ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

9 Νοεμβρίου , Κυριακή Ζ΄Λουκά και μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου , επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού και της Οσίας μητρός ημών Θεοκτίστης της Λεσβίας , της εν Πάρω ασκησάσης και εν τω Ναώ της Εκατονταπυλιανής.

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Ζ΄ Λουκά (Λουκ. η΄ 41–56)

Τῷ καιρῷ εκείνω, ἦλθεν προς τον Ιησούν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μου τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
 
 
 
Απόδοση στη νεοελληνική

Τον καιρό εκείνο, ἦλθε προς τον Ιησού κάποιος, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχισυνάγωγος, καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι του, διότι εἶχε μιὰ μοναχοκόρη, ἡλικίας περίπου δώδεκα ἐτῶν, ποὺ ἦτο ἑτοιμοθάνατη. Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε, ὁ κόσμος τὸν συνέθλιβε. Κάποια γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγίαν δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ἐξοδέψει ὅλην τὴν περιουσίαν της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα, ἦλθε κοντά του ἀπὸ πίσω, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του καὶ ἀμέσως ἐσταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι τὸ ἠρνοῦντο, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του· Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένον καὶ σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λές, ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε· κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι αἰσθάνθηκα ὅτι ἐβγῆκε δύναμις ἀπὸ ἐμένα. Ὅταν εἶδε ἡ γυναῖκα ὄτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχήν, ἦλθε μὲ τρόμον, ἔπεσε στὰ πόδια του, καὶ τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε· Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε εἰς εἰρήνην. Ἐνῷ ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ λέγει· Ἡ θυγατέρα σου πέθανε, μὴν ἐνοχλῇς πλέον τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ὅταν τὸ ἄκουσε, τοῦ εἶπε· μὴ φοβᾶσαι· μόνον πίστευε καὶ θὰ γίνῃ καλά. Ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ μπῇ μαζί του, παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ εἰς τὴν μητέρα. Ἔκλαιγαν δὲ ὅλοι καὶ τὴν θρηνολογοῦσαν. Αὐτὸς δὲ εἶπε· μὴν κλαῖτε· δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται. Καὶ τὸν εἰρωνεύοντο, διότι ἤξεραν ὅτι εἶχε πεθάνει. Ἀλλ’ αὐτὸς ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ ἐφώναξε· κορίτσι, σήκω ἐπάνω. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα της, ἐσηκώθηκε ἀμέσως, καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ. Οἱ γονεῖς της ἐξεπλάγησαν, αὐτὸς δὲ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα τί συνέβη.




 
 
 
 
 


Κυριακή Ζ. Λουκά – η Ευαγγελική Περικοπή της Θ. Λ., ομιλία του Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου και της θεραπείας της αιμορροούσης.



Ομιλία του Αγίου Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, περί της αναστάσεως της θυγατρός του Ιαείρου, και περί της αιμορροούσης.

Το έργον επρόφθασε τους λόγους, και οι Φαρισαίοι απεστομώθησαν ακόμη περισσότερο. Διότι ήταν αρχισυνάγωγος αυτός που ήλθε, και το πένθος βαρύ. Το παιδί μονογενές και στο άνθος της ηλικίας του, μόλις δώδεκα ετών. Και το ανέστησε δια μιάς.
Εάν δε ο Λουκάς λέγει ότι ήλθαν και είπαν «μη σκύλλε, μη ταλαιπωρείς τον διδάσκαλον’ τέθνηκε γαρ», θα απαντήσωμε τούτο, ότι το «άρτι ετελεύτησε» το είπεν εκείνος στοχαζόμενος τον χρόνο της οδοιπορίας ή για να επαυξήσει την συμφορά.
Συνηθίζουν, όσοι παρακαλούν, να μεγαλοποιούν με τα λόγια την συμφορά τους, και να προσθέτουν κάτι επιπλέον ώστε να προσελκύσουν περισσότερο τους ικετευομένους. Κοίτα όμως την απλοϊκότητά του. Δύο πράγματα απαιτεί από τον Χριστόν, και να έλθει ο ίδιος, και να βάλει το χέρι του επάνω.

Πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή ανέπνεε ακόμη όταν την άφησε. Το ίδιο απαιτούσε και εκείνος ο Σύρος Νεεμάν από τον Προφήτην.
Ζητούσε, λέγει, και να εξέλθει, και το χέρι να βάλει επάνω. Πράγματι, όσοι είναι πιο παχείς στον νου, χρειάζονται και την όραση και τα αισθητά πράγματα. Ενώ λοιπόν ο Μάρκος λέγει ότι έλαβε τους τρεις μαθητάς, καθώς και ο Λουκάς, ο Ματθαίος λέγει απλώς τους μαθητάς.

Για ποίον λόγον όμως δεν παρέλαβε τον Ματθαίον, αν και είχε μόλις προσέλθει; Για να του δημιουργήσει μεγαλυτέραν επιθυμία, και επειδή ήταν ακόμη ατελέστερος. Γι’ αυτό τιμά τους τρεις μαθητάς, ώστε να γίνουν και οι άλλοι όπως εκείνοι.
Ήταν γι’ αυτόν αρκετό το ότι είδε την αιμορροούσα, και ότι ετιμήθη με το να γίνει ομοτράπεζος του Δεσπότου και να φάγει μαζί του. Και όταν εσηκώθη να φύγει, τον ηκολούθησαν πολλοί, σαν να περίμεναν κάποιο μεγάλο θαύμα, αλλά και εξ αιτίας του προσώπου που είχε έλθει.
Επίσης, επειδή οι περισσότεροι ήσαν παχύτεροι στον νου, εζητούσαν όχι τόσο την επιμέλεια της ψυχής όσο την θεραπεία του σώματος, και συνέρρεαν ωθούμενοι άλλοι από τα παθήματά τους και άλλοι σπεύδοντας να γίνουν θεαταί της διορθώσεως ξένων παθημάτων.
Αυτοί όμως που τον επλησίαζαν κυρίως για τους λόγους και την διδασκαλία του ως τότε, ήσαν λίγοι. Πράγματι, γι’ αυτό δεν άφησε να εισέλθουν στην οικία παρά μόνον οι μαθηταί, και πάλιν όχι όλοι, σε κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας να αποφεύγωμε την δόξα των πολλών.

«Και ιδού», λέγει, «γυνή εν ρύσει αίματος δώδεκα έτη έχουσα, προσήλθεν όπισθεν, και ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού. Έλεγε γάρ εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου αυτού, σωθήσομαι». Για ποίον λόγο δεν τον επλησίασε με παρρησίαν;
Εντρέπετο για την αρρώστια, επειδή ενόμιζε ότι είναι ακάθαρτος. Διότι αν η γυναίκα που είναι στα έμμηνά της δεν εθεωρείτο καθαρά, πολύ περισσότερο θα θεωρούσε τον εαυτόν της ακάθαρτον εκείνη που πάσχει από τοιούτου είδους ασθένεια.
Πράγματι, σύμφωνα με τον νόμο, αυτή η ασθένεια εθεωρείτο πολύ ακάθαρτος. Γι’ αυτό προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή και κρύπτεται. Δεν είχε ούτε αυτή ακόμη σωστήν και διαμορφωμένην γνώμη περί του Κυρίου. Αλλιώς δεν θα επίστευε πως θα περνούσε απαρατήρητη. Και είναι αυτή η πρώτη γυναίκα που προσέρχεται δημοσίως.
Είχε ακούσει ότι θεραπεύει και γυναίκες, και ότι τώρα πορεύεται προς την μικρή κόρη που μόλις απέθανε. Δεν τον εκάλεσε όμως στον οίκο της, μολονότι ήταν πλουσία, ούτε προσήλθε φανερά, αλλά μόνον ήγγισε με πίστη κρυφά τα ενδύματά του. Ούτε αμφέβαλλεν ούτε είπε μέσα της: θα απαλλαγώ άραγε από την ασθένειά μου; Ή μήπως δεν απαλλαγώ;
Αλλά επλησίασε γεμάτη ελπίδες για την αποκατάσταση της υγείας της. «Έλεγε γάρ», διηγείται ο Ευαγγελιστής, «εν εαυτή. Εάν μόνον άψωμαι του ιματίου του, σωθήσομαι». Είδε από ποίαν οικία είχεν εξέλθει, των τελωνών, και ποίοι τον ακολουθούσαν, αμαρτωλοί και τελώνες. Όλα αυτά την έκαμαν αισιόδοξη.

Και ο Χριστός δεν την άφησε να διαφύγει απαρατήρητη, αλλά την παρουσιάζει στο μέσον. (Ο άγιος φαίνεται συμπεραίνει ότι η γυναίκα αυτή, η μετέπειτα αγία Βερονίκη, ήταν πλουσία, από τον χάλκινο ανδριάντα που, όπως διέσωσε η παράδοση, έστησε αργότερα στην αυλή του σπιτιού της.) Και την φανερώνει, για πολλούς λόγους.
Αν και μερικοί αναίσθητοι λέγουν ότι αυτό το έκαμε από φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δεν την άφησε να περάσει απαρατήρητη; Τι λέγεις, μιαρέ και παμμίαρε; Αυτός που προστάσσει να σιωπούμε, που αφήνει μύρια θαύματα να περάσουν απαρατήρητα, αυτός αγαπά την δόξαν; Γιατί λοιπόν την παρουσιάζει στο μέσον;
Πρώτον διαλύει τον φόβο της γυναικός, για να μη την ελέγχει η συνείδησις, και ζει με αγωνία σαν να την έχει κλέψει την δωρεά. Δεύτερον, την διορθώνει, επειδή είχε φαντασθεί ότι δεν θα υποπέσει στην αντίληψή Του. Τρίτον, επιδεικνύει σε όλους την πίστη της, ώστε να ποθήσουν και οι άλλοι να την μιμηθούν. Άλλωστε το ότι έδειξε πως τα γνωρίζει όλα πολύ καλά, αποτελεί σημείον όχι μικρότερον από την παύση της ροής του αίματος.
Έπειτα, με την στάση της γυναικός κερδίζει τον αρχισυνάγωγον, ο οποίος ήταν έτοιμος να κλονισθεί στην πίστη, και με αυτόν τον τρόπο να χάσει το παν.
Επειδή εκείνοι που ήλθαν έλεγαν «μη σκύλλε τον διδάσκαλον, ότι τέθνηκε το κοράσιον», και οι οικιακοί τον περιγελούσαν όταν είπε ότι κοιμάται, ήταν φυσικό κάτι παρόμοιο να πάθει και ο πατέρας. Γι’ αυτό, προλαβαίνοντας αυτήν την αδυναμία, φέρνει στο μέσον την γυναίκα. Το ότι εκείνος ήταν πολύ παχύς στον νουν, άκου το από τα λόγια που του απευθύνει: «μη φοβού, συ μόνον πίστευε, και σωθήσεται». Και πράγματι, επίτηδες περίμενε να επέλθει ο θάνατος, και τότε να παρουσιασθεί, ώστε να γίνει σαφής η απόδειξις της αναστάσεως.
Γι’ αυτό και βαδίζει κάπως αργά, και παρατείνει την συνομιλία του με την γυναίκα, για να αποθάνει εν τω μεταξύ η μικρή, και να έλθουν οι απεσταλμένοι να το αναγγείλουν και να ειπούν: «Μη σκύλλε τον διδάσκαλον». Αυτό υπονοεί και ο Ευαγγελιστής και το επισημαίνει λέγοντας ότι «έτι λαλούντος αυτού, ήλθαν οι από της οικίας λέγοντες, τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μη σκύλλε τον διδάσκαλον».

Ήθελε να διαπιστωθεί ο θάνατος, για να μη δημιουργηθούν υποψίες για την ανάσταση. Αυτό κάνει παντού. Έτσι έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, περίμενε και μία και δύο και τρεις ημέρες. Για όλους αυτούς τους λόγους την παρουσιάζει στο μέσον και της λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Όπως ακριβώς είχεν ειπεί και στον παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Επειδή η γυναίκα ήταν φοβισμένη. Γι’ αυτό λέγει «Θάρσει», και την αποκαλεί θυγατέρα. Η πίστις την έκαμε θυγατέρα. Και ακολουθεί το εγκώμιον «η πίστις σου σέσωκέ σε».
Ο Λουκάς μάλιστα μας αναφέρει περισσότερα για την γυναίκα. Αφού προσήλθε, λέγει, και έλαβε την υγεία, δεν την εκάλεσεν ο Χριστός αμέσως, αλλά πρώτα ερώτησε: «τις ο αψάμενός μου;». Έπειτα, όταν ο Πέτρος και οι άλλοι του είπαν: «Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου;» (αυτό μάλιστα είναι πολύ μεγάλη απόδειξις του ότι είχε ενδυθεί σάρκα αληθινήν, και ότι είχε καταπατήσει εντελώς την υπερηφάνεια.
Διότι δεν τον ακολουθούσαν από μακρυά, αλλά τον είχαν περικυκλώσει από παντού)’ αυτός, λέγει, επέμενε: «ήψατό μου τις. Εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξ εμού εξελθούσαν», αποκρινόμενος με απλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα με το πνευματικόν επίπεδο των παρευρισκομένων. Αυτά τα έλεγε για να πείσει και εκείνην να το ομολογήσει μόνη της.
Γι’ αυτό και δεν την ήλεγξεν αμέσως, ώστε αφού αποδείξει ότι τα γνωρίζει όλα σαφώς, να την πείσει να τα ομολογήσει όλα αυθορμήτως. Αυτό θα τον βοηθούσε να διακηρύξει την πίστη της γυναικός, χωρίς να προξενήσει αμφιβολίες. Είδες ότι η γυναίκα ήταν καλλίτέρα από τον αρχισυνάγωγον; Δεν τον εσταμάτησε, δεν τον εκράτησε.
Μόνον με τα άκρα των δακτύλων της τον ήγγισε, και μολονότι ήλθε αργότερα, έφυγε πριν από αυτόν θεραπευμένη. Και εκείνος μεν οδήγησε τον ιατρόν στην οικία του, ενώ σ’ αυτήν ήρκεσε μόνον η αφή. Αν και ήταν δεμένη με τα δεσμά του πάθους της, της είχε όμως αναπτερώσει το ηθικόν η πίστις. Και πρόσεξε πώς την παρηγορεί με τα λόγια: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Εάν την είχε φέρει στο μέσον για να επιδειχθεί, βεβαίως δεν θα το προσέθετε αυτό.
Αλλά το είπε για να ενισχύσει την πίστη του αρχισυναγώγου, και συγχρόνως να διακηρύξει την αρετήν της γυναικός, ώστε να της προξενήσει με αυτά τα λόγια ευχαρίστηση και οφέλειαν όχι μικροτέραν από την σωματικήν υγείαν.
Από τούτο γίνεται φανερόν ότι με αυτό που έκαμε ήθελε να δοξάσει εκείνην, και συγχρόνως να διορθώσει τους άλλους, αλλά όχι να προβάλει τον εαυτόν του. Διότι ο ίδιος έμελλε να είναι εξ ίσου θαυμαστός και χωρίς να γίνει αυτό (αφθονότερα από χιονονιφάδες εξεχύνοντο γύρω του τα θαύματα, και πολύ μεγαλύτερα από αυτό και έκαμε και επρόκειτο να κάμει).
Ενώ η γυναίκα αυτή, εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα είχεν απέλθει απαρατήρητη, απεστερημένη των μεγάλων αυτών επαίνων. Γι’ αυτό την έφερε στο μέσον και την παρουσίασε ενώπιον όλων, και την απήλλαξε από τον φόβο (διότι, λέγει, εττλησίασε τρέμοντας) και την έκαμε να λάβει θάρρος. Και μαζί με την υγεία του σώματος της έδωσε και άλλα εφόδια λέγοντας: «πορεύου εν ειρήνη».

Όταν ήλθε στην οικία του άρχοντος και είδε τους αυλητάς και τον όχλον θορυβημένον, τους είπε: «Αποχωρείτε, ου γαρ απέθανε το κοράσιον, αλλά καθεύδει (κοιμάται δηλαδή). Και κατεγέλων αυτού». Ωραία τα τεκμήρια των αρχισυναγώγων. Αυλοί και κύμβαλα στον θάνατο, για να προκαλέσουν θρήνους. Και ο Χριστός;
Εξέβαλε όλους τους άλλους, και έβαλε μέσα τους γονείς, ώστε να μην ημπορούν να ειπούν ότι εθεράπευσε με κάποιον άλλον τρόπο. Ανέστησε λοιπόν με τον λόγο του και πριν από την ανάσταση, λέγοντας: «ου τέθνηκε το κοράσιον, αλλά καθεύδει».
Πολλές φορές το κάνει αυτό. Όπως ακριβώς και τότε στην θάλασσαν επετίμησε πρώτα τους μαθητάς, έτσι και εδώ αποβάλλει την ανησυχίαν από τις ψυχές των παρόντων, δεικνύοντας συγχρόνως ότι του είναι εύκολο να εγείρει τους νεκρούς. Το ίδιο έκαμε και στην περίπτωση του Λαζάρου, όταν είπε: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται». Και συγχρόνως μας μαθαίνει να μη φοβούμεθα τον θάνατο, διότι δεν είναι πλέον θάνατος, αλλά ήδη έχει γίνει ύπνος.
Επειδή και ο ίδιος επρόκειτο να αποθάνει, προπαρασκευάζει τους μαθητάς με τα σώματα των άλλων, ώστε να λάβουν θάρρος, και να υπομένουν τον θάνατο με ηρεμία. Πράγματι, από τότε που ήλθεν Αυτός, ο θάνατος είναι πλέον ύπνος. Ωστόσο τον περιγελούσαν.
Αυτός όμως δεν ηγανάκτησε που δεν τον επίστευαν για το θαύμα που θα επιτελούσε έπειτα από λίγο, ούτε τους επετίμησε που γελούσαν, ώστε και ο γέλως και οι αυλοί και τα κύμβαλα και όλα τα άλλα να γίνουν απόδειξις του θανάτου. Επειδή πολλές φορές μετά από τα θαύματα οι άνθρωποι δυσπιστούν, τους προλαμβάνει με τις ίδιες τις αποκρίσεις των.
Όπως έγινε και με τον Λάζαρο και με τον Μωυσή. Στον Μωυσήν είπε: «Τι τούτο το εν τη χειρί σου», ώστε όταν το ιδεί να μετατρέπεται σε όφη, να μη λησμονήσει ότι ήταν ράβδος προηγουμένως, αλλά ενθυμούμενος τα ίδια του τα λόγια, να εκπλαγεί για το γεγονός.
Και στην περίπτωση του Λαζάρου ερωτά: «Πού τεθείκατε αυτόν»; Ώστε εκείνοι που απήντησαν «έρχου και ίδε» και ότι «όζει, τεταρταίος γάρ εστί», να μην ημπορούν πλέον να απιστήσουν για την ανάσταση του νεκρού.

Όταν λοιπόν είδε τα κύμβαλα και τον κόσμο, τους οδήγησε όλους έξω, και θαυματουργεί παρόντων των γονέων, εισάγοντας στο σώμα όχι άλλην ψυχήν, αλλά επαναφέροντας αυτήν την ιδία που εξήλθε, και έτσι εξύπνησε την μικρή σαν από ύπνο.
Την πιάνει δε από το χέρι, για να πληροφορήσει αυτούς που παρακολουθούσαν, ώστε με όσα έβλεπαν να τους ανοίξει τον δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Διότι ενώ ο πατέρας έλεγε: «επίθες την χείρα», Αυτός κάνει κάτι περισσότερο.
Όχι μόνον θέτει επάνω της το χέρι του, αλλά την πιάνει και την εγείρει, δεικνύοντας ότι τα έχει όλα έτοιμα. Και όχι μόνο την εγείρει, αλλά προστάσσει να της δώσουν και τροφή, για να μη φανεί το γεγονός φανταστικό. Και δεν της δίδει ο ίδιος, αλλά ανέθεσε σ’ εκείνους, όπως έκαμε και με τον Λάζαρο, όταν είπε: «Λύσατε αυτόν, και άφετε υπάγειν», και μετά τον έκαμε ομοτράπεζόν του. Πράγματι, φροντίζει πάντοτε και για τα δύο, για να αποδείξει πλήρως και τον θάνατο και την ανάσταση.

Συ όμως πρόσεξε παρακαλώ όχι μόνον την ανάσταση, αλλά και ότι παρήγγειλε να μη το ειπούν σε κανέναν. Και περισσότερο κοίτα να διδαχθείς από όλα αυτά την ταπεινοφροσύνη και την αποφυγή της ματαιοδοξίας. Μάθε επίσης και τούτο. Ότι εξέβαλε από την οικίαν εκείνους που θρηνούσαν, και τους έκρινε αναξίους γι’ αυτήν την θαυμαστήν θεωρία. Εσύ, μην εξέλθεις με τους αυλητάς, αλλά μένε μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην.
Εάν τους αυλητάς εξεδίωξε τότε, πολύ περισσότερο τώρα. Διότι τότε δεν ήταν ακόμη φανερόν ότι ο θάνατος έγινεν ύπνος. Τώρα όμως αυτό είναι και από τον ήλιον φανερώτερον. Αλλά δεν σου ανέστησε τώρα την μικρή σου θυγατέρα; Θα σου την αναστήσει όμως οπωσδήποτε, και με πιο μεγάλην δόξα. Επειδή εκείνη μετά την ανάστασή της απέθανε πάλι. Ενώ η δική σου όταν αναστηθεί, θα μείνει στο εξής αθάνατος.

Κανείς λοιπόν να μη χτυπιέται πλέον από την θλίψιν, ούτε να θρηνεί, ούτε να διαβάλλει το κατόρθωμα του Χριστού. Επειδή όντως ενίκησε τον θάνατο. Τι θρηνείς λοιπόν αδίκως; Αφού το πράγμα έγινε ύπνος, οδύρεσαι και κλαίεις; Αυτό και εθνικοί αν το έκαμαν, θα έπρεπε να τους περιγελούμε. Όταν όμως κάνει ο πιστός αυτές τις ασχημίες, ποία δικαιολογία, ποία συγγνώμη θα υπάρξει, εάν κάνει παρόμοιες ανοησίες, και μάλιστα μετά από τόσον χρόνον και σαφή απόδειξη της αναστάσεως;
Συ όμως σαν να προσπαθείς να επαυξήσεις το παράπτωμα, μας φέρνεις και γυναίκες εθνικές για θρηνωδούς, με σκοπό να εξάψεις το πάθος και να ρίξεις λάδι στην φωτιά. Και δεν ακούς τον Παύλο που λέγει: «Τις συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;».
Και οι μεν ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τίποτε για την ανάστασιν, ευρίσκουν όμως λόγους παρηγορίας και λέγουν: Υπόμεινε με γενναιότητα, δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, ούτε να το διορθώσεις με τους θρήνους.
Ενώ εσύ που ακούς πνευματικοτέρους και υψηλοτέρους λόγους από αυτούς, δεν εντρέπεσαι να κάμεις μεγαλύτερες ασχημίες από εκείνους; Διότι εμείς δεν έχουμε μόνον αυτό να ειπούμε: υπόμεινε γενναίως επειδή δεν ημπορείς να ματαιώσεις αυτό που έγινε, αλλά, υπόμεινε γενναίως, επειδή οπωσδήποτε θα αναστηθεί.
Το παιδί κοιμάται, δεν απέθανε, ησυχάζει, δεν εχάθη, το περιμένει ανάστασις και ζωή αιώνιος, και αθανασία και κατάστασις αγγελική. Δεν ακούς τον ψαλμό που λέγει «Επίστρεψον ψυχή μου εις την ανάπαυσίν σου, ότι Κύριος ευηργέτησέ σε»; Ο Θεός ονομάζει το πράγμα ευεργεσίαν, και συ θρηνείς; Και τι περισσότερο θα έκαμες εάν ήσουν εχθρός του νεκρού; Εάν κάποιος πρέπει να θρηνεί, αυτός είναι ο διάβολος.
Εκείνος ας κτυπά την κεφαλή του, εκείνος ας οδύρεται για το ότι οδεύουμε προς μεγαλύτερα αγαθά. Στην ιδικήν του πονηρίαν αρμόζουν αυτές οι γοερές κραυγές, όχι σ’ εσέ, που μέλλεις να στεφανωθείς και να εύρεις ανάπαυση. Ένα γαλήνιο λιμάνι είναι ο θάνατος. Παρατήρησε από πόσα κακά είναι γεμάτη η ζωή αυτή, σκέψου πόσες φορές την έχεις καταρασθεί. Και τα πράγματα προχωρούν προς το χειρότερο.
Αλλά και απ’ αρχής δεν εκληρονόμησες μικρήν καταδίκη: «Εν λύπαις τέξη τέκνα», λέγει, και «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου», και «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Για τα εκεί όμως τίποτε παρόμοιον δεν έχει λεχθεί, αλλά το εντελώς αντίθετον, ότι «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός», και ότι «από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται εις τους κόλπους του Αβραάμ», του Ισαάκ και του Ιακώβ. Και ότι τα εκεί είναι νυμφών πνευματικός και χαρμόσυνες λαμπάδες και ταξίδι στον ουρανό.

Γιατί λοιπόν εντροπιάζεις αυτόν που απήλθε; Γιατί προδιαθέτεις τους άλλους να φοβούνται και να τρέμουν τον θάνατο; Γιατί κάνεις πολλούς να κατηγορούν τον Χριστόν ότι είναι αίτιος μεγάλων δεινών; Ή μάλλον γιατί μετά από αυτά προσκαλείς τους πτωχούς και παρακαλείς τους ιερείς να προσεύχονται;
Για να εύρει ανάπαυσιν ο νεκρός, λέγεις, για να τον αντιμετωπίσει ο Δικαστής με ευσπλαχνία. Γι’ αυτά λοιπόν θρηνείς και μοιρολογείς; Άρα τον εαυτόν σου μάχεσαι και πολεμείς, προκαλώντας για σένα καταιγίδαν, ενώ εκείνος έχει προσαράξει σε λιμάνι.

Και πώς να αντιδράσω, λέγει, έτσι είναι η φύσις. Δεν ευθύνεται όμως η φύσις ούτε αυτό είναι αναπόφευκτον, αλλά εμείς είμεθα που κάνουμε τα άνω κάτω, εκφυλιζόμεθα και προδίδουμε την ευγένεια των χριστιανών, και τους απίστους τους κάνουμε χειροτέρους. Πώς θα ομιλήσωμε στον άλλον περί αθανασίας;
Πώς θα πείσωμε τον εθνικόν, όταν φοβούμεθα και φρίττωμε τον θάνατο περισσότερο από εκείνον; Και μάλιστα πολλοί από τους ειδωλολάτρες, όταν απέθαναν τα παιδιά τους, εφόρεσαν στεφάνι και λευκά ενδύματα, αν και δεν εγνώριζαν τίποτε περί αθανασίας, για να κερδίσουν την παρούσαν δόξα. Και συ ούτε για την μέλλουσα δεν παύεις να κτυπάς το στήθος σου σαν τις γυναίκες. Αλλά τώρα δεν έχεις κληρονόμους της περιουσίας σου, δεν έχεις διάδοχο;

Και τι θα προτιμούσες γι’ αυτόν, να κληρονομήσει την περιουσία σου ή τους ουρανούς; Τι θα επιθυμούσες, να κληρονομήσει πράγματα που αφανίζονται, τα οποία μετά από λίγο θα τα άφηνε, ή τα μόνιμα και ακίνητα; Δεν τον έκαμες κληρονόμο σου, αλλά τον έκαμε ο Θεός ιδικόν του. Δεν έγινε συγκληρονόμος των αδελφών του, αλλά του Χριστού.
Και σε ποίον θα αφήσωμε τα ενδύματα, σε ποίον τα οικήματα, σε ποίον τους δούλους και τους αγρούς; Πάλι σ’ αυτόν, και μάλιστα με περισσοτέραν ασφάλειαν από ό,τι αν ζούσε. Τίποτε δεν σε εμποδίζει. Εάν οι βάρβαροι μαζί με τους νεκρούς καίουν και τα υπάρχοντά τους, πολύ περισσότερον είναι δίκαιο να στείλεις και συ μαζί με τον νεκρόν αυτά που του ανήκουν.

Όχι για να γίνουν στάκτη όπως εκείνα, αλλά για να τον περιβάλεις με μεγαλυτέραν δόξα. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, για να του συγχωρηθούν οι αμαρτίες. Εάν δίκαιος, για να αυξηθεί ο μισθός και η ανταμοιβή του. Επιθυμείς όμως να τον ιδείς;
Ζήσε την ιδίαν ζωή μ’ εκείνον, και γρήγορα θα απολαύσεις το ιερόν του πρόσωπο. Και μαζί με αυτά συλλογίσου και τούτο, ότι και αν δεν ακούσεις εμένα, θα σε πιάσει οπωσδήποτε ο χρόνος. Αλλά τότε δεν θα έχεις κανένα μισθόν, αφού η παρηγορία θα προέλθει από τον χρόνο που θα έχει παρέλθει.
Εάν όμως θέλεις τώρα να φιλοσοφήσεις, θα κερδίσεις δύο, τα μεγαλύτερα: και τον εαυτόν σου θα απαλλάξεις από αυτά τα δεινά, και με το πιο λαμπρό στεφάνι θα σε στεφανώσει ο Κύριος.

Διότι και από την ελεημοσύνη και από τα άλλα, πολύ ανώτερον είναι το να υπομείνεις την συμφορά με πραότητα. Αναλογίσου ότι και ο Υιός του Θεού απέθανε. Εκείνος για σένα, και συ για τον εαυτόν σου. Και μολονότι είπε «ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον», και ελυπήθη, δεν απέφυγε όμως τον θάνατον, αλλά τον εβίωσε σε όλη του την τραγικότητα.
Και δεν υπέμεινε έναν κοινόν θάνατον, αλλά τον χειρότερο. Και πριν τον θάνατο μαστιγώσεις, και πριν τις μαστιγώσεις ονειδισμούς και ειρωνείες και ύβρεις, για να σε μάθει να τα υπομένεις όλα γενναίως.
Αφού όμως απέθανε και απέθεσε το σώμα, το έλαβε πάλι πιο ένδοξο, προσφέροντας έτσι σε σένα τις καλλίτερες ελπίδες. Εάν αυτά δεν είναι μύθος, τότε μη θρηνείς. Εάν τα θεωρείς αυτά αξιόπιστα, μη δακρύζεις. Εάν όμως δακρύζεις, πώς θα ημπορέσεις να πείσεις τον εθνικόν ότι πιστεύεις; Αλλά και έτσι ακόμη σου φαίνεται ανυπόφορο το συμβάν;
Γι’ αυτό ακριβώς δεν αξίζει να τον θρηνείς, επειδή εκείνος απηλλάγη από πολλές παρόμοιες συμφορές. Μη τον φθονείς λοιπόν, μη θέλεις το κακό του. Διότι το να αποζητά κανείς τον θάνατον επειδή κάποιος απέθανε πρόωρα, και να τον πενθεί που δεν έζησε για να υποφέρει και άλλα πολλά παρόμοια, σημαίνει ότι τον φθονεί, και θέλει το κακό του.

Και μη σκέπτεσαι ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στην οικογενειακήν εστίαν, αλλά ότι και συ ο ίδιος σε λίγο θα πας κοντά του. Μη συλλογίζεσαι ότι πλέον δεν θα επανέλθει εδώ, αλλά ότι και όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας δεν θα παραμείνουν όπως είναι τώρα, αλλά θα μετασχηματισθούν.
Διότι και ο ουρανός και η γη και η θάλασσα και τα πάντα θα αναμορφωθούν και τότε θα λάβεις το παιδί σου πίσω λαμπρότερο. Και αν μεν απήλθε αμαρτωλός, ο θάνατος εσήμανε την παύση των έργων της κακίας. Διότι εάν ο Θεός εγνώριζε ότι θα παρουσίαζε μεταβολή, δεν θα τον έπαιρνε πριν μετανοήσει.
Εάν όμως έφυγε δίκαιος από την ζωή, κατέχει τώρα τα αγαθά με ασφάλεια. Άρα είναι φανερόν ότι τα δάκρυά σου δεν μαρτυρούν φιλοστοργίαν, αλλά πάθος αλόγιστον. Επειδή αν αγαπούσες αυτόν που έφυγε, έπρεπε να χαίρεις και να ευφραίνεσαι που απηλλάγη από αυτήν την τρικυμία.

Τι περισσότερον υπάρχει εδώ; Ειπέ μου, τι το νέο και ασύνηθες; Τα ίδια δεν βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνονται; Ημέρα και νύκτα, νύκτα και ημέρα. Χειμών και θέρος, θέρος και χειμών, και τίποτε περισσότερο. Και αυτά μεν είναι πάντοτε τα ίδια. Τα κακά όμως πάντοτε παράδοξα και ανανεωμένα.
Με αυτά λοιπόν ήθελες να ταλαιπωρείται καθημερινώς μένοντας εδώ, να αρρωσταίνει, να πενθεί, να φοβείται, να τρέμει και, άλλα μεν από τα δεινά να τα υποφέρει, άλλα δε να φοβείται μήπως τα υποστεί; Ούτε βεβαίως ημπορείς να ισχυρισθείς ότι ταξιδεύοντας στο μέγα τούτο πέλαγος, ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από την λύπη και τις μέριμνες και τα άλλα παρόμοια. Και εκτός αυτού συλλογίσου και το άλλο, ότι δεν τον εγέννησες αθάνατον.
Και ότι αν δεν απέθαινε τώρα, θα το υφίστατο αυτό λίγο αργότερα. Αλλά δεν τον εχόρτασες; Θα τον απολαύσεις όμως εκεί οπωσδήποτε. Αλλά επιθυμείς να τον βλέπεις και εδώ; Και τι σε εμποδίζει; Έχεις και τώρα αυτήν την δυνατότητα, εάν νήφεις, διότι η ελπίς των μελλόντων είναι πιο φανερά από την όραση. Και αν ζούσε μέσα στα ανάκτορα, συ η ιδία η μητέρα του δεν θα ζητούσες να τον ιδείς, ακούγοντας ότι ευδοκιμεί.
Τώρα όμως που τον βλέπεις να έχει αποδημήσει προς τα πολύ ανώτερα, μικροψυχείς για τον σύντομον αυτόν καιρό, και μάλιστα ενώ έχεις αντί εκείνου τον σύζυγό σου; Αλλά δεν έχεις άνδρα; Έχεις όμως παρηγορία τον «Πατέρα των ορφανών και κριτήν των χηρών».
Άκου ότι και ο Παύλος αυτήν την χηρεία την μακαρίζει, λέγοντας: «Η δε όντως χήρα και μεμονωμένη ήλπισεν επί Κύριον». Πράγματι αυτή θα ευαρεστήσει περισσότερο τον Θεόν, δεδομένου ότι επέδειξε περισσοτέραν υπομονή.

Μη θρηνείς λοιπόν γι’ αυτό το γεγονός, το οποίο θα γίνει αφορμή να στεφανωθείς, για το οποίο θα απαιτήσεις μισθόν. Απλώς επέστρεψες την παρακαταθήκην, εάν παρέδωσες αυτό που ο Θεός σου είχε εμπιστευθεί.
Μη μεριμνάς πλέον, αφού εφύλαξες τον θησαυρό σε ασύλητο θησαυροφυλάκιο. Και, αν συνειδητοποιήσεις τι είναι η παρούσα και τι η μέλλουσα ζωή, και ότι αυτή μεν είναι ιστός αράχνης και σκιά, τα δε εκεί όλα αμετάβλητα και αθάνατα, δεν θα χρειασθείς πλέον άλλους λόγους. Τώρα το παιδί έχει απαλλαγεί από κάθε είδους μεταβολήν.
Εάν όμως ήταν εδώ, ίσως παρέμενεν ενάρετος, αλλά ίσως και όχι. Ή δεν βλέπεις πόσοι αποκηρύττουν τα παιδιά τους; Πόσοι αναγκάζονται να τα κρατούν κοντά τους αν και είναι χειρότερα από τα αποκηρυγμένα; Ας συλλογιζόμεθα όλα αυτά, και ας φιλοσοφούμε.
Με τον τρόπον αυτόν, και τον νεκρό θα ευχαριστήσωμε, και από τους ανθρώπους θα απολαύσωμε πολλούς επαίνους, και από τον Θεόν θα λάβωμε τον μεγάλο μισθό της υπομονής, και θα γίνωμε μέτοχοι των αιωνίων αγαθών. Τα οποία είθε να επιτύχωμε με την χάρη και την φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, «ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 353 και εξής.

Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.







Βίος και πολιτεία του Αγίου πατρός Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού


 

   Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως γεννήθηκε την Τρίτη 1 Οκτωβρίου του 1846 στην Σηλυβρία της  Τουρκοκρατούμενης Θράκης, από ευσεβείς και φτωχούς γονείς -τους Δήμο (Δημοσθένη) και Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά. Ο πατέρας του καταγόταν από τα Ιωάννινα, ναυτικός στο επάγγελμα, και η μητέρα του καταγόταν από την Σηλυβρία. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας και είχε πέντε ή έξη αδέρφια: τον Δημήτριο, τον Γρηγόριο, τη Σμαράγδα, τη Σεβαστή, τη Μαριώρα και τον Χαραλάμπη (το όνομα και η ύπαρξη του οποίου εμφανίζονται στην διαθήκη του Αγίου, ενώ κάποιες πηγές τον θέλουν να αντικατέστησε τον Άγιο ως διδάσκαλος στο χωριό Λιθί της Χίου). Κατά την βάπτιση του δε, του δόθηκε το όνομα Αναστάσιος.
    Τα πρώτα γράμματα μαζί με χριστιανικές διδαχές τα έλαβε από την μητέρα του. Στη Σηλυβρία τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο. Ήταν ένα ευφυέστατο παιδί με πολύ καλή μνήμη, που έδειξε την διδασκαλική και θεολογική του κλίση από πολύ νωρίς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος είπε στην μητέρα του.
    Κατόπιν μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε στην αρχή σε καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του όσο και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και κλασικών φιλοσόφων, τα οποία αποτέλεσαν το δίτομο βιβλίο «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που εξέδωσε το 1895. Τα συγκέντρωνε όχι μόνο για δική του χρήση αλλά και για να μπορέσει να τα μεταφέρει στους συνανθρώπους του και να τους ωφελήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πλευράς του χαρακτήρα του είναι ότι έγραφε κάποια από αυτά τα γνωμικά στις χάρτινες καπνοσακούλες του καπνοπωλείου, ώστε να τα διαβάσουν και να ωφεληθούν όσοι τις χρησιμοποιούσαν. Η πρακτική αυτή δε, έλυνε και το πρόβλημα της δημοσίευσης τους από εκείνον, ελλείψει χρηματικών πόρων.


    Πριν ακόμα συμπληρώσει το 20ο έτος της ηλικίας του, προσελήφθη ως παιδονόμος στο, εν Κωνσταντινούπολη, σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου (διευθυντής του σχολείου αυτού ήταν ο θείος του -από την πλευρά της μητέρας του- Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης) όπου συνέχισε τις σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν διδάσκοντας τις μικρότερες τάξεις. Την ίδια περίοδο έλαβε χώρα και το πρώτο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου. Ενώ βρισκόταν σε ιστιοφόρο και ταξίδευε για να πάει από την Κωνσταντινούπολη στην ιδιαίτερη πατρίδα του -για να εορτάσει μαζί με την οικογένεια του τα Χριστούγεννα- έπιασε μεγάλη τρικυμία. Με την παραίνεση και τις προσευχές όμως του Αγίου, το πλοίο κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του και έτσι γλύτωσαν την ζωή τους οι συνεπιβάτες του και φυσικά ο ίδιος.
   Μετά την Κωνσταντινούπολη ήρθε η σειρά της Χίου να φιλοξενήσει τον «Άγιο του 20ου αιώνα». Στην αρχή εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λιθί, ενώ παράλληλα κήρυττε σε Ιερούς ναούς της περιοχής. Μετά την πάροδο επτά ετών, εισήλθε ως δόκιμος μοναχός στην «Νέα Μονή», της Χίου, σε ηλικία 27 ετών. Τρία χρόνια αργότερα έγινε μοναχός (στις 7 Νοεμβρίου 1876) και έλαβε το όνομα Λάζαρος, ενώ άρχισε να εργάζεται ως γραμματέας του μοναστηριού. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Ιανουαρίου 1877) χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο. Κατά την χειροτονία του, ήταν που έλαβε το όνομα Νεκτάριος.  Το ίδιο έτος (1877) έφυγε από την Νέα Μονή με άδεια και πήγε στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε ότι τα έξοδα των σπουδών του αυτών, κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη -ο Ιωάννης και ο Δημοσθένης Χωρέμης. Στο νησί της Χίου επέστρεψε μετά από τρία έτη, έχοντας στις αποσκευές του το πτυχίο του Γυμνασίου.
    Στα τέλη Σεπτέμβρη του 1882 μετέβη στην Αλεξάνδρεια όπου παρουσιάστηκε στον Πατριάρχη Σωφρόνιο και του εξέθεσε την επιθυμία του να συνεχίσει τις σπουδές του, δίνοντας του και μια συστατική επιστολή από τον Ηγούμενο της Νέας Μονής, Νικηφόρο. Ο Σωφρόνιος όντως τον βοήθησε (αναλαμβάνοντας το Πατριαρχείο τα ένα μέρος από τα έξοδα των σπουδών, τα υπόλοιπα τα κάλυψαν οι αδερφοί Χωρέμη) θέτοντας του όμως ως όρο μετά το πέρας των σπουδών του, να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια και να εργαστεί για το Πατριαρχείο.Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος, πήρε για άλλη μια φορά τον δρόμο για την Αθήνα όπου γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα. Στην Θεολογική Σχολή διδάχθηκε: Δογματική, Ηθική, Παλαιά Διαθήκη, Εβραϊκά, Καινή Διαθήκη, Ποιμαντική, Πατρολογία, Χριστιανική Αρχαιολογία, Κατηχητική, Συμβολική και Ιστορία Δογμάτων. Την περίοδο των σπουδών του υπηρέτησε ως διάκονος στους ναούς: της Αγίας Ειρήνης (Αιόλου), της Παντάνασσας (Μοναστηράκι) και στου Αγίου Νικολάου (Πευκάκια).
 
 
 
    Ήταν τέλη του 1885 ή αρχές του 1886 όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια έχοντας τελειώσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών. Φτάνοντας εκεί ανέλαβε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα. Στις 23 Μαρτίου του 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στον Ναό του Αγίου Σάββα από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ανήλθε στο αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εργάστηκε ως γραμματέας του Πατριαρχείου και κατόπιν ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο. Τον Ιανουάριο του 1889 ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, αναγνωρίζοντας την αξία του Αγίου και βλέποντας την αγάπη με την οποία τον περιέβαλαν οι πιστοί, τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Πενταπόλεως. Ο Άγιος ασκούσε τα καθήκοντα του με ζήλο και υποδειγματικό τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ποίμνιο του να τον αγαπά όλο και περισσότερο, ενώ -στον αντίποδα- κάποιοι στο Πατριαρχικό περιβάλλον άρχισαν να τον συκοφαντούν -ζήλευαν την αγάπη που του είχαν οι χριστιανοί αλλά και το μεγαλείο του χαρακτήρα του.
   Οι συκοφάντες έριξαν τους σπόρους τους, κι εκείνοι βρήκαν γόνιμο έδαφος στον υπερήλικο Πατριάρχη και φύτρωσαν. Αποτέλεσμα; Να αφαιρεθούν από τον Άγιο Νεκτάριο τα αξιώματα του, και να του επιτραπεί μόνο να διαμένει στο δωμάτιο του, χωρίς να μπορεί να κινείται στην περιοχή του Καΐρου και στις γύρω κωμοπόλεις. Οι συκοφάντες όμως δεν έμειναν ικανοποιημένοι. Συνέχισαν το βδελυρό τους έργο και έτσι, στις 11 Ιουλίου του 1890 εξεδόθη από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας «απολυτήριο», με το οποίο υποχρέωναν τον Άγιο να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, παρόλο που εκείνος είχε συμμορφωθεί απόλυτα και χωρίς διαμαρτυρίες στις εντολές του Σωφρόνιου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «απολυτήριο» δεν ήταν σύμφωνο με τους κανόνες της Εκκλησίας -δεν είχε γίνει εκκλησιαστική δίκη- αλλά και δεν του καταβλήθηκαν οι μισθοί που του χρωστούσε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας από την μέρα που χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως έως και την ημέρα που τον ανάγκασαν να αποχωρήσει από την Αίγυπτο.
    Έτσι ο Άγιος Νεκτάριος πήρε για τρίτη φορά τον δρόμο για την Αθήνα. Οι συκοφάντες είχαν πετύχει το στόχο τους.Από την στιγμή που έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα, άρχισε να αναζητά κάποια θέση που θα του επέτρεπε να προσφέρει ξανά τις υπηρεσίες του στους ανθρώπους. Μετά από ένα χρόνο -δύσκολο λόγω της άσχημης οικονομικής του κατάστασης- διορίστηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος ιεροκήρυκας Ευβοίας, στις 15 Φεβρουαρίου του 1891. Κοντά στους εκεί χριστιανούς έμεινε δυόμιση χρόνια, έως τον Αύγουστο του 1893, όπου μετατέθηκε στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος. Στην νέα του θέση παρέμεινε μόλις μισό χρόνο.
   Το ήθος του, ο εξαίσιος χαρακτήρας του, η ευσέβεια του, αλλά και οι πράξεις του, έκαναν το ποίμνιο του να τον αγαπά σαν πατέρα και την φήμη του να εξαπλώνεται συνεχώς. Όταν αυτή η φήμη έφτασε στα αρμόδια "αυτιά", στην Αθήνα, αποφασίστηκε ο Άγιος Νεκτάριος να διοριστεί διευθυντής της Ριζαρείου σχολής, πράγμα που έγινε τον Μάρτιο του 1894. Στην διεύθυνση της Ριζαρείου παρέμεινε για 14 ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτών των ετών έδωσε νέα πνοή στο ίδρυμα και βοήθησε στην εκπαίδευση και την ανάδειξη πλήθους κληρικών και επιστημόνων. Παράλληλα συνέχισε -με μεγαλύτερη μάλιστα ένταση- το συγγραφικό του έργο. Μια ασχολία που τον συνόδευε από τα νεανικά του χρόνια και που χάρισε σε εμάς πνευματικούς θησαυρούς γεννημένους στο μυαλό και την ψυχή του Αγίου Νεκταρίου.Τις περισσότερες ώρες της ημέρας εργαζόταν για τις ανάγκες της σχολής και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του τον μοίραζε στην προσευχή, στην μελέτη, στην συγγραφή και στην αγαπημένη του ασχολία: την φροντίδα λουλουδιών και δέντρων. Κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών της σχολής, το καλοκαίρι του 1898, ο Άγιος Νεκτάριος επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου και περιόδευσε στις εκεί μονές για σχεδόν δύο μήνες. Στο διάστημα αυτό μελέτησε εκτενώς τα χειρόγραφα στις βιβλιοθήκες των μονών, προς αναζήτηση υλικού για τις επιστημονικές εργασίες του.
    Παράλληλα με τα καθήκοντα του διευθυντού της Ριζαρείου, αναλαμβάνει και φιλανθρωπική δράση συνδράμοντας όσους είχαν ανάγκη σε πνευματικό και υλικό επίπεδο. Η έντονη σωματική και πνευματική δράση εκείνων των ετών, έδρασε αρνητικά την υγεία του Αγίου, ο οποίος αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Τότε ήταν που στο μυαλό του γεννήθηκε η ιδέα της επιστροφής στον μοναστικό βίο και ζήτησε από την Νέα Μονή Χίου το απολυτήριο του, ώστε να μπορέσει να μονάσει όπου ήθελε. Το εν λόγω απολυτήριο εστάλη από την Νέα Μονή στον Άγιο Νεκτάριο στις 24 Νοεμβρίου του 1900. Όταν κάποια στιγμή ο Άγιος γνωρίστηκε με την Χρυσάνθη Στρογγυλού (μετέπειτα Ηγουμένη Ξένη), μια τυφλή και ευσεβή γυναίκα, μπήκε το πρώτο λιθαράκι για την δημιουργία της μονής στην Αίγινα. Η Χρυσάνθη μαζί με μερικές ακόμα γυναίκες επιθυμούσαν να μονάσουν και αναζητούσαν ένα πνευματικό οδηγό, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου Νεκταρίου. Με παραίνεση του άρχισαν να αναζητούν τόπο για την δημιουργία ενός μοναστηριού, και τελικά κατέληξαν σε μια ερειπωμένη μονή -αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή και διαλυμένη από το 1834 με διάταγμα των Βαυαρών- στην Αίγινα. Όταν επισκέφθηκε και ο Άγιος τον τόπο εκείνο, αποφασίστηκε να επισκευαστούν τα παλαιά κτήρια της μονής και να ξανατεθεί το μοναστήρι σε λειτουργία. Οι εργασίες για τον σκοπό αυτό ξεκίνησαν το 1904, η δε μονή θα ήταν αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Ο Άγιος από την Αθήνα -ήταν ακόμα διευθυντής στην Ριζάρειο- καθοδηγούσε τις μοναχές και όποτε έβρισκε χρόνο επισκεπτόταν την μονή στην οποία έμελλε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
    Μετά από τέσσερα χρόνια, έχοντας πλέον αποφασίσει να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Αίγινας και να ασχοληθεί με την οργάνωση του και την πνευματική καθοδήγηση των καλογριών που το στελέχωναν, υπέβαλε την παραίτηση του στο διοικητικό συμβούλιο της Ριζαρείου στις 7 Φεβρουαρίου του 1908. Η παραίτηση έγινε δεκτή από το συμβούλιο, το οποίο τον συνταξιοδότησε -ως ελάχιστη αναγνώριση του έργου του- με το σημαντικό για την εποχή ποσό, των 250 δραχμών το μήνα. Στη μονή εγκαταστάθηκε μετά το Πάσχα του ιδίου έτους, μιας και παρέμεινε στην θέση του διευθυντή της Ριζαρείου μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης. Με δικά του έξοδα έκτισε μια μικτή οικία, πλησίον αλλά εκτός της μονής, στην οποία θα κατοικούσε. Αξιοσημείωτο είναι ότι έλαβε ενεργά μέρος στο κτίσιμο, κουβαλώντας χώμα ή λάσπη και σκάβοντας, βοηθώντας τους τεχνίτες. Ποτέ, σε όλη του τη ζωή, δεν θεώρησε κάποια εργασία ανάξια του. Πάντα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του, με ιδιαίτερη χαρά, ζήλο και ταπεινοφροσύνη!
    Μια υπόθεση στην οποία αφιέρωσε κόπο και χρόνο ήταν αυτή της επίσημης αναγνώρισης της Μονής από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αναγνώριση που τελικά επιτεύχθηκε τέσσερα χρόνια μετά την κοίμηση του, και ανακοινώθηκε στις μοναχές με επιστολή του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου, στις 15 Μαΐου του 1924.
    Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Άγιος Νεκτάριος έπασχε από χρόνια προστατίτιδα, η οποία του δημιουργούσε αφόρητους πόνους. Τελικά συμφώνησε στις συστάσεις των γιατρών και ήρθε στην Αθήνα στο Αρεταίειο νοσοκομείο. Εκεί νοσηλεύτηκε -στον 2ο θάλαμο του 2ου ορόφου (ήταν θάλαμος Γ θέσης: απορίας)- για δύο σχεδόν μήνες. Στο πλευρό του, καθ' όλη την διάρκεια της νοσηλείας του, ήταν συνεχώς -και εναλλάσσονταν σε βάρδιες- οι μοναχές Ευφημία και Αγαπία. Τελικά γύρω στα μεσάνυχτα της 8ης προς 9ης Νοεμβρίου του 1920 ανεχώρησε για τους Ουρανούς, σε ηλικία 74 ετών.
    Το σκήνωμα του Αγίου μεταφέρθηκε στην Αίγινα και από το λιμάνι μέχρι την Μονή το μετέφεραν στα χέρια τους οι πιστοί. Όλο το νησί θρηνούσε μα περισσότερο απ' όλους οι μοναχές που έχασαν τον Πατέρα και Οδηγό τους. Το ιερό του σκήνωμα ήδη είχε αρχίσει να αναδίδει ευωδία. Η ταφή του, έγινε στο προαύλιο της Μονής δίπλα στο αγαπημένο του πεύκο.Όταν μετά από έξη μήνες άνοιξαν το μνήμα για να τοποθετηθεί μια επιτύμβια πλάκα -δωρεά της Ριζαρείου- το σκήνωμα του εξακολουθούσε να ευωδιάζει χωρίς να παρουσιάζει το παραμικρό σημάδι αλλοίωσης. Ενάμιση χρόνο αργότερα το μνήμα ξανανοίχτηκε και το ιερό σκήνωμα του εξακολουθούσε να παραμένει άφθαρτο και ευωδιάζον. Το ίδιο συνέβη και τρία χρόνια μετά την κοίμηση του. Συνολικά το σκήνωμα του παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση για είκοσι ολόκληρα χρόνια!
    Τριάντα δύο χρόνια, δε, μετά την κοίμηση του έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953, από τον Μητροπολίτη Προκόπιο.Η επίσημη αναγνώριση του, ως Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έγινε το 1961 με Πατριαρχική Συνοδική Πράξη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε καθορίστηκε και η 9η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτής του Αγίου Νεκταρίου.

                                    Οσία Θεόκτιστη

Η ΕΚ ΛΕΣΒΟΥ- Η ΕΝ ΠΑΡΩ ΑΣΚΗΣΑΣΑ







Η Οσία Θεοκτίστη η Λεσβία, είναι η δεύτερη  πολιούχος του νησιού της Πάρου μετά την Παναγία, μαζί με τους μετέπειτα δυο προστάτες του νησιού: τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο και τον Άγιο Αρσένιο κατατάχθηκαν πολλούς αιώνες αργότερα στη σεπτή χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας.

Η οσία Θεοκτίστη γεννήθηκε στην αρχαία πόλη της Λέσβου Μήθυμνα, τον σημερινό Μόλυβο τον Θ’ αιώνα. Από πολύ μικρή έχασε τους γονείς της και οι συγγενείς της την παρέδωσαν, σ’ ένα παρθενώνα, σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι. Εκεί οι μοναχές την ανέθρεψαν και όταν μεγάλωσε έγινε μοναχή.Σε μια επιδρομή τους στη Λέσβο, Άραβες σηρακινοί πειρατές από τη Κρήτη, αιχμαλώτισαν μαζί με άλλες κοπέλες τη μοναχή Θεοκτίστη. 

Μετά από αυτή την επιδρομή οι πειρατές κατευθύνθηκαν με τα πλοία τους προς την  βόρεια Αφρική για να πουλήσουν το έμψυχο φορτίο τους στα σκλαβοπάζαρα. Στο μακρύ τους ταξίδι πέρασαν από τη Πάρο και προσάραξαν στο λιμανάκι της Νάουσας. Εκεί έβγαλαν τις αιχμάλωτες για να συνέλθουν από τη ναύτια και να υπολογίσουν τι άξιζε η καθεμία τους σε χρήμα. Η οσία προφασίστηκε κάποια φυσική της ανάγκη και κατάφερε να ξεφύγει στο πυκνό τότε δάσος του νησιού.Οι πειρατές μόλις κατάλαβαν ότι τους ξέφυγε άρχισαν να ερευνούν όλη τη γύρω περιοχή χωρίς αποτέλεσμα. Η οσία έτρεχε χωρίς σταματημό. Μετά από ώρα σταμάτησε σε ένα ύψωμα ,που φαίνοταν καθάρα το λιμάνι και είδε το πλοίο με τους πειρατές να φεύγει . Εκείνη τη στιγμή η οσία έπεσε στα γόνατα και δόξαζε το Θεό για τη σωτηρία της. Έτσι περιπλανώμενη η οσία βρέθηκε στο μεγάλο ναό της Παναγίας που αργότερα ονομάσθηκε Εκατονταπυλιανή. Εκείνη την εποχή το νησί ήταν έρημο, διότι οι κάτοικοι έφευγαν για να γλυτώσουν από τις πειρατικές επιδρομές .
  
Η αγία Θεοκτίστη έζησε περί τα 35 χρόνια μέσα στο ναό της Θεοτόκου ,γυμνή και ανυπόδητη, έχοντας ως τροφή άγρια χόρτα και αγίασμα που αναβλύζει ακόμα και σήμερα κάτω από την αγία τράπεζα του ναού. Κάποτε ήρθαν στην Πάρο, κυνηγοί από την Εύβοια για να κυνηγήσουν στο δάσος του νησιού.  Ένας από τους κυνηγούς, που ήταν θεοσεβής  πέρασε από τον ναό για να προσκηνύσει.Την ώρα που μπήκε στο ναό ο κυνηγός αιφνιδιάστηκε ,γιατί είδε μια μυστηριώδη γυναικεία παρουσία . Εκείνη του ζήτησε να της ρίξει κάποιο ένδυμα για να καλυφθεί.Ο κυνηγός έπεσε στα γόνατα της και την παρακάλεσε να τον ευλογήσει γιατί ήξερε οτί σίγουρα πρόκειται για αγία. Εκείνη του είπε ότι η θεϊκή βούληση τον έφερε κοντά της και του ζήτησε την επόμενη φορά που θα έρθει ξανά στο νησί για κυνήγι να της φέρει αγία κοινωνία για να μεταλάβει γιατί ένιωθε ότι πλησίαζε το τέλος της. 

‘Ετσι και έγινε, την επόμενη φορά που ήρθε ο κυνηγός στο νησί , της πήγε θεία κοινωνία για  να μεταλάβει και έπειτα έφυγε για να πάει να κυνηγίσει. Στην επιστροφή του  από το κυνήγι και πριν αναχωρίσει για την Εύβοια ο κυνηγός  πέρασε από τον ναό για να αποχαιρετίσει την αγία., την βρήκε όμως νεκρή. Αιφνιδιασμένος ο κυνηγός πήρε το σώμα της και το έθαψε μέσα στο ναό της Παναγίας Εκατονταπυλιανής. 
Ο εορτασμός την μνήμης της γίνεται στην 9η  Νοεμβρίου και στην Πάρο είναι ημέρα επίσημης αργίας  για το νησί.
 
 
 
 
 

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τῆς Μηθύμνης τόν γόνον καί θεῖον βλάστημα καί Παρίων τό κλέος καί τό ἐντρύφημα, Θεοκτίστην τήν Ἁγίαν εὐφημήσωμεν. Χαίροις βοῶντες πρός Αὐτήν, καλλιπάρθενε ἀμνάς καί Νύμφη τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὧ καί πρεσβεύεις ἀδιαλείπτως τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++

Κωνσταντίνος Μαύρης
Φοιτητής Θεολογίας Αθηνών
21 Οκτωβρίου 2013
 





Φώτης Κόντογλου - Ὁ Ροβινσώνας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία

(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

«Μέγα τὸ κατόρθωμα τοῦ σοῦ βίου, Μῆτερ, ἀληθῶς. Ἐκπλήττεις γὰρ τῶν πιστῶν πάσαν ἀκοὴν τοῖς σοῖς ἀριστεύμασιν. Ὅτι ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς... Ὁσία, ἐβίωσας καὶ ἀγγέλοις καθωμοίωσαι».
«Δίκαιος ὥσπερ λέων πέποιθε», λέγει ὁ σοφὸς Σολομῶν. Κι᾿ ἀληθινά, ὅλοι οἱ ἅγιοι σταθήκανε σὰν λιοντάρια στὴν πίστη τους, ὄχι μοναχὰ τὰ παλληκάρια, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄκακα γεροντάκια κ᾿ οἱ γυναῖκες, ποὺ εἶναι ἀπὸ φυσικὸ τοὺς φοβιτσιάρες.
Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶναι ἡρωική. Ὅποιος ἔχει πίστη δὲν φοβᾶται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ παλληκαριά, ποὺ ἔχουνε ὅσοι ἀγωνίζουνται γιὰ τὰ πράγματα τούτου τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι τίποτα μπροστὰ στὴν ἀφοβία καὶ στὴν καρτερία ποὺ δείξανε οἱ ἅγιοι, ὄχι μοναχὰ οἱ μάρτυρες, ἀλλὰ κ᾿ οἱ ὅσιοι κ᾿ οἱ ἱεράρχες. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀντρείους του κόσμου μπορεῖ νὰ ἀντέξη στὴν καταφρόνεση; Ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ὑπομένη τὶς ἄδικες κατηγόριες; Ποιὸς γυρίζει τὸ πρόσωπό του κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος γιὰ νὰ τὸν χτυπήσουν, χωρὶς νὰ ἀντισταθῆ; Ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη ν᾿ ἀγαπᾶ τοὺς ὀχτρούς του καὶ νὰ παρακαλῆ γι᾿ αὐτούς;
Μὰ καὶ στὰ σωματικά, ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀρνηθῆ τὸν κόσμο καὶ νὰ πάγη νὰ ζήση στὴν ἐρημιὰ σὰν τὸ ἀγρίμι, χωρὶς καμμιὰ παρηγοριά, δίχως νὰ βλέπη ἴσκιον ἀνθρώπου, καὶ νὰ θρέφεται μὲ ἄγρια χορτάρια, ἔχοντας γιὰ σπίτι κανένα σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ σπήλαιο;
Ναί, ἡ πίστη κάνει σὰν ἀτσάλι καὶ τὴν πιὸ τρυφερὴ καρδιά. γιὰ τοῦτο ἔγραφε κι᾿ ὁ θεόγλωσσος Παῦλος «οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Τιμόθ. Β´, α´, 7).
Ἀνάμεσα στοὺς ἅγιους, εἶναι κάποιοι ποὺ ἡ γενναιότητά τους κι᾿ ὁ σκληρὸς τρόπος τῆς ζωῆς τοὺς ξεπερνᾶ τόσο πολὺ τὸ σύνορο ποὺ φτάνει ἡ ἀντοχὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ φαίνουνται ἀπίστευτα στὸν ἄπιστο, ἐνῶ ὁ πιστὸς δακρύζει διαβάζοντας τὸ βίο τους καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ δίνει τέτοια δύναμη σὲ κείνους ποὺ ἀρνηθήκανε τὰ πάντα γιὰ τὄνομά του. Μιὰ τέτοια ἀδάμαστη ψυχὴ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στάθηκε ἡ ἁγία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία.
Αὐτὴ ἡ ἁγία γεννήθηκε στὴ φημισμένη Μήθυμνα, ποὺ σήμερα λέγεται Μόλυβος, μιὰ μικρὴ πολιτεία ποὺ βρίσκεται στὰ βορινά της Μυτιλήνης, ἀντίκρυ στὸν κάβο-Μπαμπὰ τῆς Ἀνατολῆς. Στὴ Μήθυμνα γεννηθήκανε στὰ ἀρχαῖα χρόνια πολλοὶ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, κι᾿ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς κι᾿ ὁ Ἀρίωνας, ὁ μεγάλος μουσικός, ποὺ τὸν παριστάνανε καβαλλικεμένον σ᾿ ἕνα δελφίνι, μὲ τὴ λύρα στὰ χέρια, θέλοντας νὰ δείξουνε πὼς μάγευε καὶ τὰ ζῶα μὲ τὴν τέχνη του.
Λοιπόν, κ᾿ ἡ ἁγία Θεοκτίστη εἶχε πατρίδα τὴ Μήθυμνα. Ἀλλὰ ἀσκήτεψε καὶ κοιμήθηκε στὴν Πάρο, καὶ τὸ λείψανό της βρίσκεται στὴν Ἰκαριά. Κ᾿ οἱ πατριῶτες τῆς τὸ εἴχανε καημὸ νὰ μὴν ἔχουνε αὐτοὶ τὸ ἅγιο λείψανό της, καὶ δὲν πάψανε νὰ ἐνεργοῦνε, ὡς ποὺ σήμερα ἔγινε αὐτὸ ποὺ ποθούσανε, καὶ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας θὰ δοθῆ στοὺς Μηθυμναίους, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ μητροπολίτου Σάμου σεβ. Εἰρηναίου, καὶ θὰ θησαυρισθῆ σὲ μία ἐκκλησία ποὺ θὰ χτίσουνε στὴ μνήμη της.
Ἡ ἁγία Θεοκτίστη γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ χίλια ἑκατὸ χρόνια, τὸν καιρὸ ποὺ ἤτανε βασιλιὰς στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Λέοντας ὁ Σοφός.
Ὅπως εἶναι συνηθισμένο σὲ τέτοιες ψυχές, ποὺ ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ αἷμα κι᾿ ἀπὸ θέλημα ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό, ἡ ἁγία Θεοκτίστη ἀπὸ μικρὴ ἔτρεχε στὴν ἐκκλησία νὰ ξεδιψάση σὰν ζαρκάδι διψασμένο, ὡς ποὺ πεθάνανε οἱ γονιοί της καὶ κείνη πῆγε σ᾿ ἕνα μοναστήρι κ᾿ ἔγινε μοναχή, στὸ ἄνθος τῆς νιότης της. Μὰ κι᾿ ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἔτρεχε νὰ βοηθήση ὅπου ὑπῆρχε δυστυχισμένος, ἄρρωστος, φτωχὸς κι᾿ ἀπροστάτευτος ἄνθρωπος.
Μιὰ χρόνια πεθύμησε νὰ δὴ τὴ μεγαλύτερη ἀδελφή της καὶ κατέβηκε στὴ Μήθυμνα ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Κεῖνον τὸν καιρὸ ρημάζανε τὰ νησιὰ καὶ τ᾿ ἀκρογιάλια τῆς Ἀνατολῆς οἱ μπαρμπερίνοι κουρσάροι. Εἶχε φανερωθῆ τότες ἕνας ἀράπης Νίσσυρης, ἄγριο σκυλόψαρο, ποὺ γύριζε παντοῦ μὲ τὰ καράβια του, κι᾿ ὅπου ξεμπαρκάριζε δὲν ἄφηνε πέτρα ἀπάνω στὴν πέτρα. Ἅρπαζε, ξέσκιζε, σκότωνε, ἀτίμαζε τὶς γυναῖκες, σκλάβωνε τοὺς ἄντρες, ἀλλαξοπιστοῦσε τοὺς χριστιανούς.
Πῆγε λοιπὸν κι᾿ ἄραξε σὲ μία ἔρημη θαλασσοβραχιά, βορινὰ ἀπὸ τὴ Μήθυμνα, δίχως νὰ τὸν πάρουνε εἴδηση, μπῆκε μὲ τ᾿ ἀραπομάνι τοῦ στὸ χωριὸ τὴ νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι κοιμόντανε, καὶ μέσα σὲ λίγο τὸ διαγούμισε, δὲν ἄφησε ἄψαχτο σπίτι, σκότωσε, ἀτίμασε, καὶ τοὺς ζωντανούς, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τοὺς πῆρε σκλάβους γιὰ νὰ τοὺς πουλήση. Ἀνάμεσα στοὺς σκλάβους ἤτανε κ᾿ ἡ Θεοκτίστη, δεκαοχτὼ χρονῶν κορίτσι.
Κάνανε πανιά, κ᾿ ἐπειδὴ εἴχανε πρύμο τὸ βοριά, τραβήξανε καὶ πήγανε στὴν Πάρο, ποὺ ἤτανε ὁλότελα ἔρημη κ᾿ εἶχε ρουμανιάσει, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν εἴχανε κάνει λημέρι οἱ πειράτες.
Ἡ Θεοκτίστη, μαζεμένη σὲ μία γωνιὰ μέσα στ᾿ ἀμπάρι, ἤτανε σκεπασμένη μὲ τὸ ράσο τῆς κ᾿ ἔλεγε μέσα της τὴν προσευχή της, τὸ ψαλτήρι, τὴ δέηση τοῦ Ἰωνᾶ ποὺ τὸν κατάπιε τὸ θεριόψαρο, τὴν προσευχὴ τῶν Τριῶν Παίδων μέσα στὸ καμίνι, τὴν προσευχὴ τοῦ Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων.
Εἴπαμε πὼς ἡ Πάρος ἤτανε ἔρημη καὶ ρουμανιασμένη, καὶ δὲν φαινότανε ἀπάνω τῆς μηδὲ ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Τὸ μεγάλο χωριό, ἡ Παροικιά, εἶχε γίνει ἕνας σωρὸς ἀπὸ πέτρες, κι᾿ ἀνάμεσά τους εἴχανε θεριέψει τὰ ἀγριοχόρταρα καὶ τ᾿ ἀγριόδεντρα. Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε καὶ χοχλακοῦσε τὸ πέλαγο, ἔρημο καὶ κεῖνο τῆς ἀνεμάλλιαζε τὰ δέντρα καὶ τὰ χορτάρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε πουθενά. Μοναχὰ τὴ νύχτα ἀκουγόντανε τὰ τσακάλια ποὺ οὐρλιάζανε καὶ τὰ φίδια ποὺ σφυρίζανε.
Ἐκεῖ στὴν Παροικιὰ ὑπῆρχε μία μεγάλη καὶ φημισμένη ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας, χτισμένη κοντὰ στὴ θάλασσα. Σώζεται ὡς τὰ σήμερα καὶ τὴ λένε Ἐκατονταπυλιανή, χτίριο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαία κι᾿ ἀπὸ τὰ πιὸ σπουδαία της Χριστιανοσύνης.
Κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινε τούτη ἡ ἱστορία, αὐτὴ ἡ ἐκκλησιὰ εἶχε ρημάξει, καὶ τὰ μάρμαρα κειτόντανε σπασμένα ἀπὸ τοὺς κουρσάρους. Ὁ γύρω τόπος ἤτανε δασωμένος, καὶ μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐκκλησιὰ εἴχανε φυτρώσει βάτα, σκοῖνοι, πουρνάρια καὶ τσουκνίδες.
Οἱ μπαρμπερίνοι ἀράξανε τὰ καράβια τοὺς στὸ λιμάνι, ποὺ εἶναι σίγουρο ἀπὸ κάθε καιρό, βγήκανε ἔξω, βγάλανε ἔξω καὶ τοὺς σκλάβους, κι᾿ αὐτοὶ σκορπίσανε ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ψάχνοντας ὅπως πάντα.
Τότε ἡ Θεοκτίστη, σιγὰ-σιγά, δίχως νὰ τὴν καταλάβουνε, ξεμάκρυνε, καὶ χώθηκε στὰ πυκνὰ δέντρα, καὶ τρύπωσε ὅσο μπόρεσε πιὸ βαθιά. Ἄκουσε τοὺς κουρσάρους νὰ φωνάζουνε, μὰ αὐτὴ εἶχε χωθῆ σὲ μία τρύπα καὶ δὲν ἀνάσαινε, τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο της.
Ὁ Θεὸς τὴν προστάτεψε, κ᾿ οἱ κουρσάροι, ἀφοῦ ψάξανε λίγο, κάνανε πανιὰ καὶ φύγανε.
Σὰν εἶδε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ δέντρα τὰ καράβια νὰ πιάνουνε τὸ πέλαγο, γονάτισε καὶ φχαρίστησε τὸ Θεό. Δὲν φοβήθηκε τίποτα, δὲν ἔβαλε μὲ τὸ νοῦ της πὼς ἤτανε ὁλομόναχη ἀπάνω σὲ κεῖνο τὸ ἀγριονήσι, τί θάτρωγε, τί θάπινε, τί θὰ ντυνότανε! Τὰ ροῦχα τῆς ἤτανε ξεσκισμένα ἀπὸ τὰ παλιούρια, τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τῆς ματωμένα ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθια. Μὰ αὐτὴ δόξαζε τὸν Κύριο ποὺ γλύτωσε τὴν ψυχή της. Τὸ κορμί της δὲν τὸ συλλογιζότανε ὁλότελα, κ᾿ ἔλεγε μέσα της τὰ λόγια τοῦ Δαυΐδ: «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιὰς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι Σὺ Κύριε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ».
Ἐβγῆκε λίγο στὸ ξέφωτο, καὶ πῆγε κοντὰ στὴν ἀκροθαλασσιά. Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε καὶ τὰ δέντρα βογκούσανε. Ἡ θάλασσα βούιζε, τὸ πέλαγο ἄφριζε, μαβὶ κι᾿ ἀπέραντο. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν φαινότανε πουθενά. Μοναχὰ οἱ γλάροι φωνάζανε ἀπὸ πάνω της, σὰν νὰ ἀπορούσανε βλέποντας τὴν. Κατάλαβε πὼς ἤτανε ὁλομόναχη σὲ κείνη τὴν ἔρημο, ζωσμένη ἀπὸ τὰ ἀτελείωτα νερά. Γονάτισε στὸν ἄμμο κ᾿ ἔκανε τὴν προσευχή της. Παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν προστατέψη, καὶ τὸν φχαρίστησε γιατὶ τὴν ἔρριξε σὲ κεῖνο τὸ ρημονήσι, ἀντὶ νὰ παραπονεθῆ, ὅπως θὰ κάναμε ἐμεῖς. Ἐκείνη σκέφθηκε πὼς ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία τοῦ Θεοῦ τὴν ἐπήγε σὲ κεῖνο τὸ μέρος γιὰ νὰ τὴ σώσῃ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Γιατὶ εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι της ἐπειδὴ πεθύμησε νὰ δῇ τὴν ἀδελφή της, ἐνῶ εἶχε ἀρνηθῆ τὸν κόσμο γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν πατέρα του καὶ τὴ μητέρα τοῦ περισσότερο ἀπὸ μένα, δὲν εἶναι ἄξιός μου». Ἡ φύση μας δένει σφιχτὰ μὲ τὰ δεσμά της. Λοιπόν, ἴσως ἡ ἀγάπη τῆς ἀδελφῆς της νὰ τὴν παραπλανοῦσε. Ἴσως ὁ φυσικὸς δεσμὸς τῆς σάρκας νὰ χαλάρωνε στὴν ψυχὴ τῆς τὸν πνευματικὸ δεσμὸ μὲ τὸν Χριστό. Γι᾿ αὐτό, Ἐκεῖνος ποὺ οἰκονομᾶ τὰ πάντα γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ πλάσματός του, τὴν παράδωσε στοὺς κουρσάρους, γιὰ νὰ τὴ φέρουνε στὴν ἔρημο ποὺ τὴν ἅγιασε, ὅπως ἅγιασε τὸν Ἀντώνιο καὶ τοὺς ἄλλους ἀσκητάδες.
Τριανταπέντε χρόνια περάσανε ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ἀπόμεινε ὁλομόναχη ἡ Θεοκτίστη στὸ ρημονήσι τῆς Πάρου, χωρὶς νὰ μάθη κανεὶς τί ἀπόγινε, ζοῦσε ἢ πέθανε. Μὰ καὶ κανένας δὲν ἤξερε πὼς βρισκότανε ζωντανὸς ἄνθρωπος ἀπάνω σὲ κεῖνο τὸ ξεχασμένο νησί. Φαίνεται πὼς κ᾿ οἱ κουρσάροι δὲν ξαναπήγανε, γιατὶ εἴχανε καλύτερες φωλιὲς ποὺ τρυπώνανε, σὲ ἄλλα νησιά, καὶ βρίσκανε καλύτερες βίγλες γιὰ νὰ παραφυλάγουνε τὰ καράβια ποὺ περνούσανε κοντύτερα στὴν Ἀνατολή.
Στὰ τριανταπέντε χρόνια, ἔτυχε νὰ στείλη ἀπὸ τὴν Πόλη ὁ βασιλιὰς Λέοντας καράβια μὲ στρατὸ γιὰ νὰ πολεμήση τοὺς Ἄραβες ποὺ βαστούσανε τὴν Κρήτη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ κουρσεύανε πολιτεῖες καὶ χωριά, ὅπως εἴδαμε πὼς ἔκανε ὁ Νίσσυρης στὴ Μήθυμνα. Ἀρχηγὸς ἀπάνω στὰ καράβια διορίστηκε ἕνας καλὸς πολεμιστής, Ἡμέριος τὄνομά του. Ἀνάμεσα στὴ συνοδεία του βρέθηκε κι᾿ ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, σπουδασμένος συμβουλάτορας τοῦ βασιλέα, ποὺ εἶχε γράψει πολλοὺς βίους τῶν ἁγίων.
Σὰν νὰ ἤτανε ἀπὸ θεϊκὴ οἰκονομία καὶ βρέθηκε μέσα σὲ κεῖνα τὰ καράβια ὁ Συμεών, γιὰ νὰ γράψη τὸν παράδοξο βίο τῆς ἁγίας Θεοκτίστης. Γιατί, σὰν φτάξανε κοντὰ στὴ Νιό, ὁ καιρὸς φουρτούνιασε, καὶ στενευτήκανε νὰ ποδίσουνε στὴν Πάρο. Καὶ σὰν βγήκανε στὴ στεριά, πήγανε νὰ προσκυνήσουνε τὴ φημισμένη ἐκκλησιὰ τῆς Ἐκατοπυλιανῆς, ποὺ τὴν εἴχανε ἀκουστά τους. Ἐκεῖ ποὺ βλέπανε τὰ χαλάσματα κι᾿ ἀπορούσανε σὲ τί κατάσταση εἶχε καταντήσει ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο χτίριο, εἴδανε ἄξαφνα νἄρχεται κατὰ τὸ μέρος τοὺς ἕνας καλόγερος, σκελετωμένος, κίτρινος καὶ ξυπόλητος, μ᾿ ἕνα ράσο ἀπὸ γιδότριχα. Αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ τοὺς πῆ πὼς βρέθηκε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, μοναχὰ τοὺς εἶπε, σὰν τὸν ρωτήσανε, πὼς τὸ μαρμαρένιο κιβώριο ποὺ σκέπαζε τὴν ἁγία Τράπεζα τὸ εἴχανε σπάσει οἱ κουρσάροι τοῦ Νίσσυρη, θέλοντας νὰ τὸ πάρουνε γιὰ νὰ τὸ πάνε στὴν Κρήτη. Καὶ πὼς δὲν μπορέσανε νὰ τὸ κλέψουνε, καὶ πὼς φεύγοντας ἀπὸ τὴν Πάρο τὸ καράβι τοῦ Νίσσυρη τσακίστηκε στ᾿ ἀκρωτήρι τῆς Εὔβοιας τὸ λεγόμενο Ξυλοφάγος (τὸν σημερινὸ Κάβο-Ντόρο), καὶ πνίγηκε κεῖνος ὁ χριστιανομάχος Νίσσυρης μαζὶ μὲ τοὺς ληστοσυντρόφους του.
Τοὺς εἶπε κι᾿ ἄλλα πολλὰ ὁ γέροντας, μάλιστα τοὺς εἶπε πὼς θὰ φτάνανε στὴν Κρήτη τὴν Τρίτη καὶ πὼς θὰ νικήσουνε τοὺς Ἄραβες, καθὼς κι᾿ ἄλλα περιστατικά, ποὺ γινήκανε ὅπως τὰ προεῖπε.
Τοὺς εἶπε ἀκόμα καὶ τούτη τὴν ἱστορία, ποὺ τὴν ἔγραψε ὁ Συμεών, σὰν γύρισε στὴν Πόλη:
«Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, εἶπε, ἤρθανε στὴν Πάρο κάποιοι κυνηγοὶ ἀπὸ τὸν Εὔριπο (Εὔβοια) γιὰ νὰ κυνηγήσουνε ἐλάφια κι᾿ ἄλλα ἀγρίμια, κ᾿ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς μου εἶπε τούτη τὴ γλυκύτατη ἱστορία: Μιὰ μέρα, μοῦ εἶπε, ἦρθα σ᾿ αὐτὸ τὸ νησὶ μὲ κάποιους συντρόφους γιὰ νὰ κυνηγήσουμε, ὅπως τώρα. Ἐγὼ χώρισα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πῆγα νὰ προσκυνήσω στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας. Μπαίνοντας μέσα, εἶδα μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδὴ λούπινα, ποὺ κάνει πολλὰ τοῦτος ὁ τόπος. Εἶπα μέσα μου μήπως βρίσκεται στὸ νησὶ κανένας ἅγιος ἀσκητής, καὶ κοίταξα στὅνα καὶ στἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησιᾶς.
Ἐκεῖ ποὺ κοίταζα, βλέπω στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἁγίας Τράπεζας ἕνα κομμάτι ψιλὸ πανὶ σὰν τὴν τσίπα τῆς ἀράχνης, ποὺ τὸ σάλευε ὁ ἀγέρας, καὶ θέλησα νὰ πάγω κοντύτερα γιὰ νὰ δῶ καλὰ τί ἤτανε. Μὰ ἄκουσα μία φωνὴ ποὺ μοὖλεγε: «Στάσου, ἄνθρωπε, μὴν πλησιάσης, γιατὶ εἶμαι μία γυναίκα γυμνή, καὶ ντρέπουμαι». Ἐγὼ ἀπὸ τὸ φόβο μου θέλησα νὰ φύγω, γιατὶ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μου σηκωθήκανε σὰν τ᾿ ἀγκάθια, κ᾿ ἔτρεμα ἀπὸ τὸ φόβο μου.
Μὰ στάθηκα, καὶ σὰν ἦρθα λίγο στὰ συγκαλά μου, τὴ ρώτησα ποιὰ ἤτανε κι᾿ ἀπὸ ποῦ; Κ᾿ ἐκείνη μοῦ εἶπε: «Ρίξε μου, σὲ παρακαλῶ, κανένα ροῦχο νὰ σκεπαστῶ, κ᾿ ἔπειτα θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μάθης». Τότε τῆς ἔριξα τὸ πανωφόρι μου, κι᾿ ἀφοῦ τὸ φόρεσε, πρῶτα ἔκανε τὸ σταυρό της καὶ τὴν προσευχή της, γιὰ νὰ μὴ νομίσω πὼς εἶναι κανένα φάντασμα, κ᾿ ὕστερα ἦρθε κοντά μου. Ἐγὼ σὰν εἶδα ἕνα τέτοιο θέαμα, ἔφριξα. Γιατὶ ἔβλεπα μὲν πὼς ἤτανε γυναίκα, ἀλλὰ δὲν ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀπάνω της σάρκα ὁλότελα, παρὰ μοναχὰ τὸ πετσὶ μὲ τὰ κόκκαλα, κι᾿ αὐτὸ μαῦρο κι᾿ ἄσκημο. Οἱ τρίχες τῶν μαλλιῶν της ἤτανε κάτασπρες, καὶ τὸ πρόσωπό της ἀλλαγμένο, δίχως ὕλη ὁλότελα, σὰν ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο. Κι᾿ ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ φόβο μου ἔπεσα χάμω προύμυτος, καὶ τὴν παρακαλοῦσα νὰ μὲ βλογήση. Καὶ κείνη σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια της κ᾿ ἔκανε προσευχὴ μυστικά, κ᾿ ὕστερα μοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἐλεήση, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ποὺ Ἐκεῖνος σὲ ὡδήγησε σὲ μένα τὴν τιποτένια, γιὰ νὰ σοῦ ἱστορήσω τὴ ζωή μου.
Μάθε λοιπὸν πὼς εἶμαι ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μυτιλήνης λεγόμενο Μήθυμνα, καλογραῖα τὴν τάξη, Θεοκτίστη τὸ ὄνομα. Καὶ τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουνα μικρή, τελευτήσανε οἱ γονιοί μου. Τότε ἐγὼ ἐπῆγα σ᾿ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ κουρεύθηκα μοναχή. Καὶ σὰν ἤμουνα δεκαοχτὼ χρονῶν, εἶχα πάει τὸ Πάσχα στὸ χωριό μου γιὰ νὰ δῶ μία ἀδελφὴ ποὺ εἶχα παντρεμένη. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ἤρθανε οἱ Ἄραβες ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ σκλαβώσανε ὅλους τους χωριανούς μου, καὶ μαζί τους κ᾿ ἐμένα. Καὶ βάζοντάς μας στὰ καράβια τους, φύγαμε ἀπὸ κεῖ καὶ φτάξαμε σὲ τοῦτο τὸ νησί. Σὰν ἀράξαμε, ὁ ἀρχηγὸς τοὺς ὁ Νίσσυρης πρόσταξε νὰ μᾶς βγάλουνε ἔξω, γιὰ νὰ λογαριάση πόσα ἀξίζαμε. Ἐγὼ τότε ἔκανα πὼς δίψασα καὶ πὼς πῆγα νὰ πιῶ, κι᾿ ἀφοῦ ξεμάκρυνα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐμπῆκα στὸ δάσος καὶ περπάτησα μὲ τόση βία, ποὺ καταξέσκισα τὰ πόδια μου ἀπὸ τὶς πέτρες κι᾿ ἀπὸ τὰ ξύλα. Στὸ τέλος, ἔπεσα χάμω σὰν πεθαμένη, μὴν μπορώντας νὰ σταθῶ ὄρθια ἀπὸ τοὺς πόνους. Τὸ πρωί, εἶδα τοὺς Σαρακηνοὺς νὰ φεύγουν, κι᾿ ἀπὸ τὴ χαρά μου ξέχασα τοὺς πόνους.
Εἶναι τώρα τριανταπέντε χρόνια καὶ περισσότερο ποὺ κατοικῶ ἐδῶ, κι᾿ ἡ τροφή μου κατὰ πρῶτο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κ᾿ ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας Θεοτόκου, καὶ κατὰ δεύτερο τὰ λουμπινάρια καὶ τὰ χόρτα. Κ᾿ ἐπειδὴ ξεσκισθήκανε τὰ ροῦχα μου καὶ λιώσανε, μὲ ντύνει καὶ μὲ σκεπάζει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κυβερνᾶ καὶ κρατᾶ τὰ πάντα».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια ἡ ἁγία, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ ἡσύχασε λίγο. Ὕστερα, μοῦ εἶπε πάλι: «Ὅσα ἔπαθα ὡς τὰ σήμερα, σοῦ τὰ διηγήθηκα μὲ βραχυλογία, ἄνθρωπε. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνης τούτη τὴ χάρη, γιὰ τὸν Κύριο. Ξεύρω πὼς θἄρθης κι᾿ ἄλλη φορὰ μὲ τοὺς συντρόφους σου γιὰ νὰ κυνηγήσετε. Λοιπόν, σὰν ξανἄρθετε, πὲς σὲ κανέναν ἱερέα νὰ μοῦ φέρη μία μερίδα ἀπὸ τὸ δεσποτικὸ Σῶμα γιὰ νὰ κοινωνήσω, καὶ μὴν πῆς σὲ κανέναν ἄλλον τίποτα γιὰ μένα».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή της, κ᾿ ἐγὼ τῆς ἔδωσα ὑπόσχεση νὰ κάνω ὅσα μου παράγγειλε. Ὕστερα, τῆς ἔκανα μετάνοια, κ᾿ ἔφυγα.
Σὲ λίγον καιρό, ἤρθαμε πάλι ἐδῶ, ὅπως εἶχε πῆ ἡ ἁγία, καὶ τῆς ἐφέραμε τὰ ἅγια Μυστήρια. Ἀλλὰ δὲν τὴ βρήκαμε, ἢ γιατὶ εἶχε πάει σὲ κανένα ἄλλο μέρος τοῦ νησιοῦ, ἢ γιατὶ κρύφθηκε ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ ἄλλοι μαζί μου, καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴ δοῦνε. Σὰν φύγανε ὅμως οἱ ἄλλοι συντρόφοι μου γιὰ νὰ κυνηγήσουνε, βλέπω τὴν ἁγία μπροστά μου, φορεμένη τὸ ροῦχο ποὺ τῆς εἶχα δώσει. Σὰν εἶδε τὰ ἅγια Μυστήρια ποὺ βαστοῦσα, ἔπιασε κ᾿ ἔκλαιγε ἀπὸ τὴ χαρά της. Καὶ σὰν κοινώνησε, εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου, Δέσποτα, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου. Τώρα ποὺ ἔλαβα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἂς πάγω ὅπου προστάξει ἡ παντοδυναμία Σου».
Αὐτὰ εἶπε, κι ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ κράτησε ὑψωμένα πολλὴ ὥρα, ἔκανε τὴν προσευχὴ τῆς νοερά. Κ᾿ ἐγὼ ἀφοῦ ἐπῆρα τὴν εὐχή της, ἔφυγα.
Καθίσαμε στὸ νησὶ λίγες μέρες καὶ κάναμε καλὸ κυνήγι. Καὶ πρὶν νὰ φύγουμε, γύρισα πάλι στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πάρω τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας Θεοκτίστης, γιὰ βοήθειά μου στὸ ταξίδι μας. Ἀλλά, μπαίνοντας μέσα στὴ ρεπιασμένη ἐκκλησιά, τὴν εἶδα νὰ κείτεται νεκρή, στὸν τόπο ποὺ τὴν εἶχα βρῆ πρωτύτερα, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, καὶ τυλιγμένη μὲ τὸ φόρεμα ποὺ τῆς εἶχα δώσει.
Τότε ἔπεσα καταγῆς, κλαίγοντας καὶ καταφιλώντας ἐκεῖνο τ᾿ ἁγιασμένο καὶ παρθενικὸ καὶ ἄσπιλο λείψανο. Ἔπειτα βγῆκα ἔξω καὶ φώναξα τοὺς συντρόφους μου, κι᾿ ἀφοῦ ἀνάψαμε κεριὰ καὶ λιβάνια καὶ ψάλλαμε τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, τὴ θάψαμε στὸν ἴδιο τόπο ποὺ τὴ βρήκαμε».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου