Βίος Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου
Πως τον κάλεσε ο Κύριος
Ο Απόστολος Ματθαίος ήταν από την Κανά της Γαλιλαίος. Ήταν τελώνης το επάγγελμα δηλ. ενοικίαζε από το κράτος τα τέλη, τους φόρους και τους εισέπραττε αυτός.
Το επάγγελμα αυτό οι Εβραίοι το θεωρούσαν άδικο, διότι πλούτιζε τους τελώνες, από τις αδικίες που έκαναν με την υπερβολική είσπραξη των φόρων. Προηγουμένως
ονομαζόταν Λευίς. Όταν ακολούθησε τον Χριστό, ονομάσθηκε Ματθαίος. Το Ματθαίος σημαίνει δώρο Θεού.
Μια ημέρα, που καθόταν στο τελωνείο του ο Ματθαίος, βλέπει να περνά από εκεί ο Κύριος, που του είπε «Ακολούθει μοι». Αμέσως άφησε και το τελωνείο και το σπίτι,
και την οικογένεια και τον ακολούθησε. Μάλιστα τον φιλοξένησε πλούσια στο σπίτι του, όπως ο ίδιος αναφέρει στο Ευαγγέλιο του. Κάλεσε δε και τους συγγενείς του και
τους φίλους του για να παρακινηθούν και να πιστέψουν εις τον Χριστό. Και εκείνος αδίσταχτα πίστεψε. Από τότε έγινε μαθητής του Ιησού και τον ακολουθούσε παντού.
Πως έγραψε το Ευαγγέλιο
Όταν κατήλθε το Άγιο Πνεύμα, έφυγαν οι Απόστολοι καθένας κατά τον κλήρο που του έτυχε, να κηρύξει στον κόσμο τον σωτήριο λόγο του Κυρίου. Τότε ο Απόστολος Ματθαίος,
αφού δέχθηκε τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και σοφίσθηκε τα θεια, δίδαξε πρώτον στους Εβραίους. Είχε επιθυμία οι Εβραίοι να γνωρίσουν
τον Κύριο, διότι τους αγαπούσε. Γι αυτήν την αιτία τους έγραψε, πρώτο από τους άλλους Ευαγγελιστές, το Ευαγγέλιο στην Εβραϊκή γλώσσα. Το έγραψε οκτώ χρόνια μετά την
Ανάληψι του Χριστού.
Πρώτον λοιπόν σ’ αυτό διηγείται την κατά σάρκα γέννηση του Χριστού, την Βάπτιση, τους πειρασμούς στην έρημο, τους οποίους πέρασε, καθώς και την ιδική του πρόσκληση.
Ομολογεί μόνος του, ότι ήταν αρχιτελώνης για να κατηγορήσει μόνος του τον εαυτόν του με ταπεινοσύνη, ότι ήταν αμαρτωλός και μέτριος άνθρωπος και όχι σπουδαίος. Αυτό το
Ευαγγέλιο το έστειλε στους νεοφώτιστους Ιουδαίους.
Κατόπιν δίδαξε τους Πάρθους και τους Μήδους και ίδρυσε Εκκλησίες σ’ αυτούς. Έπειτα δίδαξε σε άλλα έθνη πολύγλωσσα, στα οποία βασανίσθηκε. Κακοπάθησε από πείνα και
δίψα. Υπέφερε και από δαρμούς. Αλλά όλα τα υπέμενε, γιατί είχε βοηθό τον Θεό.
Το ραβδί τον Χριστού
Ύστερα από αυτά, σκέφθηκε ο θείος Απόστολος να ησυχάσει σε κανένα μέρος, για να ενωθεί περισσότερο με τον Θεό. Ανέβηκε λοιπόν σε ψηλό βουνό, και ασκήτεψε πολύ
καιρό. Το ίδιο ρούχο φορούσε πάντοτε, χωρίς σπίτι, χωρίς σπήλαιο. Μόνον από τον ουρανό σκεπαζόταν, λέγει η παράδοση.
Μια μέρα του φανερώθηκε ο Κύριος σαν παιδί. Του άπλωσε το δεξί του χέρι και του έδωκε ένα ραβδί και του είπε:
Κατέβα από το βουνό και πήγαινε στην Μυρμήνην Φύτεψε αυτό το ραβδί στο κατώφλι της εκκλησίας. Αυτό θα ριζωθεί με τη δική μου δύναμη και θα γίνει δένδρο πολύκαρπο.
Από τους κλώνους του θα στάζει μέλι γλυκύτατο και από τη ρίζα του θα βγει βρύση. Από το νερό αυτό θα λούζονται οι άνθρωποι της χώρας, που έχουν κακία σαν θηρία και με
τη γλυκάδα του δένδρου θα γλυκάνουν τα αισθήματά τους, και θα παύσουν τις παρανομίες τους.
Ο Απόστολος Ματθαίος πήρε με ευλάβεια από τα χέρια του Κυρίου το ραβδί, και έφυγε για να εκτελέσει ότι του είπε. Στο δρόμο απάντησε τη βασίλισσα της χώρας εκείνης,
που λεγόταν Φουλβάνα. Τη συνόδευαν ο υιός και η νύφη της, που είχαν δαιμόνια. Αυτά άρχισαν να φωνάζουν στον Απόστολο:
— Ποιος σε ανάγκασε να έλθεις εδώ στον τόπον μας; Ποιος σου έδωκε το ραβδί αυτό για να μας αφανίσεις;
Ο Απόστολος με μαλακή φωνή τα διέταξε να φύγουν και θεράπευσε και τους δύο. Αυτοί τον ακολούθησαν με υποταγή, εύτακτοι και ήσυχοι.
Ο Επίσκοπος της χώρας, όταν έμαθε την παρουσία του Αποστόλου, βγήκε με τους κληρικούς του όλους να τον υποδεχθεί, όπως έπρεπε. Κατόπιν και οι δύο επήγαν μαζί στην
πόλη και φύτεψαν το ραβδί μπροστά στο ναό, με την ευλογία του Κυρίου. Τότε παρευθύς (ώ του θαύματος) ρίζωσε το ξερό εκείνο ξύλο και έκαμε κλάδους και καρπό ώριμο,
γλυκύτερο από το μέλι. Από τη ρίζα του βγήκε νερό. Όλοι όσοι ήσαν εκεί θαύμασαν, όταν είδαν τέτοιο εξαίσιο θέαμα. Αυτό το έμαθε όλη η πόλη. Πλήθος από πολίτες έρχονταν,
έπιναν νερό, έτρωγαν από τους καρπούς, και η σκληρότητά τους γινόταν ημερότητα και πραότητα
Διπλή τύφλωσις τον Βασιλέως
Όταν έμαθε ο βασιλεύς αυτό το θαύμα, ημέρωσε η ψυχή του λίγο. Άλλα κατόπιν τον παρακίνησε ο σατανάς να κάψει τον Απόστολο ζωντανό, διότι η βασίλισσα δεν έφευγε κοντά
από τον ευεργέτη της, τον Απόστολο. Ο Κύριος όμως φάνηκε μια νύκτα στον Απόστολο και του είπε:
— Αν και ο βασιλεύς ετοιμάζει βάσανα για σένα, μη φοβάσαι. Έχεις εμένα βοήθειά σου.
Αυτή την φανέρωση του Σωτήρος την διηγήθηκε στον Επίσκοπο και ευχαριστούσε τον Θεό.
Έστειλε τότε ο βασιλεύς τέσσερις στρατιώτες να πιάσουν τον Απόστολο, αλλά μόλις τον πλησίασαν τυφλώθηκαν. Τυφλοί πλέον αυτοί οδηγήθηκαν στον βασιλέα και του
ανήγγειλαν τι έπαθαν. Έξω φρενών ο βασιλεύς έγινε και στέλλει άλλους τέσσερις στρατιώτες. Αλλά και αυτοί όταν πλησίασαν, έπαθαν το ίδιο. Ήταν εκεί ο Κύριος Ιησούς σαν
παιδί ωραίο, με λαμπρές ακτίνες τόσον ισχυρές σε λαμπρότητα, που οι στρατιώτες θαμπώθηκαν και δεν μπορούσαν να ιδούν. Γύρισαν και αυτοί, και διηγήθηκαν το όραμα.
Τότε πήγε ο ίδιος ο Άρχοντας, θυμωμένος να σκοτώσει με τα χέρια του τον Απόστολο. Αλλά αμέσως• μόλις πλησίασε, τυφλώθηκε. Τρέμοντας από το φόβο του, έπεσε στα
πόδια του Αποστόλου με ταπείνωση, λέγοντας:
— Συγχώρησε μου την αδικία και φώτισε μου τα μάτια.
Ο Απόστολος τον λυπήθηκε, του έκαμε το σημείο του Σταυρού και ξαναείδε το φως του.
Δεν τον καίει η φωτιά!
Ώ της αχαριστίας του όμως. Μόλις απέκτησε το φως του ο αχάριστος, διέταξε τους στρατιώτες να καρφώσουν στη γη τα χέρια και τα πόδια του Αποστόλου. Έπειτα να βάλουν
σωρό ξύλα και να τα περιχύσουν με λίπος από δελφίνι και με πίσσα και κάτω να καίνε φλόγα από κλήματα. Αμέσως οι δήμιοι άρπαξαν τον Άγιο και τον έφεραν στον ετοιμασμένο
βωμό και αφού τον κάρφωσαν, άναψαν τα ξύλα απάνω του. Τότε όμως με θαύμα δροσίστηκε το καμίνι, που τριζοβολούσε από τη φωτιά και δεν έκαιε καθόλου.
Το θαύμα τούτο έκαμε όλους τους ειδωλολάτρες, που ήσαν εκεί να τρομάξουν και δόξαζαν τον Θεό του Αποστόλου με μεγάλη φωνή και θαυμασμό. Ο Βασιλεύς, ακούγοντας τις
φωνές, ταράχθηκε και ερώτησε γιατί φώναζαν. Όταν έμαθε το θαύμα, που έγινε, είπε:
— Θέλω να αποδείξω πιο φανερή την ευσέβεια αυτού του ανδρός, και αν είναι αληθινό αυτό που έγινε.
Μάζεψε τότε πολλά κάρβουνα από τα λουτρά και δεμάτια ξύλα, έβαλε τούς χρυσούς θεούς του επάνω στα καμίνι, που ήταν ο Απόστολος και τριγύρω στο καμίνι άλλα αγάλματα
θεών. Κατόπιν προσευχόταν να τον βοηθήσουν οι θεοί. Επίσης από κάτω προσευχόταν και ο Απόστολος.
Τότε έγινε άλλο εξαίσιο θαύμα. Η φωτιά ξεχύθηκε στα έξω αγάλματα και τα έκαμε στάχτη. Όταν λοιπόν κατάκαψε εκείνα, έτρεξε η φωτιά και σε κείνον τον υπερήφανο, ο οποίος
έφευγε τρομαγμένος, μήπως τον φθάσει η φωτιά. Γι αυτό γύρισε στο καμίνι και ζητούσε βοήθεια από τον Απόστολο. Αμέσως ο Άγιος από εκεί που βρισκόταν έκαμε προσευχή
και σύρθηκε η φλόγα με βροντή προς τον ίδιο τον Απόστολο, και έτσι γλύτωσε τον βασιλέα από τον κίνδυνο. Έπειτα λέγει ο Απόστολος:
- Κύριε, στα χέρια Σου παραδίδω την ψυχή μου.
Η κοίμηση του
Έτσι έφυγε το Πνεύμα του για την ουράνια γαλλίαση. Το τίμιο και πάνσεπτο λείψανο του έμεινε σώο και αβλαβές από την φωτιά. Τότε ο βασιλεύς προστάζει να το βάλουν σε
βασιλικό κρεβάτι, το οποίο σηκώνοντας αυλικοί και προύχοντες στους ώμους τους το επήγαν στα ανάκτορα.
Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν είχε σωστή πίστη στην ψυχή του, αλλά αμφέβαλλε, πρόσταξε να κάμουν σιδερένια θήκη, στην οποίαν ασφάλισε το λείψανο του Αγίου και είπε
στους συμβούλους του:
- Εάν ο Θεός, τον οποίον γνωρίσαμε δια μέσου αυτού του Αγίου, τον φυλάξει αβλαβή από το βάθος της θάλασσας, όπως το φύλαξε από τη φωτιά, αυτός είναι ανώτερος και
δυνατός Θεός και των στοιχείων εξουσιαστής. Πρέπει τότε να αρνηθούμε τους θεούς μας, επειδή ούτε τον εαυτό τους μπόρεσαν να σώσουν από την φωτιά, και να σεβόμεθα
χωρίς δισταγμό και αμφιβολία αυτόν τον Θεό τον Παντοδύναμο.
Μόλις είπε αυτά διέταξε και έριξαν τη θήκη, με το ιερό Λείψανο στη θάλασσα. Η σιδερένια θήκη στη στιγμή καταποντίσθηκε.
Την νύκτα παρουσιάζεται ο Ευαγγελιστής στον Επίσκοπο, και του λέγει:
- Πήγαινε στα ανατολικά του παλατιού, να βρεις μαζί με τη σιδερένια θήκη και το Λείψανο μου.
Ο Επίσκοπος αμέσως το πρωί πήγε με εκλεκτούς λίγους άνδρες στον τόπο, που του υπόδειξε ο Άγιος. Βλέποντας τη λάρνακα που ερχόταν επάνω στα κύματα πλέοντος,
άρχισαν να ψάλλουν ύμνους στον Κύριο, ο οποίος λύτρωσε τον άξιον δούλο του, και από τη φωτιά και από το νερό.
Η μεταστροφή τον Βασιλέως
Ο βασιλεύς θαύμασε με τα θαύματα αυτά της θείας χάριτος, και αμέσως περιφρόνησε την απιστία του και τους ψεύτικους θεούς του. Ανεγνώρισε την πλάνη του, με πραγματική
ταπείνωση, και ζήτησε από τον Επίσκοπο να του δώσει συγχώρηση και να τον βαπτίσει. Ο Επίσκοπος κατάλαβε, ότι τον παρακαλούσε με θερμότητα αληθινού πιστού, και
δόξασε τον Κύριο. Αμέσως του διάβασε τους εξορκισμούς κατά του δαίμονος, κατά πρώτον.
Έπειτα καθώς τον βάπτιζε, συνέβη και άλλο θαύμα. Άκουσε μια φωνή από άνωθεν, που του έλεγε:
- Μη ονομάσεις αυτόν Φουλβιανόν, αλλά Ματθαίον.
Μετά το βάπτισμα, ο βασιλεύς αναγεννήθηκε με το όνομα του Αποστόλου κυριολεκτικώς. Ύστερα από επτά ημέρες, συνέτριψε τα είδωλα, όσα ήσαν σε όλους τους τόπους των.
Επιμελήθηκε το Άγιο Λείψανο, όπως έπρεπε και έκαμε όλους τους υπηκόους του να βαπτισθούν. Ύστερα από αυτά πάλιν εφάνη ο Απόστολος στον Επίσκοπο και του λέγει:
- Χειροτόνησε τον βασιλέα. Επίσκοπο και τον υιό του διάκονο. Μετά τρία έτη μέλλει να έλθεις και εσύ προς τον Κύριο. Τότε ας γίνει ο συνώνυμος μου βασιλεύς Επίσκοπος και
μετά την τελείωση αυτού ας γίνει ο υιός του διάδοχος.
Όλα έγιναν όπως ο Απόστολος επεθύμησε. Μετά τρία έτη ο Πλάτων άφησε την ζωή και έφυγε προς Κύριο. Κέρδισε την ουράνια βασιλεία με την αφοσίωση του στον Χριστό και
Θεό του. Άφησε στον βασιλέα Ματθαίον τον θρόνο του και εκείνος αργότερα στον υιό του, όπως διέταξε ο Απόστολος.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν,
εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Ματθαῖε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον
Τήν ἔνσαρκον πάνσοφε οἰκονομίαν Χριστοῦ, τά Πάθη καί Ἔγερσιν, εὐηγγελίσω ἠμίν, Ματθαῖε Ἀπόστολε•ὅθεν χρεωστικῶς σέ, ἀνυμνοῦμεν βοῶντες,
φάνηθι ἐν τή κρίσει, βοηθῶν ἠμίν πάσιν, ἤς καί τήν ὥραν Εὐαγγελιστῶ, τρανῶς, καθυπέγραψας.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀποῤῥίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξ
ὕψους σοφίαν• ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥᾳθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Ὁ Οἶκος
Ἡ τοῦ ἐχθροῦ με τυραννὶς βιάζεται ἀπλήστως, καὶ τῆς ψυχῆς μου ὅλον τὸν σπόρον καθαρπάζει, Ματθαῖε φίλε τοῦ Χριστοῦ• ἀλλ' αὐτὸς τὸν σπόρον
τῶν εὐχῶν σου δεδωκώς, πρὸς σὴν δουλείαν κάρπωσον, καὶ δεῖξον ὑμνῳδόν σου σμικρότατον, καὶ ὑφηγητὴν με τῶν πολλῶν σου καὶ μεγάλων
κατορθωμάτων, καὶ τῆς πρὸς Χριστὸν σου σχέσεως, τὰ πάντα παρευθὺς ἐγκαταλείψας, ἠκολούθησας θερμῶς τῷ κεκληκότι, πρῶτος γεγονὼς
Εὐαγγελιστὴς ἐν τῷ κόσμῳ, καθυπογράψας τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Μεγαλυνάρια
Σύσκηνος τῷ Λόγῳ διατελῶν, θείων μυστηρίων, ἐμυήθης τὰς ἀστραπάς• ἔνθεν θεογράφως, Ἀπόστολε Ματθαῖε, ζωῆς διατυπώσω τὸ Εὐαγγέλιον.
Ἱερῶν λογίων, ἱερουργέ, θείων Μυστηρίων, οὐρανίων μυσταγωγέ• χαῖρος ὁ τῷ φθόγγω τῷ εὐαγγελικῶ σου, Ματθαῖε περιέπων, κόσμου τά πέρατα.
Πως τον κάλεσε ο Κύριος
Ο Απόστολος Ματθαίος ήταν από την Κανά της Γαλιλαίος. Ήταν τελώνης το επάγγελμα δηλ. ενοικίαζε από το κράτος τα τέλη, τους φόρους και τους εισέπραττε αυτός.
Το επάγγελμα αυτό οι Εβραίοι το θεωρούσαν άδικο, διότι πλούτιζε τους τελώνες, από τις αδικίες που έκαναν με την υπερβολική είσπραξη των φόρων. Προηγουμένως
ονομαζόταν Λευίς. Όταν ακολούθησε τον Χριστό, ονομάσθηκε Ματθαίος. Το Ματθαίος σημαίνει δώρο Θεού.
Μια ημέρα, που καθόταν στο τελωνείο του ο Ματθαίος, βλέπει να περνά από εκεί ο Κύριος, που του είπε «Ακολούθει μοι». Αμέσως άφησε και το τελωνείο και το σπίτι,
και την οικογένεια και τον ακολούθησε. Μάλιστα τον φιλοξένησε πλούσια στο σπίτι του, όπως ο ίδιος αναφέρει στο Ευαγγέλιο του. Κάλεσε δε και τους συγγενείς του και
τους φίλους του για να παρακινηθούν και να πιστέψουν εις τον Χριστό. Και εκείνος αδίσταχτα πίστεψε. Από τότε έγινε μαθητής του Ιησού και τον ακολουθούσε παντού.
Πως έγραψε το Ευαγγέλιο
Όταν κατήλθε το Άγιο Πνεύμα, έφυγαν οι Απόστολοι καθένας κατά τον κλήρο που του έτυχε, να κηρύξει στον κόσμο τον σωτήριο λόγο του Κυρίου. Τότε ο Απόστολος Ματθαίος,
αφού δέχθηκε τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής και σοφίσθηκε τα θεια, δίδαξε πρώτον στους Εβραίους. Είχε επιθυμία οι Εβραίοι να γνωρίσουν
τον Κύριο, διότι τους αγαπούσε. Γι αυτήν την αιτία τους έγραψε, πρώτο από τους άλλους Ευαγγελιστές, το Ευαγγέλιο στην Εβραϊκή γλώσσα. Το έγραψε οκτώ χρόνια μετά την
Ανάληψι του Χριστού.
Πρώτον λοιπόν σ’ αυτό διηγείται την κατά σάρκα γέννηση του Χριστού, την Βάπτιση, τους πειρασμούς στην έρημο, τους οποίους πέρασε, καθώς και την ιδική του πρόσκληση.
Ομολογεί μόνος του, ότι ήταν αρχιτελώνης για να κατηγορήσει μόνος του τον εαυτόν του με ταπεινοσύνη, ότι ήταν αμαρτωλός και μέτριος άνθρωπος και όχι σπουδαίος. Αυτό το
Ευαγγέλιο το έστειλε στους νεοφώτιστους Ιουδαίους.
Κατόπιν δίδαξε τους Πάρθους και τους Μήδους και ίδρυσε Εκκλησίες σ’ αυτούς. Έπειτα δίδαξε σε άλλα έθνη πολύγλωσσα, στα οποία βασανίσθηκε. Κακοπάθησε από πείνα και
δίψα. Υπέφερε και από δαρμούς. Αλλά όλα τα υπέμενε, γιατί είχε βοηθό τον Θεό.
Το ραβδί τον Χριστού
Ύστερα από αυτά, σκέφθηκε ο θείος Απόστολος να ησυχάσει σε κανένα μέρος, για να ενωθεί περισσότερο με τον Θεό. Ανέβηκε λοιπόν σε ψηλό βουνό, και ασκήτεψε πολύ
καιρό. Το ίδιο ρούχο φορούσε πάντοτε, χωρίς σπίτι, χωρίς σπήλαιο. Μόνον από τον ουρανό σκεπαζόταν, λέγει η παράδοση.
Μια μέρα του φανερώθηκε ο Κύριος σαν παιδί. Του άπλωσε το δεξί του χέρι και του έδωκε ένα ραβδί και του είπε:
Κατέβα από το βουνό και πήγαινε στην Μυρμήνην Φύτεψε αυτό το ραβδί στο κατώφλι της εκκλησίας. Αυτό θα ριζωθεί με τη δική μου δύναμη και θα γίνει δένδρο πολύκαρπο.
Από τους κλώνους του θα στάζει μέλι γλυκύτατο και από τη ρίζα του θα βγει βρύση. Από το νερό αυτό θα λούζονται οι άνθρωποι της χώρας, που έχουν κακία σαν θηρία και με
τη γλυκάδα του δένδρου θα γλυκάνουν τα αισθήματά τους, και θα παύσουν τις παρανομίες τους.
Ο Απόστολος Ματθαίος πήρε με ευλάβεια από τα χέρια του Κυρίου το ραβδί, και έφυγε για να εκτελέσει ότι του είπε. Στο δρόμο απάντησε τη βασίλισσα της χώρας εκείνης,
που λεγόταν Φουλβάνα. Τη συνόδευαν ο υιός και η νύφη της, που είχαν δαιμόνια. Αυτά άρχισαν να φωνάζουν στον Απόστολο:
— Ποιος σε ανάγκασε να έλθεις εδώ στον τόπον μας; Ποιος σου έδωκε το ραβδί αυτό για να μας αφανίσεις;
Ο Απόστολος με μαλακή φωνή τα διέταξε να φύγουν και θεράπευσε και τους δύο. Αυτοί τον ακολούθησαν με υποταγή, εύτακτοι και ήσυχοι.
Ο Επίσκοπος της χώρας, όταν έμαθε την παρουσία του Αποστόλου, βγήκε με τους κληρικούς του όλους να τον υποδεχθεί, όπως έπρεπε. Κατόπιν και οι δύο επήγαν μαζί στην
πόλη και φύτεψαν το ραβδί μπροστά στο ναό, με την ευλογία του Κυρίου. Τότε παρευθύς (ώ του θαύματος) ρίζωσε το ξερό εκείνο ξύλο και έκαμε κλάδους και καρπό ώριμο,
γλυκύτερο από το μέλι. Από τη ρίζα του βγήκε νερό. Όλοι όσοι ήσαν εκεί θαύμασαν, όταν είδαν τέτοιο εξαίσιο θέαμα. Αυτό το έμαθε όλη η πόλη. Πλήθος από πολίτες έρχονταν,
έπιναν νερό, έτρωγαν από τους καρπούς, και η σκληρότητά τους γινόταν ημερότητα και πραότητα
Διπλή τύφλωσις τον Βασιλέως
Όταν έμαθε ο βασιλεύς αυτό το θαύμα, ημέρωσε η ψυχή του λίγο. Άλλα κατόπιν τον παρακίνησε ο σατανάς να κάψει τον Απόστολο ζωντανό, διότι η βασίλισσα δεν έφευγε κοντά
από τον ευεργέτη της, τον Απόστολο. Ο Κύριος όμως φάνηκε μια νύκτα στον Απόστολο και του είπε:
— Αν και ο βασιλεύς ετοιμάζει βάσανα για σένα, μη φοβάσαι. Έχεις εμένα βοήθειά σου.
Αυτή την φανέρωση του Σωτήρος την διηγήθηκε στον Επίσκοπο και ευχαριστούσε τον Θεό.
Έστειλε τότε ο βασιλεύς τέσσερις στρατιώτες να πιάσουν τον Απόστολο, αλλά μόλις τον πλησίασαν τυφλώθηκαν. Τυφλοί πλέον αυτοί οδηγήθηκαν στον βασιλέα και του
ανήγγειλαν τι έπαθαν. Έξω φρενών ο βασιλεύς έγινε και στέλλει άλλους τέσσερις στρατιώτες. Αλλά και αυτοί όταν πλησίασαν, έπαθαν το ίδιο. Ήταν εκεί ο Κύριος Ιησούς σαν
παιδί ωραίο, με λαμπρές ακτίνες τόσον ισχυρές σε λαμπρότητα, που οι στρατιώτες θαμπώθηκαν και δεν μπορούσαν να ιδούν. Γύρισαν και αυτοί, και διηγήθηκαν το όραμα.
Τότε πήγε ο ίδιος ο Άρχοντας, θυμωμένος να σκοτώσει με τα χέρια του τον Απόστολο. Αλλά αμέσως• μόλις πλησίασε, τυφλώθηκε. Τρέμοντας από το φόβο του, έπεσε στα
πόδια του Αποστόλου με ταπείνωση, λέγοντας:
— Συγχώρησε μου την αδικία και φώτισε μου τα μάτια.
Ο Απόστολος τον λυπήθηκε, του έκαμε το σημείο του Σταυρού και ξαναείδε το φως του.
Δεν τον καίει η φωτιά!
Ώ της αχαριστίας του όμως. Μόλις απέκτησε το φως του ο αχάριστος, διέταξε τους στρατιώτες να καρφώσουν στη γη τα χέρια και τα πόδια του Αποστόλου. Έπειτα να βάλουν
σωρό ξύλα και να τα περιχύσουν με λίπος από δελφίνι και με πίσσα και κάτω να καίνε φλόγα από κλήματα. Αμέσως οι δήμιοι άρπαξαν τον Άγιο και τον έφεραν στον ετοιμασμένο
βωμό και αφού τον κάρφωσαν, άναψαν τα ξύλα απάνω του. Τότε όμως με θαύμα δροσίστηκε το καμίνι, που τριζοβολούσε από τη φωτιά και δεν έκαιε καθόλου.
Το θαύμα τούτο έκαμε όλους τους ειδωλολάτρες, που ήσαν εκεί να τρομάξουν και δόξαζαν τον Θεό του Αποστόλου με μεγάλη φωνή και θαυμασμό. Ο Βασιλεύς, ακούγοντας τις
φωνές, ταράχθηκε και ερώτησε γιατί φώναζαν. Όταν έμαθε το θαύμα, που έγινε, είπε:
— Θέλω να αποδείξω πιο φανερή την ευσέβεια αυτού του ανδρός, και αν είναι αληθινό αυτό που έγινε.
Μάζεψε τότε πολλά κάρβουνα από τα λουτρά και δεμάτια ξύλα, έβαλε τούς χρυσούς θεούς του επάνω στα καμίνι, που ήταν ο Απόστολος και τριγύρω στο καμίνι άλλα αγάλματα
θεών. Κατόπιν προσευχόταν να τον βοηθήσουν οι θεοί. Επίσης από κάτω προσευχόταν και ο Απόστολος.
Τότε έγινε άλλο εξαίσιο θαύμα. Η φωτιά ξεχύθηκε στα έξω αγάλματα και τα έκαμε στάχτη. Όταν λοιπόν κατάκαψε εκείνα, έτρεξε η φωτιά και σε κείνον τον υπερήφανο, ο οποίος
έφευγε τρομαγμένος, μήπως τον φθάσει η φωτιά. Γι αυτό γύρισε στο καμίνι και ζητούσε βοήθεια από τον Απόστολο. Αμέσως ο Άγιος από εκεί που βρισκόταν έκαμε προσευχή
και σύρθηκε η φλόγα με βροντή προς τον ίδιο τον Απόστολο, και έτσι γλύτωσε τον βασιλέα από τον κίνδυνο. Έπειτα λέγει ο Απόστολος:
- Κύριε, στα χέρια Σου παραδίδω την ψυχή μου.
Η κοίμηση του
Έτσι έφυγε το Πνεύμα του για την ουράνια γαλλίαση. Το τίμιο και πάνσεπτο λείψανο του έμεινε σώο και αβλαβές από την φωτιά. Τότε ο βασιλεύς προστάζει να το βάλουν σε
βασιλικό κρεβάτι, το οποίο σηκώνοντας αυλικοί και προύχοντες στους ώμους τους το επήγαν στα ανάκτορα.
Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν είχε σωστή πίστη στην ψυχή του, αλλά αμφέβαλλε, πρόσταξε να κάμουν σιδερένια θήκη, στην οποίαν ασφάλισε το λείψανο του Αγίου και είπε
στους συμβούλους του:
- Εάν ο Θεός, τον οποίον γνωρίσαμε δια μέσου αυτού του Αγίου, τον φυλάξει αβλαβή από το βάθος της θάλασσας, όπως το φύλαξε από τη φωτιά, αυτός είναι ανώτερος και
δυνατός Θεός και των στοιχείων εξουσιαστής. Πρέπει τότε να αρνηθούμε τους θεούς μας, επειδή ούτε τον εαυτό τους μπόρεσαν να σώσουν από την φωτιά, και να σεβόμεθα
χωρίς δισταγμό και αμφιβολία αυτόν τον Θεό τον Παντοδύναμο.
Μόλις είπε αυτά διέταξε και έριξαν τη θήκη, με το ιερό Λείψανο στη θάλασσα. Η σιδερένια θήκη στη στιγμή καταποντίσθηκε.
Την νύκτα παρουσιάζεται ο Ευαγγελιστής στον Επίσκοπο, και του λέγει:
- Πήγαινε στα ανατολικά του παλατιού, να βρεις μαζί με τη σιδερένια θήκη και το Λείψανο μου.
Ο Επίσκοπος αμέσως το πρωί πήγε με εκλεκτούς λίγους άνδρες στον τόπο, που του υπόδειξε ο Άγιος. Βλέποντας τη λάρνακα που ερχόταν επάνω στα κύματα πλέοντος,
άρχισαν να ψάλλουν ύμνους στον Κύριο, ο οποίος λύτρωσε τον άξιον δούλο του, και από τη φωτιά και από το νερό.
Η μεταστροφή τον Βασιλέως
Ο βασιλεύς θαύμασε με τα θαύματα αυτά της θείας χάριτος, και αμέσως περιφρόνησε την απιστία του και τους ψεύτικους θεούς του. Ανεγνώρισε την πλάνη του, με πραγματική
ταπείνωση, και ζήτησε από τον Επίσκοπο να του δώσει συγχώρηση και να τον βαπτίσει. Ο Επίσκοπος κατάλαβε, ότι τον παρακαλούσε με θερμότητα αληθινού πιστού, και
δόξασε τον Κύριο. Αμέσως του διάβασε τους εξορκισμούς κατά του δαίμονος, κατά πρώτον.
Έπειτα καθώς τον βάπτιζε, συνέβη και άλλο θαύμα. Άκουσε μια φωνή από άνωθεν, που του έλεγε:
- Μη ονομάσεις αυτόν Φουλβιανόν, αλλά Ματθαίον.
Μετά το βάπτισμα, ο βασιλεύς αναγεννήθηκε με το όνομα του Αποστόλου κυριολεκτικώς. Ύστερα από επτά ημέρες, συνέτριψε τα είδωλα, όσα ήσαν σε όλους τους τόπους των.
Επιμελήθηκε το Άγιο Λείψανο, όπως έπρεπε και έκαμε όλους τους υπηκόους του να βαπτισθούν. Ύστερα από αυτά πάλιν εφάνη ο Απόστολος στον Επίσκοπο και του λέγει:
- Χειροτόνησε τον βασιλέα. Επίσκοπο και τον υιό του διάκονο. Μετά τρία έτη μέλλει να έλθεις και εσύ προς τον Κύριο. Τότε ας γίνει ο συνώνυμος μου βασιλεύς Επίσκοπος και
μετά την τελείωση αυτού ας γίνει ο υιός του διάδοχος.
Όλα έγιναν όπως ο Απόστολος επεθύμησε. Μετά τρία έτη ο Πλάτων άφησε την ζωή και έφυγε προς Κύριο. Κέρδισε την ουράνια βασιλεία με την αφοσίωση του στον Χριστό και
Θεό του. Άφησε στον βασιλέα Ματθαίον τον θρόνο του και εκείνος αργότερα στον υιό του, όπως διέταξε ο Απόστολος.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν,
εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Ματθαῖε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον
Τήν ἔνσαρκον πάνσοφε οἰκονομίαν Χριστοῦ, τά Πάθη καί Ἔγερσιν, εὐηγγελίσω ἠμίν, Ματθαῖε Ἀπόστολε•ὅθεν χρεωστικῶς σέ, ἀνυμνοῦμεν βοῶντες,
φάνηθι ἐν τή κρίσει, βοηθῶν ἠμίν πάσιν, ἤς καί τήν ὥραν Εὐαγγελιστῶ, τρανῶς, καθυπέγραψας.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀποῤῥίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξ
ὕψους σοφίαν• ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥᾳθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Ὁ Οἶκος
Ἡ τοῦ ἐχθροῦ με τυραννὶς βιάζεται ἀπλήστως, καὶ τῆς ψυχῆς μου ὅλον τὸν σπόρον καθαρπάζει, Ματθαῖε φίλε τοῦ Χριστοῦ• ἀλλ' αὐτὸς τὸν σπόρον
τῶν εὐχῶν σου δεδωκώς, πρὸς σὴν δουλείαν κάρπωσον, καὶ δεῖξον ὑμνῳδόν σου σμικρότατον, καὶ ὑφηγητὴν με τῶν πολλῶν σου καὶ μεγάλων
κατορθωμάτων, καὶ τῆς πρὸς Χριστὸν σου σχέσεως, τὰ πάντα παρευθὺς ἐγκαταλείψας, ἠκολούθησας θερμῶς τῷ κεκληκότι, πρῶτος γεγονὼς
Εὐαγγελιστὴς ἐν τῷ κόσμῳ, καθυπογράψας τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Μεγαλυνάρια
Σύσκηνος τῷ Λόγῳ διατελῶν, θείων μυστηρίων, ἐμυήθης τὰς ἀστραπάς• ἔνθεν θεογράφως, Ἀπόστολε Ματθαῖε, ζωῆς διατυπώσω τὸ Εὐαγγέλιον.
Ἱερῶν λογίων, ἱερουργέ, θείων Μυστηρίων, οὐρανίων μυσταγωγέ• χαῖρος ὁ τῷ φθόγγω τῷ εὐαγγελικῶ σου, Ματθαῖε περιέπων, κόσμου τά πέρατα.
Η Αγία Παρθενομάρτυς Ιφιγένεια του Πόντου
Η ένδοξος
και καλλίνικος μάρτυς του Χριστού Ιφιγένεια, κατήγετο εκ Τοκάτη Πόντου
Μικράς Ασίας, εγεννήθη τω σωτήριον έτος 53 μ.Χ. εκ γονέων ειδωλολατρών
οίτινες εκ μέσω του Αποστόλου Πρωτοκλήτου Ανδρέα εγνώρισαν την εις
Χριστόν τον Ναζωραίον αληθινή πίστην βαπτισθέντες υπ’ αυτού
οικογενειακώς.
Επί του σκληρού διώκτου των Χριστιανών και ειδωλολάτρου
βασιλέως Νέρωνος συλλαμβάνονται οι γονείς της Ιφιγένειας και κλείονται
εις την φυλακήν.
Μετ’ ου πολύ, ο Διοικητής της περιοχής Τοκάτη Πόντου,
αποστέλει στρατιώτας οίτινες συλλαμβάνουν την νεαρά και πανέμορφον κόρην
και εράστριαν του Ναζωραίου Χριστού Ιφιγένεια και την οδηγούν ενώπιόν
του δια να την ανακρίνει.
Η Ιφιγένεια παρ’ όλο το νεαρόν της ηλικίας της, μόλις 15
ετών, σθεναρώς ομολογεί ενώπιον του σκληρού ειδωλολάτρου και Διοικητού
Μάρκου, την εις Χριστόν πίστη της και με μεγίστη δύναμην βροντοφωνεί ότι
τυγχάνει φλογερή εράστρια του Νυμφίου Χριστού και ότι για το Άγιον
όνομά Του είναι έτοιμη να δώσει ακόμη και αυτή την ζωήν της.
Οσάκις την προσεπάθησεν με λόγους κολακευτικούς και
υποσχέσεις να μεταπείσει την Ιφιγένεια να αρνηθεί τον Χριστόν· ιδών δε
το σθεναρόν του χαρακτήρος της, δίδει σκληράς εντολάς εις τους
στρατιώτας του να βασανίσουν την πάγκαλον ταύτην κόρη.
Οι στρατιώται λαμβάνουν λεπτά σίδερα αιχμηρά και τα
τοποθετούν εις τους όνυχας της μάρτυρος εκ των οποίων το αίμα έρρεεν
ποταμηδόν· εν συνεχεία αφού την γύμνωσαν κατέκοψαν τους μαστούς και το
σώμα της δια μαχαιρών και κατόπιν τέσσερις στρατιώτες την κρατούν από
τους πόδας και τας χείρας και της εξαρθρώνουν τα μέλη της. Η αγία από
τους φρικτούς πόνους χάνει τας αισθήσεις της και λιποθυμά.
Ο Διοικητής λυπάται δι’ αυτό που έπραξε αλλά είναι υποχρεωμένος να την θανατώσει, εκτελώντας το βασιλικό διάταγμα.
Μετανοεί δι’ όσα έπραξε εις το μαρτυρικό σώμα της και το
πλησιάζει με σεβασμό· ζητά να τον συγχωρήσει· η αγία ακούσασα τους
λόγους του ανοίγει δι’ ολίγον τους οφθαλμούς της και μηδιά ψιθυρίζοντας:
«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον δούλον Σου» και πάλιν μειδιάσασα
προσθέτει: «Πιστεύω εις την εκ νεκρών ανάστασιν» και παραδίδει με τους
λόγους αυτούς την αγίαν και πάγκαλον ψυχήν της εις χείρας του Νυμφίου
Χριστού την 16η Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 68 μ.Χ. εις ηλικίαν 15
ετών.
Ο Διοικητής φέρνει εκ της εξορίας τους γονείς της εις τους
οποίους ανακοινώνει τα όσα έλαβαν χώραν· και οι γονείς της με
υπερηφάνεια και ενθουσιασμόν μανθάνουν τα της θυγατρός των και ευλογούν
τον Θεόν.
Εν συνεχεία μεταβαίνουν εις τον τόπον όπου έκειτο η λάρνακα
με το μυρωμένο και μαρτυρικό σώμα της και ησπάζοντο τούτο χαίροντες,
αινούντες και ευλογούντες τον Σωτήρα Χριστόν.
Ο Διοικητής ζων τας αγίας και συγκινητικάς ταύτας στιγμάς
με μία ισχυράν κραυγή ομολογεί την εις Χριστόν πίστην του και ομού μετά
των γονέων της αγίας εργάζονται διά την εξάπλωσιν του χριστιανισμού εις
τα μέρη του Πόντου.
Ούτος υπήρξε ο βίος της μάρτυρος Ιφιγένειας της Ποντίας, ης ταις πρεσβείες Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Έγραφον εν τω κελλίω μου την την 31ην Αυγούστου
του σωτηρίου έτους 1995, εορτήν της Τιμίας Ζώνης
της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος
Ηγούμενος της εν Άνδρω
Ι. Μονής του Αγίου Νικολάου εις τας Ώρας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου