ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

21 Oκτωβρίου μνήμη του Οσίου Ιλαρίωνος , Ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Οσίου Χριστοδούλου του εν Πάτμω και μνήμη του Αγίου ιερομάρτυρος Σωκράτους

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ.

 
   Ο Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας, που η Εκκλησία μας γιορτάζει στις 21 Οκτωβρίου, γεννήθηκε στην Ταβαθά της Παλαιστίνης, το έτος 291 μ.Χ. από γονείς, ειδωλολάτρες. Είχε δε, σπάνια πνευματικά χαρίσματα και διακρίνονταν, για την ευφυΐα του. Οι γονείς του, φρόντισαν να τον μορφώσουν, όσο καλύτερα μπορούσαν και προκειμένου να το πετύχουν, τον έστειλαν για σπουδές, στην Αλεξάνδρεια, κοντά σε ξακουστούς και σοφούς, διδασκάλους. Κοντά τους, πίστεψαν, ότι θα γίνει σοφός, που ήταν και η επιθυμία τους.
   Μόλις, ο νεαρός Ιλαρίων, έφθασε στην Αλεξάνδρεια, γνωρίστηκε με Χριστιανούς, όπου διδάσκεται την Αληθινή Πίστη και εγκαταλείπει την ειδωλολατρία, που ήταν, η θρησκεία, των γονιών του. Αμέσως, κάνουν την εμφάνισή τους, οι σπάνιες αρετές του, που ήταν προικισμένος από τη φύση. Ήταν σεμνός και φρόνιμος και δεν ακολουθούσε τις παρέες του, στις απολαύσεις της καθημερινότητας. Αντίθετα, ακολουθούσε τη δική του ασκητική ζωή και παρακολουθούσε τις Χριστιανικές συνάξεις, με ευλάβεια και σεμνότητα. Γι’ αυτό, δεν άργησε να βαπτιστεί και να γίνει Χριστιανός, συνεχίζοντας παράλληλα και τις σπουδές του. Στο διάστημα αυτό, άκουσε και για τη μεγάλη φήμη, που είχε αποκτήσει ο Μέγας Αντώνιος και του γεννήθηκε, μέσα του η επιθυμία, να τον γνωρίσει. Από τη συνάντηση αυτή βγήκε κερδισμένος, ο νεαρός Ιλαρίων, γιατί του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει, τον πλούτο των αρετών, του Μεγάλου Αντωνίου, που ξεπερνούσαν, τις ανθρώπινες, διαδόσεις. Όμως, δόθηκε και η ευκαιρία, στον Μέγα Αντώνιο, να προβλέψει, για τις σπάνιες αρετές στο νεαρό Ιλαρίωνα, ότι θα προκόψει πνευματικά και θα πετύχει την αγιότητα. Γι’ αυτό, σχεδόν αμέσως, τον χειροτονεί Μοναχό και τον κάνει μέλος, στη συνοδεία του.
   Κοντά του, είδε και θαύμασε, την ενάρετη ζωή του, που αποκτούσε, με τις αγρυπνίες, τις προσευχές και την ταπείνωση και φρόντιζε, όσο μπορούσε, να τον μιμηθεί. Καλλιεργούσε καθημερινά, τις πλούσιες αρετές του και φρόντιζε, ο αγώνας του και η άσκησή του, να γίνονται, με μεγαλύτερη θέρμη. Έτσι, το μικρό διάστημα, που έζησε κοντά του, διδάχτηκε αρκετά, και γνώρισε με ακρίβεια, τους κανόνες και την αυστηρότητα, της ασκητικής ζωής. Ο κόσμος, όμως, που καθημερινά μαζεύονταν, για να δουν από κοντά και να γνωρίσουν, αλλά και να προσκυνήσουν  τον Άγιο Αντώνιο, άρχισε, να τον ενοχλεί και αποφασίζει να εγκαταλείψει την περιοχή και να βρει άλλη περιοχή, πιο ερημική. Πριν, όμως αναχωρήσει, δίδει τις οδηγίες του στον νεαρό Μοναχό Ιλαρίωνα, που του λέγει: « Να επιμένεις τέκνο μου, μέχρι το τέλος, στην ευσέβεια και την καλλιέργεια των αρετών σου. Μόνο έτσι, θα τρυγήσεις, τον ώριμο και γλυκύτατο καρπό, της Ουρανίου Βασιλείας».
   Έτσι, ακολούθησε ο καθένας, το δικό του διαφορετικό δρόμο και χώρισαν. Ο νεαρός Μοναχός Ιλαρίων, επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του την Παλαιστίνη, όπου πληροφορείται, ότι οι γονείς του, είχαν πεθάνει. Την περιουσία, που είχαν και κληρονόμησε, την μοιράζει στους πτωχούς Χριστιανούς και φεύγει, σε ερημική περιοχή, της Παλαιστίνης. Βρίσκει ένα μικρό σπήλαιο, που λέγονταν Μαϊουμά και κατοικεί σ’ αυτό. Η ηλικία του, ήταν τότε, δεκαπέντε χρόνων. Εφαρμόζει, για τον εαυτό του, όλα εκείνα, που διδάχθηκε από τον έμπειρο διδάσκαλό του, Μέγα Αντώνιο και πολύ σύντομα γίνεται, υπόδειγμα Μοναχού, εφαρμόζοντας αυστηρή ασκητική Ζωή. Αντί, για κρεβάτι, ξάπλωνε κατάχαμα και το φαγητό του, μόνο λίγα σύκα κάθε μέρα και πάντα, όταν άρχιζε να νυχτώνει. Με την αυστηρή του, ασκητική ζωή όμως, ενοχλούνταν, ο φθονερός δαίμονας, που έτριζε τα δόντια του από την κακία και τη ζήλεια του και έψαχνε να βρει τους δικούς του σατανικούς τρόπους να τον ξεγελάσει, ποντάροντας βασικά, στο νεαρό της ηλικίας του.
   Αποφασίζει, λοιπόν, ο παμπόνηρος, ότι με την πορνεία, θα μπορούσε να εξασθενήσει την πίστη του και να οδηγηθεί, ο πραγματικός αθλητής Ιλαρίων, στην αμαρτία. Έτσι, συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις, προς αυτή την κατεύθυνση, βάζοντας μέσα στο μυαλό του κακούς λογισμούς, όπως συνήθως, συνηθίζει να κάνει. Ο νεαρός στρατιώτης του Χριστού, χρησιμοποίησε τα δικά του όπλα, που ήταν, η νηστεία, η προσευχή και οι βαριές χειρονακτικές εργασίες, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία, όλες τις επιθέσεις του διαβόλου. Όμως, ο πανούργος, δεν εγκαταλείπει, τόσο εύκολα και γρήγορα, τις προσπάθειές του και αποφασίζει να τρομάξει τον νεαρό αθλητή του Χριστού, χρησιμοποιώντας τα άγρια θηρία και τα λιοντάρια. Όταν, λοιπόν, κάποια βράδια δημιουργούσαν θορύβους και χτύπαγαν στο φτωχικό καλύβι του νεαρού Ιλαρίωνα, εκείνος, αμέσως το κατάλαβε και χρησιμοποιεί τον Σταυρό του Κυρίου, που είναι το πρώτο όπλο κατά του διαβόλου και τον απομακρύνει, με επιτυχία. Όμως, ο πανούργος δαίμονας δεν το βάζει εύκολα κάτω και χρησιμοποιεί γυμνές γυναίκες και αχνιστά μυρωδάτα φαγητά, προκειμένου να τον κάνει, να τα επιθυμήσει και να τον ρίξει, έτσι, στην αμαρτία. Αλλά και σ’ αυτή του την προσπάθεια απέτυχε ο πολυμήχανος δαίμονας, γιατί ο νεαρός αθλητής του Χριστού, που παρά την ηλικία του, έδειξε, για μια φορά ακόμη, την μεγάλη του εμπειρία.
   Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ζούσε, στο φτωχικό καλύβι του, ο Όσιος Ιλαρίων, ασκούμενος στην εγκράτεια που καθημερινά βελτίωνε, με την αυστηρή, ασκητική του ζωή. Όταν δε, σε κάποια χρονική στιγμή πλησίασαν την περιοχή ληστές, έφθασαν και μέχρι το καλύβι του Οσίου Ιλαρίωνα, που μάταια τον αναζητούσαν να τον ληστέψουν. Ο Κύριός μας, τους είχε τυφλώσει και ενώ ήταν μπροστά τους, δεν τον έβλεπαν. Όταν ξημέρωσε και τον είδαν, τον ρώτησαν: « Τι θα έκανες, αν έρχονταν ληστές να σε ληστέψουν;» Ο Όσιος γελαστός, τους απαντά: « Ο γυμνός, ληστές δεν φοβάται». Και τότε τον ξαναρωτούν: « Αν δεν έχεις, τίποτα να σου κλέψουν, θα σε σκοτώσουν». Τότε ο Όσιος τους απαντά: « Όποιος είναι έτοιμος να πεθάνει, δεν φοβάται το θάνατο». Οι ληστές, θαύμασαν τον Όσιο γι’ αυτά που τους είπε, του ζήτησαν να τους συγχωρήσει, γι’ αυτό που σκέπτονταν να κάνουν και του υποσχέθηκαν, ότι θα βελτιώσουν, τη διαγωγή τους.
   Σε κάποια άλλη χρονική στιγμή, τον επισκέπτεται μια γυναίκα, που ενώ ήταν παντρεμένη δεκαπέντε χρόνια, δεν είχε καταφέρει, να αποκτήσει παιδί. Με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσε να προσευχηθεί γι’ αυτήν, γιατί ο άνδρας της, την κοροϊδεύει και την υβρίζει. Μάταια, προσπαθούσε ο Άγιος να την απομακρύνει, γιατί ουσιαστικά  δεν ήθελε καν να δει γυναίκα και πολύ περισσότερο, να συνομιλήσει μαζί της. Η άτεκνη γυναίκα, συνέχισε να κλαίει, απαρηγόρητα και  τον παρακαλούσε, να την βοηθήσει. Κατάφερε να την απομακρύνει, μόνο όταν της είπε: « Πήγαινε στο σπίτι σου και ο Κύριος θα σου δώσει, εκείνο, που επιθυμεί η καρδιά σου». Μόλις, η γυναίκα έφυγε, ο Άγιος προσευχήθηκε και η γυναίκα έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο, ένα χαριτωμένο παιδί. Όταν έφθασε σε ηλικία ενός χρόνου, το πήραν οι γονείς του και επισκέφτηκαν τον Άγιο, ο οποίος με τη σειρά του το ευλόγησε και του ευχήθηκε να γίνει, ένας ενάρετος άνθρωπος.
   Το ίδιο ακριβώς συνέβη και σε κάποια άλλη γυναίκα, που ήταν, η σύζυγος του έπαρχου της Γάζας και πολύ πλούσια, όταν, τα τρία της παιδιά, αρρώστησαν ξαφνικά. Απελπισμένη, επισκέπτεται τον Όσιο Ιλαρίωνα και με δάκρυα στα μάτια, τον παρακαλεί, να της θεραπεύσει, τα παιδιά της. Του ζητά να έλθει στη Γάζα, που βρίσκονται άρρωστα τα παιδιά και να κάνει, ότι μπορεί, προκειμένου, να γίνουν καλά. Με την ευκαιρία της επίσκεψης, τον ενημερώνει, για την ειδωλολατρική πλάνη, που ζούσαν οι κάτοικοι, της πόλης. Ο Άγιος προβληματίζεται, για τα νέα που έμαθε και παίρνει την απόφαση, να εξέλθει, για πρώτη φορά από το κελί του. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, πηγαίνει στο σπίτι της γυναίκας, που ήταν άρρωστα τα παιδιά, προσεύχεται και ακουμπά τα χέρια του επάνω στα κεφάλια των παιδιών και γίνονται αμέσως καλά. Μάλιστα μετά από λίγο, ζήτησαν φαγητό και οι γονείς, άρχισαν, να ευγνωμονούν τον Όσιο Ιλαρίωνα, να ευχαριστούν και να δοξολογούν, το Θεό.
   Έτσι, η φήμη και οι θεραπευτικές ικανότητες του Αγίου, άρχισαν να διαδίδονται παντού και πλήθος ασθενών, τον επισκέπτονταν καθημερινά και γνώριζαν την θεραπεία, χωρίς πληρωμή. Σαν αντάλλαγμα τους ζήταγε, να γίνουν πιστοί και ενάρετοι, Χριστιανοί. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες εγκατέλειψαν την πλάνη των ειδώλων, βαπτίστηκαν και έγιναν, Χριστιανοί. Όπως και πολλοί από τους Χριστιανούς, επηρεάστηκαν από τον Άγιο και την αυστηρή ασκητική του ζωή και εγκατέλειψαν την κοινωνική τους ζωή, τον ακολούθησαν στην άσκηση και έγιναν, Μοναχοί. Από τότε άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα Μοναστήρια και να εμφανίζεται η μοναχική ζωή, γιατί μέχρι τότε, δεν υπήρχαν Μοναστήρια. Υπήρχαν μόνο, οι Αναχωρητές, που ζούσαν κοντά, στο Μέγα Αντώνιο. Άρχισε, λοιπόν, να δημιουργεί Μοναστήρια στην περιοχή της Παλαιστίνης και απαιτούσε από όλους τους Μοναχούς, να εφαρμόζουν, αυστηρή ασκητική ζωή. Μάλιστα, πολλοί από τους Μοναχούς αδελφούς τον επισκέπτονταν καθημερινά και του ζητούσαν την πολύτιμη, συμβουλή του. Αυτά τα Μοναστήρια, τα επισκέπτονταν, μια φορά το χρόνο, προκειμένου να διδάξει τους Μοναχούς, πώς να εκτελεί ο καθένας τον κανόνα του και τους ζητούσε να καλλιεργούν με κάθε τρόπο, τις αρετές τους.
   Ο ίδιος δε προσωπικά, είχε φθάσει, σε μεγάλο βαθμό, πνευματικής τελείωσης. Όταν σε κάποια στιγμή τον επισκέπτεται ξανά η γυναίκα, που της θεράπευσε τα παιδιά της, ζήτησε από τον Άγιο να την συγχωρήσει, γιατί θέλει να πάει, να προσκυνήσει, το Μέγα Αντώνιο. Συνομίλησαν αρκετή ώρα μαζί και μετά άρχισε να της λέει, να μην μπει στον κόπο, για  τόσο μακρινό ταξίδι, γιατί ο Μέγας Αντώνιος, κοιμήθηκε « εν Κυρίω». Δεν πέρασε, αρκετή ώρα και έρχεται απεσταλμένος από την σκήτη του Μεγάλου Αντωνίου, προκειμένου να πληροφορήσει, τον Άγιο Ιλαρίωνα, ότι ο Μέγας Αντώνιος, έφυγε στους Ουρανούς. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, θαύμασαν τον Άγιο, γι’ αυτό το σπάνιο χάρισμα, που ελάχιστα ακόμη  άτομα της Εκκλησίας μας, μπόρεσαν να αποκτήσουν.
   Όμως ο κόσμος, που καθημερινά μαζεύονταν, για να ακούσουν από κοντά τις σπάνιες συμβουλές του, άρχιζε να τον κουράζει και να τον ενοχλεί, γιατί δεν του έμενε χρόνος, ούτε να προσευχηθεί. Φανερώνει, σε ελάχιστους αδελφούς, την πρόθεσή του και τους παρακάλεσε να του βρουν κάποιο ζώο, προκειμένου, να το χρησιμοποιήσει, για την μετακίνησή του, αφού ο ίδιος, ένοιωθε εξαντλημένος, από την αυστηρή ασκητική άσκηση και έφυγε, τη νύκτα. Μόλις ξημέρωσε το πρωί και μαθεύτηκε η είδηση, ότι ο Άγιος έφυγε, πανικόβλητος ο κόσμος έπιασε τους δρόμους και τον αναζητούσαν παντού. Όταν, μετά από αρκετές ώρες αναζήτησης, τον βρήκαν, με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν, να επιστρέψει πίσω. Εκείνος, με τη σειρά του, τους βεβαίωνε, ότι δεν θα γυρίσει πίσω, μάλιστα δε, τους συμβούλευε, να εφαρμόζουν στη ζωή τους, όλα εκείνα που τους δίδαξε και τους παρακάλεσε, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ο ίδιος συνέχισε την πορεία, έχοντας μαζί του ελάχιστους από τους αδελφούς του και έφθασε, έτσι, στη σκήτη, του Μεγάλου Αντωνίου. Τον υποδέχτηκαν, οι μαθητές του, Ισαάκ και Πλουσιανός και τον ξενάγησαν στους κήπους που σκάλιζε και καλλιεργούσε, ο Άγιος Αντώνιος. Στη συνέχεια τους ζήτησε, να του υποδείξουν το μέρος, που είχαν θάψει  τον Άγιο, προκειμένου να τον προσκυνήσει. Όμως, η επιθυμία του Μεγάλου Αντωνίου, ήταν, να μην αποκαλύψουν ποτέ σε κανένα, που θα τον θάψουν, για να μην κερδίσει την πρόσκαιρη ζωή και χάσει την Αιώνια. Ο Άγιος Ιλαρίων λυπήθηκε, που δεν μπόρεσε να προσκυνήσει, τον τάφο του Αγίου Αντωνίου, όμως, σεβάστηκε την τελευταία του επιθυμία και έφυγε, για την έρημο.
   Βρήκε  και εγκαταστάθηκε σε μια έρημη περιοχή, με δυο από τους μαθητές του, γιατί τους υπόλοιπους τους παρακάλεσε, να επιστρέψουν πίσω, στην Παλαιστίνη. Είχαν σχεδόν περάσει τρία χρόνια, από τότε που κοιμήθηκε ο Άγιος Αντώνιος και δεν είχε βρέξει καθόλου. Τα πάντα είχαν ξεραθεί και οι άνθρωποι δυστυχούσαν και ήταν απαρηγόρητοι, για τη δυστυχία, που περνούσαν. Κάποιοι, ρίχνουν την ιδέα, ότι εκεί κοντά ζει κάποιος από τους μαθητές του Μεγάλου Αντωνίου, που δεν υστερεί στην αρετή και στα θαύματα, που έκανε εκείνος. Όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, τρέχουν στο κελί του, να τον συναντήσουν και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν, να τους λυπηθεί και να τους βοηθήσει. Εκείνος, προσευχήθηκε θερμά, στον Πανάγαθο Θεό και αμέσως άρχισε να βρέχει, ασταμάτητα. Η γη χόρτασε νερό και έγινε έτσι γόνιμη και οι άνθρωποι της περιοχής, άρχισαν, να θαυμάζουν τον Άγιο Ιλαρίωνα, που αποφασίζει να φύγει, από την περιοχή.
   Δοκίμασε να επιλέξει κάποιο νησί, ελπίζοντας, ότι σ’ αυτό θα εύρισκε, την ησυχία, που ήθελε. Έτσι, επιλέγει την Σικελία, σαν τόπο διαμονής. Όμως, γρήγορα αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει, γιατί οι κάτοικοι της νήσου, άρχισαν να τον ενοχλούν και να τον θαυμάζουν, για τα σπάνια χαρίσματα και τις θεραπευτικές ικανότητες, που διέθετε. Αναγκάζεται να φύγει και να έλθει στην Κύπρο, μπαίνοντας κρυφά, ένα βράδυ, στο καράβι. Φρόντισε σε πρώτη φάση να κρυφτεί και να μην αποκαλυφθεί, σε κανένα. Όμως, οι κάτοικοι της Πάφου, τον αναγνώρισαν και τον λάτρεψαν. Ήταν τότε σε ηλικία ογδόντα χρόνων και γνώριζε την ώρα και τη στιγμή, της κοίμησης του. Καλεί λοιπόν τους μαθητές του και όσοι πιστοί Μοναχοί και λαϊκοί τον αγαπούσαν, προκειμένου, να τους δώσει τις τελευταίες του συμβουλές. Τους ζήτησε να τον ενταφιάσουν στον κήπο, που σκάλιζε και τον έτρεφε, όσο ζούσε. Ήθελε, αυτός ο κήπος, να του σκεπάσει, το νεκρό σώμα του. Τους ζήτησε επίσης, όταν τον ενταφιάσουν, να μην τον αλλάξουν, αλλά να χρησιμοποιήσουν τα ίδια ρούχα και ράσα, που είναι ποτισμένα με τους ασκητικούς αγώνες και με τους ίδρωτες, της εργασίας. Και ενώ τους έλεγε όλα αυτά, κάνει τον Σταυρό του και παραδίδει την Αγία του Ψυχή, στα χέρια του Δεσπότη Χριστού. Ήταν στις 21 Οκτωβρίου του 371 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα χρόνων και τη μέρα αυτή γιορτάζεται από την Εκκλησία μας.

Απολυτίκιο του Αγίου:

Ἐγκρατείας τὴ αἴγλη λαμπρυνθεῖς τὴν διάνοιαν, ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας Ἰλαρίων Πατὴρ ἠμῶν, καὶ γεγονὸς φωστὴρ περιφανής, καὶ στῦλος εὐσέβειας θεαυγῆς, καταυγάζων τὴ ἐνθέω σου βιοτῆ, τοὺς πίστει προσιόντας σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.


Όσιος Χριστόδουλος ο Θαυματουργός ο «εν Πάτμω» ο εκ Νίκαιας της Μικράς Ασίας





Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε το 1020, στη Νίκαια της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του, Θεόδωρος και Άννα, που ήταν ευσεβείς και ευλαβείς χριστιανοί, ανάθρεψαν τον Ιωάννη (το κοσμικό του όνομα), με τα ιδανικά του χριστιανισμού. Από πολύ μικρός, κινούμενος από θείο έρωτα, επιθύμησε τον ασκητικό και μοναχικό βίο, που τον οδήγησε στα Ιερά βουνά του Ολύμπου της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας, με τα πολλά μοναστήρια και τις πολλές σκήτες. Εκεί, σε κάποια από αυτά γίνεται μοναχός με το όνομα Χριστόδουλος.
Από εκεί μεταβαίνει στους Αγίους Τόπους, όπου η δίψα του για άσκηση τον οδηγεί στην έρημο της Παλαιστίνης και για μικρό διάστημα μονάζει σε κάποια ερημική σκήτη. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών, αναγκάζουν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν εκείνα τα μέρη και έτσι επανέρχεται στα μέρη στης Μικράς Ασίας. Εγκαθίσταται στο όρος Λάτρος, στην περίφημη Λαύρα του Στύλου, στο μοναστηριακό κέντρο κοντά στη Μίλητο. Εκεί διέπρεψε σε όλες τις αρετές και μαζί με το μεγάλο αριθμό των μοναχών που συγκέντρωσε γύρω του, ίδρυσε αξιόλογη βιβλιοθήκη. Οι μοναχοί των εξέλεξαν ηγούμενο με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε το προσωνύμιο «Λατρηνός». Οι επιδρομές των Μουσουλμάνων τον αναγκάζουν να φύγει και από το όρος Λάτρος (1076-1079).
Αναζητώντας τόπο ασκήσεως, ο Όσιος Χριστόδουλος φτάνει στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου ανέλαβε την φροντίδα της Μονής του Αγίου Αρσενίου. Εκεί θα μείνει για λίγο καιρό (1079-1080), γιατί μια νέα επιδρομή θα τον αναγκάσει να διαφύγει στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου θα ιδρύσει την Μονή της Αγνής Θεομήτορος και άλλα Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους θα τον καταστήσουν ανέστιο και αυτή τη φορά (1080-1088). Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις στα γύρω νησιά, φτάνει στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται για την ησυχία και την ηρεμία της. Αμέσως φεύγει για την Κωνσταντινούπολη και ζητά από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό, την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλο, του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του Όσιου Χριστόδουλου και της αδελφότητά του στην Πάτμο, τον Αύγουστο του 1088, αρχίζει αμέσως η ανοικοδόμηση της Ιεράς Μονής, τιμώμενης στο όνομα του Αγίου Αποστόλου Ιωάννη του Θεολόγου, καθώς και της μεγάλης βιβλιοθήκης.
Το μοναστήρι αυτό αποτέλεσε το μεγάλο έργο της ζωής του, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο το άσημο και άγονο νησί της Πάτμου σε Ιερό Νησί και σε τόπο παγκόσμιας πνευματικής και ιστορικής ακτινοβολίας. Η φήμη του Όσιου εξαπλώνεται παντού, αφού με τη χάρη του Θεού και την αδιάλειπτη προσευχή επιτελεί θαύματα. Στην Πάτμο καταστρώνει την περίφημη «Υποτύπωση», στην οποία καταγράφονται κανόνες, που ρυθμίζουν τη ζωή του μοναστηριού και των μοναχών. Το 1092 εγκαταλείπει την Πάτμο εξαιτίας των αλλεπάλληλων τουρκικών επιδρομών και καταφεύγει με την αδελφότητά του στη βόρεια Εύβοια, στην περιοχή της Λίμνης, όπου και εκεί ίδρυσε ένα Μονύδριο. Μέχρι σήμερα σώζεται η σκήτη του Οσίου.
Στην Εύβοια έγινε το αντικείμενο θαυμασμού όλου του κόσμου που πήγαινε στην σκήτη και τους οποίους νουθετούσε, συμβούλευε, καθοδηγούσε, αγίαζε και θεράπευε από κάθε είδους αρρώστιας, σωματικής και πνευματικής. Ο Όσιος Χριστόδουλος κατά την διαμονή του στην Εύβοια συνέταξε τον «Κωδίκελλο» και την «Διαθήκη» του, όπου περιγράφει τα δύσκολα χρόνια στην Πάτμο, τη λιποψυχία των πολυάριθμων μαθητών του παρά την πρόοδο του έργου του και τη φυγή τους στην Εύβοια. Προφητεύει την αποδήμησή του προς τον Κύριο, ότι οι Αγαρηνοί δεν θα κατοικήσουν μέχρι τέλους στα νησιά, αλλά ότι μόλις καταπαύσει η θαλασσοταραχή, θα επανέλθουν και πάλι στην πνευματική τους εστία. Αφήνει την εντολή στους μαθητές του να συνεχίσουν το έργο του στην Πάτμο και να μεταφέρουν το λείψανό του στο αγαπημένο του νησί και να το τοποθετήσουν στο ναό, για τον οποίο τόσο μόχθησε. Τους ευλόγησε, τους καθαγίασε και τους παρηγόρησε με ενθαρρυντικά λόγια, παραδίδοντας το πνεύμα του στον Θεό, τον οποίο σε όλη του τη ζωή αγάπησε και διακόνησε.
Όταν οι κάτοικοι της Εύβοιας άκουσαν ότι θα στερούνταν το τίμιο σώμα του Όσιου Χριστόδουλου, εναντιώθηκαν και αντέδρασαν στην απομάκρυνση του ιερού λειψάνου. Επειδή ο Όσιος ήταν για αυτούς πατέρας, ιατρός και θεραπευτής κάθε αρρώστιας και έτσι φρουρούσαν το ιερό λείψανο. Αλλά δεν έπρεπε να διαψευσθεί η προφητεία του Οσίου. Έτσι οι μαθητές του, ξεφεύγοντας από την προσοχή των φρουρών, μεταφέρουν τον Όσιο στους ώμους τους, επιβιβάζονται σε πλοίο και μετά από ένα ήρεμο ταξίδι στη θάλασσα του Αιγαίου, φθάνουν στην Πάτμο. Εκεί, τοποθετούν το ιερό σκήνωμα σε μαρμάρινη λάρνακα στο δεξιό μέρος του εσωνάρθηκα της Μονής. Αργότερα το θαυματουργό λείψανό του τοποθετήθηκε σε αργυροχρυσοεπένδυτη λάρνακα, που φέρει τη χρονολογία 1796. Μέχρι σήμερα αποτελεί πηγή ιαμάτων, παρηγοριά και στήριγμα σε όσους προσέρχονται με πίστη και ευλάβεια, και όσοι το αγγίζουν, αισθάνονται κάποια οσμή μύρου και μόνο με την αφή, καθαγιάζονται και απελευθερώνονται από κάθε σωματική βλάβη. Το λείψανο του φυλάσσεται σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής. Η Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει την Ιερά του μνήμη στις 16 Μαρτίου και την ανακομιδή των λειψάνων του στις 21 Οκτωβρίου.

«Tης Νικαίας τον γόνον και της Πάτμου το καύχημα και των μοναζόντων το κλέος θεοφόρον Χριστόδουλον τιμήσωμεν εν ύμνοις αδελφοί, το σκήνος προσπτυσσόμενοι αυτού, ίνα λάβωμεν την ίασιν των ψυχών και των σωμάτων κράζοντες. Δόξα τω δεδοκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σου πάσιν ιάματα»

«Μέγα ευρέ σε η Πάτμος κλέος, παμμακάριστε ποιμήν πατέρων, ως γαρ διήλθες οδόν της ασκήσεως, του ακροτάτου τέλους επέτυχες και παρρησίας ουδόλως διήμαρτες πάτερ, όσιε Χριστόδουλε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος»
«Τοις των δακρύων σου όμβροις, πάτερ Χριστόδουλε, των νοσημάτων εξαίρεις τον καύσωνα, διό σε πιστώς ικετεύομεν, επερχομένων παντοίων κακών ημάς λύτρωσαι, πρεσβεύων απαύστως υπέρ πάντων ημών»

«Τω εκ του κόσμου της δεινής ματαιότητος ταις διδαχαίς σου ταις σεπταίς ποίμνην ελάσαντι, αναγράφομεν οι παίδες σου ύμνον σοι, μάκαρ. Αλλ’ ως έχων παρρησίαν προς τον Κύριον, εκ παντοίων ημάς λύτρωσαι κολάσεων, ίνα κράζωμεν, Χαίροις, πάτερ Χριστόδουλε»

Επιμέλεια: Λευτέρης Σαββουλίδης





  Άγιος ιερομάρτυς Σωκράτης

.
Ο πρεσβύτερος Σωκράτης,ήταν ιερέας από εκείνους,που δεν λειτουργούν μόνο,αλλά και φωτίζουν και οικοδομούν,στην ανάγκη μάλιστα είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για την πίστη και το ποίμνιο τους.Στην εργασία του αυτή ο Σωκράτης,είχε πολύτιμο βοηθό την ευσεβή Θεοδότη.Που με τη διδασκαλία της, προπαρασκεύαζε ειδωλολάτρισσες γυναίκες στη γνώση των αληθειών της πίστης, και στην αποδοχή του αγίου βαπτίσματος.Έτσι λοιπόν,καταγγέλθηκαν και οι δύο για τις ενέργειες τους αυτές,συνελήφθησαν και με απειλές και μαρτύρια τους εξανάγκαζαν να θυσιάσουν στα είδωλα.Αλλά η γυναίκα και ο ιερέας,απέκρουσαν με αγανάκτηση την ασεβή πρόταση, και σφράγισαν την ομολογία της πίστης τους με το αίμα τους,αφού υπέστησαν θάνατο με αποκεφαλισμό.

Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του , όπως και της Αγίας Θεοδότης στις 21 Οκτωβρίου .

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου