Βίος Αγίου Βασιλίσκου του Μάρτυρος
Ο Άγιος Βασιλίσκος, ανιψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, καταγόταν από το χωριό Χουμιαλά της Αμασείας και μαρτύρησε διά ξίφους επί Μαξιμιανού
(285 - 305 μ.Χ.) και άρχοντος Αγρίππα. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα της Καππαδοκίας Ασκληπιάδη (ή Ασκληπιόδοτο) με τους στρατιώτες του Ευτρόπιο και Κλεόνικο, οι οποίοι,
επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τελειώθηκαν διά μαρτυρικού θανάτου.
Πόθος για μαρτύριο
Ο Άγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στη φυλακή από τους ειδωλολάτρες με την ελπίδα ότι, με την πάροδο του χρόνου και από τις στερήσεις και κακοπαθήσεις, θα αρνιόταν τον Χριστό,
οπότε ο αντίκτυπος από την πράξη του αυτή θα ήταν μέγας μεταξύ των Χριστιανών. Αυτός όμως είχε λάβει την αμετάτρεπτη απόφαση να πεθάνει ως Χριστιανός, έχοντας ως
φωτεινό παράδειγμα τον Μεγαλομάρτυρα θείο του, ο οποίος παρέμεινε σταθερός στην ομολογία του, αφού απέκρουσε όλες τις υποσχέσεις και τις απειλές.
Μία ημέρα ο Άγιος πέτυχε, χάρη στην εύνοια των στρατιωτών που τον φύλαγαν, να μεταβεί στον οίκο του, να παρηγορήσει τους γονείς και αδελφούς του και να τους συστήσει
εμμονή στη Χριστιανική πίστη. Όταν πληροφορήθηκε τούτο ο ηγεμόνας Αγρίππας διέταξε να του φορέσουν σιδερένια υποδήματα που έφεραν εσωτερικά καρφιά και να τον
οδηγήσουν ενώπιόν του στα Κόμανα.
Θαυματουργεί και πιστεύουν πολλοί
Οι απεσταλμένοι, αφού Βρήκαν και συνέλαβαν τον Άγιο τον έσυραν με βία. Τα δε καρφιά των υποδημάτων, τα οποία του φόρεσαν, τόσο βαθιά μπήκαν στα πόδια του, ώστε
τρύπησαν και τα κόκκαλα του, ο δε δρόμος από όπου πέρασε θάφτηκε με αίμα. Όταν οι στρατιώτες που τον συνόδευαν έφτασαν σε μια πόλι που ονομαζόταν το Δακνών,
φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μιας γυναίκας, που λεγόταν Τραϊανή. Όσο χρόνο έμειναν εκεί στο σπίτι, έδεσαν τον Άγιο σε ένα ξερό πλάτανο. Και αυτοί κάθησαν για να δειπνήσουν.
Ο Άγιος όταν έμεινε μόνος του, προσευχήθηκε και τότε, ω του θαύματος: Το ξηρό πλατάνι βλάστησε φύλλα και πηγή έβγαζε νερό από την ρίζα του, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Αυτό το θαύμα το είδαν οι κάτοικοι του χωριού εκείνου και έτρεξαν όλοι προσπαθώντας να πιάσουν τα ενδύματα του Αγίου. Είδε το θαύμα και η Τραϊανή και πίστεψε στον Χριστό
με όλη την οικογένειά της. Έφεραν τότε και δαιμονιζόμενους, τους οποίους ο Άγιος με την Βοήθεια της θείας Χάριτος θεράπευσε και πολλά άλλα θαύματα έκανε. Και με
αποτέλεσμα να πιστέψουν πολύ στον Χριστό.
Τότε έλυσαν τον Άγιο από τις αλυσίδες ενώ εκείνοι δέθηκαν στην πίστη του Χριστού. Μετά από αυτά έφυγαν συνοδεύοντας τον Άγιο. Σε όσους τόπους και αν πέρασαν έκανε
θαύματα ο Άγιος, για να πιστέψουν οι ειδωλολάτρες στον Αληθινό Θεό.
Στον ναό του Απόλλωνος
Όταν έφθασαν στα Κόμανα, ειδοποίησαν τον ηγεμόνα ότι έφεραν τον Βασιλίσκο. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο στο ναό του Απόλλωνος, δια να θυσιάσει στα
είδωλα και αν δεν υπακούσει, να τον θανατώσουν γρήγορα. Κατόπιν οι στρατιώτες έφεραν τον Άγιο Βασιλίσκο μπροστά στον ηγεμόνα, ο οποίος ρώτησε τον Άγιο. «Εσύ είσαι ο
Βασιλίσκος ο περιβόητος;» Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο ταπεινός Βασιλίσκος». Τότε είπε οργισμένος ο ηγεμόνας. «Γιατί λοιπόν δεν θυσιάζεις στους θεούς σύμφωνα με την
βασιλική διαταγή;» Ο Άγιος τότε απάντησε: «Και πως νομίζεις ότι δεν θυσιάζω; Εγώ θυσιάζω στον Θεό θυσία αινέσεως και εξομολογήσεως». Ο ηγεμόνας τότε, αφού άκουσε αυτά,
χάρηκε πολύ νόμισε ότι εννοεί τους θεούς του.
Ο Άγιος όταν μπήκε στον ναό των ειδωλολατρών ρώτησε τους ιερείς πως ονομάζεται ο θεός τους και εκείνοι του είπαν Απόλλων. Τότε ο Άγιος ύψωσε τα χέρια του και τα μάτια
του προς τον ουρανό, προσευχήθηκε, έτσι: «Ο Παντοκράτωρας Θεός ο μόνος αγαθός και εύσπλαγχνος, εσύ που ακούς όλους τους πιστούς Σου, δείξε την αγαθότητά Σου σε
εμένα, τον ανάξιο. Όπως έπλασες τον άνθρωπο και διεμόρφωσες και ενεφύσησες σε αυτόν Πνεύμα Άγιο, εσύ Κύριε, επάκουσον και τώρα την παράκλησί μου και κίνησε το άδειο
και αναίσθητο είδωλο, σπάσε αυτό, διασκόρπισε την σιχαμένη θυσία των ειδωλολατρών και δείξε σε αυτούς ότι συ είσαι ο μοναδικός Θεός. Ευλογητός εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν».
Ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ κατά του Μάρτυρος και ο τυφλός δεν πίστευε στο θαύμα που είδε αλλά κατηγορούσε τον άγιο ότι με μαγείες συνέτριψε το άγαλμα του θεού τους.
Έπειτα τον διέταξε να ομολογήσει τις κακουργίες του και να θυσιάσει στα είδωλα. Αλλά ο Άγιος σε αυτήν την διαταγή του απάντησε. «Εγώ δεν προσκυνώ βδελύγματα άψυχα,
αλλά Θεό αληθινό. «Τα δε σημεία που είδες δεν είναι μαγείες, καθώς εσύ νομίζεις τόσο ανόητα, αλλά η δύναμη του Θεού μου ενήργησε όλα αυτά δια να ντροπιάσει εσάς, και να
ελέγξει την πλάνην των ματαίων θεών σας τους οποίους προσκυνάτε εσείς οι ανόητοι και οδηγήσθε στην αιώνια καταστροφή. Όχι μόνο αυτά, αλλά και περισσότερα θαύματα κάνει
ο δικός μας Θεός, ο οποίος όλα μπορεί να κάνη όταν τον παρακαλέσουμε με πίστη εμείς οι δούλοι του. Επειδή δε βεβαιώθηκες, ότι εγώ δεν υπακούω σε αυτές τις εντολές σου,
κάνε ότι θέλεις δια να μην χάνουμε τον καιρό ανώφελα».
Αφού είδε ο άρχοντας την πίστη του Αγίου εξέδωσε εναντίον αυτού την τελευταία απόφαση. Οπότε οι δήμιοι παρέλαβαν αυτόν δια να τον θανατώσουν έξω από την πόλι.
Το τέλος του Αγίου
Αμέσως όταν έφθασαν σε ένα τόπο που λεγόταν Διοσκόρου, έκοψαν την Τιμία κεφαλή του Αγίου στις 22 του μηνός Μαΐου. Και ο μεν παράνομος τύραννος διέταξε να ρίξουν το
τίμιο και σεβάσμιο Λείψανο σε έρημο τόπο. Ένας δε άνθρωπος φιλόχριστος, ο οποίος ονομαζόταν Μαρίνος, έδωσε στους στρατιώτες χρήματα πολλά και παρέλαβε το Άγιο
Λείψανο. Έκτισε δε Ναό στα Κόμανα, και έθαψε εκεί τον Άγιο με τιμές.
Μέσα δε στον Ναό αυτόν γίνονται πολλά και μεγάλα θαύματα, με τις μεσιτίες του Αγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου, και την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Στίχος
Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν, Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν. Εἰκάδι δευτερίῃ Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελὼν,
στρατιώτης εὐκλεὴς, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθεὶς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.
Ο Άγιος Βασιλίσκος, ανιψιός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, καταγόταν από το χωριό Χουμιαλά της Αμασείας και μαρτύρησε διά ξίφους επί Μαξιμιανού
(285 - 305 μ.Χ.) και άρχοντος Αγρίππα. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα της Καππαδοκίας Ασκληπιάδη (ή Ασκληπιόδοτο) με τους στρατιώτες του Ευτρόπιο και Κλεόνικο, οι οποίοι,
επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, τελειώθηκαν διά μαρτυρικού θανάτου.
Πόθος για μαρτύριο
Ο Άγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στη φυλακή από τους ειδωλολάτρες με την ελπίδα ότι, με την πάροδο του χρόνου και από τις στερήσεις και κακοπαθήσεις, θα αρνιόταν τον Χριστό,
οπότε ο αντίκτυπος από την πράξη του αυτή θα ήταν μέγας μεταξύ των Χριστιανών. Αυτός όμως είχε λάβει την αμετάτρεπτη απόφαση να πεθάνει ως Χριστιανός, έχοντας ως
φωτεινό παράδειγμα τον Μεγαλομάρτυρα θείο του, ο οποίος παρέμεινε σταθερός στην ομολογία του, αφού απέκρουσε όλες τις υποσχέσεις και τις απειλές.
Μία ημέρα ο Άγιος πέτυχε, χάρη στην εύνοια των στρατιωτών που τον φύλαγαν, να μεταβεί στον οίκο του, να παρηγορήσει τους γονείς και αδελφούς του και να τους συστήσει
εμμονή στη Χριστιανική πίστη. Όταν πληροφορήθηκε τούτο ο ηγεμόνας Αγρίππας διέταξε να του φορέσουν σιδερένια υποδήματα που έφεραν εσωτερικά καρφιά και να τον
οδηγήσουν ενώπιόν του στα Κόμανα.
Θαυματουργεί και πιστεύουν πολλοί
Οι απεσταλμένοι, αφού Βρήκαν και συνέλαβαν τον Άγιο τον έσυραν με βία. Τα δε καρφιά των υποδημάτων, τα οποία του φόρεσαν, τόσο βαθιά μπήκαν στα πόδια του, ώστε
τρύπησαν και τα κόκκαλα του, ο δε δρόμος από όπου πέρασε θάφτηκε με αίμα. Όταν οι στρατιώτες που τον συνόδευαν έφτασαν σε μια πόλι που ονομαζόταν το Δακνών,
φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μιας γυναίκας, που λεγόταν Τραϊανή. Όσο χρόνο έμειναν εκεί στο σπίτι, έδεσαν τον Άγιο σε ένα ξερό πλάτανο. Και αυτοί κάθησαν για να δειπνήσουν.
Ο Άγιος όταν έμεινε μόνος του, προσευχήθηκε και τότε, ω του θαύματος: Το ξηρό πλατάνι βλάστησε φύλλα και πηγή έβγαζε νερό από την ρίζα του, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Αυτό το θαύμα το είδαν οι κάτοικοι του χωριού εκείνου και έτρεξαν όλοι προσπαθώντας να πιάσουν τα ενδύματα του Αγίου. Είδε το θαύμα και η Τραϊανή και πίστεψε στον Χριστό
με όλη την οικογένειά της. Έφεραν τότε και δαιμονιζόμενους, τους οποίους ο Άγιος με την Βοήθεια της θείας Χάριτος θεράπευσε και πολλά άλλα θαύματα έκανε. Και με
αποτέλεσμα να πιστέψουν πολύ στον Χριστό.
Τότε έλυσαν τον Άγιο από τις αλυσίδες ενώ εκείνοι δέθηκαν στην πίστη του Χριστού. Μετά από αυτά έφυγαν συνοδεύοντας τον Άγιο. Σε όσους τόπους και αν πέρασαν έκανε
θαύματα ο Άγιος, για να πιστέψουν οι ειδωλολάτρες στον Αληθινό Θεό.
Στον ναό του Απόλλωνος
Όταν έφθασαν στα Κόμανα, ειδοποίησαν τον ηγεμόνα ότι έφεραν τον Βασιλίσκο. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να οδηγήσουν τον Άγιο στο ναό του Απόλλωνος, δια να θυσιάσει στα
είδωλα και αν δεν υπακούσει, να τον θανατώσουν γρήγορα. Κατόπιν οι στρατιώτες έφεραν τον Άγιο Βασιλίσκο μπροστά στον ηγεμόνα, ο οποίος ρώτησε τον Άγιο. «Εσύ είσαι ο
Βασιλίσκος ο περιβόητος;» Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ο ταπεινός Βασιλίσκος». Τότε είπε οργισμένος ο ηγεμόνας. «Γιατί λοιπόν δεν θυσιάζεις στους θεούς σύμφωνα με την
βασιλική διαταγή;» Ο Άγιος τότε απάντησε: «Και πως νομίζεις ότι δεν θυσιάζω; Εγώ θυσιάζω στον Θεό θυσία αινέσεως και εξομολογήσεως». Ο ηγεμόνας τότε, αφού άκουσε αυτά,
χάρηκε πολύ νόμισε ότι εννοεί τους θεούς του.
Ο Άγιος όταν μπήκε στον ναό των ειδωλολατρών ρώτησε τους ιερείς πως ονομάζεται ο θεός τους και εκείνοι του είπαν Απόλλων. Τότε ο Άγιος ύψωσε τα χέρια του και τα μάτια
του προς τον ουρανό, προσευχήθηκε, έτσι: «Ο Παντοκράτωρας Θεός ο μόνος αγαθός και εύσπλαγχνος, εσύ που ακούς όλους τους πιστούς Σου, δείξε την αγαθότητά Σου σε
εμένα, τον ανάξιο. Όπως έπλασες τον άνθρωπο και διεμόρφωσες και ενεφύσησες σε αυτόν Πνεύμα Άγιο, εσύ Κύριε, επάκουσον και τώρα την παράκλησί μου και κίνησε το άδειο
και αναίσθητο είδωλο, σπάσε αυτό, διασκόρπισε την σιχαμένη θυσία των ειδωλολατρών και δείξε σε αυτούς ότι συ είσαι ο μοναδικός Θεός. Ευλογητός εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν».
Ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ κατά του Μάρτυρος και ο τυφλός δεν πίστευε στο θαύμα που είδε αλλά κατηγορούσε τον άγιο ότι με μαγείες συνέτριψε το άγαλμα του θεού τους.
Έπειτα τον διέταξε να ομολογήσει τις κακουργίες του και να θυσιάσει στα είδωλα. Αλλά ο Άγιος σε αυτήν την διαταγή του απάντησε. «Εγώ δεν προσκυνώ βδελύγματα άψυχα,
αλλά Θεό αληθινό. «Τα δε σημεία που είδες δεν είναι μαγείες, καθώς εσύ νομίζεις τόσο ανόητα, αλλά η δύναμη του Θεού μου ενήργησε όλα αυτά δια να ντροπιάσει εσάς, και να
ελέγξει την πλάνην των ματαίων θεών σας τους οποίους προσκυνάτε εσείς οι ανόητοι και οδηγήσθε στην αιώνια καταστροφή. Όχι μόνο αυτά, αλλά και περισσότερα θαύματα κάνει
ο δικός μας Θεός, ο οποίος όλα μπορεί να κάνη όταν τον παρακαλέσουμε με πίστη εμείς οι δούλοι του. Επειδή δε βεβαιώθηκες, ότι εγώ δεν υπακούω σε αυτές τις εντολές σου,
κάνε ότι θέλεις δια να μην χάνουμε τον καιρό ανώφελα».
Αφού είδε ο άρχοντας την πίστη του Αγίου εξέδωσε εναντίον αυτού την τελευταία απόφαση. Οπότε οι δήμιοι παρέλαβαν αυτόν δια να τον θανατώσουν έξω από την πόλι.
Το τέλος του Αγίου
Αμέσως όταν έφθασαν σε ένα τόπο που λεγόταν Διοσκόρου, έκοψαν την Τιμία κεφαλή του Αγίου στις 22 του μηνός Μαΐου. Και ο μεν παράνομος τύραννος διέταξε να ρίξουν το
τίμιο και σεβάσμιο Λείψανο σε έρημο τόπο. Ένας δε άνθρωπος φιλόχριστος, ο οποίος ονομαζόταν Μαρίνος, έδωσε στους στρατιώτες χρήματα πολλά και παρέλαβε το Άγιο
Λείψανο. Έκτισε δε Ναό στα Κόμανα, και έθαψε εκεί τον Άγιο με τιμές.
Μέσα δε στον Ναό αυτόν γίνονται πολλά και μεγάλα θαύματα, με τις μεσιτίες του Αγίου Μάρτυρος Βασιλίσκου, και την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Στίχος
Ὁ Βασιλίσκος ἐκτομῇ δοὺς τὴν κάραν, Πατεῖ νοητοῦ βασιλίσκου τὴν κάραν. Εἰκάδι δευτερίῃ Βασιλίσκος φάσγανον ἔτλη.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελὼν,
στρατιώτης εὐκλεὴς, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθεὶς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.
Οι νεομάρτυρες Δημήτριος
και Παύλος
Πολιούχοι της
Τρίπολης
Οι νεομάρτυρες Δημήτριος και Παύλος
τιμώνται ως Πολιούχοι και προστάτες της
Τρίπολης στις 22 Μαΐου, όπου γίνεται
πάνδημος λιτανεία της εικόνας και των
Αγίων Λειψάνων των. Ο επίσημος εορτασμός καθορίστηκε με το Β.Δ. της
12-11-1952.
Την Παραμονή της εορτής
τελείται Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός
στον Ιερό Ναό του Προφήτη Ηλία, όπου
συμπροσεύχονται οι Σεβασμιώτατοι
Μητροπολίτες που έχουν προσκληθεί γι
αυτό. Στον Ιερό Ναό του Προφήτη Ηλία
έχουν μεταφερθεί τα λείψανα των
Νεομαρτύρων από την Ιερή Μονή Βαρσών.
Ανήμερα της Εορτής το πρωί
ψάλλεται ο Όρθρος και στη συνέχεια
τελείται Αρχιερατικό Συλλείτουργο. Αργά
το απόγευμα ψάλλεται Αρχιερατικός
Εσπερινός και αμέσως μετά (8:15 μ.μ)
ξεκινά η Λιτανεία από τον Ιερό Ναό του
Προφήτη Ηλία. Της Λιτανείας προηγούνται:
η Στρατονομία, η Ελληνική Αστυνομία, οι μαθητές και
μαθήτριες των Σχολείων της Τρίπολης, η
φιλαρμονική του Δήμου, εθελόντριες
Αδελφές του Ερυθρού Σταυρού,
Πρόσκοποι και Οδηγοί. Ύστερα οι σημαίες
των Σωματείων, οι Άνδρες της Αεροπορίας,
η Στρατιωτική Μουσική, οι Φανοί, τα
Λάβαρα, τα Εξαπτέρυγα των Ιερών Ναών της
Πόλης με τον Τίμιο Σταυρό και ακολουθούν
οι Ψάλτες ο Κλήρος η Ιερή Εικόνα, τα
Λείψανα των Νεομαρτύρων και ύστερα οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες. Κατόπιν
ακολουθούν οι Πολιτικές, Στρατιωτικές,
Δικαστικές, Εκπαιδευτικές Αρχές της
Τρίπολης, οι Πρόεδροι και τα Συμβούλια αναγνωρισμένων Συλλόγων, Σωματείων,
Ιδρυμάτων και ο ευσεβής Λαός.
Η Πομπή περνά από την πλατεία
Άρεως και μέσω της οδού Τάσου Σεχιώτη (πρ. Κένεντυ)
φτάνει στον Ιερό Ναό του Αγίου
Οσιομάρτυρος Παύλου και γίνεται δέηση.
Ύστερα περνά από την Πλατεία Πετρινού
και την οδό Νεομάρτυρος Δημητρίου.
Φτάνει στον Ιερό Ναό του Αγίου, όπου
αναπέμπεται δέηση. Στη συνέχεια στην οδό
Γρηγορίου Ε', στην πλατεία Κολοκοτρώνη,
στη Γεωργίου Α', στην πλατεία Αγ.
Βασιλείου, όπου γίνεται δέηση υπέρ των
ψυχών των Αρχιερέων, Ιερέων, Ιερομονάχων,
Ιεροδιακόνων, μοναχών και πάντων των
ενθάδε κειμένων ορθοδόξων χριστιανών
Τριπολιτών. Έπειτα περνά από την Εθνικής
Αντίστασης, τη Δημητρακοπούλου, την
Πλατεία Άρεως όπου αναπέμπεται
επιμνημόσυνη δέηση στον Ανδριάντα του
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και επιστρέφει
στον Προφήτη Ηλία όπου γίνεται η Απόλυση.
Τα λείψανα παραμένουν στον
Ιερό Ναό του Προφήτη Ηλία μέχρι το βράδυ
της 24ης Μαΐου.
Νεομάρτυρας Δημήτριος
Ο Άγιος Δημήτριος καταγόταν
από τη Χώρα Τριφυλίας του νομού
Μεσσηνίας. Οι γονείς του ήταν πτωχοί,
αλλά πολύ ευσεβείς. Έμεινε ορφανός από
μητέρα σε πολύ μικρή ηλικία και
αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του
με τον μικρό του αδερφό και να
εγκατασταθεί στην Τρίπολη για καλύτερη
τύχη. Εκεί δούλεψε σε κάποιον Τούρκο, ο
οποίος τον έκανε Μωαμεθανό, αρνούμενος
την Χριστιανική του Πίστη. Ο Δημήτριος
δεν άργησε να καταλάβει το λάθος του και
γρήγορα μετάνιωσε για την πράξη του.
Εγκατέλειψε τον Τούρκο και την Τρίπολη
και πήγε στη Σμύρνη και τη Μαγνησία,
πόλεις της Ιωνίας και από εκεί στην
Κυδωνία και στη Χίο.
Ύστερα από μετάνοια,
προσευχή, εξομολόγηση και με φλογερή
πίστη στο Χριστό, δίδαξε το λόγο του Θεού
στις πόλεις απ' όπου πέρασε. Όταν ένιωσε
πλέον δυνατός, επέστρεψε στην Τρίπολη.
Εξομολογήθηκε στον ιερομόναχο του
ναού του Αγίου Νικολάου και μετέσχε των
αχράντων μυστηρίων, παίρνοντας έτσι τη
χάρη του Αγίου Πνεύματος. Κατόπιν πήγε
στην αγορά της πόλης όπου διακήρυξε το
λόγο του Θεού. Άδικα οι άπιστοι και
κυρίως εκείνος στον οποίον είχε
δουλέψει ο Δημήτριος, με υποσχέσεις
και δώρα προσπάθησαν να του αλλάξουν
γνώμη.
Αμετακίνητος στην πίστη του
και αφού ομολόγησε τρις το όνομα της
Αγίας Τριάδας, αποκεφαλίσθηκε την Τρίτη,14η
Απριλίου 1803.
Νεομάρτυρας Παύλος
Ο οσιομάρτυρας Άγιος Παύλος
γεννήθηκε το 1785 στο Σοποτό των
Καλαβρύτων από ευσεβείς γονείς.
Βαπτίστηκε παίρνοντας το όνομα
Παναγιώτης. Έμαθε την τέχνη του
υποδηματοποιού εξασφαλίζοντας έτσι τα
απαραίτητα για να ζήσει. Επλανήθη όμως
και αρνήθηκε την πίστη του ασπαζόμενος
τον Μωαμεθανισμό. Γρήγορα κατάλαβε το
παράπτωμά του, εγκατέλειψε τον τόπο του
και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί έγινε
μοναχός, μετονομαζόμενος σε Παύλος, στη
μονή της Μεγίστης Λαύρας ζώντας ως
ασκητής με νηστεία και προσευχή.
Αργότερα γύρισε στην
πατρίδα του και από εκεί στο Ναύπλιο
όπου διακήρυξε με όση δύναμη είχε το
λόγο του Θεού. Κατόπιν ομολόγησε την
Πίστη του στο Χριστό στην Τρίπολη, όπου
είχε μεταβεί. Εκεί τον συνέλαβαν και
εθανατώθη με αποκεφαλισμό την Τετάρτη 22
Μαΐου1818.
Απολυτίκιον
Ήχος α'
Της Τριπόλεως δόξα
και θερμοί αντιλήπτορες,
αθλήσαντες εν ταύτη
Νεομάρτυρες ώφθητε,
Δημήτριε γενναίε αθλητά
και Παύλε των Μαρτύρων
μιμητά
δια τούτο
την αγίαν μνήμην υμών
τιμώντες, ανακράζομεν.
Δόξα τω ενισχύσαντι υμάς,
δόξα τω στεφανώσαντι,
δόξα τω ενεργούντι δι' υμών
πάσιν ιάματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου