Η παραβολή του Σπορέως..( Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής Δ΄Λουκά)
Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. η΄ 4-15
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· 5 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 9 Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη; 10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. 11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. 13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. 14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. 15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.
Απόδοση στη νεοελληνική
Εἶπεν ὁ
Κύριος την ἑξῆς παραβολήν· ἐβγῆκε ὁ γεωργὸς διὰ νὰ σπείρῃ τὸν σπόρον
του. Καὶ ἐνῷ ἔσπερνε, μερικοὶ σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ
καταπατήθηκαν
καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ τοὺς ἔφαγαν· ἄλλοι ἔπεσαν εἰς
πετρῶδες ἔδαφος καὶ ὅταν ἐφύτρωσαν, ἐξεράθηκαν, διότι δὲν εἶχαν
ὑγρασίαν· ἄλλοι ἔπεσαν ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια
καὶ ὅταν φύτρωσαν τὰ
ἀγκάθια, τοὺς ἔπνιξαν τελείως· καὶ ἄλλοι ἔπεσαν εἰς καλὸν ἔδαφος καὶ
ἐφύτρωσαν καὶ ἀπέδωκαν ἑκατὸ φορὲς περισσότερον καρπόν. Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά,
ἐφώναξε·
ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ. Οἱ μαθηταί του τὸν
ἐρωτοῦσαν τί σημαίνει ἡ παραβολὴ αὐτή. Καὶ ἐκεῖνος εἶπε· σ’ ἐσᾶς ἔχει
δοθῆ τὸ νὰ γνωρίσετε τὰ
μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἰς
τοὺς λοιποὺς δίδονται μὲ παραβολές, διὰ νὰ κοιτάζουν ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπουν
καὶ νὰ ἀκούουν ἀλλὰ νὰ μὴ καταλαβαίνουν. Ἡ παραβολὴ
αὐτὴ σημαίνει τὰ
ἑξῆς· ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν
δρόμον εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἄκουσαν, ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ
ἀφαιρεῖ τὸν
λόγον ἀπὸ τὴν καρδιά τους, διὰ νὰ μὴ πιστέψουν καὶ
σωθοῦν. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔπεσαν εἰς τὸ πετρῶδες ἔδαφος, εἶναι οἱ ἄνθρωποι
ποὺ ὅταν ἀκούσουν, δέχονται μὲ χαρὰν τὸν
λόγον ἀλλὰ δὲν ἔχουν ρίζαν·
προσωρινῶς πιστεύουν καὶ τὸν καιρὸν τῆς δοκιμασίας ἀπομακρύνονται.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔπεσε στὰ ἀγκάθια, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν ἀλλ’ εἰς τὸν
δρόμον
τους συμπνίγονται ἀπὸ τὰς φροντίδας καὶ τὸν πλοῦτον καὶ τὰς ἡδονὰς τοῦ
βίου καὶ ὁ καρπός τους δὲν ὡριμάζει. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἔπεσεν εἰς τὸ καλὸν
ἔδαφος εῑναι
ἐκεῖνοι ποὺ μὲ καρδιὰ καλὴ καὶ ἀγαθὴ ἀκούουν τὸν λόγον, τὸν διατηροῦν καὶ καρποφοροῦν μὲ ὑπομονήν.
Από τον Αρχ. Ιωήλ Κωντάνταρο
Ως μία από τις ωραιότερες Ευαγγελικές περικοπές έχει χαρακτηριστεί από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας μας η παραβολή του Σπορέως.
Με τρόπο μοναδικό ο Κύριός μας, κάνει λόγο για τη σπορά του λόγου του Θεού από τους εργάτες της Εκκλησίας του.
Ο
σπόρος πέφτει σε τέσσερα διαφορετικά τμήματα, αλλά κατά τρόπον άξιον
προσοχής, μόνο σε ένα, στο τελευταίο, στο τέταρτο κομμάτι γης
καρποφορεί. Στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο, παρά τον κόπο του Σποριά δεν
υπάρχουν τα αποτελέσματα.
Όπως
εξηγεί ο ίδιος ο Ιησούς, στην συνέχεια, ο σπόρος είναι ο λόγος του
Θεού. Τα τέσσερα διαφορετικά μέρη του εδάφους, συμβολίζουν τις καρδιές
και την διάθεση των ακροατών του θείου λόγου. Το ένα μέρος του
κηρύγματος, χάνεται εξ’ αρχής από τις ραδιουργίες του διαβόλου. Το
δεύτερο τμήμα, εξατμίζεται με τις πρώτες δυσκολίες και τους πειρασμούς
που θα εμφανιστούν. Στο τρίτο μέρος ο λόγος του Θεού, παρά την βλάστηση,
τελικώς καταπνίγεται μέσα στις κοσμικές μέριμνες, τα πλούτη και τις
δήθεν απολαύσεις της ζωής, και τελικώς το ένα τέταρτο του σπόρου που
έπεσε στην γη καρποφορεί.
Το
μέρος αυτό της σποράς πέφτει στην γη την αγαθή, δηλ. στις αγαθές και
δεκτικές καρδιές, οι οποίες κρατούν και καλλιεργούν τον σπόρο με υπομονή
και αποδίδουν καρπό πολύ, γλυκύ κι ευλογημένο.
Σε πολλά σημεία της παραβολής θα μπορούσε κανείς να εμβαθύνει και να εξάγει συμπεράσματα για το θέμα του λόγου του Θεού.
Θα επισημάνουμε ένα πολύ βασικό και πάντοτε επίκαιρο.
Το να καρποφορήσει ο σπόρος, τούτο εξαρτάται από δύο παράγοντες:
α) Από την ποιότητα του ίδιου του σπόρου και,
β) από την σύσταση και καλλιέργεια του εδάφους.
Και
για μεν το πρώτο, δεν τίθεται καν θέμα, αφού ο σπόρος είναι ό,τι
καλύτερο θα μπορούσε να υπάρξει. Είναι όχι η ανακάλυψις, αλλά η
αποκάλυψις του ίδιου του Θεού στους ανθρώπους. Όσο κι αν προσπαθούσε ο
άνθρωπος, ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορούσε να παρασκευάσει έναν τέτοιο
σπόρο. Ποτέ μα ποτέ, δεν θα μπορούσε η γη από μόνη της να καρποφορήσει
τέτοιας θεϊκής ποιότητας στάχυ και τόσο δυνατό σπόρο. Όχι, η γη από μόνη
της, βλαστάνει αγκάθια και τριβόλια… Ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορούσε να
ανακαλύψει ο άνθρωπος από μόνος του τον Θεό. Ο θεϊκός σπόρος-λόγος του
Θεού, δεν ανακαλύπτεται, πολύ δε περισσότερο δεν παρασκευάζεται στα
εργαστήρια της ανθρώπινης λογικής και του υποκειμενισμού. Ο σπόρος του
λόγου του Θεού, σπείρεται δαψιλώς σε όλες τις καρδιές, δεκτικές και μη,
γόνιμες και άγονες, σκληρές και αγαθές.
Έτσι
και από την άποψη αυτή, κανένας απολύτως δεν μπορεί να κατηγορήσει τον
Μεγάλο Σποριά, τον Ουράνιο Πατέρα, ότι κάνει διακρίσεις μεταξύ των
ανθρώπων.
Αν όμως για την ποιότητα του σπόρου δεν υφίσταται αμφιβολία, το μεγάλο πρόβλημα προκύπτει στην ποιότητα της γης.
Οι
φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί κ.α., προσπαθούν, ανεπιτυχώς εν
πολλοίς, να κατατάξουν την κοινωνία σε διάφορες ομάδες και καταστάσεις.
Το
Ευαγγέλιο όμως μέσω αυτής της Ευαγγελικής περικοπής, με τρόπο απλό και
μοναδικό παρουσιάζει τον διαχωρισμό. Διαχωρισμό όχι φυσικά κοινωνικό,
αλλά ελεύθερης και συνειδητής επιλογής του ίδιου του ανθρώπου.
Η
Ορθόδοξη Εκκλησία μας, παρέχει την δυνατότητα στον καλοπροαίρετο
πάντοτε άνθρωπο, να αντικατοπτρίσει την διάθεσή του, στην Ευαγγελική
Αλήθεια και να αντιληφθεί σε ποια κατάσταση αντικειμενικά βρίσκεται, και
σε ποια πρέπει να καλλιεργηθεί.
Δεν αρκεί απλά, να πέφτει ο σπόρος. Αυτό γίνεται στις τρεις πρώτες περιπτώσεις του χωραφιού.
Για να καρποφορήσει μέσα στο χωράφι της καρδιάς μας η αλήθεια, χρειάζεται να κάνουμε αυτό που εξαρτάται από εμάς και μόνο.
Τι;
Μα, να αγωνιζόμαστε με οποιοδήποτε κόστος να διατηρούμε προαίρεση
ελεύθερη, και διάθεση αγαθή. Τότε μόνο ο σπόρος θα πέφτει, θα βλαστάνει
και θα καρποφορεί, αναλόγως την ιδιοσυγκρασία και την χάρη, τριάκοντα,
εξήκοντα, εκατό.
Ως
εκ περισσού δε, να επισημάνουμε ότι σε καμμία περίπτωση δεν παίζει
ρόλο, επί της ουσίας, η προσωπικότητα του σπορέως. Έστω και λεπρός να
είναι ο γεωργός ( ο κήρυκας του Ευαγγελίου), τούτο δεν έχει να κάνει
ούτε με την ποιότητα του σπόρου, ούτε με την καλλιέργεια και λιπαρότητα
της γης.
Επομένως,
ευχή και προσευχή μας: Κύριε, δως μας δύναμη και χάρη, ώστε να
καλλιεργήσουμε καρδιά που θα είναι δεκτική του λόγου σου και των δωρεών
σου.
Αμήν.Άγιοι Πρόβος, Τάραχος και Ανδρόνικος
Ξίφει Τάραχος, Ανδρόνικος και Πρόβος,
Ήραντο νίκην, γην προβάντες ταράχου.
Τμήθη δωδεκάτῃ, Πρόβος, Ανδρόνικος, Τάραχός τε.
ΒιογραφίαΟι Άγιοι Πρόβος, Τάραχος και Ανδρόνικος μαρτύρησαν στο διωγμό κατά της Εκκλησίας, επί Διοκλητιανού (284 – 304 μ.Χ.) και Φλαβιανού ηγεμόνα Κιλικίας. Ο Πρόβος ήταν από την Παμφυλία, ο Ανδρόνικος από την Έφεσο και ο Τάραχος από την Ιλλυρία. Και οι τρεις ήταν στρατιώτες, πραγματικά ευσεβέστατοι και άρτια καταρτισμένοι στην Αγία Γραφή. Συνελήφθησαν από τον έπαρχο της Ταρσού Μαξέντιο, τον καιρό που βρίσκονταν στην έρημο. Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκαν μπροστά του, και οι τρεις θαρραλέοι στρατιώτες Χριστού έδωσαν γενναίες απαντήσεις. Πρώτος ο γέρων Τάραχος είπε: «Μη βλέπεις, βασιλιά, τα γηρατειά μου. Οι σωματικές μου δυνάμεις μπορεί να υποχώρησαν, αλλά η ακμή της ψυχής παραμένει ακέραια. Γι’ αυτό, όλα τα βάσανα και μύριοι θάνατοι δε θα καταισχύνουν και τον πιο μικρό στρατιώτη του Χριστού». Έπειτα, με τη σειρά του ο Πρόβος, είπε και αυτός: «Χριστιανός είμαι και τίποτα δε με τραβά τόσο, όσο να πάθω για το Χριστό μύρια βάσανα και να χύσω το αίμα μου γι’ Αυτόν». Τέλος, γενναία ήταν και η απάντηση του Ανδρόνικου: «Μεταχειρισθείτε, είπε, όσα μαρτύρια θέλετε. Το αίμα μου όλο μπορεί να φύγει, αλλά η καρτερία απ’ τον Ανδρόνικο δε θα λείψει, έστω και αν κοβόταν μύρια τεμάχια». Κεραυνοβολημένος από τις απαντήσεις ο Μαξέντιος, διέταξε να γδάρουν το κεφάλι του Τάραχου και να βγάλουν τα μάτια των άλλων δύο. Τέλος, μη ανεχόμενος τέτοια ταπείνωση, τους αποκεφάλισε.
Απολυτίκιον
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Των Αγίωv Μαρτύρωv τα κατορθώματα, ουρανών αι Δυνάμεις υπερεθαύμασαν· ότι εν σώματι θνητώ, τον ασώματον εχθρόν, τη δυνάμει του Σταυρού, αγωνισάμενοι καλώς, ενίκησαν αοράτως, και πρεσβεύουσι τω Κυρίω, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος γεννήθηκε στην Γαλάτη της Παφλαγονίας (Μικρά Ασία) το 948 ή το 958 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου).
Η ζωή του αγίου Συμεών συμπίπτει σε
μεγάλο μέρος με τη βασιλεία του Βασίλειου Β’ του Βουλγαροκτόνου
(976-1025).Σε ηλικία περίπου έντεκα χρονών οι γονείς του τον έφεραν στην
Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσει στα σχολεία της πρωτεύουσας και να
μπει στη συνέχεια στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Ο θείος του Βασίλειος
κατείχε σημαντική θέση στην αυλή. Ο νεαρός όμως Συμεών αρνήθηκε την
μεγάλη αυτή τιμή καθώς και το να συνεχίσει τις σπουδές του μετά το
γυμνασιακό στάδιο, σε ανώτατες σχολές. Φαίνεται ότι για ένα διάστημα
έζησε την άτακτη ζωή ενός νέου της πρωτεύουσας. Τελικά γνώρισε τον άγιο
Συμεών τον Ευλαβή (917-987), γέροντα μοναχό της Μονής του Στουδίου.
Συνεχίζει να εργάζεται όπως και πριν μέσα στον κόσμο, αλλά επισκέπτεται
συχνά τον πνευματικό του πατέρα.
Ο Συμεών ο Στουδίτης στην αρχή του έδωσε
ένα ελάχιστο πρόγραμμα ασκητικής ζωής, και για ανάγνωσμα τον
“Πνευματικό Νόμο” του Μάρκου του Μοναχού. Τότε έζησε και την πρώτη του
εμπειρία. Τον πλημμύρισε το άκτιστο φως και τον γέμισε χαρά, έτσι που έχασε τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο. Αυτή
όμως η πρώτη καρποφόρα περίοδος, που ο άγιος Συμεών απέδιδε στις
προσευχές του πνευματικού του πατέρα, δεν κράτησε πολύ. Ξαναγύρισε στην
κοσμική και άστατη ζωή που ζούσε πριν. “Εις λάκκον και και ιλύν βυθού
αισχρών εννοιών τε και πράξεων εμαυτόν ο άθλιος εναπέρριψα, κακεί
κατελθών τοις εγκεκρυμμένοις εν τω σκοτεί περιέπεσον, εξ ων ουκ εμαυτόν
εγώ μόνον, αλλ’ ουδέ ο σύμπας κόσμος εις εν αθροισθείς εκείθεν αναγαγείν
με και των χειρών αυτών εξελέσθαι ηδύνατο”. Φαίνεται ότι ακόμα και σ’
αυτή την περίοδο, που κράτησε έξι ή επτά χρόνια, ο άγιος Συμεών δεν
διέκοψε ολότελα τις σχέσεις του με τον πνευματικό του πατέρα.
Τελικά θαυματουργικά απελευθερώνεται και
μπαίνει δόκιμος στη Μονή του Στουδίου σε ηλικία 27 ετών. Λίγο αργότερα ο
ηγούμενος τον κάλεσε και του ζήτησε να εγκαταλείψει τον πνευματικό του
πατέρα. Ο Συμεών αρνήθηκε και εγκατέλειψε την Μονή του Στουδίου. Μπήκε
ως δόκιμος στο γειτονικό μοναστήρι του αγίου Μάμαντος του Ξηροκέρκου.
Έγινε σύντομα μοναχός, χειροτονήθηκε ιερέας και μετά τρία χρόνια σε
ηλικία 31 χρονών εκλέχθηκε ηγούμενος από τους μοναχούς του αγίου
Μάμαντος με τη συγκατάθεση του Πατριάρχη Νικολάου του Χρυσοβέργη.
Γίνεται διάσημος στην Κωνσταντινούπολη, άλλοι τον τιμούν και άλλοι του
επιτίθενται.
Μετά τα πρώτα εύκολα βήματα στην
πνευματική ζωή, που τον οδήγησαν γρήγορα στην θεωρία του ακτίστου φωτός,
πορεύεται τον δύσκολο δρόμο της ασκήσεως με υπομονή για να συντελεστεί η
αφομοίωση της Χάρης. Μετά από μεγάλο και τραχύ διάστημα ασκητικού αγώνα
αξιώθηκε να δει πάλι το άκτιστο φως, αλλά αμυδρότερα. Οι δυσκολίες
πολλαπλασιάζονται από την αντίδραση των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν
το νόημα των πνευματικών του αγώνων. Παρά
τις πολυάριθμες εμπειρίες δεν έχει γνωρίσει ακόμη τον Θεό και
αισθανόταν βαθιά ανικανοποίητος. Τελικά μέσα στο άκτιστο φως βιώνει
προσωπική συνάντηση και κοινωνία με τον Χριστό. Στη συνέχεια αυτή η
κατάσταση γίνεται μόνιμη. Από αγάπη προς τον πλησίον και από τη
μεγάλη του επιθυμία να κάνει όλο τον κόσμο μέτοχο αυτής της χάρης,
φανερώνει στους άλλους την εμπειρία του και τους προτρέπει ν’
ακολουθήσουν αυτόν τον πνευματικό δρόμο. Πλέον αισθάνεται την βεβαιότητα
ότι δεν είναι αυτός που καλεί αλλά ότι ο Ίδιος ο Χριστός καλεί τους
ανθρώπους δια του αγίου Συμεών.
Το μοναστήρι του ήταν σε άθλια κατάσταση. Αγωνίζεται
για την ανοικοδόμηση του και για την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών.
Πάντα κήρυττε την δυνατότητα της ένωσης με τον Θεό στην παρούσα ζωή. Ο
δρόμος που οδηγεί σε αυτή την ένωση, η εφαρμογή των εντολών του Χριστού,
η οδός η στενή και τεθλιμμένη του σταυρού, οι ασκητικοί αγώνες. Τονίζει
ότι αρχίζουμε να συμμετέχουμε στην ανάσταση του Χριστού ήδη από τον
παρόντα κόσμο. Ήδη από εδώ αρχίζουμε να βλέπουμε τον Χριστό.Η
διδασκαλία δεν απευθυνόταν σε ερημίτες και αναχωρητές μοναχούς.
Απευθυνόταν σε συνηθισμένους μοναχούς ενός κοινοβίου της πρωτεύουσας και
σε έναν ευρύτερο κύκλο πιστών.
Ο άγιος Συμεών είχε πεποίθηση ότι στα
λόγια και τη διδασκαλία του εμπνεόταν από το άγιο Πνεύμα. Διευκρινίζει
ότι μιλάει τόσο συχνά για τον εαυτό του και για τις εμπειρίες του επειδή
θέλει και τα πνευματικά του παιδιά να μοιραστούν τα ίδια με αυτόν δώρα.
Στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος
έρχονται πολύ καινούριοι μοναχοί. Σχηματίστηκε μια ομάδα μαθητών πιστών
και αφοσιωμένων. Ανάμεσα τους ένας πρώην επίσκοπος της Ιταλίας με το
όνομα Ιερόθεος. Στο λαό της Κωνσταντινούπολης γίνεται όλο και
περισσότερο γνωστός. Πολλά σημαντικά πρόσωπα τον επισκέπτονται
αναζητώντας πνευματική καθοδήγηση. Μερικοί όμως από τη συνοδεία του δεν
μπορούν να συνεχίσουν. Μια ψυχρότητα άρχισε να εισχωρεί. Δημιουργείται
μια ομάδα που αντιδρά. Υπάρχει ένταση ανάμεσα στον άγιο Συμεών και σε
μια μερίδα μοναχών.
Παρά
την εχθρότητα που συναντούσε εξακολουθεί να καλεί τους μοναχούς, που
ήταν κάτω από την καθοδήγηση του, σε μια ανώτερη πνευματική ζωή, που να
αναζητά τον θείο φωτισμό.Δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά την
άνοδο του στην ηγουμενία, ένα μέρος των μοναχών του αγίου Μάμαντος,
περίπου 30, επαναστατούν εναντίον του.
Μια μέρα ενώ κήρυττε στην εκκλησία την
ώρα του όρθρου, όπως συνήθιζε, τον διέκοψαν βίαια. Έπεσαν πάνω του “ωσεί
θήρες” με την πρόθεση να τον πετάξουν έξω από το μοναστήρι. Η απόπειρα
απέτυχε χάρη στην ηρεμία του αγίου Συμεών, που έμεινε “άσειστος” στη
θέση του, “υπομειδιών και φαιδρόν ατενίζων προς τους αλάστορας”. Οι
επαναστάτες αφού έκαναν πολύ θόρυβο έσπασαν τις κλειδαριές της πόρτας
του μοναστηριού και έτρεξαν διασχίζοντας την πόλη προς το Πατριαρχείο. Ο
Πατριάρχης Σισσίνιος (995-998) εξόρισε από το μοναστήρι τους μοναχούς. Η
ποινή ακυρώθηκε μετά από μεσολάβηση του αγίου Συμεών. Το 1005
παραιτήθηκε ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια ηγουμενίας.
Ο άγιος Συμεών ταλαιπωρήθηκε επίσης λόγω της επίθεσης που δέχτηκε από τον πρώην μητροπολίτη Νικομηδείας Στέφανο. Ο
Στέφανος ήταν πολιτική προσωπικότητα και παράγοντας της διπλωματίας,
“ανήρ ελλόγιμος και επί σοφία και αρετή διαβόητος και πειθοί μαλάξαι
ικανός γνώμην σκληράν και ατίθασσον”.
Συνέβη κάποτε να συναντηθούν οι δύο
άνδρες στο Πατριαρχείο και ο σύγκελος Στέφανος επωφελήθηκε από την
ευκαιρία, για να θέσει μια δύσκολη θεολογική ερώτηση στον Συμεών,
ελπίζοντας να τον παγιδέψει και να δείξει έτσι την άγνοια του. “Πως
χωρίζεις τον Υιόν από του Πατρός, επινοία ή πράγματι;” Ο άγιος
υποσχέθηκε να δώσει γραπτή την απάντηση του. Στην απάντηση του
ανασκευάζει τις προϋποθέσεις της ερωτήσεως του Στεφάνου, εξηγώντας την
πραγματική έννοια των τριαδικών διακρίσεων στο Θεό, που είναι μέσα στις
διακρίσεις Του αδιαίρετος και ένας κατά τη φύσι Του. Επίσης στηλιτεύει
όλους εκείνους –και εδώ αναφέρεται στο σύγκελλο- που τολμούν να
θεολογούν, χωρίς να έχουν μέσα τους το Πνεύμα του Θεού:
… εκπορευθέν το Πνεύμα,
το Πανάγιον, εκ του Πατρός αφράστως
και απεστάλη δι’ Υιού τοις ανθρώποις·
ου τοις απίστοις ουδέ τοις φιλοσόφοις,
ου τοις ρήτορσιν ουδέ τοις φιλοδόξοις,
ου τοις μαθούσι συγγραφάς των Ελλήνων,
ου τοις τας γραφάς αγοούσι τας έσω,
ου τοις εξασκήσασι σκηνικόν βίον,
ου τοις λαλούσι τορνευτώς και πλουσίως,
ου τοις λαχούσι μεγάλων ονομάτων,
ου τοις τυχούσι φιλείσθαι παρ’ ενδόξων …
Η σύγκρουση ήταν ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους θεολογίας και κατανόησης της πνευματικής ζωής.
Γράφει σχετικά ο Π. Κ. Χρήστου: “Ο
Συμεών ο Νέος ο Θεολόγος έζησε σ’ εποχή αξιοσημείωτης ακμής όλων των
τομέων του δημόσιου βίου στο Βυζάντιο, πολιτικού, οικονομικού,
πολιτιστικού, εκκλησιαστικού· σύμφωνα με την χρονολογία μου από το 958
έως το 1036. … Το Βυζάντιο είχε τώρα την άνεση να οργανώσει επάνω σε
νέες βάσεις την ανώτατη παιδεία που επρόκειτο ν’ αποβεί πρότυπο για τα
ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, τα οποία θα εμφανίζονταν λίγο αργότερα, να δώσει
νέα ώθηση στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των επιστημών, να οργανώσει
συστηματικά την κοινωνική μέριμνα … Ηγούμενος ακόμη, ο ευγνώμων μαθητής
είχε συστήσει εορτασμό για τον διδάσκαλο (τον Συμεών τον Ευλαβή, τον
Στουδίτη), ευθύς μετά τον θάνατό του. Τον εγνώριζε καλά από τα παιδικά
του χρόνια κι επίστευε ότι δεν είναι σωστό να κρύβει τα θεία χαρίσματά
του, ότι έχει χρέος να τα διακηρύσσει. Συνέταξε λοιπόν το συναξάρι του,
εφιλοπόνησε εγκώμια και συνέθεσε ύμνους σ’ αυτόν. Ο εορτασμός
συνεχίστηκε απρόσκοπτα μερικά έτη, αλλ’ έπειτα άρχισε η αντίδρασις. Το
έναυσμα γι’ αυτήν Έδωσε ο Στέφανος, μητροπολίτης Νικομηδείας, ένας
αξιόλογος ιεράρχης με σοβαρή μόρφωση και σημαντικές ικανότητες, αλλά
δεμένος σφικτά με μια συμπεριφορά που συνδύαζε κοσμική συμβατικότητα με
παραδοσιακή αυστηρότητα. Δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί νεωτερισμούς
σαν αυτόν που ήθελε να εισαγάγει ο Συμεών.
Το θέμα που τους εχώριζε δεν ήταν τόσο
ασήμαντο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Δεν επρόκειτο για την καθιέρωση
της μνήμης ενός επί πλέον αγίου, αλλά περί μιας θεμελιώδους αρχής της
χριστιανικής πίστεως· αν δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην Εκκλησία και
σήμερα, όπως άλλοτε, ή έπαυσε η ενέργεια του· αν η πνευματική τελείωσις
είναι κατάστασις που μπορεί να την κατακτήσουν και σήμερα οι πιστοί,
όπως άλλοτε, ή είναι μια παρωχημένη υπόθεσις.
Ένας άλλος Συμεών, ο Μεταφραστής, λίγες
δεκαετίες ενωρίτερα είχε διασκευάσει επί το λογιώτερο και ευσεβέστερο
τους βίους αγίων και τους είχε εκδώσει στην μνημειώδη συλλογή του, το
“Μηνολόγιο”. Παρατηρώνταν υψηλός βαθμός σεβασμού προς τους αγίους αυτήν
την εποχή· αλλά οι άγιοι ήσαν όλοι παλαιοί. Η γενική εντύπωσις ήταν τότε
ότι η αγιότης είναι προνόμιο των παλαιών εποχών και δεν μπορεί να
αναδειχθούν τώρα νέοι άγιοι. Και αυτήν την γνώμη εκπροσωπούσε ο Στέφανος
Νικομηδείας. … Το κήρυγμα του Συμεών είναι ότι η τελειότης μπορεί να
αποκτηθεί σε κάθε εποχή και ότι η αγιότης είναι προνόμιο όλων των εποχών
και όλων των ανθρώπων· διότι το Πνεύμα ενεργεί και σήμερα. … Είναι
αξιοσημείωτη η επιμονή του Συμεών στην προσπάθεια ανανεώσεως της
λειτουργικής ζωής …” (Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, “Άγιος Συμεών ο Θεολόγος του
φωτός”, Π. Κ. Χρήστου, σελ. 9 και 12).
Η σύγκρουση κράτησε περίπου 6 χρόνια και
τελείωσε στις 3 Ιανουαρίου 1009 με την εξορία του αγίου Συμεών. Τον
εγκατέλειψαν μόνο χειμωνιάτικα χωρίς να του δώσουν ούτε τα αναγκαία για
την διατροφή του. Ο σύγκελος έπεισε τον Πατριάρχη να δώσει εντολή να
γίνουν έρευνες στο μοναστήρι με την ελπίδα ότι θα εύρισκε μεγάλα
χρηματικά ποσά. Οι άνθρωποι του μπήκαν στο μοναστήρι του αγίου Μάμαντος,
σπάζοντας τα πάντα και αρπάζοντας τα βιβλία και τα ρούχα του αγίου,
χωρίς να βρουν κανένα θησαυρό. Τελικά ο άγιος Συμεών ανακλήθηκε από την
εξορία και βρήκε στην Κωνσταντινούπολη το πλήθος των θαυμαστών του. Ο
Πατριάρχης τον δέχθηκε με τιμή. Με την πατριαρχική διαιτησία τελείωσε
γύρω στα 1010-1011 η σύγκρουση με τον σύγκελλο Στέφανο.
Το μίσος κατά της διδασκαλίας του Συμεών ήταν μεγάλο. Η
αντίθετη παράταξη είχε τις απόψεις της, που τις θεωρούσε παραδοσιακές
και ρεαλιστικές. Η θέση τους ήταν ότι η εποχή τους ήταν εντελώς
διαφορετική από την εποχή των Αποστόλων και πως ήταν αδύνατο να
μιμηθούνε τότε την αγιότητα τους· αυτός που διδάσκει κάτι τέτοιο ή
αλαζόνας είναι ή τρελός. Για
τον άγιο Συμεών όμως αυτές οι ιδέες ήταν μια σοβαρή παραμόρφωση του
Ευαγγελίου και αγωνιζόταν να αποκαταστήσει την αυθεντική ευαγγελική ζωή
που είχε ατονήσει. Πρώτα πρέπει κανείς να δει τον Θεό και μετά να μιλάει
γι’ Αυτόν.
Εγκαταστάθηκε οριστικά πια στον τόπο της
εξορίας του, εκούσια αυτή τη φορά και ολοκλήρωσε την επισκευή του
μοναστηριού της αγίας Μαρίνας. Η φήμη του ως χαρισματούχου, ως ανθρώπου
προικισμένου με προφητικά χαρίσματα που έκανε θαύματα, εξαπλώνεται όλο
και πιο πολύ και τραβά κοντά του πλήθος ανθρώπων.
Παρά την προχωρημένη ηλικία του, πήγε να
ξαναδεί την πατρίδα του και το πατρικό του σπίτι. Τελικά αρρωσταίνει.
“Η δε νόσος ρύσις ην της γαστρός την ουσίαν κενούσα και τον σύνδεσμον
των συνδραμόντων στοιχείων εις έκαστον απολύουσα. Έκειτο ουν ο μακάριος
εφ’ ικανάς τας ημέρας τη νόσω κρατηθείς και την δύναμιν υπετέμνετο, τας
σάρκας ετήκετο και του δεσμού παρελύετο”. Έμεινε
εντελώς παράλυτος και τον γυρνούσαν στο κρεβάτι με κάποια “μηχανή”.
“Μόλις μετά μηχανής τινος ένθεν και εκείθεν σαλεύοντες επάνω της κλίνης
εστρέφομεν υπό της αρρωστίας κατεργασθέντα …”. Τον είδαν όμως μια μέρα
τέσσερεις και πλέον πήχεις πάνω από το έδαφος του κελλιού του να
υπερίπταται και να προσεύχεται μέσα σε “ανεκλάλητο” φως.
Μετά από δεκατρία χρόνια ζωής στην
εξορία ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος κοιμήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1021
ή του 1036 (κατά τον Π.Κ.Χρήστου). Όπως μας διηγείται ο βιογράφος του
είχε προβλέψει την ημερομηνία του θανάτου του και τη μεταφορά των
λειψάνων του, που έγινε μετά 30 χρόνια.
Πώς και πυρ υπάρχεις βλύζον,
πώς και ύδωρ είς δροσίζον,
πώς και καίεις και γλυκαίνεις,
πώς φθοράν εξαφανίζεις;
Πώς θεούς ποιείς ανθρώπους,
πώς το σκότος φως εργάζη,
πώς ανάγεις εκ του άδου,
πώς θνητούς εξαφθαρτίζεις;
Πώς προς φως το σκότος έλκεις,
πώς την νύκτα περιδράσση,
πώς καρδίαν περιλάμπεις,
πώς με όλον μεταβάλλεις;
Πώς ενούσαι τοις ανθρώποις,
πώς υιούς Θεού εργάζη,
πώς εκκαίεις σου τω πόθω,
πώς τιτρώσκεις άνευ ξίφους;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου