Τί σημαίνει “αρχή της ινδίκτου”;
Η Εκκλησία του Χριστού εορτάζει σήμερα την αρχή της Ινδικτιώνος – από την λατινική λέξη “indictio”, η οποία σημαίνει ορισμός – δηλαδή την έναρξι του εκκλησιαστικού έτους. Ο όρος προήλθε από την συνήθεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων να ορίζουν δια θεσπίσματος για διάστημα δεκαπέντε ετών το ποσόν του ετησίου φόρου, που εισέπρατταν αυτήν την εποχή για την συντήρησι του στρατού. Κατ’ επέκτασιν καθιερώθηκε να ονομάζωνται ινδικτιώνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια πριν από την γέννησι του Χριστού.Επειδή ο Σεπτέμβριος είναι εποχή συγκομιδής καρπών και προετοιμασίας για τον νέο κύκλο βλαστήσεως, ταίριαζε να εορτάζουν οι χριστιανοί την αρχή της γεωργικής περιόδου αποδίδοντας ευχαριστίες στον Θεό για την εύνοιά του προς την κτίσι. Είναι αυτό που ήδη έκαναν οι Ιουδαίοι σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου· την πρώτη δηλαδή ημέρα του εβδόμου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας ή των Σαλπίγγων, κατά την οποίαν εσχόλαζαν από κάθε εργασία, για να προσφέρουν θυσίες ολοκαυτωμάτων “εις οσμήν ευωδίας Κυρίω” (Λευϊτ. 23,18).
Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο δημιουργός του χρόνου και του σύμπαντος, ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων, ο οποίος εσαρκώθη, για να αποκαταλλάξη τα πάντα εις Εαυτόν και να συναγάγη Ιουδαίους και εθνικούς εις μίαν Εκκλησίαν, ήθελε να ανακεφαλαιώση εν Εαυτώ τον αισθητό κόσμο και τον γραπτό Νόμο. Έτσι, αυτήν την ημέρα που η φύσις ετοιμάζεται να διατρέξη ένα νέο κύκλο εποχών, εορτάζουμε το γεγονός, κατά το οποίο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εισήλθε στην Συναγωγή και ανοίγοντας το βιβλίο του Ησαϊου ανέγνωσε το χωρίο, όπου ο Προφήτης ομιλεί επ’ ονόματι του Σωτήρος “Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ού είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, κηρύξαι ενιαυτόν (= έτος) Κυρίου δεκτόν” (Λουκ. 4,18).
Όλες οι Εκκλησίες, συναθροισμένες “επί το αυτό”, αναπέμπουν σήμερα δοξολογία προς τον ένα τρισυπόστατο Θεό, ο οποίος διαμένει στην αιώνια μακαριότητα, διακρατεί τα πάντα εν τη ζωή και στέλνει άφθονες τις ευλογίες του κάθε εποχή στα κτίσματά του. Ο ίδιος ο Χριστός ανοίγει τις θύρες του νέου έτους και μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμε, για να γίνωμε μέτοχοι της αιωνιότητός του.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Μακαρίου ιερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος πρώτος (Σεπτέμβριος)
Βίος Αγίου Συμεών του Στυλίτου
Ο Άγιος Συμεών ως άνθρωπος.
Ο Συμεών, ο στυλίτης ο μέγας και Όσιος γεννήθηκε κατά το έτος 392, σε ένα χωριό που λέγονταν Σισάν. Ο μακάριος Συμεών από μικρός ακολουθούσε τους γονείς του, που ήταν τσοπάνηδες, και διδασκόταν από αυτούς, πώς να προσέχει και να βόσκει τα πρόβατα. Μέσα στο θνητό του σώμα είχε θεια χαρίσματα. Δεν έμοιαζε με τους άλλους νέους, η διαγωγή του και η υπομονή του δεν ήταν ανθρώπινη.
Ο Συμεών παίρνει το πρώτο μάθημα ευσέβειας
Μια μέρα έβρεχε πολύ και δεν ήταν δυνατόν να βγουν τα πρόβατα για να βοσκήσουν. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να πάει στον ιερό Ναό με τους γονείς του. Εκεί άκουσε την Ευαγγελική περικοπή, που μακαρίζει εκείνους, που κλαίουν και λυπούνται σ’ αυτήν τη ζωή, και αντιθέτως ονομάζει άθλιους και ταλαίπωρους εκείνους που χαίρουν και γελούν. Τότε ο Συμεών ρώτησε ένα, που παρακολουθούσε και αυτός την ομιλία, τι πρέπει να κάμει για να αποκτήσει καθ’ ένα από αυτά που άκουε. Εκείνος, αμέσως, επειδή ήταν και αυτός εργάτης φαίνεται της αρετής και αγωνιστής του καλού, προθυμότατα του δίδαξε τη μοναδική ζωή, που έπρεπε να ακολουθήσει, για να γίνει τέλειος στη Χριστιανική άσκηση. Ο Συμεών δέχθηκε τον σπόρο του θεϊκού λόγου και τον κατέκρυψε και τον φύλαξε καλά με επιμέλεια μέσα στα βαθειά αυλάκια της ψυχής του.
Ο Συμεών φεύγει για την άσκηση.
Πέρασε λίγος καιρός και ο Συμεών πηγαίνει να συναντήσει μερικούς ασκητές γειτόνους του. Με αυτούς συναγωνίσθηκε δυο χρόνια.
Επιθύμησε όμως τελειότερη αρετή. Γι αυτό πήγε σε ένα άλλο μέρος, που λεγόταν Τελεδάν, όπου ήταν προστάτης μερικών αδελφών και καθηγητής τους ο θαυμάσιος Ηλιόδωρος. Στο ησυχαστήριο παρέμεινε ο πολύαθλος της ευσεβείας αγωνιστής και τελειότατος Συμεών επί δέκα έτη. Ζούσε στον αγώνα και στην άσκηση μαζί με άλλους ογδόντα συνασκητές. Όλους τους ξεπέρασε στην άσκηση. Ενώ εκείνοι τρέφονταν κάθε δύο μέρες, ο Συμεών όλη την εβδομάδα περνούσε χωρίς τροφή. Η άσκηση του Συμεών γινόταν αφορμή να ζηλεύουν κατά κάποιον τρόπο οι άλλοι ασκητές. Πολλές φορές δυσανασχετούσαν και στενοχωρούνταν όλοι που δεν μπορούσαν να τον μιμηθούν. Έλεγαν ότι αυτή η εγκράτεια του Συμεών φέρνει σύγχυση και αταξία στην ασκητική ζωή. Εκείνος όμως, δεν ησύχαζε, ούτε ελάττωνε την προθυμία του.
Ο Συμεών φεύγει.
Οι συνασκητές του επειδή δεν μπορούσαν να τον συναγωνισθούν, τον πρόσταξαν να αναχωρήσει από εκεί, για να μην γίνεται και στους άλλους αίτιος βλάβης που ήταν ασθενέστεροι κατά το σώμα, επειδή δοκιμάζοντας και αυτοί να τον μιμηθούν, δεν τα κατάφερναν και απελπίζονταν. Αφού λοιπόν έφυγε ο Συμεών, πήγε σε ερημικότερα μέρη, όπου βρήκε ένα όρυγμα. Εκεί μπήκε μέσα, έμεινε όπως συνήθιζε να ζει να προσεύχεται και να φιλοσοφεί. Όμως οι άλλοι ασκητές μετάνιωσαν και του ζήτησαν να ξαναγυρίσει. Ο Συμεών κάθισε από τότε μαζί τους λίγο καιρό. Κατόπιν έφυγε και πήγε σε μια χώρα που λεγόταν Τελάνισος. Εκεί βρήκε ένα μικρό σπιτάκι και σ’ αυτό κλείσθηκε τρία χρόνια. Μέσα σ’ αυτό αγωνιζόταν πάντοτε να αυξήσει την αρετή του, με την προσευχή, τη στέρηση, τη νηστεία και την μόνωση.
Νέα άσκηση επιβάλλει στον εαυτό του ο Όσιος
Όταν πέρασαν τρία χρόνια στο σπιτάκι, ο Όσιος έφυγε και ανέβηκε στην κορυφή του όρους. Εκεί περιμάνδρωσε ένα μέρος και έμεινε μέσα σ’ αυτό χωρίς σκεπή. Πάλευε ευχάριστα με τα καύματα του ήλιου και το ψύχος του χειμώνα.
Ο Συμεών παίρνει τη χάρη του θαυματουργού
Διαδόθηκε λοιπόν παντού η φήμη του Συμεών. Άρχισαν να έρχονται προς αυτόν, όχι αυτοί που έμειναν κοντά του, αλλά και κείνοι που βρίσκονταν μακριά. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσαν, και ζητούσαν τη γιατρειά της ασθενείας τους. Πολλοί από αυτούς που έρχονταν για να πάρουν την ευλογία του Αγίου, ήταν βουτηγμένοι στο αίμα από τις αιματοχυσίες και τους φόνους. Δεν γύριζαν όμως στα σπίτια τους κανένας πικραμένος και στενοχωρημένος όπως όταν έρχονταν, αλλά χαρούμενοι και γελαστοί, αφού ελευθερώνονταν από κάθε ασθένεια και βλάβη. Γι αυτό και ευχαριστίες με καλά λόγια και πρόθυμη γλώσσα στον Θεό και στον Όσιο.
Πολλοί από τους ειδωλολάτρες, που ζούσαν στο σκοτάδι της απιστίας, έβλεπαν τη παράδοξη αυτή ζωή, που έκανε αυτός ο εξαιρετικός άνθρωπος επάνω στο στύλο και θαύμαζαν. Έπειτα έβλεπαν και τα μεγάλα του θαύματα, και σαν άπιστοι, και θαύμαζαν και απορούσαν. Εκείνο όμως, που είχε μεγάλη επίδραση στην ψυχή τους ήταν το κήρυγμά του. Πολλά θαύματα επιτέλεσε ο Άγιος εν ζωή και ενώ όταν κοιμήθηκε, με την Χάρη που του είχε δώσει ο Θεός.
Ο Συμεών στον στυλό.
Οι προσκυνητές όμως γίνονταν αναρίθμητοι... Ο Άγιος ήθελε να αποφύγει την πολλή τιμή και τις περιποιήσεις, που του έδιδαν. Ήταν κουραστικό και ο πολύς θόρυβος τον ενοχλούσε. Σκέφθηκε λοιπόν με άλλο τρόπο να πλησιάσει στον ουρανό. Όχι μόνον με λογισμούς και θεωρίες, αλλά με το σώμα. Μηχανεύθηκε λοιπόν να ανεβεί σε στύλο, ο Στυλίτης βίος άγνωστος έως τότε λάμπρυνε περισσότερο τον Άγιο. Έγινε δε από τότε παράδειγμα και σε άλλους. Αυτή δε η σκέψη του, ήταν αποτέλεσμα θείας επίσκεψης.
Οι Πατέρες της έρημου διαμαρτύρονται με την νέα άσκηση του Συμεών.
Οι Πατέρες με τη δική τους άσκηση, τους ιερούς αγώνες τους και τη σωματική δύναμη ανώτερη από τη δική τους εκπλαγήκανε. Εξαπέστειλαν λοιπόν αμέσως μερικούς από τους δικούς τους Μοναχούς, με την εντολή, να τον ελέγξουν. Να τον μαλώσουν για την πράξη του αυτή. Όμως είχαν και το φόβο, μήπως το έργο αυτό είναι θεάρεστο, και κείνοι κρίνουν την υπόθεση σαν άνθρωποι και αμαρτήσουν.
Πράγγειλαν γι’ αυτό στους απεσταλμένους τους, ότι, αν ίσως μετά τις παρατηρήσεις τους ιδούν τον Συμεών, πώς αφήνει το θέλημά του, και υποτάσσεται στις εντολές τους κατεβαίνοντας από το στύλο, τότε να τον εμποδίσουν και να τον προστάξουν να παραμείνει στην ίδια εκείνη ζωή και να μη την αμελεί.
Ο Συμεών υπακούει.
Αυτά παράγγειλαν οι Πατέρες στους απεσταλμένους. Εκείνος όμως που ήταν αληθινά πράος και είχε ταπεινή καρδιά, με ηρεμία και πραότητα δέχθηκε την επίπληξη. Δεν αντιλόγησε καθόλου. Δεν θύμωσε, Δεν κατηγόρησε την προσταγή. Δε μίλησε καθόλου. Αλλά αμέσως με βλέμμα χαρούμενο, έσκυψε το κεφάλι για να ευχαρίστηση το Θεό. Κατόπιν αφού ευχαρίστησε και τους Πατέρες, για την φροντίδα, που είχαν γι’ αυτόν, δεν αργοπόρησε καθόλου. Άρχισε να κατεβαίνει από το στύλο. Μα εκείνοι αμέσως, τον εμπόδισαν και του φανέρωσαν την εντολή των Πατέρων. Κατόπιν αφού του ευχήθηκαν να μείνει στερεός και ακλόνητος στη στάση αυτή στο στύλο έως τέλος, για να απολαύσει πλούσια την αντιμισθία του Κυρίου, για τους πολλούς και πυκνούς αγώνες και κόπους του έφυγαν θαυμάζοντας τη δύναμη και τη θυσία του Συμεών και επέστρεψαν στην έρημο. Ο Άγιος στον στύλο έζησε όλα τα μετέπειτα χρόνια και πολλά θαύματα έκανε και πολύ κόσμο βοήθησε και έφερε κοντά στο Θεό.
Το τέλος του Οσίου.
Αφού έλαμψε ο Άγιος με τόσα πολλά και μεγάλα κατορθώματα, τελειώνει την ζωή του, κατά το έτος (461). Έζησε τη ζωή του την πρόσκαιρη και διαβαίνει προς τον ποθούμενο Χριστό, για να απολαμβάνει μαζί με όλους τους Αγίους εξαιρετικά δε με τους Αγίους Ασκητές. Τον δικό τους βίο εζήλωσε, τους μιμήθηκε και τους ξεπέρασε. Η ξενήκουστη ζωή του, να στέκεται επάνω στο στύλο, του έδωσε χάρη, να βλέπει πρόσωπο με πρόσωπο τον γλυκύτατο Δεσπότη και να συνομιλεί μαζί Του, στους απέραντους αιώνες στη βασιλεία των ουρανών. Όταν δε απέθανε τότε γνώρισαν όλοι την ανθρώπινη φύση του Αγίου. Το τίμιο σώμα του με μεγάλο σεβασμό ετάφη, αφού ανέβλυσε θαύματα πολλά και μεγάλα.
Μεταφορά του Αγίου λειψάνου στην Αντιόχεια.
Ο βασιλιάς Λέων ο Μέγας μετέφερε σε λίγο το σεβάσμιο λείψανο στην Αντιόχεια, με μεγάλη τιμή και λαμπαδηφορία. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έλεγαν ότι η λαμπαδηφορία ήταν τόσο μεγάλη ώστε σκότιζε το φως του ήλιου.
Ο Άγιος και νεκρός θαυματουργεί.
Όταν η ιερή λιτανεία έφθασε σε ένα χωριό κοντά στην Αντιόχεια, στάθηκε ακίνητη η άμαξα που έφερε το ιερό λείψανο αιφνιδίως, και φόβος μέγας έπιασε όλους που ακολουθούσαν. Εκεί κοντά ήταν το νεκροταφείο. Ένας άνθρωπος τρέχοντας από τα μνήματα θρηνούσε γοερά και παρακαλούσε τον Άγιο, να τον ελευθερώσει από το βάσανο που τον κατατυραννούσε. Είχε κάνει μεγάλο αμάρτημα κατά νεκρής γυναικός και αμέσως δαιμονίστηκε και έκτοτε έμενε εκεί σαν να ήταν δεμένος από τον δαίμονα επάνω στον τάφο της γυναίκας εκείνης. Γύριζαν ανάποδα τα μάτια του και από το στόμα του έβγαιναν αφροί. Αμέσως όμως όταν άγγισε το τίμιο λείψανο έγινε υγιής, και η άμαξα ευθύς κινήθηκε.
Στίχος
Λιπῶν Συμεών τήν ἐπί στύλου βάσιν, Τήν ἐγγύς εὗρε τοῦ Θεοῦ λόγου στάσιν.
Ὑψιβάτης Συμεών Σεπτεμβρίου ἔκθανε πρώτη.
Απολυτίκιον. Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε
Ὡς στήλην θεογράφον τῶν Ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τά ἀναβάσεις ἠμίν Συμεών παμμακάριστε, σύ γάρ ἐπί τοῦ στύλου, ὡς πυρσός διαλάμπων, ἕλκεις ἠμᾶς χαμόθεν πρός ζωήν οὐρανίαν, τόν τρόπον τῆς εὐδομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Κοντάκιον. Ήχος β΄. Αυτόμελον
Τά ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καί ἅρμα πυρός, τόν στύλον ἐργασάμενος, δί’ αὐτοῖς συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων γέγονας, ὅσιε, σύν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῶ πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἠμῶν.
Μεγαλυνάριον
Στύλος ἐναρέτου ὤφης ζωῆς, ἐν στύλω βιώσας, ὑπέρ ἄνθρωπον, Συμεών ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τάς ὑπέρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἑξαστράπτεις εἰς κόσμον ἅπαντα.
Ο Άγιος Συμεών ως άνθρωπος.
Ο Συμεών, ο στυλίτης ο μέγας και Όσιος γεννήθηκε κατά το έτος 392, σε ένα χωριό που λέγονταν Σισάν. Ο μακάριος Συμεών από μικρός ακολουθούσε τους γονείς του, που ήταν τσοπάνηδες, και διδασκόταν από αυτούς, πώς να προσέχει και να βόσκει τα πρόβατα. Μέσα στο θνητό του σώμα είχε θεια χαρίσματα. Δεν έμοιαζε με τους άλλους νέους, η διαγωγή του και η υπομονή του δεν ήταν ανθρώπινη.
Ο Συμεών παίρνει το πρώτο μάθημα ευσέβειας
Μια μέρα έβρεχε πολύ και δεν ήταν δυνατόν να βγουν τα πρόβατα για να βοσκήσουν. Βρήκε λοιπόν την ευκαιρία να πάει στον ιερό Ναό με τους γονείς του. Εκεί άκουσε την Ευαγγελική περικοπή, που μακαρίζει εκείνους, που κλαίουν και λυπούνται σ’ αυτήν τη ζωή, και αντιθέτως ονομάζει άθλιους και ταλαίπωρους εκείνους που χαίρουν και γελούν. Τότε ο Συμεών ρώτησε ένα, που παρακολουθούσε και αυτός την ομιλία, τι πρέπει να κάμει για να αποκτήσει καθ’ ένα από αυτά που άκουε. Εκείνος, αμέσως, επειδή ήταν και αυτός εργάτης φαίνεται της αρετής και αγωνιστής του καλού, προθυμότατα του δίδαξε τη μοναδική ζωή, που έπρεπε να ακολουθήσει, για να γίνει τέλειος στη Χριστιανική άσκηση. Ο Συμεών δέχθηκε τον σπόρο του θεϊκού λόγου και τον κατέκρυψε και τον φύλαξε καλά με επιμέλεια μέσα στα βαθειά αυλάκια της ψυχής του.
Ο Συμεών φεύγει για την άσκηση.
Πέρασε λίγος καιρός και ο Συμεών πηγαίνει να συναντήσει μερικούς ασκητές γειτόνους του. Με αυτούς συναγωνίσθηκε δυο χρόνια.
Επιθύμησε όμως τελειότερη αρετή. Γι αυτό πήγε σε ένα άλλο μέρος, που λεγόταν Τελεδάν, όπου ήταν προστάτης μερικών αδελφών και καθηγητής τους ο θαυμάσιος Ηλιόδωρος. Στο ησυχαστήριο παρέμεινε ο πολύαθλος της ευσεβείας αγωνιστής και τελειότατος Συμεών επί δέκα έτη. Ζούσε στον αγώνα και στην άσκηση μαζί με άλλους ογδόντα συνασκητές. Όλους τους ξεπέρασε στην άσκηση. Ενώ εκείνοι τρέφονταν κάθε δύο μέρες, ο Συμεών όλη την εβδομάδα περνούσε χωρίς τροφή. Η άσκηση του Συμεών γινόταν αφορμή να ζηλεύουν κατά κάποιον τρόπο οι άλλοι ασκητές. Πολλές φορές δυσανασχετούσαν και στενοχωρούνταν όλοι που δεν μπορούσαν να τον μιμηθούν. Έλεγαν ότι αυτή η εγκράτεια του Συμεών φέρνει σύγχυση και αταξία στην ασκητική ζωή. Εκείνος όμως, δεν ησύχαζε, ούτε ελάττωνε την προθυμία του.
Ο Συμεών φεύγει.
Οι συνασκητές του επειδή δεν μπορούσαν να τον συναγωνισθούν, τον πρόσταξαν να αναχωρήσει από εκεί, για να μην γίνεται και στους άλλους αίτιος βλάβης που ήταν ασθενέστεροι κατά το σώμα, επειδή δοκιμάζοντας και αυτοί να τον μιμηθούν, δεν τα κατάφερναν και απελπίζονταν. Αφού λοιπόν έφυγε ο Συμεών, πήγε σε ερημικότερα μέρη, όπου βρήκε ένα όρυγμα. Εκεί μπήκε μέσα, έμεινε όπως συνήθιζε να ζει να προσεύχεται και να φιλοσοφεί. Όμως οι άλλοι ασκητές μετάνιωσαν και του ζήτησαν να ξαναγυρίσει. Ο Συμεών κάθισε από τότε μαζί τους λίγο καιρό. Κατόπιν έφυγε και πήγε σε μια χώρα που λεγόταν Τελάνισος. Εκεί βρήκε ένα μικρό σπιτάκι και σ’ αυτό κλείσθηκε τρία χρόνια. Μέσα σ’ αυτό αγωνιζόταν πάντοτε να αυξήσει την αρετή του, με την προσευχή, τη στέρηση, τη νηστεία και την μόνωση.
Νέα άσκηση επιβάλλει στον εαυτό του ο Όσιος
Όταν πέρασαν τρία χρόνια στο σπιτάκι, ο Όσιος έφυγε και ανέβηκε στην κορυφή του όρους. Εκεί περιμάνδρωσε ένα μέρος και έμεινε μέσα σ’ αυτό χωρίς σκεπή. Πάλευε ευχάριστα με τα καύματα του ήλιου και το ψύχος του χειμώνα.
Ο Συμεών παίρνει τη χάρη του θαυματουργού
Διαδόθηκε λοιπόν παντού η φήμη του Συμεών. Άρχισαν να έρχονται προς αυτόν, όχι αυτοί που έμειναν κοντά του, αλλά και κείνοι που βρίσκονταν μακριά. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσαν, και ζητούσαν τη γιατρειά της ασθενείας τους. Πολλοί από αυτούς που έρχονταν για να πάρουν την ευλογία του Αγίου, ήταν βουτηγμένοι στο αίμα από τις αιματοχυσίες και τους φόνους. Δεν γύριζαν όμως στα σπίτια τους κανένας πικραμένος και στενοχωρημένος όπως όταν έρχονταν, αλλά χαρούμενοι και γελαστοί, αφού ελευθερώνονταν από κάθε ασθένεια και βλάβη. Γι αυτό και ευχαριστίες με καλά λόγια και πρόθυμη γλώσσα στον Θεό και στον Όσιο.
Πολλοί από τους ειδωλολάτρες, που ζούσαν στο σκοτάδι της απιστίας, έβλεπαν τη παράδοξη αυτή ζωή, που έκανε αυτός ο εξαιρετικός άνθρωπος επάνω στο στύλο και θαύμαζαν. Έπειτα έβλεπαν και τα μεγάλα του θαύματα, και σαν άπιστοι, και θαύμαζαν και απορούσαν. Εκείνο όμως, που είχε μεγάλη επίδραση στην ψυχή τους ήταν το κήρυγμά του. Πολλά θαύματα επιτέλεσε ο Άγιος εν ζωή και ενώ όταν κοιμήθηκε, με την Χάρη που του είχε δώσει ο Θεός.
Ο Συμεών στον στυλό.
Οι προσκυνητές όμως γίνονταν αναρίθμητοι... Ο Άγιος ήθελε να αποφύγει την πολλή τιμή και τις περιποιήσεις, που του έδιδαν. Ήταν κουραστικό και ο πολύς θόρυβος τον ενοχλούσε. Σκέφθηκε λοιπόν με άλλο τρόπο να πλησιάσει στον ουρανό. Όχι μόνον με λογισμούς και θεωρίες, αλλά με το σώμα. Μηχανεύθηκε λοιπόν να ανεβεί σε στύλο, ο Στυλίτης βίος άγνωστος έως τότε λάμπρυνε περισσότερο τον Άγιο. Έγινε δε από τότε παράδειγμα και σε άλλους. Αυτή δε η σκέψη του, ήταν αποτέλεσμα θείας επίσκεψης.
Οι Πατέρες της έρημου διαμαρτύρονται με την νέα άσκηση του Συμεών.
Οι Πατέρες με τη δική τους άσκηση, τους ιερούς αγώνες τους και τη σωματική δύναμη ανώτερη από τη δική τους εκπλαγήκανε. Εξαπέστειλαν λοιπόν αμέσως μερικούς από τους δικούς τους Μοναχούς, με την εντολή, να τον ελέγξουν. Να τον μαλώσουν για την πράξη του αυτή. Όμως είχαν και το φόβο, μήπως το έργο αυτό είναι θεάρεστο, και κείνοι κρίνουν την υπόθεση σαν άνθρωποι και αμαρτήσουν.
Πράγγειλαν γι’ αυτό στους απεσταλμένους τους, ότι, αν ίσως μετά τις παρατηρήσεις τους ιδούν τον Συμεών, πώς αφήνει το θέλημά του, και υποτάσσεται στις εντολές τους κατεβαίνοντας από το στύλο, τότε να τον εμποδίσουν και να τον προστάξουν να παραμείνει στην ίδια εκείνη ζωή και να μη την αμελεί.
Ο Συμεών υπακούει.
Αυτά παράγγειλαν οι Πατέρες στους απεσταλμένους. Εκείνος όμως που ήταν αληθινά πράος και είχε ταπεινή καρδιά, με ηρεμία και πραότητα δέχθηκε την επίπληξη. Δεν αντιλόγησε καθόλου. Δεν θύμωσε, Δεν κατηγόρησε την προσταγή. Δε μίλησε καθόλου. Αλλά αμέσως με βλέμμα χαρούμενο, έσκυψε το κεφάλι για να ευχαρίστηση το Θεό. Κατόπιν αφού ευχαρίστησε και τους Πατέρες, για την φροντίδα, που είχαν γι’ αυτόν, δεν αργοπόρησε καθόλου. Άρχισε να κατεβαίνει από το στύλο. Μα εκείνοι αμέσως, τον εμπόδισαν και του φανέρωσαν την εντολή των Πατέρων. Κατόπιν αφού του ευχήθηκαν να μείνει στερεός και ακλόνητος στη στάση αυτή στο στύλο έως τέλος, για να απολαύσει πλούσια την αντιμισθία του Κυρίου, για τους πολλούς και πυκνούς αγώνες και κόπους του έφυγαν θαυμάζοντας τη δύναμη και τη θυσία του Συμεών και επέστρεψαν στην έρημο. Ο Άγιος στον στύλο έζησε όλα τα μετέπειτα χρόνια και πολλά θαύματα έκανε και πολύ κόσμο βοήθησε και έφερε κοντά στο Θεό.
Το τέλος του Οσίου.
Αφού έλαμψε ο Άγιος με τόσα πολλά και μεγάλα κατορθώματα, τελειώνει την ζωή του, κατά το έτος (461). Έζησε τη ζωή του την πρόσκαιρη και διαβαίνει προς τον ποθούμενο Χριστό, για να απολαμβάνει μαζί με όλους τους Αγίους εξαιρετικά δε με τους Αγίους Ασκητές. Τον δικό τους βίο εζήλωσε, τους μιμήθηκε και τους ξεπέρασε. Η ξενήκουστη ζωή του, να στέκεται επάνω στο στύλο, του έδωσε χάρη, να βλέπει πρόσωπο με πρόσωπο τον γλυκύτατο Δεσπότη και να συνομιλεί μαζί Του, στους απέραντους αιώνες στη βασιλεία των ουρανών. Όταν δε απέθανε τότε γνώρισαν όλοι την ανθρώπινη φύση του Αγίου. Το τίμιο σώμα του με μεγάλο σεβασμό ετάφη, αφού ανέβλυσε θαύματα πολλά και μεγάλα.
Μεταφορά του Αγίου λειψάνου στην Αντιόχεια.
Ο βασιλιάς Λέων ο Μέγας μετέφερε σε λίγο το σεβάσμιο λείψανο στην Αντιόχεια, με μεγάλη τιμή και λαμπαδηφορία. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έλεγαν ότι η λαμπαδηφορία ήταν τόσο μεγάλη ώστε σκότιζε το φως του ήλιου.
Ο Άγιος και νεκρός θαυματουργεί.
Όταν η ιερή λιτανεία έφθασε σε ένα χωριό κοντά στην Αντιόχεια, στάθηκε ακίνητη η άμαξα που έφερε το ιερό λείψανο αιφνιδίως, και φόβος μέγας έπιασε όλους που ακολουθούσαν. Εκεί κοντά ήταν το νεκροταφείο. Ένας άνθρωπος τρέχοντας από τα μνήματα θρηνούσε γοερά και παρακαλούσε τον Άγιο, να τον ελευθερώσει από το βάσανο που τον κατατυραννούσε. Είχε κάνει μεγάλο αμάρτημα κατά νεκρής γυναικός και αμέσως δαιμονίστηκε και έκτοτε έμενε εκεί σαν να ήταν δεμένος από τον δαίμονα επάνω στον τάφο της γυναίκας εκείνης. Γύριζαν ανάποδα τα μάτια του και από το στόμα του έβγαιναν αφροί. Αμέσως όμως όταν άγγισε το τίμιο λείψανο έγινε υγιής, και η άμαξα ευθύς κινήθηκε.
Στίχος
Λιπῶν Συμεών τήν ἐπί στύλου βάσιν, Τήν ἐγγύς εὗρε τοῦ Θεοῦ λόγου στάσιν.
Ὑψιβάτης Συμεών Σεπτεμβρίου ἔκθανε πρώτη.
Απολυτίκιον. Ήχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε
Ὡς στήλην θεογράφον τῶν Ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλιπες, τά ἀναβάσεις ἠμίν Συμεών παμμακάριστε, σύ γάρ ἐπί τοῦ στύλου, ὡς πυρσός διαλάμπων, ἕλκεις ἠμᾶς χαμόθεν πρός ζωήν οὐρανίαν, τόν τρόπον τῆς εὐδομίας, φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Κοντάκιον. Ήχος β΄. Αυτόμελον
Τά ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καί ἅρμα πυρός, τόν στύλον ἐργασάμενος, δί’ αὐτοῖς συνόμιλος τῶν Ἀγγέλων γέγονας, ὅσιε, σύν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῶ πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἠμῶν.
Μεγαλυνάριον
Στύλος ἐναρέτου ὤφης ζωῆς, ἐν στύλω βιώσας, ὑπέρ ἄνθρωπον, Συμεών ἔνθεν ἀμοιβῶν σου, τάς ὑπέρ νοῦν ἐλλάμψεις, ἐκθάμβως ἑξαστράπτεις εἰς κόσμον ἅπαντα.
'Αγιαι Τεσσαράκοντα Παρθένοι και Ασκήτριαι και Αμμούν ο διδάσκαλος αυτών .
Άγιοι που εορτάζουν: Άγιος Αμμοὐν Ο Διδάσκαλος, Αγία Αδαμαντίνη , Αγία Καλλιρὀη , Αγία Χαρίκλεια , Αγία Πηνελὀπη , Αγία Κλειώ , Αγία Θάλεια , Αγία Μαριάνθη , Αγία Ευτέρπη , Αγία Τερψιχόρη , Αγία Ουρανία , Αγία Κλεονίκη , Αγία Σαπφώ , Αγία Ερατώ , Αγία Πολυμνία , Αγία Δωδώνη , Αγία Αθηνά , Αγία Τρωάδα , Αγία Κλεοπάτρα , Αγία Κοραλία , Αγία Καλλίστη , Αγία Θεονόη , Αγία Θεανώ , Αγία Ασπασία , Αγία Πολυνίκη , Αγία Διόνη , Αγία Θεοφάνη , Αγία Ερασμία , Αγία Ερμηνεία , Αγία Αφροδίτη , Αγία Μαργαρἰτα , Αγία Αντιγὀνη , Αγία Πανδώρα , Αγία Χαϊδω , Αγία Λάμπρω , Αγία Μὀσχω , Αγία Αρηβοϊα , Αγία Θεονὐμφη , Αγία Ακριβή , Αγία Μελπομένη , Αγία Ελπινίκη .
Οι Άγιες αυτές γυναίκες έζησαν την εποχή του βασιλέως Λικινίου στην Αδριανούπολη της Θράκης. Ο ηγεμών της περιοχής Βάβδος (περί το 305 μ.Χ.) τις συνέλαβε ως χριστιανές και τις προέτρεπε να προσκυνήσουν τα είδωλα. Η Κελσίνα, μία εξ αυτών και η πρώτη της πόλεως, μετά τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς της τις εσύναξε όλες στην οικία της μαζί με τον διδάσκαλό τους, διάκονο Άγιο Αμμούν, για να ενισχυθούν προς το μαρτύριο. Ο Αμμούν πήρε το χαρτί με τα ονόματά τους και τα διάβασε δυνατά ένα-ένα. Ύστερα είπε: «Αγωνισθήτε υπέρ του Χριστού δια του μαρτυρίου, διότι έτσι θα καθίσει και ο Δεσπότης Χριστός στην πύλη της ουρανίου βασιλείας και θα σας προσκαλεί μία-μία κατ’ όνομα, για να σας αποδώσει τον στέφανο της αιωνίου ζωής».
Όταν και πάλι τις ανέκρινε ο ηγεμών, ομολόγησαν όλες σταθερά την πίστη τους. Με την προσευχή τους συνέτριψαν τα είδωλα και ο ιερεύς των ειδώλων ανυψώθηκε στον αέρα, μέχρις ότου, βασανιζόμενος από πύρινους αγγέλους, έπεσε νεκρός στη γη. Τότε ο Βάβδος πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο Αμμούν, να του ξύσουν τις πλευρές, να κάψουν τις πληγές του με αναμμένες λαμπάδες και να του φορέσουν στο κεφάλι χάλκινη πυρακτωμένη περικεφαλαία.
Επειδή ο Άγιος διαφυλάχθηκε αβλαβής από τα μαρτύρια, οδηγήθηκε μαζί με τις μαθήτριές του από τη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγορά της Βουλγαρίας) στην Ηράκλεια, στον βασιλέα Λικίνιο. Καθ’ οδόν εμφανίσθηκε ο Κύριος και τους ενεθάρρυνε. Φθάνοντας στην πόλη πήγαν στον τόπο, όπου είχαν κατατεθεί τα τίμια λείψανα της Αγίας μάρτυρος Γλυκερίας (βλέπε 13 Μαΐου). Ενώ διανυκτέρευαν εκεί προσευχόμενες, παρουσιάσθηκε η Αγία λέγοντας: «Καλώς ήλθατε, άγιες δούλες του Θεού! Προ πολλού περίμενα την λαμπρή εν Χριστώ συνοδεία σας, για να χορεύσωμε στεφανωμένες όλες μαζί με τους αγίους αγγέλους στην βασιλεία του Χριστού, τον οποίο μέχρις αίματος ομολογήσαμε».
Στην Ηράκλεια τους έριξαν στα θηρία. Οι άγιες γυναίκες μαζί με τον διδάσκαλό τους προσευχήθηκαν όρθιες με υψωμένα τα χέρια, τα δε θηρία κατελήφθησαν από ύπνο και δεν τους άγγιξαν. Την ώρα που οι στρατιώτες άναβαν φωτιά για να τις ρίξουν μέσα, προφήτευσαν στον ασεβή Λικίνιο την επικράτηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τη νίκη του χριστιανισμού και την κατάργηση της ειδωλολατρίας. Κατόπιν σφραγίσθηκαν με το σημείο του σταυρού και δέκα από αυτές πήδησαν αγαλλόμενες μέσα στις φλόγες υμνώντας τον Θεό, ο οποίος εδρόσισε το πυρ. Έτσι, αυτές μεν ετελειώθησαν εν ειρήνη στην πυρά, οκτώ δε αποκεφαλίστηκαν μαζί με τον διδάσκαλό τους Αμμούν. Από τις υπόλοιπες οι δήμιοι άλλες κατέσφαξαν και σε άλλες έβαλαν στο στόμα πυρακτωμένα σίδερα.
Τα ονόματά τους έχουν διασωθεί στο αρχαίο Μαρτύριόν τους (Bibliotheca Hagiographica Graeca 2280-2281) και είναι: Λαυρεντία η διάκονος, Κελσίνα, Θεοκτίστη (η Θεόκλεια), Δωροθέα, Ευτυχιανή, Θέκλα, Αρισταινέτη, Φιλαδέλφη, Μαρία, Βερονίκη, Ευλαλία (η Ευθυμία), Λαμπροτάτη, Ευφημία, Θεοδώρα, Θεοδότη, Τετεσία, Ακυλίνα, Θεοδούλη, Απλοδώρα, Λαμπαδία, Προκοπία, Παύλα, Ιουλιάνα, Αμπλιανή, Περσίς, Πολυνίκη, Μαύρα, Γρηγορία, Κυρία (η Κυριαίνη), Βάσσα, Καλλινίκη, Βαρβάρα, Κυριακή, Αγαθονίκη, Ιούστα, Ειρήνη, Ματρώνα (η Αγαθονίκη), Τιμοθέα, Τατιανή, Άννα (η Ανθούσα).
Ωστόσο, στην ασματική Ακολουθία και σε νεότερους Συναξαριστές απαντούν τα εξής ονόματα: Αδαμαντίνη, Αθηνά, Ακριβή, Αντιγόνη, Αριβοία, Ασπασία, Αφροδίτη, Διόνη, Δωδώνη, Ελπινίκη, Ερασμία, Ερατώ, Ερμηνεία, Ευτέρπη, Θάλεια, Θεανώ, Θεανόη, Θεόνυμφη, Θεοφάνη, Καλλιρρόη, Καλλίστη, Κλειώ, Κλεονίκη, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Λάμπρω, Μαργαρίτα, Μαριάνθη, Μελπομένη, Μόσχω, Ουρανία, Πανδώρα, Πηνελόπη, Πολύμνια, Πολυνίκη, Σαπφώ, Τερψιχόρη, Τρωάς, Χάϊδω και Χαρίκλεια (βλ. Πρωτ. Κων/νου Πλατανιτου, Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία, εκδ. Δ , 1997, σελ. 23 υποσ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῶν ἁγίων Γυναικῶν
Ἀμνάδες λογικαί, τῷ ἀμνῷ καὶ ποιμένι, προσήχθητε πιστῶς, διὰ τοῦ μαρτυρίου, τὸν δρόμον τελέσασαι, καὶ τὴν πίστιν τηρήσασαι· ὅθεν σήμερον, περιχαρῶς εὐφημοῦμεν, Ἀξιάγαστοι, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Eις τας Παρθένους.
Δισεικαρίθμοις παρθένοις πῦρ καὶ ξίφος,
Θεοῦ προεξένησαν Υἱὸν νυμφίον.
Eις τον Aμμούν.
Ἀμμοῦν καλύπτραν ἔμπυρον δεδεγμένος,
Τὸ σαρκικὸν κάλυμμα χαίρων ἐξέδυ.
Πηγή: saint.gr