Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ις’ 19-31
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 2 Νοεμβρίου 2014 - Ε´ Λουκά
Εἶπεν ὁ Κύριος· 19 ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εἶπε
ὁ Κύριος· «Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελὴ ροῦχα καὶ
τὸ τραπέζι του κάθε μέρα ἦταν λαμπρό. Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν
ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου,
γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν
ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. ῎Ερχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν
τὶς πληγές. Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν
᾿Αβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ
βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν ᾿Αβραὰμ καὶ
κοντά του τὸν Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· “πατέρα μου
᾿Αβραάμ, σπλαχνίσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη
τοῦ δάχτυλού του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατὶ ὑποφέρω μέσα σ’
αὐτὴ τὴ φωτιά”. ᾿Ο ᾿Αβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε· “παιδί μου, θυμήσου ὅτι
ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία.
Τώρα λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά,
ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ
᾿δῶ σ’ ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν· οὔτε οἱ ἀπὸ κεῖ μποροῦν νὰ περάσουν σ’
ἐμᾶς”. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος· “τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ
σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς μου, ὥστε νὰ
μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων”. ῾Ο ᾿Αβραάμ
τοῦ λέει· “ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν· ἂς ὑπακούσουν σ’
αὐτά”. “῎Οχι, πατέρα μου ᾿Αβραάμ”, τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ· ἀλλὰ ἂν
κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν”. Τοῦ λέει τότε
ὁ ᾿Αβραάμ· “ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη
κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δέν πρόκειται νὰ πεισθοῦν”».
Πότε βρισκόμαστε
στη θέση του πλουσίου
και πότε
στη θέση του Λαζάρου,
ανάλογα με το τι κυριαρχεί μέσα μας
α.
Η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου μας δίνει με πολύ άμεσο
και εποπτικό τρόπο το βάθος όλης της πραγματικότητας. Αναφέρεται στο
εδώ, την παρούσα ζωή, αλλά επεκτείνεται και στο επέκεινα, την άλλη
ονομαζόμενη ζωή, ρίχνοντας συνεπώς φως εκεί που οι ανθρώπινες αισθήσεις
αδυνατούν να διεισδύσουν. Από την άποψη αυτή, η παραβολή έχει ξεχωριστό
ενδιαφέρον ιδίως για την εποχή μας, για την οποία τα θέματα του
μεταιχμίου της ζωής με τον θάνατο θεωρούνται αγαπημένα θέματα πολλών
συνανθρώπων μας, μερικές δε φορές μονοπωλούν και το ενδιαφέρον τους. Το
περίγραμμα όμως αυτό της παραβολής: του εδώ της ζωής αυτής και του εκεί
της άλλης, ενώ υφίσταται στην πραγματικότητα – ο λόγος του Κυρίου
συνιστά πάντοτε αποκάλυψη – θέλει να τονίσει μεταξύ άλλων την αλήθεια
ότι ανάλογα με τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν στο εδώ, καθορίζεται και
το εκεί. Η ποιότητα της ζωής στον κόσμο τούτο προσδιορίζει και την
ποιότητά της στην άλλη ζωή.
β.
1. Τα δύο πρόσωπα που κυρίως προβάλλονται στην παραβολή, ο πλούσιος και
ο Λάζαρος, έχουν καταρχάς τα ακριβώς αντίθετα γνωρίσματα, και όσον
αφορά τη ζωή αυτή και όσον αφορά την άλλη. Πλούσιος ο ένας, στον κόσμο
τούτο, «ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς»∙ πτωχός ο άλλος,
που όχι μόνον δεν έχει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά είναι γεμάτος και
από πληγές, τις οποίες γλείφουν οι σκύλοι. Και εν μια ροπή
αντιστρέφονται τα πάντα: ο πλούσιος οδηγείται στον Άδη, στον «τόπο»
δηλαδή της βασάνου, με κύριο γνώρισμα την οδύνη. Εκεί, με πλήρη
συνείδηση του παρελθόντος και του παρόντος του, με επίγνωση του εαυτού
του και της οικογενείας του, αλλά και με παντελή αδυναμία, ζητά έστω μία
μικρή ανάψυξη για τον ίδιο, βιώνοντας το άγχος επιπρόσθετα των συγγενών
του, μη τυχόν ευρεθούν στην ίδια τραγική κατάσταση με αυτόν. Ο Λάζαρος
από την άλλη, οδηγημένος από αγγέλους στη Βασιλεία του Θεού, ευρίσκεται
στους κόλπους του Αβραάμ, στον «τόπο» δηλαδή των δικαίων, των
ευρισκομένων μέσα στο φως της παρουσίας του Θεού. Κόλαση ο ένας,
Παράδεισος ο άλλος.
2.
Θα ήταν σφάλμα όμως να πούμε ότι αίτιο της δραματικής αλλαγής της ζωής
και των δύο ήταν ο πλούτος για τον έναν και η φτώχεια για τον άλλον.
Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα παρεξηγούσε την παραβολή και θα την υποβίβαζε
στο επίπεδο μίας επιφανειακής ερμηνείας της. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο
λόγος του Θεού μάς δίνει παραδείγματα πλουσίων που σώθηκαν, και πτωχών
που κολάσθηκαν. Το παράδειγμα του πλουσίου Ζακχαίου που άκουσε από τον
Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», είναι εντελώς
ενδεικτικό. Με άλλα λόγια, δεν είναι τα υλικά αγαθά καθ’ εαυτά που
σώζουν ή καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος χρήσεως αυτών, κάτι που
σημαίνει ότι μπορεί ένας πλούσιος, ενώπιον του Θεού που γνωρίζει τα
βάθη της καρδιάς, να είναι απαγκιστρωμένος από τα πλούτη του, κι ένας
πτωχός να είναι σαν πλούσιος, επειδή επιθυμεί να έχει πλούτη.
3.
Πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο για τον άνθρωπο, ως προς τη σχέση του με
υλικά αγαθά, είναι το παθολογικό ή όχι δέσιμο με αυτά. Το πού είναι
«αγκυροβολημένη» η καρδιά είναι το ζητούμενο από τον Θεό, αφού «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται»
κατά τον Κύριο. Άνθρωπος, πλούσιος ή πτωχός, που η καρδιά του είναι
στον Θεό, που έχει Εκείνον ως κέντρο της ζωή του, είναι ο άνθρωπος που
έχει, με τη χάρη του Θεού, τις προϋποθέσεις ενοίκησης του Θεού μέσα στην
ύπαρξή του. Κι αντιστρόφως: άνθρωπος και πάλι, πλούσιος ή πτωχός, που
έχει ως κέντρο του τα υλικά αγαθά, είτε πραγματικά είτε ως επιθυμία,
είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να σχετιστεί με τον Θεό. Διότι η καρδιά
του είναι γεμάτη από άλλα πράγματα, χωρίς επομένως να υπάρχει χώρος για
Εκείνον.
4.
Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε τώρα τι ήταν εκείνο που οδήγησε σε
καταδίκη τον πλούσιο και τι εκείνο που δικαίωσε τον πτωχό Λάζαρο. Ο
πλούσιος καταδικάστηκε στις οδύνες της κόλασης όχι για τα πλούτη του,
αλλά για την κακή διαχείρισή τους. Τα υλικά αγαθά του θεώρησε ως
αποκλειστικά κτήμα δικό του, που είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόλαυση
του εαυτού του. Λειτούργησαν επομένως γι’ αυτόν σαν ένα είδος θεότητας,
που τον οδήγησαν σε τύφλωση ως προς τις ανάγκες του συνανθρώπου του,
και μάλιστα όχι του μακρινού, αλλά του εμπρός στα μάτια του
ευρισκομένου. Με απλά λόγια, αιτία της καταδίκης του, με αφορμή τα
πλούτη του, ήταν ο εγωισμός του πλουσίου: μία νοσηρή αγάπη μόνο για
εκείνον, κι ίσως και τους δικούς του. Από την άλλη, ο Λάζαρος
δικαιώθηκε, όχι πάλι λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, αλλά με αφορμή την
έλλειψη αυτή, λόγω της υπομονής την οποία επέδειξε, τέτοια που δεν
οδηγήθηκε ούτε σε γογγυσμό κατά του Θεού ούτε κατά του πλουσίου
συνανθρώπου του. Από την άποψη αυτή, αιτία της σωτηρίας και της
δικαίωσής του ήταν η διατήρηση της αγάπης του προς τον Θεό και προς τον
συνάνθρωπο, συνεπώς η επιμονή του στην εμπιστοσύνη του Θεού, η πίστη
ότι ο Θεός είναι ο αποκλειστικός βοηθός του. Δεν πρέπει να είναι άσχετο
το γεγονός ότι το όνομά του «Λάζαρος», σημαίνει ακριβώς αυτό: «ο Θεός
είναι βοηθός».
5.
Το γεγονός ότι με την παραβολή προβάλλεται το θέμα της χρήσεως των
υλικών αγαθών, μας δίνει την ευκαιρία να πούμε τι ο λόγος του Θεού και η
Πατερική εκφορά του τονίζουν για τον πλούτο. Χωρίς να πολυλογήσουμε, η
χριστιανική πίστη θεωρεί ότι ο πλούτος είναι μία δωρεά του Θεού που
δίνεται στον άνθρωπο, προκειμένου αυτός, χρησιμοποιώντας τον πλούτο με
ορθό τρόπο, να σωθεί. Και ορθός τρόπος είναι η με αγάπη προσφορά του σ’
εκείνους που έχουν πραγματική ανάγκη. Ο Θεός δηλαδή επιτρέπει να γίνουν
κάποιοι άνθρωποι, δια της ευλογίας των υλικών αγαθών, μέτοχοι της δικής
Του ευεργεσίας προς τα πλάσματά του. Όπως Εκείνος αδιάκοπα προσφέρει
τον πλούτο της χάρης και της αγαθότητάς Του στους ανθρώπους, κατά
παρόμοιο τρόπο απαιτεί να κάνουν και οι άνθρωποι: αυτό που έχουν να το
μοιράζονται με τους άλλους. Ώστε «το περίσσευμα του ενός εις το υστέρημα του άλλου». «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε».
Μία
τέτοια στάση του ανθρώπου, προσφοράς και ευεργεσίας στους άλλους, κάνει
τον άνθρωπο αυτόν να λειτουργεί ως μικρός Θεός, ανταλλάσσοντας ως καλός
έμπορος τα υλικά με τα πνευματικά αγαθά. Διότι κατά την αναλογία της
προσφοράς υπάρχει και η ανταπόδοση της χάρης, ή καλύτερα, ο άνθρωπος με
την προσφορά προς τους άλλους αναδεικνύει την αγάπη του και συνεπώς
βρίσκεται στο σημείο συντονισμού του με τον ίδιο τον Θεό που είναι
αγάπη. Μία άρνηση του ανθρώπου να τοποθετηθεί έτσι, τον οδηγεί ακριβώς
στα τραγικά αποτελέσματα του πλουσίου της παραβολής, ή του άφρονος
πλουσίου της άλλης γνωστής παραβολής. Για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του
Μεγάλου Βασιλείου, ο πλούσιος που κρατάει τον πλούτο του μόνο για τον
εαυτό του μοιάζει με το βαρυφορτωμένο καράβι που ανοίγεται στο πέλαγος.
Το μόνο σίγουρο στην περίπτωση αυτή είναι ότι με την πρώτη φουρτούνα θα
καταποντιστεί.
Κι
αν έτσι περίπου είναι τα σχετικά με τον πλούτο, τα ίδια από άλλη οπτική
είναι τα σχετικά με τη φτώχεια. Η φτώχεια δηλαδή, δεν είναι καθεαυτή
αρνητικό γεγονός. Δεν εννοούμε βεβαίως την πλήρη έλλειψη των
στοιχειωδών της ζωής, διότι ο άνθρωπος τα έχει οπωσδήποτε ανάγκη για να
ζήσει. Εννοούμε αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος: «έχοντες τροφάς και σκεπάσματα, αρκεσθησόμεθα αυτοίς». Διότι «έσται πορισμός μέγας, η αυτάρκεια μετά ευσεβείας».
Μία τέτοια εγκράτεια ζωής, όταν αντιμετωπίζεται με εμπιστοσύνη στον
Θεό, συνιστά τον πιο εύκολο και γρήγορο τρόπο εισόδου του ανθρώπου στη
Βασιλεία του Θεού. Απόδειξη, ο πτωχός Λάζαρος. Κι είναι αυτός ο
περιορισμένος τρόπος ζωής, διά του οποίου μπορεί ο άνθρωπος να δει άμεσα
και ορατά την πρόνοια του Θεού. Δεν υπάρχει περίπτωση – αυτό
αποδεικνύει η ιστορία της Εκκλησίας – κάποιος, με στενότητα μικρή ή
μεγάλη υλικών αγαθών, αλλά με διάθεση να μη χάσει την αγάπη προς τον Θεό
και τον συνάνθρωπο, να μη δέχεται διαρκώς τις θαυμαστές επεμβάσεις του
Θεού προς συντήρησή του. Σαν τον Γέροντα Παΐσιο, που την ημέρα της
εορτής της Αναλήψεως, τότε που καταλύεται ψάρι στο Άγιον Όρος, ενώ ο
ίδιος λόγω της απόλυτης ένδειάς του δεν είχε τίποτε να φάει, είδε ένα
πτηνό να έρχεται πάνω από το κελί του και να του πετά ένα ψάρι. Ή σαν
τον πτωχό εκείνο οικογενειάρχη κυνηγό, που κρατώντας την πίστη του στον
Θεό χωρίς γογγυσμό, εύρισκε καθημερινά το θήραμά του, κατά θαυμαστό
τρόπο, προς κάλυψη των αναγκών των πολλών τέκνων του.
6.
Δεν θέλουμε όμως να τελειώσουμε, χωρίς την παρακάτω επισήμανση:
μιλώντας για κόλαση και παράδεισο στην παραβολή, δεν πρέπει να τα
εννοήσουμε από πλευράς τοπικής. Δεν είναι τόποι, ο παράδεισος και η
κόλαση. Διότι δεν υπάρχει «περιοχή» εκτός Θεού. Για την πίστη μας,
πρόκειται για τις καταστάσεις που ζει ο άνθρωπος, ανάλογα με τη στάση
του έναντι του Θεού. Ο μετανοημένος και με αγάπη άνθρωπος ζει την
παρουσία του Θεού κατά τρόπο θετικό∙ και αυτό είναι ο παράδεισος. Ο
αμετανόητος, δηλαδή ο εγωιστής άνθρωπος, που έχει ως κέντρο και αξία
μόνον τον εαυτό του, ενώ βρίσκεται μέσα στην ενέργεια του Θεού, αδυνατεί
να ζήσει θετικά την αγάπη Εκείνου και κολάζεται. Δηλαδή, η μία και
ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους, βιώνεται είτε ως παράδεισος είτε ως
κόλαση, ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου.
γ.
Με το δεδομένο ότι ο Θεός βλέπει τις καρδιές μας, συνεπώς τις κλίσεις
της είτε προς Εκείνον είτε προς τον κόσμο και τα υλικά αγαθά του –
ανεξάρτητα, όπως είπαμε, αν έχουμε πράγματι τα υλικά αγαθά ή τα
επιθυμούμε - θα πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τα πρόσωπα
της παραβολής: τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι αυτό σημαίνει: πότε
βρισκόμαστε στη θέση του πλουσίου και πότε στη θέση του Λαζάρου, ανάλογα
με το τι κυριαρχεί μέσα μας. Το επικρατούν στοιχείο μέσα μας δείχνει
και τον τύπο που κάθε φορά επιλέγουμε. Συνεπώς, το ζητούμενο από εμάς
είναι η καρδιά μας να είναι πάντοτε στραμμένη με αγάπη προς τον Θεό, η
εμπιστοσύνη μας σ’ Αυτόν ποτέ να μη μας εγκαταλείπει, με απλά λόγια να
είμαστε πάντοτε Λάζαροι. Η θέση μας έτσι στους «κόλπους του Αβραάμ» θα είναι τότε δεδομένη, όχι μόνο μετά θάνατο, αλλά ήδη από τη ζωή αυτή.
Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος
Στην Περσία
Ο Άγιος Μάρτυς Ακίνδυνος και οι συν αυτώ, μαρτυρήσαντες, κατάγονταν από την Περσία. Ήσαν από τους πρώτους άρχοντες του βασιλέως των Περσών, του Σαβωρίου Β',
πού βασίλευσε το έτος 330 μ.Χ. Το καιρόν λοιπόν, πού βασίλευε στην Περσία ο Σαβώριος οι Χριστιανοί υπέστησαν διωγμό. Αυτός βασάνιζε σκληρά όλους όσους εύρισκε
να ομολογούν τον Χριστό.
Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος προδίδονται
Οι τρεις αυτοί Άγιοι κρυβόντουσαν σε ένα σπίτι. Εκεί δίδασκαν τους Χριστιανούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο Σαβώριος, αγριέψε και διέταξε να φέρουν στο Κριτήριο τους Αγίους.
Όταν τους έφεραν μπροστά του, τους απειλούσε να τούς δώσει φοβερό θάνατο. Αλλά οι Άγιοι του Χριστού του αποκριθήκαν γενναία, ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν οποιαδήποτε
βασανιστήρια, διότι αυτά θα τους ωφελήσουν και θα τούς σώσουν την ψυχή τους.
Τους βασανίζουν
Τότε διέταξε ο τύραννος να τους ραβδίζουν σε όλο τους το σώμα τέσσερες άνδρες, έως ότου κουραστούν. Οι Άγιοι υπέμειναν με καρτερία το βασανιστήριο και οι δήμιοι
κουράζονταν, όμως ο τύραννος έδωσε διαταγή να αλλάζουν οι δήμιοι. Παρ’ όλα αυτά όμως οι Άγιοι είχαν πολύ υπομονή τότε βλέποντας ο τύραννος την υπομονή τους διέταξε
να τους κρεμάσουν και να τους καίνε από κάτω. Οι Άγιοι υπέφεραν το μαρτύριο και προσευχόντουσαν στον Δεσπότη Χριστό να λυτρώσει για να γνωρίσουν και άλλοι τον
Αληθινό Θεό. Τότε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε και αμέσως τα σχοινιά λύθηκαν, η φωτιά τους δρόσισε, και οι άγιοι με πρόσωπο γελαστό και χαρούμενο,
παρουσιάστηκαν στον βασιλέα Σαπώρ. Αυτός δεν πίστεψε στο θαύμα και κατηγορούσε τους Αγίους για μάγους.
Το θαύμα τον Ακίνδυνου
Ο βασιλεύς έμεινε κωφός και άλαλος από την απιστία του. Μόνον με νοήματα σημείωνε, ότι ήθελε.
Οι Άγιοι λυπήθηκαν διά την μωρία του τυράννου και των άλλων, πού δεν μπορούσαν να καταλάβουν το θαύμα. Άρχισαν, λοιπόν, να παρακαλούν τον Θεό, να τους ανοίξει τα
μάτια της καρδίας τους και να Τον γνωρίσουν.
Την ώρα όμως πού προσεύχονταν οι Άγιοι, φάνηκε στρατός ουράνιος, πού άστραφταν σαν τον ήλιο. Οι ασεβείς τυφλωμένοι από την λάμψη και την ωραιότητα των Αγγέλων,
έπεσαν κατά γης και απορούσαν με τα γενόμενα, Κανενός όμως ο νους δεν φωτίστηκε. Ο Άγιος Ακίνδυνος βλέποντας πως ο τύραννος θεληματικά μένει στην κακία του ζήτησε
να του επανέλθει η λαλιά. Ο τύραννος αντί να χαρεί από το θαύμα και να πιστέψει διέταξε αμέσως να βάλουν τους Αγίους σε σιδερένια κρεβάτια και ανάψουν φωτιά από κάτω
με λίπος, πίσσα και ρετσίνι. Οι Άγιοι πάνω στο μαρτύριο προσεύχονταν στον Κύριο να τους βοηθήσει να υπομείνουν το μαρτύριο για να φωτιστεί ο λαός. Και τότε ακούστηκε
φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
—Επειδή βεβαιώσατε, τα έργα σας με την πίστη σας, ας γίνει το θέλημα σας, καθώς ζητήσατε.
Με αυτό το θαύμα πολλοί πίστεψαν στον Παντοδύναμο Θεό. Παρ’ όλα αυτά ο βασιλεύς τυφλός και ανόητος, παρακινεί πάλιν τους Αγίους να Αρνηθούν την ευσέβεια και να
προσκυνήσουν τα είδωλα. Αυτοί πήγαν στο ναό των ειδώλων και αφού προσευχήθηκαν έπεσε το είδωλο του Δία και έγινε χίλια κομμάτια.
Θυμωμένος ο άθεος αυτός διατάσσει να ρίξουν τους Αγίους μέσα σε καζάνι με λιωμένο μολύβι. Όμως οι Άγιοι δεν πάθαιναν τίποτα μέσο στο καζάνι. Τότε ο τύραννος
προσπάθησε να βυθίσει τους Αγίους μέσα στο μολύβι και ευθύς χύθηκε το καζάνι και του κάηκαν τα χέρια. Βλέποντας αυτό το θαύμα πίστεψε ένας στρατιώτης με το όνομα
Αφθόνιος και ομολόγησε δυνατά ότι και αυτός πιστεύει στον Έναν Αληθινό Θεό. Τότε ο τύραννος έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. Ο Αφθόνιος με χαρά προσευχήθηκε
στον Θεό και έσκυψε πρόθυμα το κεφάλι του για να δεχτεί δια του ξίφους θάνατο. Οι Χριστιανοί, πού παραβρέθηκαν, παρέλαβαν το άγιο λείψανο του και το ενταφίασαν, όπως
έπρεπε!
Έπειτα ο τύραννος διέταξε να βάλουν τους Αγίους μέσα σε ασκιά από δέρματα βοδιών και να τους ρίξουν στα νερά να πνιγούν. Όμως όταν τους έριξαν τα ασκιά σχίστηκαν και
μέσα σε αυτά φάνηκε ο Άγιος Αφθόνιος αστραπόμορφος, και ευθύς βγήκαν οι Άγιοι μπροστά στον τύραννο. Ο τύραννος νόμιζε ότι δεν τους έριξαν στα νερά και να ρίξουν τους
δημίους μέσα στα νερά αφού τους κόψουν τα χέρια. Οι δήμιοι όμως βλέποντας το θαύμα πριν πίστεψαν αμέσως στον Χριστό και προσευχήθηκαν με όλη την καρδιά τους. Έτσι
δέχθηκαν το μακάριο τέλος 4 άνθρωποι. Έδωσε μετά διαταγή να φυλακίσουν τους 3 Αγίους.
Οι Άρχοντες θανατώνονται
Τότε Αποκρίθηκε ένας Από τη Σύγκλητο, ο πρώτος κατά την τάξη, πού λεγόταν Ελπιδοφόρος. Αυτός ήταν πιστός Χριστιανός Από τους κρυφούς. Αγανακτισμένος τώρα από τη
θηρωδία του τυράννου, πήρε το θάρρος και ομολόγησε την πίστη του. Έβρισε τον τύραννο Άφοβα. Το ίδιο έκαμε και Άλλος συγκλητικός, Φιλόλογος ονομαζόμενος, ο οποίος
τον έβρισε χωρίς να λογαριάσει την βασιλική εξουσία, πού είχε ο τύραννος. Τότε ο βασιλεύς, επειδή τον έβρισαν, διέταξε και σκότωσαν και τους δύο, τον Ελπιδοφόρο και τον
Φιλόλογο. Το Ελπιδοφόρο τον ακολούθησαν και άλλοι τρεις που ομολόγησαν και αυτοί την πίστη τους.
Ο Ακίνδυνος, όμως πού κατάλαβε την κακία του τυράννου, ατάραχος του είπε:
— Καλά σου προφήτεψε το όνομα η μητέρα σου και σε ονόμασε Σαβώριον, πού σημαίνει πατέρα δαιμόνων! Αλλά εσύ είσαι χειρότερος. Είσαι υιός του ανθρωποκτόνου
δαίμονα, επειδή κάνεις τα έργα του και χαίρεσαι, καθώς εκείνος, να βλέπεις ανθρώπινα αίματα.
Αυτά τα πικρά λόγια, όταν τα άκουσε ο άσεβής, ταράχτηκε φοβερά. Αφού έμαθε από την μητέρα του ότι αυτό είναι το όνομα του, αμέσως με μανία την γρονθοκόπησε. Έδωσε
δε διαταγή να ρίξουν τους Αγίους και όλους τους ασεβείς που πίστεψαν στο Χριστό στο καμίνι την δε μητέρα του να την αφήσουν να πάει όπου θέλει.
Η θυσία των Αγίων
Όταν οι Άγιοι πλησίασαν καμίνι, προσευχήθηκαν:
— Κύριε Ιησού Χριστέ, σε ευχαριστούμε, διότι μας δυνάμωσες να τελειώσωμε τον αγώνα, για την αγάπη σου και δεν μας άφησες να γίνωμε θήραμα ζώντων εχθρών μας,
αλλά λύτρωσες την ψυχή μας από τις παγίδες του δαίμονος. Και τώρα σε παρακαλούμε να μας δυναμώσης να υπομείνωμε και αυτή τη φωτιά, με ανδρεία και γενναιότητα.
Παρακαλούμεν, Κύριε, να παρασταθής, όταν η ψυχή χωρισθή από το σώμα, διότι με την ελπίδα τη δική σου θαρρεύομε και μπαίναμε στη φλόγα αυτή την τρομερή.
Οι στρατιώτες μπροστά σ' αυτή τη αφόρητη πύρα, δείλιασαν και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Τότε οι Άγιοι τους ενδυνάμωσαν και αφού πήραν θάρρος οι στρατιώτες.
Έκαμαν το σημείο του Σταυρού στο μέτωπο και πήδησαν όλοι, μέσα εις στο καμίνι. Ήταν είκοσι οκτώ τον αριθμόν. Μαζί, με την μητέρα του τυράννου έπεσαν μέσα σε κείνο
το φλογερό καμίνι, πού τριζοβολούσε από τη δύναμη της φωτιάς. Έψαλλαν χαρούμενοι, με τον Ακίνδυνο, τον Πηγάσιο και τον Ανεμπόδιστο. Έτσι τελείωσαν τον μακάριο
δρόμο της θυσίας των.
Ήταν η δευτέρα Νοεμβρίου. Μέσα δε στο καμίνι, φάνηκε χορός Αγγέλων, πού παρέλαβαν τις μακάριες ψυχές των Αγίων και τις οδήγησαν εις τον Δεσπότη Χριστό.
Όλος ο τόπος εκείνος γέμισε με άρρητη ευωδιά. Τέτοια ευωδία, πού όλος ο κόσμος των Χριστιανών θαύμασαν. Αυτοί κατόπιν πήραν τα Άγια λείψανα και τα ενταφίασαν
με ευλάβεια.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀκίνδυνον μέλψωμεν, σὺν Ἀφθονίῳ ὁμοῦ, κλεινὸν Ἀνεμπόδιστον, Ἐλπιδηφόρον στερρόν, Πηγάσιον ἔνδοξον· οὗτοι γὰρ ἀκινδύνως, ἐξ ἀφθόνου κρατῆρος,
πηγάζουσι τοῖς ἐλπίδι, ἀρραγεῖ προσιοῦσι, χαρίτων ἀνεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Ἀκίνδυνον μέλψωμεν, σὺν Ἀφθονίῳ ὁμοῦ, κλεινὸν Ἀνεμπόδιστον, Ἐλπιδηφόρον στερρόν, Πηγάσιον ἔνδοξον· οὗτοι γὰρ ἀκινδύνως, ἐξ ἀφθόνου κρατῆρος,
πηγάζουσι τοῖς ἐλπίδι, ἀρραγεῖ προσιοῦσι, χαρίτων ἀνεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ὡς ἄστρα ἀπλανῆ, τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης, ἀνέλαμψαν ἐν γῇ, οἱ Χριστοῦ στρατιῶται, τὸν ζόφον διώκοντες, τῶν παθῶν καὶ πηγάζοντες, χάριν ἄφθονον,
ἀνεμποδίστως τοῖς πᾶσι, καὶ ἀκίνδυνον, τὴν σωτηρίαν δοροῦνται, ἐλπίδι τῆς πίστεως.
Μεγαλυνάριον.
Ὄμιλος πεντάριθμος Ἀθλητῶν, διηγωνισμένων, ἐν Κυρίῳ μαρτυρικῶς, πρόκειται εἰς αἶνον· αὐτοῖς οὖν ἐκβοῶμεν· χαίρετε Ἀθλοφόροι, Χριστοῦ πανθαύμαστοι.
Την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου η τοπική μας εκκλησία τιμά την μνήμη των Αγίων Τριών Νεομαρτύρων Αγ.Ιερομάρτυρος Γεωργίου του Νεαπολίτου, Αγ.Οσιομάρτυρος Ακακίου του Ασβεστοχωρινού και Αγ.Νεομάρτυρος Αθανασίου του Κουλακιώτου
Η Ιερά μας Μητρόπολη έχει καθιερώσει την
πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να εορτάζεται η σύναξη των τοπικών της
Αγίων, του Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτου, του Αγίου Αθανασίου του
Κουλακιώτου και του Αγίου Ακακίου του Ασβεστοχωρίτου. Η πανήγυρις
λαμβάνει χώρα στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γεωργίου όπου και
μεταφέρονται τεμάχια των λειψάνων των Αγίων και τελούνται καθ' όλη την
εβδομάδα πανηγυρικές ακολουθίες προς τιμήν των Αγίων. Παρακάτω
παρατίθενται οι βίοι των Αγίων.
Αγ.Γεώργιος Νεαπολίτης.
Ο Άγιος Γεώργιος, ο
νέος ιερομάρτυρας του Χριστού, έζησε στη Νεάπολη της Μικράς Ασίας
(τουρκ. Νεβ-Σεχήρ) τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ήταν ιερέας στον Ιερό Ναό της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου και υπηρετούσε με δικαιοσύνη και οσιότητα το
ποίμνιο του ως αληθής λειτουργός του Υψίστου. Προικισμένος με τις αρετές
της αγάπης και της πραότητας, της φιλαδελφίας και της ανεξικακίας,
ταπεινός και άμεμπτος ήταν το στήριγμα και η παραμυθία των Ελλήνων
χριστιανών που ζούσαν τότε κάτω από το ζυγό των Τούρκων. Ως επίγειος
άγγελος ο θείος Γεώργιος υπηρετούσε με προθυμία τους συνανθρώπους του
καλλιεργώντας τα θεία χαρίσματα και ευαρεστώντας τον Θεό. Το έτος 1797
προσκλήθηκε στο χωριό Μαλακοπή -που βρισκόταν σε απόσταση έξι ωρών από
τη Νεάπολη- για να ιερουργήσει σε κάποια μεγάλη γιορτή και να αγιάσει
τους ευσεβείς χριστιανούς, γιατί ο ιερέας τους ήταν ασθενής ή, κατά τη
γνώμη άλλων, κρυβόταν από τη μανία των Αγαρηνών. Ο γέροντας πια Γεώργιος
αποδέχθηκε ευχαρίστως την πρόσκληση χωρίς να υπολογίσει την ταλαιπωρία
και προπάντων τους κινδύνους. Ανεβασμένος στο γαϊδουράκι του,
καχεκτικός, πορευόταν πρόθυμος. Κόντευε πια στη Μαλακοπή, όταν ξαφνικά
στη θέση « Κομπιά Ντερέ», δηλαδή «ρεματιά» δέχθηκε την άγρια επίθεση
Τούρκων βοσκών, οι οποίοι έπεσαν επάνω του εξαγριωμένοι και με
απερίγραπτη μανία. Τον λήστεψαν, τον γύμνωσαν και, τέλος του έδωσαν
μαρτυρικό θάνατο αποκόπτοντας την τιμία κεφαλή του. Το σώμα του, γυμνό
και ματωμένο, μαζί με το κεφάλι κατέληξαν σε παρακείμενο φαράγγι, η ψυχή
όμως πέταξε κοντά στον Κύριον της για να την κατατάξει στους Οσίους και
τους Ιερομάρτυρες. Πέρασαν τέσσερις ημέρες χωρίς ο Άγιος ιερέας να
εμφανισθεί στη Μαλακοπή, αλλά ούτε να επιστρέψει στη Νεάπολη. Ανήσυχοι
οι Νεαπολίτες βγήκαν σε αναζήτησή του.Βρήκαν το άγιο σώμα του και την
τιμία κεφαλή και θρηνώντας και κλαίγοντας για τον σκληρό θάνατο του
ποιμένα τους τον κήδευσαν επιτόπου βιαστικά, φοβούμενοι τη μανία των
Αγαρηνών. Πάνω στον τάφο μια πέτρα έφερε την απλή επιγραφή : «Ιερεύς
Γεώργιος». Πέρασε έτσι αρκετός καιρός, όταν μια νύκτα ο άγιος ιερομάρτυς
εμφανίζεται σε όραμα σε μια ευλαβή χήρα διηγούμενος τα όσα συνέβησαν
και προτρέποντάς την να ενημερώσει τη Δημογεροντία, για να φροντίσουν να
τον βρουν στην τοποθεσία όπου είχε ταφεί. Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία,
όταν όμως έπειτα από λίγες μέρες το όνειρο επαναλήφθηκε, έντρομη έπραξε
όσα της ζήτησε ο άγιος. Δίχως αναβολή οι ευσεβείς Νεαπολίτες με
επικεφαλής τον ιερέα τους, ονόματι Νεόφυτο, γιο του επίσης ιερέα
Βασιλείου, συνεφημερίου του αγίου, σπεύδουν και ανασκάπτουν τον πρόχειρο
εκείνο τάφο. Ω, του θαύματος! Το λείψανο του Αγίου υπάρχει σώο και
ακέραιο διαχέοντας ουράνια ευωδία και Χάρη! Αφού το προσκύνησαν με
ευλάβεια και δέος, το τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα και το μετέφεραν
στην οικία του π. Νεοφύτου όπου, κατά την επιθυμία του ίδιου του Αγίου,
φυλασσόταν σε ένα κελί. Εκεί προσέρχονταν πάρα πολλοί, ντόπιοι και
ξένοι, για να προσκυνήσουν τον Άγιο και να λάβουν αγιασμό από το σεπτό
λείψανό του. Αρχίζουν να τελούνται θαύματα. Ασθένειες και αναπηρίες
θεραπεύονται, άτεκνοι αποκτούν παιδιά, ψυχικά νοσήματα εξαφανίζονται,
ακόμη και για ανομβρία καταφεύγουν στον Άγιο οι Νεαπολίτες, για να δουν
σε λίγη ώρα την ευλογημένη βροχή να πέφτει δυνατή. Όλοι ομολογούσαν πόσο
θαυματουργός αναδείχτηκε ο Άγιος Γεώργιος! Το 1924, με την ανταλλαγή
των πληθυσμών, αναχώρησαν και οι Έλληνες της Καππαδοκ ίας για την
ελεύθερη Ελλάδα παίρνοντας ο καθένας μαζί του ό,τι θεωρούσε
πολυτιμότερο. Ο τότε εφημέριος του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, θεωρώντας πρώτο του καθήκον την ασφαλή μεταφορά
του θαυματουργού και άφθαρτου λειψάνου του Αγίου Γεωργίου, το μετέφερε
από την παραλία της Μερσίνης με ατμόπλοιο στην Αττική. Κατά τη διάρκεια
του ταξιδιού είχε μεγάλη θαλασσοταραχή, η οποία όμως κόπασε με θαύμα του
Αγίου. Στην Αττική το ιερό λείψανο παραδόθηκε στους Νεαπολίτες, οι
οποίοι το τοποθέτησαν με ευλάβεια στον Ιερό Ναό του Αγίου Ευσταθίου στη
Νέα Νεάπολη του Περισσού. Από τότε άπειρα είναι τα θαύματα και οι ιάσεις
που ενεργεί ο Άγιος Γεώργιος σε όσους με πίστη επικαλούνται το όνομά
του. Από τις 2-11-1999, κατόπιν παρακλήσεως του Α΄ Μητροπολίτη κ.κ.
Διονυσίου και ευγενούς παραχωρήσεως του Σεβασ. Μητροπολίτη Τριφυλίας και
Ολυμπίας κ.κ. Στεφάνου, τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου είναι
θησαυρισμένο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Νεαπόλεως, για
μόνιμη ευλογία του χριστεπώνυμου πληρώματος της Ιεράς Μητροπόλεως. Η
μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτη τιμάται στις 3 Νοεμβρίου.
Άγιος
Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης καταγόταν από ένα χωριό της
Θεσσαλονίκης, την Κουλακιά (σημερινή Χαλάστρα). Γεννήθηκε το 1749. Οι
γονείς του, Πολύχρους και Λουλούδω, ήταν προύχοντες της περιοχής και
διακρίνονταν για την ευσέβεια τους. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια της ζωής
του ανατράφηκε σε ένα ευσεβές, χριστιανικό περιβάλλον. Αφού έμαθε τα
πρώτα γράμματα στο χωριό του, στη συνέχεια φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο
της Θεσσαλονίκης, στο οποίο δάσκαλος ήταν ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο
Πάριος. Κατόπιν, για να συμπληρώσει τις σπουδές του πήγε στο Άγιο Όρος,
στο σχολείο του Βατοπεδίου, όπου δίδασκε ο Παναγιώτης Παλαμάς.Διακρίθηκε
μάλιστα για την πολύ καλή επίδοση του. Στη συνέχεια, διδάχτηκε και τη
Λογική του Ευγενίου, έχοντας δάσκαλο τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο, από το
Μέτσοβο, ο οποίος αποστάλθηκε στον Άθω από τη Μεγάλη του Χριστού
Εκκλησία. Όταν έφυγε ο δάσκαλος του από την Αθωνιάδα, τον ακολούθησε και
ο Αθανάσιος, κατευθυνόμενος προς την Κωνσταντινούπολη. 'Επειτα, όμως,
από δύο σχεδόν χρόνια, επέστρεψε στο 'Aγιον Όρος, και στο διάστημα αυτό
επισκέφτηκε και την ιδιαίτερη πατρίδα, την Κουλακιά. Εκεί υπήρχε
Βασιλικός Μελτζιχανάς (τόπος θρησκευτικών συγκεντρώσεων), τον οποίο
συνήθιζε, όταν βρισκόταν στο χωριό του, να επισκέπτεται, για να συζητά
και να ακούει διάφορες ειδήσεις. Μια μέρα, λοιπόν, έτυχε μαζί με τον
Άγιο να βρίσκεται εκεί και κάποιος εμίρης. Κατά τη δι άρκεια της
κουβέντας τους, ο Αθανάσιος, που γνώριζε και την τουρκική και την
αραβική γλώσσα, είπε στον εμίρη με απλότητα: «Η πίστη σας σ' αυτούς τους
λόγους συγκεφαλαιώνεται», και ανέφερε προφορικά τις λέξεις που
συνόψιζαν την μουσουλμανική πίστη. Ο εμίρης, όμως, μόλις άκουσε την απλή
εκφορά των συγκεκριμένων λόγων τη θεώρησε τέλεια ομολογία πίστης και
είπε προς τον Αθανάσιο: «Εσύ έκανες σαλαβάτι (ομολογία) και έγινες
Τούρκος». Μάταια εκείνος προσπάθησε να του εξηγήσει πως η απλή εκφορά
από μέρος του λέξεων στις οποίες περικλειόταν η οθωμανική πίστη σε καμία
περίπτωση δε σήμαινε πως και ο ίδιος ασπαζόταν αυτή την πίστη. Ο
Τούρκος αξιωματούχος δεν πείστηκε και τον παρέδωσε στον Οθωμανό επιστάτη
του Μελτζιχανά, ζητώντας του να τον προσέχει έως ότου ο ίδιος
επιστρέψει. Εκείνος έφυγε αμέσως για τη Θεσσαλονίκη και παρουσιάστηκε
στο Μουλά, στον οποίο συκοφάντησε με θράσος τον αγαθό Αθανάσιο, ότι
δήθεν έκανε «σαλαβάτι» και ομολόγησε την πίστη τους, μα κατόπιν άλλαξε
γνώμη και την αρνήθηκε περιπαίζοντας την. Τότε ο Μουλάς στέλνει και
φέρνουν μπροστά του τον Άγιο και ακούει και πάλι την υπόθεση της
κατηγορίας. Στη συνέχεια υποβάλει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο Αθανάσιο,
ο οποίος του εξηγεί όλη την αλήθεια. Αφού τον άκουσε με προσοχή ο
κριτής, έκρινε πολύ ορθά την υπόθεση, παραδεχόμενος πως δεν αρκεί, για
να γίνει κάποιος Τούρκος, να γνωρίζει απλώς τις αρχές της οθωμανικής
πίστης. Και στρεφόμενος προς τον εμίρη, του είπε, αποστομώνοντας τον:
«κι εσύ, αν γνώριζες το σύμβολο της πίστεως του και του έλεγες ότι σ'
αυτό στηρίζεται η πίστη του, δε θα γινόσουν χριστιανός μόνο και μόνο
προφέροντας τις σχετικές λέξεις». Ωστόσο, οι αγάδες που παρευρίσκονταν
εκεί, διαφωνούσαν έντονα, υποστηρίζοντας ότι η πίστη τους δε μπορούσε να
περιπαίζεται. Έτσι, λοιπόν, άλλαξε γνώμη και ο κριτής και άρχισε,
άλλοτε με κολακείες και άλλοτε με φοβέρες, να παρακινεί τον Αθανάσιο να
αλλαξοπιστήσει, λέγοντας του πως ό,τι έκανε (την δήθεν ομολογία), το
έκανε παρακινημένος από το Θεό. Γι' αυτό και θα έπρεπε να φανεί συνεπής
με το «σαλαβάτι» του, γιατί η οθωμανική πίστη δε ήταν δυνατόν να
καταφρονείται. Ο Μάρτυρας, όμως, σταθερός στην πίστη του, δεν
ανταποκρίθηκε στις προτροπές του εμίρη ούτε δείλιασε μπροστά στις
φοβέρες του. Τότε εκείνος διέταξε να τον φυλακίσουν. 'Ύστερα από αρκετές
μέρες, απαίτησε να τον φέρουν και πάλι μπροστά του για να τον εξετάσει.
Όταν διαπίστωσε, όμως, ότι ο Αθανάσιος παρέμενε σταθερός και
αμετακίνητος, εξ έδωσε τελικά εναντίον του καταδικαστική απόφαση. Έτσι
τον παρέλαβαν οι δήμιοι και τον κρέμασαν έξω από την πόλη ( στο χώρο
όπου βρίσκεται σήμερα το παρεκκλήσι που φέρει το όνομά του, στο
κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής). Με αυτό τον τρόπο μαρτύρησε ο Άγιος
Αθανάσιος, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1774, σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Άγιος Ακάκιος ο Ασβεστοχωρινός.
O Αθανάσιος (αυτό ήταν το κοσμικό όνομα
του Ακακίου) καταγόταν από το Νεοχώρι (σημερινό Ασβεστοχώρι) της
Θεσσαλονίκης. Οι γονείς του, ευρισκόμενοι στις Σέρρες, αναγκάζονται να
παραδώσουν τον εννιάχρονο Αθανάσιο σε κάποιον υποδηματοποιό για να του
διδάξει την τέχνη του. Η σκληρή συμπεριφορά του αφεντικού του και η
κακομεταχείριση τον εξώθησαν στην εξόμωση προκειμένου να απαλλαγεί από
τα βάσανα για να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Μεγάλη Παρασκευή τον έπεισαν να
αλλαξοπιστήσει! Να αρνηθεί το Χριστό! Να γίνει Μωαμεθανός! Υιοθετήθηκε
από τον Τούρκο ηγεμόνα της περιοχής Ισούφ Μπέη κι έμεινε κοντά του εννιά
χρόνια. Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και εξαιτίας προβλημάτων που είχε με τη
μητριά του συκοφαντήθηκε και εκδιώχθηκε. Τότε άρχισε ο δρόμος της
επιστροφής. Γυρίζει κοντά στους γονείς του, στη Θεσσαλονίκη.
Ακολουθώντας τις συμβουλές τους μεταβαίνει στο 'Αγιον 'Ορος, όπου αφού
περιπλανήθηκε σε αρκετές μονές, καταλήγει τελικά στη Σκήτη του Τιμίου
Προδρόμου, στη συνοδεία του Γέροντος Νικηφόρου, υποτακτικός στο Γέροντα
Ακάκιο. Γίνεται μοναχός με το όνομα Ακάκιος και έπειτα από διάστημα
έντονης ασκήσεως, έχοντας τις ευλογίες των πατέρων, ξεκινάει στις 10
Απριλίου 1816 για την Κωνσταντινούπολη, για να ξεπλύνει τη ντροπή που
ένιωθε... Το Σάββατο 29 Απριλίου, αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα
λαμβάνοντας τα άχραντα μυστήρια, φτάνει «εις τό ανώτατον κριτήριον των
Οθωμανών», όπου ομολογεί δημοσίως και με παρρησία την πίστη του στο
Χριστό... Στην προσπάθειά τους να τον μεταπείσουν, τον φυλακίζουν, τον
κολακεύουν, τον εκφοβίζουν, του δίνουνε υποσχέσεις, τον βασανίζουν. Δεν
τον κλονίζουν όμως. Και όταν βλέπουν το σταθερό του φρόνημα,
καταλαβαίνουν πως μάταια κοπιάζουν. Αποφασίζουν, λοιπόν, να τον
σκοτώσουν. ' Ετσι, την 1η Μαΐου 1816, ημέρα Δευτέρα και ώρα 5η «εις
τόπον καλούμενον Δακτυλόπορτον» ο Ακάκιος παρέδωσε δια του ξίφους το
αίμα του. Την τρίτη ημέρα από το μαρτύριό του εξαγοράζεται το λείψανό
του και μεταφέρεται στο 'Αγιον 'Ορος. Στις 9 Μαΐου, στην Καλύβη του
αγίου Νικολάου, ενταφιάζεται, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο
παρεκκλήσι των οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου, μπροστά στην εικόνα
της Παναγίας. Η κοινή μνήμη των τριών οσιομαρτύρων, του αγίου Ευθυμίου
από τη Δημητσάνα, του Αγίου Ιγνατίου από την παλιά Ζαγορά και του αγίου
Ακακίου του Νεοχωρίτου (Ασβεστοχωρίτου) τιμάται την 1η Μαΐου, ημέρα του
μαρτυρίου του Ακακίου. Ο άγιος Ακάκιος είναι ένας από τους τοπικούς
αγίους της αγιοτόκου Μητροπόλεώς μας. Εξαιρετικά δε τιμάται στο
Ασβεστοχώρι, ιδιαίτερο τόπο καταγωγής του.
Αγ.Γεώργιος Νεαπολίτης.
Ο Άγιος Γεώργιος, ο
νέος ιερομάρτυρας του Χριστού, έζησε στη Νεάπολη της Μικράς Ασίας
(τουρκ. Νεβ-Σεχήρ) τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ήταν ιερέας στον Ιερό Ναό της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου και υπηρετούσε με δικαιοσύνη και οσιότητα το
ποίμνιο του ως αληθής λειτουργός του Υψίστου. Προικισμένος με τις αρετές
της αγάπης και της πραότητας, της φιλαδελφίας και της ανεξικακίας,
ταπεινός και άμεμπτος ήταν το στήριγμα και η παραμυθία των Ελλήνων
χριστιανών που ζούσαν τότε κάτω από το ζυγό των Τούρκων. Ως επίγειος
άγγελος ο θείος Γεώργιος υπηρετούσε με προθυμία τους συνανθρώπους του
καλλιεργώντας τα θεία χαρίσματα και ευαρεστώντας τον Θεό. Το έτος 1797
προσκλήθηκε στο χωριό Μαλακοπή -που βρισκόταν σε απόσταση έξι ωρών από
τη Νεάπολη- για να ιερουργήσει σε κάποια μεγάλη γιορτή και να αγιάσει
τους ευσεβείς χριστιανούς, γιατί ο ιερέας τους ήταν ασθενής ή, κατά τη
γνώμη άλλων, κρυβόταν από τη μανία των Αγαρηνών. Ο γέροντας πια Γεώργιος
αποδέχθηκε ευχαρίστως την πρόσκληση χωρίς να υπολογίσει την ταλαιπωρία
και προπάντων τους κινδύνους. Ανεβασμένος στο γαϊδουράκι του,
καχεκτικός, πορευόταν πρόθυμος. Κόντευε πια στη Μαλακοπή, όταν ξαφνικά
στη θέση « Κομπιά Ντερέ», δηλαδή «ρεματιά» δέχθηκε την άγρια επίθεση
Τούρκων βοσκών, οι οποίοι έπεσαν επάνω του εξαγριωμένοι και με
απερίγραπτη μανία. Τον λήστεψαν, τον γύμνωσαν και, τέλος του έδωσαν
μαρτυρικό θάνατο αποκόπτοντας την τιμία κεφαλή του. Το σώμα του, γυμνό
και ματωμένο, μαζί με το κεφάλι κατέληξαν σε παρακείμενο φαράγγι, η ψυχή
όμως πέταξε κοντά στον Κύριον της για να την κατατάξει στους Οσίους και
τους Ιερομάρτυρες. Πέρασαν τέσσερις ημέρες χωρίς ο Άγιος ιερέας να
εμφανισθεί στη Μαλακοπή, αλλά ούτε να επιστρέψει στη Νεάπολη. Ανήσυχοι
οι Νεαπολίτες βγήκαν σε αναζήτησή του.Βρήκαν το άγιο σώμα του και την
τιμία κεφαλή και θρηνώντας και κλαίγοντας για τον σκληρό θάνατο του
ποιμένα τους τον κήδευσαν επιτόπου βιαστικά, φοβούμενοι τη μανία των
Αγαρηνών. Πάνω στον τάφο μια πέτρα έφερε την απλή επιγραφή : «Ιερεύς
Γεώργιος». Πέρασε έτσι αρκετός καιρός, όταν μια νύκτα ο άγιος ιερομάρτυς
εμφανίζεται σε όραμα σε μια ευλαβή χήρα διηγούμενος τα όσα συνέβησαν
και προτρέποντάς την να ενημερώσει τη Δημογεροντία, για να φροντίσουν να
τον βρουν στην τοποθεσία όπου είχε ταφεί. Η γυναίκα δεν έδωσε σημασία,
όταν όμως έπειτα από λίγες μέρες το όνειρο επαναλήφθηκε, έντρομη έπραξε
όσα της ζήτησε ο άγιος. Δίχως αναβολή οι ευσεβείς Νεαπολίτες με
επικεφαλής τον ιερέα τους, ονόματι Νεόφυτο, γιο του επίσης ιερέα
Βασιλείου, συνεφημερίου του αγίου, σπεύδουν και ανασκάπτουν τον πρόχειρο
εκείνο τάφο. Ω, του θαύματος! Το λείψανο του Αγίου υπάρχει σώο και
ακέραιο διαχέοντας ουράνια ευωδία και Χάρη! Αφού το προσκύνησαν με
ευλάβεια και δέος, το τοποθέτησαν σε ξύλινη λάρνακα και το μετέφεραν
στην οικία του π. Νεοφύτου όπου, κατά την επιθυμία του ίδιου του Αγίου,
φυλασσόταν σε ένα κελί. Εκεί προσέρχονταν πάρα πολλοί, ντόπιοι και
ξένοι, για να προσκυνήσουν τον Άγιο και να λάβουν αγιασμό από το σεπτό
λείψανό του. Αρχίζουν να τελούνται θαύματα. Ασθένειες και αναπηρίες
θεραπεύονται, άτεκνοι αποκτούν παιδιά, ψυχικά νοσήματα εξαφανίζονται,
ακόμη και για ανομβρία καταφεύγουν στον Άγιο οι Νεαπολίτες, για να δουν
σε λίγη ώρα την ευλογημένη βροχή να πέφτει δυνατή. Όλοι ομολογούσαν πόσο
θαυματουργός αναδείχτηκε ο Άγιος Γεώργιος! Το 1924, με την ανταλλαγή
των πληθυσμών, αναχώρησαν και οι Έλληνες της Καππαδοκ ίας για την
ελεύθερη Ελλάδα παίρνοντας ο καθένας μαζί του ό,τι θεωρούσε
πολυτιμότερο. Ο τότε εφημέριος του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος, θεωρώντας πρώτο του καθήκον την ασφαλή μεταφορά
του θαυματουργού και άφθαρτου λειψάνου του Αγίου Γεωργίου, το μετέφερε
από την παραλία της Μερσίνης με ατμόπλοιο στην Αττική. Κατά τη διάρκεια
του ταξιδιού είχε μεγάλη θαλασσοταραχή, η οποία όμως κόπασε με θαύμα του
Αγίου. Στην Αττική το ιερό λείψανο παραδόθηκε στους Νεαπολίτες, οι
οποίοι το τοποθέτησαν με ευλάβεια στον Ιερό Ναό του Αγίου Ευσταθίου στη
Νέα Νεάπολη του Περισσού. Από τότε άπειρα είναι τα θαύματα και οι ιάσεις
που ενεργεί ο Άγιος Γεώργιος σε όσους με πίστη επικαλούνται το όνομά
του. Από τις 2-11-1999, κατόπιν παρακλήσεως του Α΄ Μητροπολίτη κ.κ.
Διονυσίου και ευγενούς παραχωρήσεως του Σεβασ. Μητροπολίτη Τριφυλίας και
Ολυμπίας κ.κ. Στεφάνου, τεμάχιο του ιερού λειψάνου του Αγίου είναι
θησαυρισμένο στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου Νεαπόλεως, για
μόνιμη ευλογία του χριστεπώνυμου πληρώματος της Ιεράς Μητροπόλεως. Η
μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτη τιμάται στις 3 Νοεμβρίου.
Άγιος
Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης καταγόταν από ένα χωριό της
Θεσσαλονίκης, την Κουλακιά (σημερινή Χαλάστρα). Γεννήθηκε το 1749. Οι
γονείς του, Πολύχρους και Λουλούδω, ήταν προύχοντες της περιοχής και
διακρίνονταν για την ευσέβεια τους. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια της ζωής
του ανατράφηκε σε ένα ευσεβές, χριστιανικό περιβάλλον. Αφού έμαθε τα
πρώτα γράμματα στο χωριό του, στη συνέχεια φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο
της Θεσσαλονίκης, στο οποίο δάσκαλος ήταν ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο
Πάριος. Κατόπιν, για να συμπληρώσει τις σπουδές του πήγε στο Άγιο Όρος,
στο σχολείο του Βατοπεδίου, όπου δίδασκε ο Παναγιώτης Παλαμάς.Διακρίθηκε
μάλιστα για την πολύ καλή επίδοση του. Στη συνέχεια, διδάχτηκε και τη
Λογική του Ευγενίου, έχοντας δάσκαλο τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο, από το
Μέτσοβο, ο οποίος αποστάλθηκε στον Άθω από τη Μεγάλη του Χριστού
Εκκλησία. Όταν έφυγε ο δάσκαλος του από την Αθωνιάδα, τον ακολούθησε και
ο Αθανάσιος, κατευθυνόμενος προς την Κωνσταντινούπολη. 'Επειτα, όμως,
από δύο σχεδόν χρόνια, επέστρεψε στο 'Aγιον Όρος, και στο διάστημα αυτό
επισκέφτηκε και την ιδιαίτερη πατρίδα, την Κουλακιά. Εκεί υπήρχε
Βασιλικός Μελτζιχανάς (τόπος θρησκευτικών συγκεντρώσεων), τον οποίο
συνήθιζε, όταν βρισκόταν στο χωριό του, να επισκέπτεται, για να συζητά
και να ακούει διάφορες ειδήσεις. Μια μέρα, λοιπόν, έτυχε μαζί με τον
Άγιο να βρίσκεται εκεί και κάποιος εμίρης. Κατά τη δι άρκεια της
κουβέντας τους, ο Αθανάσιος, που γνώριζε και την τουρκική και την
αραβική γλώσσα, είπε στον εμίρη με απλότητα: «Η πίστη σας σ' αυτούς τους
λόγους συγκεφαλαιώνεται», και ανέφερε προφορικά τις λέξεις που
συνόψιζαν την μουσουλμανική πίστη. Ο εμίρης, όμως, μόλις άκουσε την απλή
εκφορά των συγκεκριμένων λόγων τη θεώρησε τέλεια ομολογία πίστης και
είπε προς τον Αθανάσιο: «Εσύ έκανες σαλαβάτι (ομολογία) και έγινες
Τούρκος». Μάταια εκείνος προσπάθησε να του εξηγήσει πως η απλή εκφορά
από μέρος του λέξεων στις οποίες περικλειόταν η οθωμανική πίστη σε καμία
περίπτωση δε σήμαινε πως και ο ίδιος ασπαζόταν αυτή την πίστη. Ο
Τούρκος αξιωματούχος δεν πείστηκε και τον παρέδωσε στον Οθωμανό επιστάτη
του Μελτζιχανά, ζητώντας του να τον προσέχει έως ότου ο ίδιος
επιστρέψει. Εκείνος έφυγε αμέσως για τη Θεσσαλονίκη και παρουσιάστηκε
στο Μουλά, στον οποίο συκοφάντησε με θράσος τον αγαθό Αθανάσιο, ότι
δήθεν έκανε «σαλαβάτι» και ομολόγησε την πίστη τους, μα κατόπιν άλλαξε
γνώμη και την αρνήθηκε περιπαίζοντας την. Τότε ο Μουλάς στέλνει και
φέρνουν μπροστά του τον Άγιο και ακούει και πάλι την υπόθεση της
κατηγορίας. Στη συνέχεια υποβάλει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο Αθανάσιο,
ο οποίος του εξηγεί όλη την αλήθεια. Αφού τον άκουσε με προσοχή ο
κριτής, έκρινε πολύ ορθά την υπόθεση, παραδεχόμενος πως δεν αρκεί, για
να γίνει κάποιος Τούρκος, να γνωρίζει απλώς τις αρχές της οθωμανικής
πίστης. Και στρεφόμενος προς τον εμίρη, του είπε, αποστομώνοντας τον:
«κι εσύ, αν γνώριζες το σύμβολο της πίστεως του και του έλεγες ότι σ'
αυτό στηρίζεται η πίστη του, δε θα γινόσουν χριστιανός μόνο και μόνο
προφέροντας τις σχετικές λέξεις». Ωστόσο, οι αγάδες που παρευρίσκονταν
εκεί, διαφωνούσαν έντονα, υποστηρίζοντας ότι η πίστη τους δε μπορούσε να
περιπαίζεται. Έτσι, λοιπόν, άλλαξε γνώμη και ο κριτής και άρχισε,
άλλοτε με κολακείες και άλλοτε με φοβέρες, να παρακινεί τον Αθανάσιο να
αλλαξοπιστήσει, λέγοντας του πως ό,τι έκανε (την δήθεν ομολογία), το
έκανε παρακινημένος από το Θεό. Γι' αυτό και θα έπρεπε να φανεί συνεπής
με το «σαλαβάτι» του, γιατί η οθωμανική πίστη δε ήταν δυνατόν να
καταφρονείται. Ο Μάρτυρας, όμως, σταθερός στην πίστη του, δεν
ανταποκρίθηκε στις προτροπές του εμίρη ούτε δείλιασε μπροστά στις
φοβέρες του. Τότε εκείνος διέταξε να τον φυλακίσουν. 'Ύστερα από αρκετές
μέρες, απαίτησε να τον φέρουν και πάλι μπροστά του για να τον εξετάσει.
Όταν διαπίστωσε, όμως, ότι ο Αθανάσιος παρέμενε σταθερός και
αμετακίνητος, εξ έδωσε τελικά εναντίον του καταδικαστική απόφαση. Έτσι
τον παρέλαβαν οι δήμιοι και τον κρέμασαν έξω από την πόλη ( στο χώρο
όπου βρίσκεται σήμερα το παρεκκλήσι που φέρει το όνομά του, στο
κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής). Με αυτό τον τρόπο μαρτύρησε ο Άγιος
Αθανάσιος, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1774, σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Άγιος Ακάκιος ο Ασβεστοχωρινός.
O Αθανάσιος (αυτό ήταν το κοσμικό όνομα
του Ακακίου) καταγόταν από το Νεοχώρι (σημερινό Ασβεστοχώρι) της
Θεσσαλονίκης. Οι γονείς του, ευρισκόμενοι στις Σέρρες, αναγκάζονται να
παραδώσουν τον εννιάχρονο Αθανάσιο σε κάποιον υποδηματοποιό για να του
διδάξει την τέχνη του. Η σκληρή συμπεριφορά του αφεντικού του και η
κακομεταχείριση τον εξώθησαν στην εξόμωση προκειμένου να απαλλαγεί από
τα βάσανα για να ζήσει μια καλύτερη ζωή. Μεγάλη Παρασκευή τον έπεισαν να
αλλαξοπιστήσει! Να αρνηθεί το Χριστό! Να γίνει Μωαμεθανός! Υιοθετήθηκε
από τον Τούρκο ηγεμόνα της περιοχής Ισούφ Μπέη κι έμεινε κοντά του εννιά
χρόνια. Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και εξαιτίας προβλημάτων που είχε με τη
μητριά του συκοφαντήθηκε και εκδιώχθηκε. Τότε άρχισε ο δρόμος της
επιστροφής. Γυρίζει κοντά στους γονείς του, στη Θεσσαλονίκη.
Ακολουθώντας τις συμβουλές τους μεταβαίνει στο 'Αγιον 'Ορος, όπου αφού
περιπλανήθηκε σε αρκετές μονές, καταλήγει τελικά στη Σκήτη του Τιμίου
Προδρόμου, στη συνοδεία του Γέροντος Νικηφόρου, υποτακτικός στο Γέροντα
Ακάκιο. Γίνεται μοναχός με το όνομα Ακάκιος και έπειτα από διάστημα
έντονης ασκήσεως, έχοντας τις ευλογίες των πατέρων, ξεκινάει στις 10
Απριλίου 1816 για την Κωνσταντινούπολη, για να ξεπλύνει τη ντροπή που
ένιωθε... Το Σάββατο 29 Απριλίου, αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα
λαμβάνοντας τα άχραντα μυστήρια, φτάνει «εις τό ανώτατον κριτήριον των
Οθωμανών», όπου ομολογεί δημοσίως και με παρρησία την πίστη του στο
Χριστό... Στην προσπάθειά τους να τον μεταπείσουν, τον φυλακίζουν, τον
κολακεύουν, τον εκφοβίζουν, του δίνουνε υποσχέσεις, τον βασανίζουν. Δεν
τον κλονίζουν όμως. Και όταν βλέπουν το σταθερό του φρόνημα,
καταλαβαίνουν πως μάταια κοπιάζουν. Αποφασίζουν, λοιπόν, να τον
σκοτώσουν. ' Ετσι, την 1η Μαΐου 1816, ημέρα Δευτέρα και ώρα 5η «εις
τόπον καλούμενον Δακτυλόπορτον» ο Ακάκιος παρέδωσε δια του ξίφους το
αίμα του. Την τρίτη ημέρα από το μαρτύριό του εξαγοράζεται το λείψανό
του και μεταφέρεται στο 'Αγιον 'Ορος. Στις 9 Μαΐου, στην Καλύβη του
αγίου Νικολάου, ενταφιάζεται, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο
παρεκκλήσι των οσιομαρτύρων Ευθυμίου και Ιγνατίου, μπροστά στην εικόνα
της Παναγίας. Η κοινή μνήμη των τριών οσιομαρτύρων, του αγίου Ευθυμίου
από τη Δημητσάνα, του Αγίου Ιγνατίου από την παλιά Ζαγορά και του αγίου
Ακακίου του Νεοχωρίτου (Ασβεστοχωρίτου) τιμάται την 1η Μαΐου, ημέρα του
μαρτυρίου του Ακακίου. Ο άγιος Ακάκιος είναι ένας από τους τοπικούς
αγίους της αγιοτόκου Μητροπόλεώς μας. Εξαιρετικά δε τιμάται στο
Ασβεστοχώρι, ιδιαίτερο τόπο καταγωγής του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου