ΜΙΑ ΕΝΟΡΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικηφόρου Καλαϊτζίδη

Υπόθεση σπουδαία και σημαντική για όσους αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα μιας πνευματικής αναφοράς, καθώς και για εκείνους οι οποίοι θεωρούν την Εκκλησία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας και της ιδιοσυγκρασίας τους, ή της ίδιας τους της ζωής, η ίδρυση μιας ενορίας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει κοινά παράλληλα με την γέννηση ενός παιδιού που περιβεβλημένο την αθωότητα του, σπαργανώνεται από την φυσική μητέρα, έτσι και η ενορία «σπαργανώνεται» μέσα στην πνευματική μέριμνα του οικείου Επισκόπου και στεγάζεται σ’ έναν Ναό.


συνέχεια του άρθρου

31 Μαΐου Κυριακή της Πεντηκοστής





 ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52

37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12
12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς. 


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ  ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ 

 ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ζ´ 37 - 52
37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. 38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του. 40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής. 41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός; 42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;” 43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού. 44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι. 45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;” 46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”. 47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην; 48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν. 49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!” 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν· 51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;” 52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του).

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η´ 12 - 12
12 Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.



Κυριακή της Πεντηκοστής- Ο απαράμιλλος Διδάσκαλος




 «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος». (Ιωάν. 7, 37-52. 8, 12)
Στη σειρά των Κυριακών του Πάσχα, η Κυριακή της Πεντηκοστής είναι η τελευταία.
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής μας φέρνει στο νου μια μεγάλη γιορτή των Εβραίων. Τη γιορτή της Σκηνοπηγίας. Τη γιορτή, που γιορταζόταν αρχές Οκτωβρίου και κρατούσε οκτώ ημέρες. Σ’ αυτή τη γιορτή όλοι οι Εβραίοι έβγαιναν από τα σπίτια τους και έμεναν σε σκηνές, που έστηναν πάνω σε ταράτσες, σε αυλές, σε δρόμους και πλατείες, και τις στόλιζαν με κλαδιά. Έτσι η Ιερουσαλήμ έπαιρνε την όψη μιας μεγάλης κατασκήνωσης. Ενός μεγάλου στρατοπέδου. Αυτό το έκαναν οι Εβραίοι για να θυμούνται τους προγόνους τους, που στην πορεία τους, από την Αίγυπτο προς την Παλαιστίνη, έμεναν σε σκηνές σαράντα χρόνια.

Την τελευταία μέρα της γιορτής, που ήταν η πιο επίσημη, σάλπιζαν σάλπιγγες και μαζευόταν πολύς λαός. Ανάμεσα στον πολύ λαό της ημέρας αυτής ήταν και ο Ιησούς. Και σε κάποια στιγμή, που ο Αρχιερέας πήρε νερό από την πηγή του Σιλωάμ και ράντισε το θυσιαστήριο και το λαό, ο Ιησούς πήρε το λόγο και μίλησε για το αθάνατο πνευματικό νερό, που ξεδιψά την πνευματική δίψα του ανθρώπου.
Η διδαχή αυτή έκανε μεγάλη αίσθηση στο λαό. Πολλοί έλεγαν: «Ούτος εστιν αληθώς ο προφήτης». Άλλοι διεκήρυτταν: «Ούτος εστιν ο Χριστός». Μερικοί ήταν επιφυλακτικοί στο να εκφράσουν το θαυμασμό τους για το μεγάλο Διδάσκαλο. Κι αυτό, γιατί νόμιζαν πως ο Ιησούς γεννήθηκε στη Ναζαρέτ κι όχι στη Βηθλεέμ. Και έλεγαν αυτοί: «Μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται;». Μεταξύ όμως του λαού υπήρχαν και εχθροί του Χριστού, που ήθελαν να τον πιάσουν. Σαν άκουσαν όμως τη θεία διδαχή του Ιησού, παρέλυσαν οι δυνάμεις τους. Μάλιστα οι υπηρέτες των Αρχιερέων, που ήρθαν στη γιορτή με μοναδικό σκοπό να συλλάβουν τον Ιησού, γύρισαν άπρακτοι. Και στην επίπληξη, γιατί δεν τον έφεραν δεμένο, οι υπηρέτες γοητευμένοι από τη διδασκαλία του Χριστού τους είπαν: «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος».
* * *
Έτσι είναι. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν μίλησε άλλος άνθρωπος «ούτως». Έτσι. Με τόση σοφία. Με τόση δύναμη. Με τόση εξουσία. Αλλά και ούτε θα μιλήσει ποτέ. Γιατί ο Ιησούς είναι ασυναγώνιστος. Είναι απαράμιλλος Διδάσκαλος.
Απαράμιλλος:
* Στη ζωή του.
Ο Ιησούς είναι αναμάρτητος. Είναι άδολος. «Αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού»               (Α΄ Πέτρ. 2, 22). Είναι «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών» (Εβρ. 7, 26). Δεν έχει ίχνος κακίας και πονηρίας. Είναι αμόλυντος από κάθε κηλίδα αμαρτίας. Είναι σαν τον ήλιο. Και είναι ο μοναδικός, που μπόρεσε και είπε για τον εαυτό του: «τίς εξ υμών  ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν. 8, 46). Ο φιλόσοφος Ρουσσώ έκανε την εξής ομολογία για την αναμαρτησία του Ιησού: «Ομολογώ ότι το μεγαλείο του Ιησού μ’ εκπλήττει, η δε αγιότης του Ευαγγελίου ομιλεί μέσα στην καρδιά μου…   Ποία εγκράτεια παθών! Πού είναι ο σοφός, ο οποίος ξεύρει να ζει και να πάσχει και ν’ αποθνήσκει χωρίς ελαττώματα και επιδείξεις;». Και ο Μ. Ναπολέων είπε κάποτε:«Εάν ο Σωκράτης έμπαινε στην αίθουσά μας, θα σηκωνόμασταν να τον τιμήσουμε. Εάν ο Ιησούς Χριστός έμπαινε στην αίθουσά μας, θα γονατίζαμε να Τον προσκυνήσουμε».
* Στη διδασκαλία του.
Όταν στην ηλικία των δώδεκα χρόνων βρέθηκε ανάμεσα στους διαβασμένους Διδασκάλους της Ιερουσαλήμ, προκάλεσε το θαυμασμό σ’ όλους για τις ερωτήσεις που έκανε και τις απαντήσεις που έδινε. «Εξίσταντο δε πάντες οι ακούοντες αυτού»(Λουκ. 2, 46-47). Όταν τελείωσε την περίφημη ομιλία του πάνω στο όρος της Γαλιλαίας, «εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού» (Ματθ. 7, 28). Η τέλεια ηθική, η σοφία, η αυθεντία, δημιούργησαν στο λαό βαθιά έκπληξη. Στη γιορτή της Σκηνοπηγίας γοήτευσε όλο το λαό με τη θεία του διδασκαλία. Και στη μέση της γιορτής. Και στο τέλος. Πρωτάκουστη διδαχή. Διδαχή, που ικανοποιούσε κάθε άνθρωπο και δημιουργούσε ανάλογα βιώματα. Δικαιολογημένα εκείνη η ανώνυμη γυναίκα, γεμάτη θαυμασμό για τη διδαχή του Ιησού, φώναξε και είπε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε…» (Λουκ. 11, 27). Μακάρια η μητέρα που σε γέννησε και σε έθρεψε. Απαράμιλλος ο Ιησούς και στη διδασκαλία του.
Να πώς περιγράφει ένας σύγχρονος συγγραφέας το μεγαλείο της διδασκαλίας του Ιησού: «Ω! αν ήταν δυνατό τα αρμονικότερα κομμάτια των πιο μεγάλων μουσουργών να ενωθούν σε μια μουσική ραψωδία κι αν η ραψωδία αυτή ήταν δυνατό να εκτελεστεί από τους διασημότερους μουσικούς του κόσμου, μόλις η αρμονική μελωδία της ιδανικότερης αυτής συμφωνίας, θα μας έδινε κάποια εικόνα της πνευματικής μελωδίας που αναπηδά από κάθε φράση του Ιησού».
 * Στα αποτελέσματα.
Η διδαχή του Χριστού δεν εντυπωσίαζε μόνο τους ανθρώπους. Αλλά επιδρούσε και στις ψυχές τους. Και εξακολουθεί να επιδρά και να καλυτερεύει τις καρδιές χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων. Άνθρωποι από κάθε τάξη, γεωργοί, βοσκοί, κηπουροί, μάγειροι, ράπτες, βαφείς, υποδηματοποιοί, ζωγράφοι, χαράκτες, διδάσκαλοι, ιατροί, αστρονόμοι, δικαστές, βουλευτές, βασιλείς, δεσμοφύλακες, δήμιοι, στρατιωτικοί, έγιναν άγιοι. Μόνον οι μάρτυρες του Χριστού υπολογίζονται, μέχρι σήμερα, εξήντα εκατομμύρια. Οι άλλοι, πόσοι; Μόνον ο Θεός τους ξέρει. Ποιος άλλος Διδάσκαλος είχε και έχει τόσους μαθητές; Απαράμιλλος ο Ιησούς και στα αποτελέσματα.
 
Ο Ιησούς είναι ο απαράμιλλος Διδάσκαλος. Τιμή μας να γίνουμε κι εμείς μαθητές δικοί Του. Μαθητές καλοί και τέλειοι, όπως μας το είπε με τούτο το λόγο Του:«Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθ. 5, 48). 
 
 
 
Το  Πανάγιον Πνεύμα,
το προϊόν εκ του Πατρός,
και δι’ Υιού ενδημήσαν,
τοις αγραμμάτοις Μαθηταίς,
τους σε Θεόν επιγνόντας,
σώσον, αγίασον πάντας.
 Ω Πανάγιο Πνεύμα, Συ που προέρχεσαι και εκπορεύεσαι από τον Πατέρα και διά του Υιού στάλθηκες και κάθισες σαν πύρινες γλώσσες στα κεφάλια των μαθητών, που ήταν αγράμματοι και έγιναν πάνσοφοι με τη δική Σου επιφοίτηση. Ω Πανάγιο Πνεύμα, σώσε και αγίασε όλους, όσοι Σε γνωρίζουν και Σε προσκυνούν σαν αληθινό Θεό.







Όταν δε γονατίζουμε, ούτε μπροστά στο Θεό – Κυριακή της Πεντηκοστής («γονυκλισίας»)

Η Ορθοδοξία, ό,τι πιο φωτεινό και απελευθερωτικό έχει εμφανιστεί ποτέ στη γη (το γράφω σε πείσμα εκείνων που τη θεωρούν μισαλλόδοξη και σκοτεινή), για να περάσει στους ανθρώπους το μήνυμα της ελευθερίας, θεσμοθέτησε κάτι πολύ παράξενο: εκατό μέρες το χρόνο (περίπου το ένα τρίτο του έτους), όπου ο άνθρωπος καλείται να μη γονατίζει όταν απευθύνεται στο Θεό, αλλά να στέκεται μπροστά Του και να προσεύχεται ενώπιος ενωπίω!
Οι μέρες αυτές είναι: κάθε Κυριακή (το έτος έχει 52) και οι 50 μέρες από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής (περίοδος του πεντηκοσταρίου). Το θέσπισμα αυτό (να μη γονατίζουμε κατά τις μέρες αυτές) προέρχεται ήδη από την αρχή του χριστιανισμού και μαρτυρείται το 2ο αιώνα από τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (για τις Κυριακές) και το 325 μ.Χ. από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (για την περίοδο του πεντηκοσταρίου).
Έτσι, όλες αυτές τις μέρες, τις αφιερωμένες στην ανάσταση του Χριστού, οι χριστιανοί απευθύνονται στο Θεό όρθιοι και όχι γονατιστοί: σαν ελεύθεροι άνθρωποι και όχι σαν δούλοι.
Το μήνυμα της Εκκλησίας είναι σαφές και ταιριάζει με τις πολλές αναφορές του αποστόλου Παύλου στην ελευθερία: «ο Χριστός μας ελευθέρωσε», «ο Θεός μας κάλεσε επ’ ελευθερία». Δεν είμαστε πια δούλοι, ούτε στα πάθη μας, ούτε στην αμαρτία, ούτε στο θάνατο, ούτε στο σατανά, ούτε στο θρησκευτικό νόμο, ούτε σε κανέναν άνθρωπο!!! (Για τη σχετική διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, δες εδώ: http://www.oodegr.com/oode/grafi/kd/pavlos_douleia_1.htm).
Σήμερα, κάτι τέτοιο θεωρείται αυτονόητο, αλλά σε εποχές δουλείας το μήνυμα ήταν εκπληκτικό – σκεφτείτε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που είχε εκατομμύρια δούλους, αλλά και στην Τουρκοκρατία και στις άλλες περιόδους δουλείας των ορθόδοξων λαών κατά καιρούς, παλιές και νεότερες.
Έτσι, την Κυριακή της Πεντηκοστής, μετά τη λειτουργία, γίνεται ο εσπερινός που προετοιμάζει για τη γιορτή της Δευτέρας (του Αγίου Πνεύματος) και για πρώτη φορά απ’ το Πάσχα οι χριστιανοί (ιερείς και λαϊκοί) γονατίζουν και απευθύνουν στο Θεό τρεις πολύ σημαντικές προσευχές, για ζωντανούς και νεκρούς. (Ο εσπερινός αυτός ανήκει στο λειτουργικό κύκλο της Δευτέρας – και αρχικά γινόταν το βράδυ της Κυριακής – γι’ αυτό δεν ανατρέπει το ότι δεν γονατίζουμε τις Κυριακές).
Για τις μετάνοιες, να πούμε ένα δυο πράγματα:
Είναι γνωστό πως οι χριστιανοί συνηθίζουμε να προσευχόμαστε όχι μόνο όρθιοι, αλλά και γονατιστοί. Το γονάτισμα αυτό («μετάνοια») είναι δείγμα ικεσίας. Τολμώ μάλιστα να πω πως δεν πρόκειται για προσκύνηση προς το Θεό, αλλά για ένδειξη εξουθένωσης, εξαιτίας της οποίας ο άνθρωπος δε μπορεί πια να στέκεται όρθιος, δεν αντέχει άλλο, και πέφτει στα γόνατα.
Έτσι, βλέπουμε να γονατίζουν μπροστά στο Χριστό: ο Πέτρος, παρακαλώντας το Χριστό να φύγει από κοντά του, νιώθοντας δέος από την αγιότητά του και ομολογώντας πως ο ίδιος είναι αμαρτωλός (Λουκ. 5, 8). Ένας πατέρας, που παρακαλούσε το Χριστό να γιατρέψει το παιδί του (Ματθ. 17, 14). Η Χαναναία, παρακαλώντας επίσης για τη θεραπεία του παιδιού της (Μάρκ. 7, 25). Ένας λεπρός, που παρακαλούσε για τη θεραπεία του (Μάρκ. 1, 40). Δαιμονισμένοι, κατευθυνόμενοι από τα δαιμόνια, που παρακαλούσαν το Χριστό να τα λυπηθεί ή ομολογούσαν συντετριμμένα πως είναι ο υιός του Θεού (Λουκ. 8, 28, Μάρκ. 3, 11). Η αιμορροούσα, ομολογώντας δημόσια τη θεραπεία της (ενώ αρχικά ήθελε να γίνει κρυφά, γιατί φοβόταν να μιλήσει στο Χριστό, Λουκ. 8, 47). Και άλλοι.
Επίσης προσκύνησαν το Χριστό ο εκ γενετής τυφλός, τον οποίο Εκείνος είχε θεραπεύσει (Ιωάν. 9, 38), οι μαθητές Του –και άλλοι;– που βρίσκονταν στο πλοίο, όπου ήρθε περπατώντας στα νερά και κόπασε η θύελλα (Ματθ. 14, 33) κ.ά. Αλλά και οι Μάγοι το είχαν κάνει, όταν Τον είδαν βρέφος (Ματθ. 2, 11).
Παρότι αρμόζει να προσκυνήσουμε το Θεό (και στην Αποκάλυψη η ουράνια Εκκλησία, που εμφανίζεται στο όραμα του Ιωάννη, φαίνεται πολλές φορές να το κάνει αυτό), όμως ο Χριστός δεν ζητάει από τους ανθρώπους να γονατίζουν μπροστά Του. Εκείνοι το κάνουν, λόγω της ψυχικής τους εξάντλησης, όπως είπαμε, ικετεύοντας για βοήθεια. Ο Χριστός τους παρέχει τη βοήθεια και τους ενθαρρύνει (εκτός της Χαναναίας, που επίσης την ενθαρρύνει, αλλά πρώτα τη δοκιμάζει, αρνούμενος δήθεν να τη βοηθήσει, για να δείξει σε όλους πόσο θερμή πίστη είχε, αν και ειδωλολάτρισσα).
Τιμητικά βλέπουμε να γονατίζουν άνθρωποι και μπροστά στους αποστόλους (π.χ. Πράξεις των αποστόλων, 10, 25-26) ή σε αγγέλους (Αποκάλυψις, 22, 8-9), όπου εκείνοι δεν δέχονται την προσκύνηση.
Αν όμως ο Χριστός δεν ζητάει απ’ τους ανθρώπους να γονατίζουν, ενώ οι άγιοι δεν δέχονται να τους προσκυνούν, πρέπει ή όχι να γονατίζουμε εμείς κατά την προσευχή μας ή να υποκλινόμαστε πριν ασπαστούμε την εικόνα του Χριστού, της Παναγίας ή ενός αγίου;
Απαντώ: καλά κάνουν οι ταπεινοί άνθρωποι του λαού μας (όλων των ορθόδοξων λαών) που γονατίζουν ή υποκλίνονται όταν απευθύνονται στο Χριστό και τα άλλα ιερά πρόσωπα. Και τούτο, γιατί εγώ (ο τόσο εγωιστής και ικανοποιημένος με τον εαυτό μου και τα «κατορθώματά μου») δεν είμαι καλύτερος από τους αδύναμους ή αμαρτωλούς που αναφέρει το ευαγγέλιο πως γονάτιζαν και ζητούσαν βοήθεια.
Βέβαια, μπορεί να γονατίζω υποκριτικά, αλλά φυσικά δεν σε τέτοιες καταστάσεις. Γονατίζω γιατί η καρδιά μου δεν αντέχει άλλο – είμαι το ίδιο εξουθενωμένος με τους ανθρώπους του ευαγγελίου. Νιώθω το ίδιο δέος μπροστά στο θείο μεγαλείο και τη θεία ταπείνωση, που ένιωθαν και εκείνοι που συνάντησαν το Χριστό. Θέλω να γονατίσω.
Αν εσύ, αδελφέ μου, νιώθεις πως μειώνεσαι αν γονατίσεις για να προσευχηθείς στο Χριστό ή στην Παναγία (πολύ περισσότερο, αν νιώθεις μειονεκτικά γονατίζοντας μπροστά σε μια εικόνα των προσώπων αυτών, κι αν νιώθεις περιφρόνηση ή «συμπάθεια» βλέποντας έναν αγράμματο χριστιανό να γονατίζει), τότε είναι ακόμη πιο επείγον να γονατίσεις, γιατί ο εγωισμός σου έχει χτυπήσει κόκκινο… (Ή μήπως δεν αξίζει να γονατίσω μπροστά το Χριστό;). Και με σημαία τον εγωισμό (όπως κι αν τον ονομάζουμε ή τον μεταμφιέζουμε) δε μπαίνουμε στη βασιλεία των ουρανών, γιατί ο Θεός είναι ταπεινός και μόνο ταπεινοί μπορεί να τον πλησιάσουν.
Το κάλεσμα του Χριστού για ταπεινότητα είναι η πιο μεγάλη μάχη του ανθρώπου ενάντια στο Θεό, σε όλες τις εποχές. Μια μάχη που πρέπει να δώσει, στην πραγματικότητα, ενάντια στον εαυτό του. Ο ίδιος ο Χριστός ήταν πολύ ταπεινός, κι ας είπε «εγώ είμαι το φως του κόσμου», γιατί μόνο ένας ταπεινός Θεός θα γινόταν άνθρωπος και θα στεκόταν να του κάνουν κυριολεκτικά ό,τι θέλουν, για να σώσει ακόμη κι εκείνους που τον σταύρωσαν ή που συναίνεσαν να σταυρωθεί! Ο εγωισμός, αντίθετα, προκάλεσε όλα τα δεινά (ο εγωισμός του παπισμού π.χ. έφερε το Μεσαίωνα, ο εγωισμός των βασιλέων είναι γνωστός σε όλη την ιστορία), ενώ σήμερα έφερε τον κόσμο (την κοινωνία, το περιβάλλον, τις οικογένειες, τα άτομα) σ’ αυτό το χάλι, μεταμορφώνοντάς τον σε κόλαση, αν αυτό σου λέει κάτι. Αν όχι, ας κοιτάξουμε γύρω μας και ας είμαστε ειλικρινείς.
Στην αρχαία Εκκλησία οριζόταν γονυκλισίες για ανθρώπους με βαριές αμαρτίες. Οι μετάνοιες αυτές δεν ήταν μόνο δείγμα ταπείνωσης και αίτησης του ελέους του Θεού, αλλά είχαν και το συμβολισμό της πτώσης και της ανόρθωσης! «Με κάθε γονυκλισία», γράφει ο Μέγας Βασίλειος, «δείχνουμε ότι, με την αμαρτία, πέσαμε στη γη και, με το έλεος του Θεού, ανυψωθήκαμε στον ουρανό» (λεπτομέρειες εδώ: http://xristodoulos.antibaro.gr/egyklioi/goniklisia.html, όπου και λεπτομερής ανάλυση του θέματος της γονυκλισίας τις Κυριακές, με πολλές αναφορές και παράθεση διαφόρων απόψεων).
Οι αναστάσιμες ημέρες είναι ημέρες χαράς, όχι μετάνοιας ή πένθους ή εξουθένωσης. Δε χωράνε λοιπόν γονυκλισίες σ’ αυτές. Ο Χριστός μας ελευθέρωσε. Ας μείνουμε ελεύθεροι – ελεύθεροι από τα πάθη, την αμαρτία, το θάνατο, ακόμη κι από θρησκευτικό νόμο, όπως έλεγε ο Παύλος. Ναι, ελεύθεροι: ο Χριστός δεν δίνει «10 εντολές», αλλά μόνο την εντολή «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου… και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. 22, 35-40, προς Ρωμαίους, 13, 8-10). Κι αυτό μάλιστα, λέει ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, δεν είναι εντολή, αλλά αποκάλυψη στους ανθρώπους του τρόπου ζωής του Θεού, της αγάπης.
Όταν ο Χριστός μας ελευθέρωσε, κανείς δε μπορεί να μας κάνει δούλους, ακόμη κι αν εξωτερικά ζούμε ως δούλοι. Πολλοί δούλοι (εσωτερικά ελεύθεροι) αγίασαν: ο άγιος Ονήσιμος, Οι άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος, ευνούχοι της αγίας Ευγενίας, μαρτύρησαν στη Ρώμη και τιμώνται στις 11 Σεπτεμβρίου, η αγία Δούλη (αγνώστου ονόματος), μάρτυρας στη Νικομήδεια, τιμάται στις 25 Φεβρουαρίου κ.π.α…
Δούλος υπήρξε και ο άγιος απόστολος Θωμάς, κατά την περιοδεία του στις Ινδίες. Οι άγιοι Παυλίνος της Καμπανίας, Σεραπίων ο Σινδόνιος και Πέτρος ο Τελώνης έγιναν δούλοι με τη θέλησή τους, για να βοηθήσουν κάποιους συνανθρώπους τους. Ο άγιος Αγάπιος ο Βατοπεδινός επέστρεψε στον αφέντη του, από τον οποίο είχε απελευθερωθεί θαυματουργικά. Δούλος ήταν και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ενώ ο άγιος Μωυσής ο Ούγγρος (1043) προτίμησε μακροχρόνια βασανιστήρια από το να ενδώσει στις ερωτικές προθέσεις της κυρίας του.
Η πνευματική και ηθική ελευθερία (η ελευθερία από τα πάθη μας, και κυρίως απ’ τον εγωισμό και την κακία, τη ζήλεια, το αποκλειστικό ενδιαφέρον για «το συμφέρον μας») είναι η πραγματική ελευθερία, ακόμη και υπό συνθήκες πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής ή οικογενειακής καταπίεσης. Ας μείνουμε λοιπόν ελεύθεροι – ας μείνουμε δικοί Του.



Πεντηκοστή

 ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ

Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν
καί Πνεύματος ἐπιδημίαν
καί προθεσμίαν ἐπαγγελίας
καί ἐλπίδος συμπλήρωσιν·
καί τό μυστήριον ὅσον;
῾Ως μέγα τε καί σεβάσμιον.
Διό βοῶμέν σοι·
Δημιουργέ τοῦ παντός,
Κύριε, δόξα σοι”.

Αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο θέτει ἡ ᾿Εκκλησία μας σάν προπύλαιο στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Καί σ᾿ αὐτόν ἀνακεφαλαιώνει τό “μέγα καί σεβάσμιον” μυστήριον, τό ὁποῖον πανηγυρίζει: Τήν συμπλήρωσι τῆς ἐλπίδος, τήν προθεσμία τῆς ἐπαγγελίας, τήν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου.
 Γιατί πράγματι τό ἑορταζόμενο γεγονός, ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τό τέλος καί τό ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. ῞Ολο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔλευσις, ἡ διδασκαλία, τό πάθος, ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάληψις ἀπέβλεπαν σ᾿ αὐτό· στήν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, στήν νέα δημιουργία. ᾿Ακριβῶς γιά τό λόγο αὐτό στό τροπάριο πού ἀκούσαμε καί σέ ὅλη τήν ὑμνογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀνυμνεῖται ὁ δημιουργός τοῦ παντός, ὁ Πατήρ, πού διά τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης Του, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργεῖ τόν κόσμο, ἀναδημιουργεῖ, ξανακτίζει τήν κτίσι καί τήν μεταβάλλει σέ νέα, τήν ἀνακαινίζει.
῎Ετσι ἡ ἡμέρα αὐτή συνδέει τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ νέου κόσμου μέ τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ παλαιοῦ. Τίς δύο γεννήσεις, τήν φυσική καί τήν ὑπερφυσική. Στήν πρώτη μᾶς μεταφέρουν οἱ πρώτες γραμμές τῆς Βίβλου: “῾Η δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καί εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς. Καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν” (Γεν. 1,2—4). Στήν δευτέρα συμβαίνει τό ἴδιο.
᾿Επάνω στήν ἄμορφο ὕλη τῶν ἐθνῶν καί τό σκότος τῆς πλάνης ἐκχύνεται ἡ βιαία πνοή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λόγος Του ἀνακαινίζει τήν παλαιωθεῖσα κτίσι. “Πάρθοι καί Μῆδοι καί ᾿Ελαμῖται καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πόντον καί τήν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς Λυβίης τῆς κατά Κυρήνην…. Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοι τε καί προσήλυτοι, Κρῆτες καί ῎Αραβες” (Πράξ. 2,9—11) εἶναι ἡ νέα ἄβυσσος, τό γέννημα τῆς διασπορᾶς, τῆς κατατμήσεως καί τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ κόσμου. ᾿Επάνω ἀπό αὐτούς τώρα ἐπιφέρεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Του καλεῖ ὅλους εἰς συμφωνίαν, εἰς ἑνότητα Πνεύματος ἁγίου, εἰς τό φῶς. “῾Ο εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι” (Β.´ Κορ. 4,6) τούς καλεῖ νά ἐπιστρέψουν “ἀπό σκότους εἰς φῶς” (Πράξ. 26,18), νά γίνουν “φῶς ἐν Κυρίῳ” (Ἐφεσ. 5,8).
Καί ἡ ἀναχώνευσις γίνεται μέ τάς πυριμόρφους γλώσσας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού διεμερίσθησαν στούς ἀποστόλους. “Καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός” (Πράξ. 2,3). ῾Η γλῶσσα, τό σύμβολο, τό ἀποτέλεσμα καί τό αἴτιο τοῦ χωρισμοῦ, γίνεται τώρα σύμβολο ἑνότητος, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἐγκαινισμός τοῦ Πνεύματος συμβολίζεται μέ τήν καινουργία τῶν γλωσσῶν. Διά τοῦ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι λαλεῖται τώρα τό μυστήριο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει τό δεύτερο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ α´ ἤχου:
                                                     “Γλώσσαις ἀλλογενῶν
ἐκαινούργησας, Χριστέ, τούς σούς μαθητάς,
ἵνα δι᾿αὐτῶν σε κηρύξωσι
τόν ἀθάνατον Λόγον καί Θεόν,
τόν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος”.
 ῾Ο λαός λοιπόν τοῦ Θεοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία ἑορτάζει κατά τήν Πεντηκοστή τήν γέννησί της. Τήν γενέθλιο ἡμέρα της, ἀλλά καί αὐτό τό μυστήριο τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς της. Γιατί ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔζησε τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς σέ μία στιγμή χρόνου κατά τό μακάριο ἐκεῖνο ἔτος καί τήν ἱστορική ἐκείνη ἡμέρα, πού “ἐπλήσθησαν” οἱ μαθηταί “Πνεύματος ἁγίου”. ᾿Αλλά τό ζῇ καθημερινῶς, διαρκῶς, σέ κάθε στιγμή χρόνου, ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν γενέθλιο μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γιατί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦλθε τότε καί ἔκτοτε μένει καί θά μένῃ εἰς τόν αἰῶνα στόν κόσμο γιά νά συγκροτῇ τήν ᾿Εκκλησία. Πνεῦμα καί ᾿Εκκλησία εἶναι ἀδιασπάστως ἡνωμένα.
Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ζωή, ἡ ὕπαρξις τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καινῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτό ὀφείλεται ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από αὐτό πηγάζουν τά χαρίσματα, οἱ θεσμοί, ἡ πίστις καί ἡ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας. Τήν βιαία Του πνοή καί τήν πυρίμορφο δρόσο Του αἰσθάνεται σέ κάθε βῆμα, σέ κάθε ἐκδήλωσι, σέ κάθε κίνησί της. ᾿Από αὐτό πηγάζουν οἱ ὑπερφυσικές ἐνέργειες τῶν μυστηρίων, πού ζωογονοῦν, πού τροφοδοτοῦν καί ἁγιάζουν τό σῶμά της. Αὐτό θεολογεῖ καί ὁ ποιητής τοῦ τρίτου στιχηροῦ τοῦ ἑσπερινοῦ:
                                                     “Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
βρύει προφητείας,
ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλων συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονε
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι”.
Στήν ἱστορική λοιπόν Πεντηκοστή, ἀλλά καί στήν διαρκῆ Πεντηκοστή, στήν ὁποία ζῇ ἡ ᾿Εκκλησία, θά μᾶς μεταφέρῃ κατά τήν ἐπέτειο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Θά μᾶς καλέσῃ νά κλίνωμε τά γόνατα στάς αὐλάς τοῦ Κυρίου καί νά προσκυνήσωμε τήν ἀήττητο δύναμί Του, νά δοξολογήσωμε τήν ἁγία Τριάδα, πού φωτίζει καί ἁγιάζει τίς ψυχές μας. Καί στήν στάση αὐτή τῆς ταπεινώσεως, τῆς κλίσεως τῶν γονάτων καί τοῦ αὐχένος, νά ὑποδεχθοῦμε τήν χάρι τοῦ Παρακλήτου. Νά ἀνανεώσωμε καί νά ἀναρριπίσωμε τήν φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Νά συνειδητοποιήσωμε τήν θέσι μας καί τήν ὑπόστασί μας σάν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ναῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ναῶν καί σκευῶν καθαρῶν, δοχείων τοῦ Παρακλήτου, τῶν ὁποίων κάθε σκέψις θά ὑπαγορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς σοφίας, κάθε ἐνέργεια ἀπό τό Πνεῦμα τῆς συνέσεως, τό ἀγαθόν, τό εὐθές, τό νοερόν, τό ἡγεμονεῦον, τό καθαῖρον τά πταίσματα. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό θεῖον πού θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, πού διά τῆς χάριτός Του μᾶς μεταβάλλει σέ “Θεούς κατά μέθεξιν”.
Αὐτό τό ὑπερφυές γεγονός τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παρακλήτου περιγράφουν τά τρία θαυμάσια τροπάρια τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ δ´ ἤχου. Αὐτό τό Πνεῦμα ἐγκωμιάζουν καί αὐτοῦ τήν χάρι ἐπικαλοῦνται μαζί μέ τό δοξαστικό τοῦ πλ. β´ ἤχου.
 “Παράδοξα σήμερον
εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυίδ,
ὅτε τό Πνεῦμα κατῆλθε τό ἅγιον
ἐν πυρίναις γλώσσαις,
καθώς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο.
Φησί γάρ· Συνηγμένων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἐγένετο ἤχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς,
καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καί πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι
ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι,
ξένοις διδάγμασι τῆς ἁγίας Τριάδος”.
“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
ἦν μέν ἀεί καί ἔστι καί ἔσται
οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον,
ἀλλ᾿ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον
καί συναριθμούμενον.
Ζωή καί ζωοποιοῦν·
φῶς καί φωτός χορηγόν·
αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος·
δι᾿ οὗ Πατήρ γνωρίζεται
καί Υἱός δοξάζεται
καί παρά πάντων γινώσκεται,
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις τῆς ἁγίας Τριάδος”.
“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
φῶς καί ζωή καί ζῶσα πηγή νοερά,
Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως·
ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν,
ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα.
Θεός καί θεοποιοῦν·
πῦρ ἐκ πυρός προϊόν·
λαλοῦν, ἐνεργοῦν,
διαιροῦν τά χαρίσματα·
δι᾿ οὗ προφῆται ἅπαντες
καί Θεοῦ ἀπόστολοι
μετά μαρτύρων ἐστέφθησαν.
Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα,
πῦρ διαιρούμενον εἰς νομάς χαρισμάτων”.
“Βασιλεῦ οὐράνιε,
Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός·
ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν
καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος
καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν”.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν σειρά “Λογική Λατρεία”

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου