότητός Σου, Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς φοβουμένοις Σε» (Ψαλ. λ´ 20). Διατί δέ ὁ Ἱερός Μελωδός δέν κρύπτει τόν θεῖον ἔρωτα ὅπου εἶχεν εἰς τήν καρδίαν του, ἀλλά τόν φανερώνει; μήπως ἀπό κενοδοξίαν νικώμενος τοῦτο ποιεῖ; Ὄχι ἀποκρίνεται ὁ Χρυσορρήμων, ἀλλά ἀπό τήν θερμότητα τοῦ θείου πόθου· «Τοῦτο, λέγει, τῶν ἐρώντων ἐστί τό ἔθος, μή κατέχειν σιγῇ τόν ἔρωτα, ἀλλ᾿ εἰς τούς πλησίον ἐκφέρειν καί λέγειν ὅτι φιλοῦσι· θερμόν γάρ τι χρῆμα τῆς ἀγάπης ἡ φύσις καί σιγῇ στέγειν αὐτήν οὐκ ἀνέχεται ἡ ψυχή» (Ἑρμηνείᾳ εἰς τόν μα´ Ψαλ. προκειμένου ρητοῦ «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος»).
Ἄμποτε δέ καί ἡμεῖς οἱ ψάλλοντες καί ἀναγινώσκοντες καί ἀκούοντες τόν παρόντα ἀσματικόν Κανόνα νά ἀναβῶμεν ἐπάνω εἰς τό Ὄρος Θαβώρ, καί νά ἰδοῦμεν τήν δόξαν τῆς Θεότητος τοῦ φωτοδότου Χριστοῦ· ἐπειδή ὁ Κύριος, κατά τόν θεοφόρον Μάξιμον, δέν φαίνεται εἰς ὅλους μέ τόν ἴδιον τρόπον, ἀλλά εἰς μέν τούς ἀρχαρίους φαίνεται ἐν δούλου μορφῇ, εἰς ἐκείνους δέ ὅπου δύνανται νά ἀκολουθήσουν αὐτῷ ἐπάνω εἰς τό ὑψηλόν τῆς Μεταμορφώσεως Ὄρος ἐν μορφῇ Θεοῦ ἐπιφαίνεται, ἐν ἧ ὑπῆρχε πρό τοῦ τόν Κόσμον εἶναι (Κεφάλαιον ιγ´ τῆς β´ ἑκατοντάδος τῶν Θεολογικῶν). Ὅταν δέ περιφανής καί λαμπρός γένηται εἰς ἡμᾶς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί τό πρόσωπον αὐτοῦ λάμψῃ ὡς ὁ ἥλιος, τότε καί τά ἱμάτια αὐτοῦ φαίνονται λευκά, κατά τόν αὐτόν θεῖον Μάξιμον (ἤτο τά ρήματα τῆς Γραφῆς καί τῶν Εὐαγγελίων γίνονται φανερά καί σαφῆ εἰς ἡμᾶς, χωρίς νά ἔχουν κανένα νόημα σκεπασμένον) τότε δέ καί ὁ Μωϋσῆς καί Ἠλίας (ἤτοι οἱ τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν πνευματικώτεροι λόγοι) φαίνονται μέ αὐτόν (Αὐτόθι Κεφ. Ιδ´).
Τότε θέλομεν γνωρίσει καί τί ἐδήλουν αἱ τρεῖς σκηναί· αὗται γάρ εἶναι αἱ τρεῖς ἕξεις τῆς σωτηρίας, κατά τόν αὐτόν Μάξιμον, ἡ τῆς Πράξεως, ἡ τῆς Θεωρίας, καί ἡ τῆς Θεολογίας, καί τῆς μέν Πράξεως τύπος ἦτον ὁ Ἠλίας ὡς ἀνδρεῖος καί σώφρων· τῆς δέ Θεωρίας τύπος ἦτον ὁ Μωϋσῆς, ὡς νομοθέτης καί δικαιοδότης· τῆς δέ Θεολογίας τύπος ἦτον ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς ἐν παντί τέλειος. Σκηναί δέ αὐταί ὠνομάσθησαν κατά σύγκρισιν πρός τάς μελούσας λήξεις καί οὐρανίους μονάς, αἵτινες ἀσυγκρίτως θέλουν εἶναι καλύτεραι καί περιφρανέστεραι (Κεφ. ιστ´ αὐτόθι), τάς ὁποίας ἄμποτε νά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς, χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ τοῦ μεταμορφωθέντος Χριστοῦ· ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρί, καί τῷ ὁμοουσίῳ καί ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου